Μάθημα 73ο: Θεωρία της αξίας και αφηρημένος χρόνος στο “Κεφάλαιο”

73ο ΜΑΘΗΜΑ

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ανάδυση του καπιταλιστικού χρόνου

Είναι γνωστή η διάκριση που γίνεται, από ιστορικούς και κοινωνιολόγους, ανάμεσα στον κυκλικό και τον γραμμικό κοινωνικό χρόνο.[1]

Σύμφωνα με αυτή την κατηγοριοποίηση, η κυκλική απεικόνιση του χρόνου συνήθως ταυτίζεται με την μεσαιωνική κοινωνία, η οποία οργανώνεται γύρω από την αγροτική παραγωγή. Έτσι η κυκλικότητα του κοινωνικού χρόνου θεωρείται ότι αντανακλούσε την περιοδικότητα της καθημερινής αγροτικής δραστηριότητας, όπως αυτή καθοριζόταν άμεσα από την διαδοχή επαναλαμβανόμενων φυσικών περιόδων (διαδοχή εποχών, ημέρας-νύχτας κλπ). Φαίνεται, μάλιστα, ότι η μεσαιωνική κοινωνία είχε άμεση εμπειρία του (κυκλικού) χρόνου, ο οποίος ταυτόχρονα εμφανιζόταν ως παγωμένος και ακίνητος, καθότι οι άνθρωποι κατά κανόνα παρέμεναν δεμένοι με τη γη τους σε όλη τους τη ζωή. Ο κοινωνικός ορίζοντας του μεσαιωνικού ανθρώπου ήταν στενός και οι ατομικές ή και συλλογικές προσδοκίες ήταν μάλλον περιορισμένες. Έτσι ο παραπάνω «κλειστός» χώρος της μεσαιωνικής κοινότητας, δεν μπορούσε παρά να έχει ως ισοδύναμό του έναν υποκειμενικό και κοινωνικό χρόνο που βιωνόταν ως αιώνια επιστροφή κι, εν τέλει, ακινησία.[2]

Σε αντιδιαστολή με την παραπάνω σύλληψη του χρόνου, αντιπαραβάλλεται η γραμμική αντίληψη του χρόνου, η οποία θεωρείται ότι αφορά την «νεωτερική», «μοντέρνα» και «ορθολογική» καπιταλιστική δυτική κοινωνία. Ο κοινωνικός χρόνος, πλέον, αναγνωρίζεται ως ανεπίστρεπτος και αντικειμενικός, ως ενιαίος. Μια τέτοια σύλληψη του κοινωνικού χρόνου, συμβαδίζει με την ερμηνεία του ως κάτι το αιώνιο και συνεχές που δεν γνωρίζει τέλος. Η επικράτηση τέτοιων αιτιοκρατικών αντιλήψεων για το χρόνο, και επομένως για την ιστορία, συμβάδισε με την σταδιακή μηχανοποίηση της φύσης και της ανθρώπινης δραστηριότητας, στα πλαίσια της ολοένα και πιο σχεδιασμένης συνεργασίας στην σφαίρα της (καπιταλιστικής) παραγωγής και αναπαραγωγής. Ενδεικτικά, ο Καρτέσιος παρομοίαζε το υγιές ανθρώπινο σώμα με ένα σωστά κατασκευασμένο ρολόι.[3]

Όπως και να έχει, σύμφωνα με τη νέα χρονοαντίληψη που αναδύθηκε καθώς σταδιακά θεμελιώνονταν οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, ο χρόνος είναι μια ανεξάρτητη μεταβλητή που ως τέτοια επιβάλλεται στο άτομο και την κοινωνία. Ο χρόνος μπορεί να πάρει ακόμη και αρνητικές τιμές, δηλαδή να καταστεί αρνητικός, παρότι κάτι τέτοιο, βέβαια, έρχεται σε αντίθεση με την άμεση ανθρώπινη εμπειρία. Ταυτόχρονα, με την επικράτηση του χρόνου ως ανεξάρτητης μεταβλητής, επικράτησε επίσης η ιδέα της, εξαρτημένης από τον χρόνο, κίνησης ως αλλαγής χώρου.[4] Από αυτό το σημείο και μετά, χώρος και χρόνος συσχετίζονται άμεσα.

Μια πιο προσεκτική ματιά, όμως, στα κοινωνικά υποκείμενα αποδεικνύει ότι ο παραπάνω διαχωρισμός, ανάμεσα σε κυκλικό και γραμμικό χρόνο, είναι, αν όχι απλοϊκός, τουλάχιστον ανεπαρκής για να περιγράψει την πολύπλοκη υποκειμενική και συλλογική αντίληψη και οργάνωση του χρόνου κατά τον Μεσαίωνα.

Πράγματι, στην νοοτροπία πχ. του μεσαιωνικού ανθρώπου συνυπάρχουν διάφορα συστήματα χρονολόγησης και χρονικής αντίληψης.[5] Και αυτό που σε μια πρώτη ματιά εμφανιζόταν, ενδεχομένως, ως αδιαφορία απέναντι στον ακίνητο χρόνο, όπως πίστευε ο Μπλοχ,[6] ή, ακόμη, κι ως άσκοπη σπατάλη, στην πραγματικότητα αντανακλούσε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη, και τελείως διαφορετική από τη σημερινή, αντίληψη περί χρόνου. Σε κάθε περίπτωση, η πολλαπλότητα των χρονικών συστημάτων (πολύ περισσότερο τον Μεσαίωνα και λιγότερο σήμερα) αποτελεί ένδειξη των κοινωνικών συγκρούσεων της κάθε εποχής.

Κατά τον Μεσαίωνα, χρόνος και χρονολογία δεν είχαν ακόμη ενοποιηθεί. Οι χρονικογράφοι της εποχής ήταν ιδιαίτερα φειδωλοί όσον αφορά την αποτύπωση της ακριβούς ημερομηνίας, κατά την οποία συνέβησαν τα ιστορικά γεγονότα που κατέγραφαν. Τους βλέπουμε, παραδείγματος χάρη, να χρησιμοποιούν (αόριστες) εκφράσεις όπως «τον καιρό εκείνο», «ενόσω», «λίγο μετά» κλπ. Το ίδιο συνέβαινε και στα επικά ποιήματα της εποχής, στα οποία απουσίαζε εξίσου η ακριβής οριοθέτηση του χρονικού ορίζοντα των συμβάντων που περιγράφονταν. Ταυτόχρονα, παρελθόν και παρόν συγχέονται, μέσω του συλλογικού υποκειμένου που πρωταγωνιστεί στα έπη.

Η ρευστή και κατά βάση θολή διάκριση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος αποτυπώνεται ιδιαίτερα καθαρά στα κοστούμια που χρησιμοποιούνταν στο μεσαιωνικό θέατρο, στα οποία συνυπήρχαν, αδιακρίτως, ενδυματολογικά στοιχεία διαφορετικών εποχών. Κι αυτό γιατί ήταν κυρίαρχη η αντίληψη πως ό,τι εκφράζει κάτι σημαντικό και θεμελιώδες για την ανθρωπότητα, ταυτόχρονα είναι και σύγχρονο.

Τα παραπάνω, όμως, δεν υποννοούν ότι απουσίαζε η ανάγκη χρονολόγησης, η οποία και ξεκινά από τις εκκλησιαστικές αρχές. Παραδείγματος χάρη, καθώς το κάθε νέο έτος ξεκινούσε με το Πάσχα, η ανάγκη καθορισμού αυτής της σημαντικής, για την θρησκευτική εξουσία, ημερομηνίας αποκρυσταλλώθηκε σε δύο διαφορετικά και αλληλοσυγκρουόμενα συστήματα υπολογισμού, το ιρλανδικό και το ρωμαϊκό.

Ο μεσαιωνικός χρόνος επομένως διακρίνεται σε:

  • «Φυσικό»/«αγροτικό», ή, με άλλα λόγια, «επαγγελματικό»/«κοσμικό» χρόνο. Πρόκειται για μη συμβαντολογικό χρόνο, ο οποίος ορίζεται από τις αργές διακυμάνσεις της φύσης (βάσει των εποχών) και συνεπάγεται την κυκλική χρονική διάσταση. Από αυτή πηγάζουν μια σειρά μανιχαϊστικών διπόλων που χαρακτηρίζουν την μεσαιωνική κουλτούρα (χειμώνας-καλοκαίρι, μέρα-νύχτα). Βάσει τέτοιων αντιλήψεων, η τέλεση μιας πράξης κατά τη διάρκεια της νύχτας, σύμφωνα με το δίκαιο της εποχής, αποτελούσε μείζον επιβαρυντικό στοιχείο, μόνο και μόνο επειδή λάμβανε χώρα το βράδυ.
  • «Θρησκευτικό/εκκλησιαστικό» χρόνο. Πρόκειται για μια αντίληψη του χρόνου ως κάτι το υπερφυσικό και θεϊκό. Ακριβώς επειδή ο χρόνος δεν θεωρούνταν εγκόσμιος, οι τοκογλύφοι κατηγορούνταν ως κλέφτες του θεϊκού, αλοίμονο, χρόνου και ως τέτοιοι στέλνονταν, υποτίθεται, να καούν στην αιώνια πυρά της κόλασης. Η ύπαρξη τελετουργιών που ακολουθούσαν συγκεκριμένο ημερήσιο και ετήσιο πρόγραμμα, έδινε στον χρόνο αυτό μια κυκλική διάσταση. Ταυτόχρονα, όμως, η εβραϊκή/μεσσιανική αντίληψη για την ανθρώπινη ιστορία, συνετέλεσε στην ανάπτυξη και μιας γραμμικής συνιστώσας του χρόνου. Δεν επρόκειτο όμως για ένα συνεχές βέλος που στόχευε στο βασίλειο των ουρανών (υποτίθεται, μετά τη Δευτέρα Παρουσία), αλλά για έναν ασυνεχή χρονικό άξονα, ο οποίος τεμνόταν από μια σειρά συγκεκριμένων και θεολογικά ποιοτικών σημείων/συμβολικών συμβάντων, όπως η γέννηση του Χριστού, η έξοδος του Αβραάμ από την Αίγυπτο κλπ. Η θεμελίωση της μεσσιανικής νοοτροπίας, με τη σειρά της, επηρρέασε επίσης τις κοινωνικές αντιλήψεις περί αμαρτίας/μετάνοιας, καθώς κάθε πιστός μπορούσε πλέον να μετανοήσει (με το αζημίωτο, πάντοτε) για τα κρίματά του στο τέλος του βίου του – ακόμη και οι χειρότεροι μεταξύ των αμαρτωλών, οι τοκογλύφοι![7] Ο εκκλησιαστικός χρόνος, λοιπόν, πέρα από κυκλικός, αρχίζει να αναπτύσσεται και γραμμικά προς τη Δευτέρα Παρουσία, η οποία σηματοδοτούσε την τελική κατάρρευση του ιστορικού, επίγειου χρόνου.
  • «Αρχοντικό» χρόνο. Πρόκειται για τον χρόνο που σηματοδοτείται από τις περιοδικές υποχρεώσεις των υποτελών προς τον φεουδάρχη που τους εξουσίαζε. Αυτές αφορούσαν είτε φόρους σε είδος (πχ. δεκάτη, η οποία συνήθως καταβαλόταν μεταξύ Απριλίου και Μαΐου), είτε εργασίες (αγγαρείες) για λογαριασμό του φεουδάρχη, όπως οχυρωματικά έργα, καλλιέργεια των κτημάτων του τελευταίου κλπ.[8] Το καλοκαίρι επίσης ήταν η περίοδος που οι υποτελείς επάνδρωναν το στρατό του φεουδάρχη, σε περίπτωση εκστρατειών εναντίον άλλων ηγεμόνων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συμμετοχή σε εκστρατείες πέραν της άμεσης γεωγραφικής επικράτειας της κοινότητας συνέβαλε στη σταδιακή συνειδητοποίηση των αγροτικών πληθυσμών ότι αποτελούν ενεργά υποκείμενα της ιστορίας που επηρρεάζουν την εξέλιξή της (βλ. απαρχές μιας γραμμικής, ασυνεχούς αντίληψης της ιστορίας).

Τα τρία αυτά χρονικά συστήματα όχι μόνο συνυπήρχαν, αλλά επιπλέον συνδέονταν, όπως άλλωστε συνδεόταν το ιερό με το κοσμικό. Παραδείγματος χάρη, όπως εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς για μια κοινωνία που βασίζεται στην αγροτική οικονομία, δεν υπήρχαν σημαντικές εκκλησιαστικές γιορτές την κομβική περίοδο μεταξύ άνοιξης και καλοκαιριού, περίοδο κατά την οποία προετοιμάζονταν οι καλλιέργειες, οργώνονταν και φυτεύονταν τα χωράφια, ποτίζονταν τα φυτά κι εν συνεχεία μαζευόταν η σοδειά. Ούτως ή άλλως, κατά την πρώιμη νεότερη ιστορική περίοδο που εξετάζουμε, ο εκκλησιαστικός έλεγχος στις κοινοτικές γιορτές δεν ήταν (ακόμη) τόσο ισχυρός ώστε να επιτυγχάνεται η ενοποίηση των τελετουργιών, η ομογενοποίηση του θρησκευτικού δόγματος και η επιβολή μιας σαφώς αυστηρότερης ηθικής – κι αυτή η αδυναμία της εκκλησίας ήταν πιο εμφανής στις πόλεις, παρά στην ύπαιθρο. Ως εκ τούτου, οι τοπικές μορφές «θρησκευτικότητας» ήταν ποικίλες και αποτελούνταν από ένα κληρονομημένο –και όχι επιβεβλημένο από τα πάνω– μίγμα ιδεών και κοινοτικών τελετουργιών (θρησκευτικών ή μη), οι οποίες και συγκροτούσαν ένα πλαίσιο ενίσχυσης της συλλογικής δέσμευσης. Βασικό, αν όχι κύριο, ρόλο στην ενίσχυση του κοινωνικού δεσμού, επιτελούσαν οι γιορτές και τα λαϊκά έθιμα, όπως το Καρναβάλι, η Πρωτομαγιά, οι παραδοσιακοί χοροί (βλ. πχ. τους λεγόμενους Morris dances στην αγγλική επικράτεια). Υπολογίζεται ότι οι εκκλησιαστικές γιορτές αποτελούσαν μόλις το 1/3 του συνόλου και μάλιστα αυτές σε πολλές περιπτώσεις αφορούσαν την προστασία του συνόλου της κοινότητας (πχ. δεήσεις για πρόκληση βροχοπτώσεων σε περιόδους ξηρασίας ή για την προστασία από επιδημίες). Η οργάνωση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, λοιπόν, επηρρέαζε το θρησκευτικό έτος, ή μάλλον αυτό οργανωνόταν βάσει των υλικών συνθηκών της εποχής.

Όλη αυτή η πολυσήμαντη πραγματικότητα της μεσαιωνικής κοινωνίας, στην οποία κατ’ ανάγκη αναφερθήκαμε εν συντομία, αναδεικνύει την αναγκαιότητα μιας βαθύτερης και πιο ουσιαστικής κατηγοριοποίησης του υποκειμενικού/κοινωνικού χρόνου. Μια παρόμοια πρόταση πιο ουσιαστικής ανάλυσης του χρόνου καταθέτει ο M. Postone στο βιβλίο του Χρόνος, Εργασία και Κοινωνική Κυριαρχία.[9]

Ο Postone, επεκτείνοντας την μαρξική ανάλυση σχετικά με τον διπλό χαρακτήρα της ανθρώπινης εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, και άρα εκκινώντας από τα δίπολα συγκεκριμένη/αφηρημένη εργασία, αξία χρήσης/ανταλλακτική αξία, προκρίνει τη διάκριση μεταξύ συγκεκριμένου και αφηρημένου χρόνου. Όπως γνωρίζουμε το κοινό μέτρο, μέσω του οποίου συγκρίνονται οι αξίες των διαφορετικών εμπορευμάτων, προκειμένου αυτά να ανταλλαχθούν σε συγκεκριμένες αναλογίες με την απαραίτητη διαμεσολάβηση του χρηματικού ισοδυνάμου, προκύπτει από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο αφηρημένης, και όχι συγκεκριμένης, εργασίας. Βάσει του πρώτου είναι που συγκροτείται η ποσοτική διάσταση της αξιακής αντικειμενικότητας των καπιταλιστικών εμπορευμάτων.

Σύμφωνα με τον Postone, λοιπόν, ο ποιοτικός και ιστορικά συγκεκριμένος χαρακτήρας του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου αλλοτρίωσης έγκειται στο ότι πρόκειται για χρονικές μονάδες που μετρούν τη διάρκεια/«ποσότητα» αφηρημένης εργασίας. Πρόκειται, δηλαδή, για μονάδες αφηρημένου χρόνου, μονάδες που ως ίσες, σταθερές και μεταξύ τους ανταλλάξιμες καθιστούν δυνατή την ανταλλαγή των προϊόντων, των οποίων την αξία μετρούν. Ή, με τα λόγια του Ντεμπόρ:

Είναι ο χρόνος της οικονομικής παραγωγής, χωρισμένος σε αφηρημένα ίσα τμήματα, που εμφανίζεται σε όλο τον κόσμο σαν η ίδια μέρα.[10]

Ο χρόνος της παραγωγής, ο χρόνος-εμπόρευμα είναι μια απεριόριστη συσσώρευση ισοδυνάμων χρονικών διαστημάτων. Είναι η αφαίρεση του ανεπίστρεπτου χρόνου, του οποίου όλες οι υποδιαιρέσεις πρέπει να αποδείξουν στο χρονόμετρο τη μοναδική ποσοτική τους ισότητα.[11]

Οι ατομικοί παραγωγοί ανταλλάσοντας μεταξύ τους χρήμα και εμπορεύματα, δεν κάνουν άλλο παρά να ανταλλάσουν ποσότητες αφηρημένου/καπιταλιστικού χρόνου. Έτσι, αν η αφηρημένη εργασία είναι η μία πλευρά της κοινωνικής αφαίρεσης που αντικειμενοποιείται πίσω από και πάνω στις πλάτες των δρώντων υποκειμένων, ισοπεδώνοντας κάθε ποιοτική διάσταση των αξιών χρήσης και των συγκεκριμένων εργασιών που τις παράγουν, ανάγοντας τις πρώτες «απλώς» σε ποσότητες αξίας, η θεμελίωση του αφηρημένου χρόνου είναι η άλλη πλευρά της ίδιας αφαίρεσης.[12]

Πώς όμως εντυπώνεται ο αφηρημένος χρόνος στην παραγωγική διαδικασία; Είναι γνωστό ότι οι καπιταλιστές οργανώνουν τη σφαίρα της παραγωγής εμπορευμάτων, τη σφαίρα όπου αντλείται υπεραξία, βάσει της ανάγκης τα εμπορεύματα που παράγονται να ανταλλαχθούν εν τέλει με χρήμα στη σφαίρα της ανταλλαγής. Η ανταλλαγή, λοιπόν, ως η κοινωνική μορφή της παραγωγικής διαδικασίας αφήνει το αποτύπωμα της στη σφαίρα της παραγωγής.[13] Ταυτόχρονα, η αξιοπαραγωγός εργασιακή διαδικασία, στα πλαίσια του συνεργατικού καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας, «κατακερματίζεται σε αφηρημένα ορθολογικούς επιμέρους χειρισμούς», με τέτοιο τρόπο «ώστε να σπάει η σχέση του εργάτη με το προϊόν ως όλον και η εργασία να περιορίζεται σε μια μηχανικά επαναλαμβανόμενη εξειδικευμένη λειτουργία».[14] Έτσι, αντικειμενοποιείται ο κοινωνικοποιημένος εξορθολογισμός και οι πραγμοποιημένες κοινωνικές μορφές εμβαθύνονται περαιτέρω, μιας που «εντός και εξαιτίας αυτού του εξορθολογισμού ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, η βάση του ορθολογικού υπολογισμού, παράγεται αρχικά ως απλώς εμπειρικά διαπιστώσιμος μέσος χρόνος εργασίας, και αργότερα, μέσω της όλο και πιο έντονης μηχανοποίησης και του εξορθολογισμού της εργασιακής διαδικασίας, ως αντικειμενικά υπολογίσιμη ποσότητα εργασίας, η οποία αντιπαρατίθεται στον εργάτη με την έτοιμη και ολοκληρωμένη αντικειμενικότητά της».[15]

Η επιστημονική οργάνωση της εργασίας, βέβαια, που θα εγκαινιαστεί με το ταιηλοριστικό μοντέλο στις αρχές του 20ου αιώνα, βασίστηκε στην χρονομέτρηση συγκεκριμένων κινήσεων κι επιμέρους εργασιών και όχι στην μέτρηση της αφηρημένης εργασίας, η οποία άλλωστε, όντας μια κοινωνικά κατασκευασμένη αφαίρεση, δεν μπορεί να μετρηθεί ως τέτοια στην πράξη. Ο κατακερματισμός, όμως, της ενιαίας ανθρώπινης εργασιακής δραστηριότητας σε επιμέρους μικρο-κινήσεις και η ακριβής μέτρηση της διάρκειας αυτών, οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου τυποποίηση αυτής, η οποία με τη σειρά της επέτρεψε την ακόμη πιο εντατική κοινωνικοποίηση της αξιοπαραγωγού εργασίας και της καπιταλιστικής ανταλλαγής.[16]

Κατά την υπαγωγή της ανθρώπινης εργασίας στην καπιταλιστική σχέση, οι δύο επιμέρους χρόνοι που συγκροτούν την εργάσιμη ημέρα, ο αναγκαίος χρόνος αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης που καταναλώνεται παραγωγικά κατά την διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου και ο χρόνος υπερεργασίας που καρπώνεται ο καπιταλιστής, συγχωνεύονται. Έτσι, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι μπορούμε να μετρήσουμε τους δύο αυτούς χρόνους κατά τη διάρκεια μίας εργάσιμης ημέρας, δεν μπορούμε «διαγράφοντας» τον τελευταίο να θεωρήσουμε ότι καταργούμε την εκμετάλλευση στη σφαίρα της παραγωγής ή, πολύ περισσότερο, τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ:

Ας υποθέσουμε ότι η εργάσιμη ημέρα αριθμεί 6 ώρες αναγκαία εργασία και 6 ώρες υπερεργασία. Στην περίπτωση αυτή (σημ. θεωρώντας 6 εργάσιμες ημέρες την εβδομάδα) ο ελεύθερος εργάτης προσφέρει στον κεφαλαιοκράτη 6 x 6 = 36 ώρες υπερεργασίας την εβδομάδα. Είναι το ίδιο σαν να δούλευε 3 ημέρες την εβδομάδα για τον εαυτό του και 3 ημέρες την εβδομάδα δωρεάν για τον κεφαλαιοκράτη. Αυτό όμως δεν φαίνεται. Η υπερεργασία και η αναγκαία εργασία συγχωνεύονται η μια με την άλλη. Για αυτό μπορώ την ίδια σχέση να την εκφράσω κι έτσι λχ., ότι στο κάθε λεπτό της ώρας ο εργάτης δουλεύει 30 δευτερόλεπτα για τον εαυτό του και 30 δευτερόλεπτα για τον κεφαλαιοκράτη.[17]

Επιπλέον, καθώς η κοινωνική δραστηριότητα προσανατολίζεται στην αναπαραγωγή της σχέσης-κεφάλαιο, αναπαραγωγή που πρέπει να συντελείται σε ολοένα και αυξανόμενη έκταση, ο καπιταλιστικός χρόνος δεν μπορεί παρά να εγγυάται αυτή τη διευρυμένη κλίμακα συσσώρευσης: το παρόν κυριαρχείται τόσο από τον παρελθοντικό χρόνο (βλ. υπαγωγή της ζωντανής εργασίας στη νεκρή) όσο και από τον μέλλοντικό (βλ. ανάγκη για επανεπένδυση του επαυξημένου κεφαλαίου και όχι για την ατομική απόλαυση/κατανάλωση του καπιταλιστή· επίσης, η ραγδαία ανάπτυξη του πιστωτικού/χρηματιστικού κεφαλαίου που προστάζει μελλοντική εργασία, η οποία ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί, τί άλλο συνεπάγεται αν όχι την κυριαρχία του μελλοντικού χρόνου, μέσω της διαρκούς δημιουργίας κρατικού/δημόσιου και ιδιωτικού χρέους;).

Επεκτείνοντας λίγο τα παραπάνω, μπορούμε να αναφερθούμε σε μια άλλη σημαντική παράμετρο του καπιταλιστικού χρόνου. Πιο συγκεκριμένα γνωρίζουμε ότι οι διάφορες μεταμορφώσεις του κεφαλαίου (βλ. παρακάτω σχήμα, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης) χωρίζονται τόσο χωρικά, όσο και χρονικά:

Τα διάφορα στάδια αποτελούν ισάριθμες διακοπές… Η διαδικασία κύκλησης του κεφαλαίου είναι μια διαρκής διακοπή, έξοδος από το ένα στάδιο και είσοδος στο επόμενο· εγκατάλειψη της μιας μορφής και ύπαρξη με μιαν άλλη μορφή· το καθένα από αυτά τα στάδια δεν καθορίζει μόνο το άλλο, αλλά ταυτόχρονα το αποκλείει.[18]

Αφενός, αυτή η ταυτόχρονα χωρική και χρονική δυσαρμονία, που εκ των πραγμάτων χαρακτηρίζει τις διαφορετικές φάσεις της κύκλησης, ενδέχεται να επηρεάσει το κύκλωμα ενός ατομικού κεφαλαίου γιατί: «κάθε σταμάτημα της διαδοχής φέρνει διαταραχή στην παράλληλη ύπαρξη, κάθε σταμάτημα σε ένα στάδιο προκαλεί ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο σταμάτημα στην όλη κύκληση όχι μόνο του σταματημένου μέρους του κεφαλαίου, αλλά όλου του ατομικού κεφαλαίου».[19] Καθώς οι κυκλήσεις των ατομικών κεφαλαίων αλληλοδιαπλέκονται, η διαταραχή που παρατηρείται σε μερικές από αυτές μπορεί να επεκταθεί ραγδαία, επηρρεάζοντας ευρύτερες μερίδες του κεφαλαίου και εν τέλει προκαλώντας το μπλοκάρισμα της κύκλησης του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου και το ξέσπασμα μιας γενικευμένης κρίσης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Εξαιτίας αυτού του κινδύνου είναι που οι καπιταλιστές προσπαθούν να εκμηδενίσουν το χώρο μέσω του χρόνου,[20] μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας και της ανάπτυξης του κλάδου των μεταφορών.

Αφετέρου τα χωροχρονικά χάσματα, που καθιστούν (προσωρινά;) ασυνεχές το κύκλωμα αναπαραγωγής του κεφαλαίου, έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον μετασχηματισμό των αξιών και τον υπολογισμό του ποσοστού κέρδους (πχ. ο υπολογισμός του ποσοστού κέρδους λαμβάνει χώρα πριν η υπεραξία πραγματοποιηθεί στη 2η φάση της σφαίρας της κυκλοφορίας, Ε´—Χ´, ή ταυτόχρονα σε όλες τις επιμέρους στιγμές της κύκλησης;), ζήτημα το οποίο ο Μαρξ αναπτύσσει στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου και στο οποίο θα αναφερθεί ο Andrew Kliman στο δεύτερο μέρος του σημερινού μαθήματος.

Επίσης, καθώς κάθε ατομικό βιομηχανικό κεφάλαιο βρίσκεται ταυτόχρονα και στις τρεις κυκλήσεις, «οι τρεις κυκλήσεις, οι μορφές αναπαραγωγής των τριών μορφών του κεφαλαίου συντελούνται αδιάκοπα η μία δίπλα στην άλλη. Η αναπαραγωγή του κεφαλαίου στην καθεμιά από τις μορφές του στο καθένα από τα στάδια του είναι το ίδιο συνεχής, όπως η μεταμόρφωση αυτών των μορφών και το διαδοχικό πέρασμα από τα τρία στάδια» κι έτσι «η συνολική κύκληση αποτελεί πραγματική ενότητα των τριών μορφών της».[21] «Το κεφάλαιο σαν σύνολο βρίσκεται στις διάφορες φάσεις του ταυτόχρονα και παράλληλα στο χώρο. Διαρκώς όμως κάθε μέρος περνάει διαδοχικά από τη μια φάση, από τη μια λειτουργική μορφή στην άλλη και έτσι λειτουργεί διαδοχικά σε όλες. Έτσι οι μορφές είναι ρευστές μορφές που η σύγχρονη ύπαρξή τους γίνεται δυνατή χάρη στη διαδοχή τους».[22]

Πρόκειται, επομένως, για ένα ψευδο-κυκλικό, κατ’ ουσίαν γραμμικό, συνεχή και αντικειμενικό χρόνο, που προσπαθεί να συγχρονίσει τους επιμέρους υποκειμενικούς/συγκεκριμένους χρόνους με τον ακατάπαυστο ρυθμό της καπιταλιστικής μηχανής. Και άρα να καθυποτάξει τις επιμέρους χρονικότητες στην αέναη κίνηση αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, ο συγκεκριμένος χρόνος μπορεί να διαιρεθεί σε κυκλικό (αγροτικός, εκκλησιαστικός και αρχοντικός χρόνος) και γραμμικό, μη συνεχή χρόνο (εκκλησιαστικός και αρχοντικός χρόνος). Ο συγκεκριμένος χρόνος είναι μια εξαρτημένη μεταβλητή, με σαφή ποιοτική διάσταση, ενώ οι μονάδες μέτρησής του είναι επίσης μεταβλητές – αν και όχι πάντα (βλ. πχ. αρχαία Κίνα). Στον αντίποδα, ο αφηρημένος χρόνος είναι ψευδο-κυκλικός/γραμμικός, συνεχής, ομοιογενής και ομοιόμορφος. Είναι, επομένως, διαιρέσιμος σε ίσα και σταθερά μέρη, τα οποία είναι άμεσα ανταλλάξιμα μεταξύ τους. Ο αφηρημένος χρόνος αποτελεί μια ανεξάρτητη και αντικειμενική μεταβλητή που, ως εκ τούτου, επιβάλλεται στον άνθρωπο και την κοινωνία.

Η χρήση του συγκεκριμένου χρόνου και άρα η μέτρηση του κοινωνικού χρόνου βάσει συγκεκριμένων εργασιών έχει διαπιστωθεί εμπειρικά σε μια σειρά κοινωνιολογικών, εθνολογικών και ιστορικών μελετών.[23] Στη Μαδαγασκάρη, λόγου χάρη, συνηθισμένες μονάδες μέτρησης ήταν (είναι;) το τηγάνισμα μιας ακρίδας (δηλαδή μία στιγμή), το καλό ψήσιμο του καλαμποκιού (περίπου ένα τέταρτο της ώρας, που με τη σειρά του αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα που απαιτείται, σύμφωνα με τους ντόπιους, για να ξεψυχήσει ένας άνθρωπος) ή το βράσιμο του ρυζιού (περίπου μισή ώρα).

Στη Χιλή, κατά τον 17ο αιώνα, χρησιμοποιούταν ως μονάδα μέτρησης του χρόνου η διάρκεια του «Πιστεύω». Παραδείγματος χάρη, ένας σεισμός διήρκησε δύο «Πιστεύω», σύμφωνα με καταγραφή του 1647. Επίσης, στην ίδια χώρα ο χρόνος που απαιτείτο για το βράσιμο ενός αυγού ισούταν με ένα «Πάτερ Ημών» που, όμως, εκφέρετο φωναχτά.

Αντίστοιχες μονάδες μέτρησης που συνδέονταν με συγκεκριμένες θρησκευτικές πρακτικές δεν συναντούσε κανείς μόνο στην Λατινική Αμερική. Στην Αγγλία, λόγου χάρη, το 1450, η διάρκεια μιας μετάνοιας εξυπηρετούσε τον ίδιο σκοπό. Στην ίδια χώρα, προκειμένου να μετρηθεί ο (συγκεκριμένος) χρόνος χρησιμοποιούταν επίσης μια μάλλον πιο πεζή ανθρώπινη ανάγκη: το κατούρημα. Καμία από τις παραπάνω μονάδες, όμως, δεν σμπαράλιαζε την ωρολογιακή ακρίβεια της δικής μας εποχής όσο το λατινοαμερικάνικο «τώρα» που συχνά σήμαινε (σημαίνει;) «σε 2 με 4 ώρες».

Γενικά, σε κοινωνίες που βασίζονται στην αγροτική παραγωγή και την οικιακή εργασία,[24] καθώς και μικρές μανιφακτούρες δίχως πολύπλοκο καταμερισμό εργασίας, άρα με μικρή ανάγκη συγχρονισμού της, η μέτρηση του απαιτούμενου χρόνου γινόταν βάσει της δουλειάς που έπρεπε να γίνει. Γι’ αυτό ο εργάσιμος χρόνος υπολογιζόταν σε «τόσες ημέρες δουλειάς».[25] Το ίδιο ίσχυε και για τις αγγαρείες που, όπως ήδη είδαμε, οι υποτελείς έπρεπε να εκτελούν προς όφελος του τοπικού φεουδάρχη μία φορά το χρόνο.

Είναι σημαντικό επίσης να σημειώσουμε ότι την εποχή αυτή η «κύρια» εργασία (είτε στα χωράφια, είτε στην θάλασσα, είτε στην πόλη) δεν διαχωριζόταν από τις άλλες καθημερινές δραστηριότητες, ενώ οι τελευταίες χαρακτηρίζονταν από μια πολύ μεγάλη και πλούσια γκάμα απασχολήσεων.[26] Ας μην ξεχνάμε ότι οι αγροτικές κοινότητες ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες και αυτάρκεις, ενώ το εμπόριο τις επηρρέαζε σε σαφώς μικρότερο βαθμό σε σχέση με την νεωτερική περίοδο. Ως εκ τούτου δεν υφίστατο, ακόμη, διαχωρισμός ανάμεσα στο «χρόνο εργασίας» και τον λεγόμενο, σήμερα, ελεύθερο χρόνο, στο «πώς περνά κανείς το χρόνο του». Είναι γνωστό, παραδείγματος χάρη, ότι στις πόλεις ο «χρόνος διασκέδασης» στα ταβερνεία θεωρούταν «χρόνος εργασίας» για τους τεχνίτες, καθώς η καθημερινή συναναστροφή με τους γείτονές τους, πόσω μάλλον η συμμετοχή στην προετοιμασία των κοινοτικών, θρησκευτικών ή μη, εορτασμών όπως το Καρναβάλι, θεωρούταν απαραίτητη προϋπόθεση της συλλογικής συμβίωσης και της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών.

Στον καπιταλισμό, όμως, ο χρόνος πλέον δεν περνά ευχάριστα ή αβίαστα, απλώς ξοδεύεται. Η ηθική της εργασίας και ο έλεγχος του «ελεύθερου χρόνου», του χρόνου δηλαδή που δεν αφιερώνεται στην εργασία, μέσω, λόγου χάρη, του κινήματος του πουριτανισμού, έρχονται σταδιακά στο προσκήνιο, προκειμένου να πειθαρχήσουν οι καπιταλιστές το αστικοποιημένο προλεταριάτο.[27] Επιπλέον, ήδη από τον 14ο αιώνα εισάγονται τα δημόσια ρολόγια σε ορισμένες πόλεις, ενώ τον 16ο αιώνα οι αγγλικές ενορίες αναλαμβάνουν το ρόλο να σημαίνουν τις ώρες, σε μία έκδηλη απόπειρα από-τα-πάνω ενοποίησης και αντικειμενοποίησης του κοινωνικού χρόνου.

Παρόλες τις παραπάνω αναμφισβήτητα σημαντικές κοινωνικές αλλαγές, η ομογενοποίηση και η ακρίβεια της μέτρησης/διαίρεσης του χρόνου δεν επιτεύχθηκαν παρά μόνο όταν επιταχύνθηκε η επιβολή της καπιταλιστικής σχέσης. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρώιμη νεότερη Ευρώπη ακόμη χρησιμοποιούταν το ηλιακό ρολόι, ενώ το οικιακό ρολόι ή το ρολόι χειρός είχε κυρίως αισθητικό και όχι ακόμη λειτουργικό ρόλο: το ρολόι παρέμεινε ένα σύμβολο κοινωνικού στάτους, μέχρι τουλάχιστον τον 18ο αιώνα που σταδιακά γενικεύεται η χρήση του.

Μήπως όμως αυτές οι ποιοτικές αλλαγές στο τρόπο βίωσης του χρόνου, ήταν απλώς ένα ζήτημα εισαγωγής της κατάλληλης τεχνολογίας και των αντίστοιχων μηχανημάτων; Η απάντηση είναι αρνητική. Οι τομές στις οποίες αναφερόμαστε είναι βαθιές και εγγράφονται στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Ως εκ τούτου, αιτία τους είναι η εδραίωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και όχι η μία ή η άλλη τεχνολογική καινοτομία. Άλλωστε, η χρήση μεταβλητών μονάδων για την μέτρηση του προκαπιταλιστικού χρόνου τεχνικά ήταν πιο δύσκολη και απαιτούσε σαφώς πιο αναπτυγμένη τεχνολογία από αυτή που αντιστοιχεί στην «απλή» υποδιαίρεση του χρόνου σε σταθερά διαστήματα. Από την άλλη μεριά, είναι εξίσου αλήθεια ότι τεχνολογικές καινοτομίες, όπως η εισαγωγή του τεχνητού φωτισμού (βλ. φωταέριο) στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, επέκτειναν την εργάσιμη ημέρα και το χρόνο παραγωγικής κατανάλωσης σταδιακά σε όλο το 24ωρο, πέρα από τα φυσικά όρια που ως τότε καθορίζονταν από την ανατολή και τη δύση του ηλίου.

Όπως και να έχει, η αποκρυστάλλωση της φαντασματικής αντικειμενικότητας ως η θεμέλια κοινωνική σχέση, συμβάδισε με την αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας, η οποία με τη σειρά της συνδέεται και βασίζεται στην επιβολή μιας νέας κοινωνικής αντίληψης για το χρόνο. Η κανονικοποίηση της εργάσιμης ημέρας και η ανάγκη ορθολογικότερης διαχείρισης του χρόνου εργασίας και υπερεργασίας, η εκμηχάνιση της παραγωγικής διαδικασίας, ο γενικευμένος καταμερισμός και η συνεργασία, η ανάπτυξη του συλλογικού εργάτη κλπ. είχαν ως αποτέλεσμα –και συνάμα προϋπόθεση– το συγχρονισμό της καταμερισμένης κοινωνικής εργασίας. Οι ρυθμοί της ζωής πλέον καθορίζονται από την ασταμάτητη κίνηση των δεικτών του χρονόμετρου, εν αντιθέσει με τους ακανόνιστους ρυθμούς της εργασίας στο σπίτι ή της ειδικευμένης εργασίας των μαστόρων στο εργαστήρι.

Βέβαια, η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, η προσπάθεια δηλαδή κατακερματισμού, κανονικοποίησης και ομογενοποίησης της εργασιακής διαδικασίας, στα πλαίσια του καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού, δεν υπήρξε ανεμπόδιστη. Αντίθετα, η μετάβαση προς αυτή συνδέεται με σκληρούς και βίαιους αγώνες, τόσο για τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, όσο και ενάντια στην ίδια την επιβολή του νέου συνεργατικού μοντέλου εργασίας στα, ολοένα και πιο εκμηχανισμένα, εργοστάσια και τις μανιφακτούρες.[28]

Η βίαιη προσπάθεια κανονικοποίησης του χρόνου εργασίας και κοινωνικής θεμελίωσης του αφηρημένου καπιταλιστικού χρόνου, συμβάδισε επίσης, με την κανονικοποίηση του ελεύθερου χρόνου, ο οποίος, σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό, οργανώνεται για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου. Χρόνος εργασίας και ψυχαγωγίας, λοιπόν, συγχωνεύονται εκ νέου, όχι αυτή την φορά υπό το πρίσμα της προκαπιταλιστικής ποιοτικά αδιαχώριστης δραστηριότητας, αλλά από την ανάγκη ποσοτικής συνάρθρωσης και χωροχρονικής επέκτασης των επιμέρους στιγμών πραγματοποίησης της παραχθείσας υπεραξίας. Μας λέει, επ’ αυτού, ο Ντεμπόρ ότι:

Με αυτό τον τρόπο, η αστική τάξη γνωστοποίησε και επέβαλλε στην κοινωνία έναν ανεπίστρεπτο ιστορικό χρόνο αλλά της απαγορεύει τη χρήση του.[29]

Ο ψευδο-κυκλικός χρόνος είναι ένας χρόνος που μεταμορφώθηκε απ’ τη βιομηχανία. Ο χρόνος που έχει τη βάση του στην παραγωγή εμπορευμάτων είναι και ο ίδιος ένα καταναλώσιμο εμπόρευμα που συγκεντρώνει όλα όσα προηγουμένως, στη φάση διάλυσης της παλιάς ενωτικής κοινωνίας, είχαν διαχωριστεί σε ιδιωτική, οικονομική και πολιτική ζωή. Το σύνολο του καταναλώσιμου χρόνου της σύγχρονης κοινωνίας καταλήγει να χρησιμεύει σαν πρώτη ύλη για τα διάφορα νέα προϊόντα που επιβάλλονται στην αγορά σαν κοινωνικά οργανωμένες χρήσεις του χρόνου.[30]

Ο καταναλώσιμος ψευδο-κυκλικός χρόνος είναι ο θεαματικός χρόνος, τόσο σαν χρόνος κατανάλωσης εικόνων, με τη στενή του έννοια, όσο και σαν εικόνα της κατανάλωσης του χρόνου με την ευρεία έννοια. Ο χρόνος της κατανάλωσης εικόνων, ενδιάμεσο όλων των εμπορευμάτων, είναι, αδιαχώριστα, το πεδίο στο οποίο βρίσκουν την πλήρη έκφρασή τους τόσο τα μέσα του θεάματος όσο και ο σκοπός που αυτά υποδηλώνουν, συνολικά, σαν τόπος και κεντρική μορφή όλων των επιμέρους καταναλώσεων.[31]

Για τους καταστασιακούς, λοιπόν, η γιγάντωση της βιομηχανίας του ελεύθερου/προσωπικού χρόνου καθιστά δυσδιάκριτη τη διαφορά μεταξύ της «κανονικής» εργασίας και της σχόλης, και άρα όντως οι διασκεδάσεις εργάζονται.[32] Το πιο χτυπητό παράδειγμα «ελεύθερου» αλλά στην πραγματικότητα εργάσιμου χρόνου είναι η (εν πολλοίς άμισθη) οικιακή αναπαραγωγική εργασία. Μπορεί η οικιακή εργασία, στην οποία οφείλεται η αναπαραγωγή της ειδικής αξίας χρήσης-εργασιακή δύναμη, να μην αναγνωρίζεται κοινωνικά ως αξιοπαραγωγός, ούτε να ανταλλάσεται ανοιχτά με μεταβλητό κεφάλαιο-μισθό, αλλά ο έμφυλος κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας έχει αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα πάνω στο 24ώρο της καπιταλιστικής κοινωνίας: ο καπιταλιστικός χρόνος είναι ένας μη ουδέτερος, όσον αφορά το κοινωνικό φύλο, χρόνος.

***

Εάν, όμως, όλα τα παραπάνω συνιστούν την ουσία του καπιταλιστικού χρόνου, γύρω από τον οποίο σφίγγει η μέγγενη του πραγμοποιημένου εκκοινωνισμού, τότε πώς θα μπορούσε, άραγε, να οργανωθεί ο υποκειμενικός και κοινωνικός χρόνος σε μια κομμουνιστική βάση; Για μία μόνο από τις πιθανές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, επανερχόμαστε στην Κοινωνία του Θεάματος:

Το επαναστατικό σχέδιο μιας αταξικής κοινωνίας, μιας γενικευμένης ιστορικής ζωής, είναι το σχέδιο αποσύνθεσης του κοινωνικού μέτρου του χρόνου προς όφελος ενός παιγνιώδους μοντέλου ανεπίστρεπτου χρόνου ατόμων και ομάδων μέσα στο οποίο παρευρίσκονται, ταυτόχρονα, ανεξάρτητοι ομoσπονδοποιημένοι χρόνοι. Είναι το πρόγραμμα μιας ολικής πραγμάτωσης, μέσα στο περιβάλλον του χρόνου, του κομμουνισμού που καταργεί «ό,τι υπάρχει ανεξάρτητα από τα άτομα».[33]

Πρόκειται επομένως για μια παιγνιώδη στρατηγική περιπλάνησης, (κάθε λογής) χασίματος, τυχαιότητας και χρονικής ασυγχρονικότητας, καθώς οι χρόνοι, ατόμων και ομάδων, καθίστανται πραγματικά ανεπίστρεπτοι και απελευθερώνονται από τον κανονιστικό κλοιό του συλλογικού αφηρημένου χρόνου. Καθώς, μάλιστα, ξεδιπλώνονται ταυτόχρονα ο ένας δίπλα στον άλλο, αναπόφευκτα συγκροτούνται μεγαλύτερες χρονικές πυκνώσεις, στα πλαίσια του συλλογικού κομμουνιστικού περάσματος.

 

Χρονικότητα, διατήρηση της αξίας και κρατικός καπιταλισμός
(απόσπασμα της εισήγησης του Andrew Kliman)

Στην θεωρία του Μαρξ, η διαδικασία της παραγωγής αξίας είναι χρονική· λαμβάνει χώρα σε πραγματικό χρόνο. Ένας λόγος, για τον οποίο πιστεύω ότι είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε και να επιμείνουμε σε αυτή την αντίληψη για την παραγωγή της αξίας είναι διότι είναι χρήσιμη προκειμένου να διακρίνουμε την ουσία από την μορφή εμφάνισης, αλλά και για να διακρίνουμε τους διαφορετικούς ρόλους που διαδραματίζουν η άμεση διαδικασία της παραγωγής κεφαλαίου (Ε…Π…Ε´) και η διαδικασία κυκλοφορίας του κεφαλαίου (Ε´– Χ´ . Χ – Ε).

Ο David Laibman υποστηρίζει ότι «τα μοντέλα ταυτόχρονης εξίσωσης… συλλαμβάνουν μία θεμελιώδη πλευρά της καπιταλιστικής οικονομίας: την αλληλεξάρτηση μεταξύ των ατομικοποιημένων και διαχωρισμένων μονάδων ελέγχου» και καταδεικνύουν ότι η εκμετάλλευση είναι «αδιαχώριστη από ολόκληρο τον ιστό των διασυνδέσεων στη δομή της παραγωγής και της ανταλλαγής».[34]

Αυτά, πράγματι, είναι επαγωγικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τις ταυτοχρονικές αναθεωρήσεις/διασκευές της μαρξικής περιγραφής του μετασχηματισμού των αξιών [των εμπορευμάτων] σε τιμές παραγωγής. Αλλά τα επαγωγικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την ίδια την μαρξική περιγραφή είναι τα αντίθετα.

Στο 9ο κεφάλαιο του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου, ακριβώς όταν ξεκινά να εξετάζει τη διανομή της υπεραξίας ανάμεσα στις «ατομικοποιημένες και διαχωρισμένες μονάδες ελέγχου» ο Μαρξ επιλέγει ξανά την οπτική γωνία του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία, της άμεσης διαδικασίας παραγωγής και των αποτελεσμάτων αυτής, κάνοντας αφαίρεση από τον ανταγωνισμό και τα διαφορετικά κεφάλαια. Σε ένα σημείο, υποθέτει «ότι πέντε διαφορετικές επενδύσεις κεφαλαίου, I-V του προηγούμενου παραδείγματός μας, ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο». Είτε οι λογαριασμοί αυτού του ανθρώπου κατέγραφαν κέρδος, όπου αυτό εμφανιζόταν, είτε το απέδιδαν σε κάθε επένδυση ανάλογα με το μέγεθός της, «η συνολική τιμή των εμπορευμάτων I-V θα ήταν ίση με τη συνολική αξία τους… Και με αυτό τον τρόπο, στην ίδια την κοινωνία –όταν πάρουμε σαν ένα σύνολο όλους τους κλάδους παραγωγής– το άθροισμα των τιμών παραγωγής των εμπορευμάτων, που έχουν παραχθεί, είναι ίσο με το άθροισμα των αξιών τους».[35] Είτε η ιδιοκτησία είναι συλλογική είτε ατομική, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.

Σε άλλο σημείο, η εξήγηση του Μαρξ σχετικά με τον μετασχηματισμό [των αξιών σε τιμές παραγωγής] κάνει αφαίρεση από το μεγάλο αριθμό [διαφορετικών] κεφαλαίων, εξετάζοντας το «συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο». Αυτή η έννοια έχει την ίδια πάνω-κάτω σημασία. Στον 2ο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ έγραψε:

Όταν μιλάμε για εξέταση του ζητήματος από κοινωνική άποψη… δεν πρέπει να πέφτουμε στη μέθοδο που δανείστηκε ο Προυντόν από την αστική οικονομολογία και να βλέπουμε τα πράγματα έτσι, λες και μια κοινωνία με κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, όταν την εξετάζουμε en bloc, ως ολότητα, χάνει τάχα αυτό τον ειδικό, ιστορικό και οικονομικό χαρακτήρα της. Αντίθετα. Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με το συλλογικό κεφαλαιοκράτη.[36]

Για τον Μαρξ, επομένως, αυτό που προσδίδει στον καπιταλισμό τον «ειδικό ιστορικό και οικονομικό χαρακτήρα» του είναι ο τρόπος παραγωγής του. Είτε αυτός ο τρόπος παραγωγής εμφανίζεται με την μορφή μιας ανταγωνιστικής κοινωνίας ατομικοποιημένων ιδιοκτητών, είτε με την μορφή μιας κολλεκτιβοποιημένης κοινωνίας, στην οποία το συνολικό κεφάλαιο «ανήκει στον ίδιο άνθρωπο», η ουσία του παραμένει αμετάβλητη. Αυτή η έννοια συμβάλλει στην εξήγηση του ταχύτατου μετασχηματισμού των κοινωνιών στην Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη σε κοινωνίες της «ελεύθερης αγοράς», συχνά με ελάχιστες αλλαγές ακόμη και στο κρατικό και διοικητικό προσωπικό.

Έτσι, όπως υπογράμμισε ο ίδιος ο Μαρξ, μία από τις κύριες επιδιώξεις του ένατου κεφαλαίου για τον μετασχηματισμό [των αξιών των εμπορευμάτων σε τιμές παραγωγής], και του τρίτου τόμου εν γένει, ήταν να δείξει ότι ο ανταγωνισμός και οι ατομικές ιδιοκτησίες δεν μεταβάλλουν τους νόμους της αξίας και της υπεραξίας.[37] Είχε αναπτύξει αυτούς τους νόμους στον πρώτο τόμο στη βάση της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας στην άμεση διαδικασία της παραγωγής, δίχως να λάβει υπόψη τους τρόπους που διαμεσολαβούνται από τον ανταγωνισμό. Τώρα [στον τρίτο τόμο] επιθυμούσε να δείξει ότι ο ανταγωνισμός μεταβάλλει μονάχα την μορφή με την οποία εμφανίζονται οι νόμοι· στο σύνολο της κοινωνίας εξακολουθούν να ισχύουν ακριβώς όπως τους είχε αναπτύξει στον πρώτο τόμο.

Με ποιό τρόπο ήταν σε θέση να το δείξει; Μέσω μιας χρονικής σύλληψης για τον υπολογισμό της αξίας.

Το πρόβλημα έγκειται στο ότι ο ανταγωνισμός έχει πράγματι σημασία. Όταν ο Μαρξ ισχυρίστηκε ότι αυτός δεν μεταβάλλει τον νόμο της αξίας, σίγουρα δεν ισχυριζόταν ότι ο ανταγωνισμός δεν έχει καμία επίδραση [στον νόμο]. Γνώριζε πολύ καλά ότι η ανταλλαγή του προϊόντος της πιο πρόσφατης περιόδου παραγωγής σε τιμή διαφορετική από την αξία του θα επηρρεάσει τις κεφαλαιουχικές δαπάνες και κατ΄ αυτό τον τρόπο [θα επηρρεάσει] τις τιμές των προϊόντων, τα κέρδη και ούτω καθεξής, κατά την τρέχουσα περίοδο. Εάν κανείς το ξεχάσει αυτό «πάντα είναι δυνατό να γίνει κάποιο λάθος».[38]

Ωστόσο, ο Μαρξ υποστήριξε ότι η αξία και η υπεραξία δεν μπορούν να δημιουργηθούν στην κυκλοφορία.[39] Ο ανταγωνισμός δεν μπορεί να μεταβάλλει την ποσότητα της αξίας και της υπεραξίας που έχει ήδη δημιουργηθεί, γιατί αυτές έχουν δημιουργηθεί πριν το προϊόν της παραγωγής εισέλθει στην αγορά. Όπως επισήμανε στον τρίτο τόμο, «οι όροι της άμεσης εκμετάλλευσης και οι όροι της πραγματοποίησης της δεν είναι ταυτόσημοι. Όχι μόνο δεν συμπίπτουν χρονικά και τοπικά, αλλά διαφέρουν και εννοιακά».[40] Ως εκ τούτου οι τιμές των προϊόντων, τα κέρδη κλπ. διαφέρουν από αυτό που θα ήταν, εάν η αξία είχε διανεμηθεί διαφορετικά στο παρελθόν, αλλά μόνο εξαιτίας των προηγούμενων αποκλίσεων των τιμών από τις αξίες – «αυτή η πλάνη του παρελθόντος».[41]

Το κλειδί για την επανεπιβεβαίωση του μαρξικού νόμου της αξίας στον πραγματικό κόσμο του ανταγωνισμού ήταν ακριβώς η θεωρητικοποίηση του χρονικού και χωρικού διαχωρισμού της παραγωγής από την κυκλοφορία – το κύκλωμα του κεφαλαίου (X ─ E …Π… Ε´─ Χ´). Πρώτα, αγοράζονται ορισμένα εμπορεύματα (X ─ E). Μετά, εισέρχονται στην παραγωγή (E …Π… Ε´). Στη συνέχεια, αμέσως μόλις η ζωντανή εργασία που αποσπάται σε εκείνο το σημείο έχει αντικειμενοποιηθεί σε νέα εμπορεύματα, η συνολική αξία και υπεραξία έχει δημιουργηθεί. Αυτό που συμβαίνει μετά, όταν αυτά τα εμπορεύματα εισέλθουν στην αγορά και πουληθούν (Ε´─ Χ´), δεν μπορεί να αλλάξει τις ποσότητες της αξίας που παράχθηκαν ή να μεταβάλλει αναδρομικά το κεφάλαιο που προκαταβλήθηκε για την παραγωγή [τους].

Ο γέγονε γέγονε. Το ποσοστό του κέρδους είναι «προγενέστερο» των τιμών των προϊόντων, όχι «οντολογικά», αλλά χρονικά. Είναι ο προσδιορισμός του ποσοστού κέρδους στην διαδικασία της παραγωγής, πριν την είσοδο των εμπορευμάτων στην αγορά, που καθορίζει το μέγεθος των τιμών συνολικά στην θεωρία του Μαρξ.

Μέσω αυτής της χρονικής σύλληψης, ο Μαρξ απέφυγε να παγιδευτεί στον «ιστό των διασυνδέσεων» στον οποίο αναφέρεται ο Laibman. Όπως έγραψε στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, εν αναμονή της ανάλυσης της αναπαραγωγής που θα παρουσιαζόταν στον δεύτερο:

Όσο παίρνουμε υπόψη μονάχα τη συνολική ετήσια παραγωγή, κατανοούμε εύκολα την ετήσια διαδικασία αναπαραγωγής. Αλλά… οι κινήσεις των ξεχωριστών κεφαλαίων και των ατομικών εισοδημάτων διασταυρώνονται, διαπλέκονται και χάνονται μέσα σε μια γενική μετατόπιση –στην κυκλοφορία του κοινωνικού πλούτου– που μπερδεύει το μάτι.[42]

Ο ιστός των διασυνδέσεων καθιστά δύκολη την διάκριση μεταξύ των διαφορετικών επιδράσεων των διαφορετικών διαδικασιών: η παραγωγή «καθορίζει» την αξία, η ανταλλαγή «καθορίζει» την αξία, η ζήτηση «καθορίζει» την αξία και πάει λέγοντας. Για να το πούμε λαϊκά, όλες αυτές είναι απαραίτητες στους καπιταλιστές προκειμένου [αυτοί] να «βγάλουν φράγκα». Τα μοντέλα ταυτόχρονης εξίσωσης επιτείνουν τη σύγχυση, κάνοντας τα πάντα να φαίνονται ότι συμβαίνουν δια μιας.

Ωστόσο, με το να ανασυστήσει τον χρονικό και χωρικό διαχωρισμό αυτών των διακριτών διαδικασιών στην σφαίρα της θεωρίας, ο Μαρξ κατόρθωσε να ανιχνεύσει την δημιουργία χρήματος εν τη γενέσει της, να ισχυριστεί ότι η υπεραξία, αν και πραγματοποιείται εκ μέρους των καπιταλιστών στην αγορά, δημιουργείται στην σφαίρα της παραγωγής. Μπόρεσε να αποφύγει την κυκλικότητα των θεωριών «κόστους παραγωγής» –σύμφωνα με τις οποίες το κέρδος ορίζεται ως η περίσσεια της τιμής πλέον του κόστους και η τιμή [ορίζεται] ως το κόστος αθροισμένο με το κέρδος– υποστηρίζοντας ότι το μέγεθος του κέρδους καθορίζεται ως αποτέλεσμα της παραγωγής, πριν την πώληση των παραχθέντων προϊόντων. Ήταν έτσι σε θέση να διαχωρίσει τον ταξικό ανταγωνισμό, ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία στην παραγωγή, από τον αγώνα όλων εναντίον όλων στην αγορά, και να υποστηρίξει ότι ο ειδικά καπιταλιστικός τρόπος άντλησης υπερεργασίας είναι η ουσία της καπιταλιστικής κοινωνίας, όποιες και εάν είναι οι μορφές ιδιοκτησίας και διανομής, μέσω των οποίων αυτή εμφανίζεται.

Για παράδειγμα, όπως σημείωσε κι ο Μαρξ στον τρίτο τόμο: «εάν ο κεφαλαιοκράτης είναι ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου με το οποίο εργάζεται, τότε τσεπώνει ολόκληρο το κέρδος ή ολόκληρη την υπεραξία. Για τον εργάτη, όμως, δεν έχει απολύτως καμία σημασία, εάν ο κεφαλαιοκράτης παίρνει όλο το κέρδος ή εάν ένα μέρος του κέρδους οφείλει να το πληρώσει σε ένα τρίτο πρόσωπο… Το κέρδος όμως παράγεται προτού γίνει αυτό το μοίρασμα του, προτού να μπορεί να γίνει λόγος για αυτό».[43] Ο «αγώνας για επιβίωση ή η ομόνοια μεταξύ των καπιταλιστών, ή των κρατικών φορέων, εάν προτιμάτε, δεν αφορά τον προλετάριο, του οποίου ο ιδρώτας και το αίμα έχουν πήξει σε αυτή την εθνική υπεραξία. Αυτό που τον αφορά είναι η σχέση του με εκείνον που εκτελεί την “λειτουργία” του αφεντικού».[44]

 

[1] Ενδεικτικά βλ. Ι. Καυτατζόγλου, Ο Κύκλος και η Γραμμή: Όψεις του κοινωνικού χρόνου, Αθήνα, 1995.
[2] Αυτό δεν σημαίνει ότι οι φεουδαρχικές δομές απέκλειαν την κινητικότητα. Το περίπλοκο κληρονομικό δίκαιο που ευνοούσε τους πρωτότοκους ή βασιζόταν στο αδιαίρετο της γονικής περιουσίας, η ένδεια, οι γαμήλιες στρατηγικές καθώς και η ανακάλυψη νέων εδαφών, τα οποία γρήγορα η βασιλική εξουσία βάλθηκε να λεηλατήσει, ήταν οι κύριες αίτίες που ενθάρρυναν την γεωγραφική κινητικότητα κατά τον Μεσαίωνα. Βλ. H. Kamen, Πρώιμη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία, Αθήνα, 2002, σελ. 82-101. Ταυτόχρονα, καθώς οι γεωργοί επανδρώνουν τους φεουδαρχικούς στρατούς, σταδιακά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως δρώντα υποκείμενα, τα οποία μεταβάλλουν την ιστορία και τον κόσμο γύρω τους.
[3] Η χρήση του ρολογιού ή μιας μηχανής εν γένει, αρχικά ως μεταφορά για το σύμπαν, παρατηρείται, βέβαια, πολύ πιο νωρίς, κυρίως στο έργο αστρονόμων, αλλά και θεολόγων κατά την ύστερη μεσαιωνική περιόδο. Ενδεικτικά βλ. C. Kaiser, Creational Theology and the History of Physical Science: The Creationist Tradition from Basil to Bohr, Leiden, 1997· J. North, God’s Clockwork: Richard of Wallingford and the Invention of Time, New York, 2005.
[4] Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι η ευθύγραμμη ομαλή κίνηση περιγράφεται με τη σχέση S = v · t, γνωστή και ως εξίσωση κίνησης, σύμφωνα με την οποία υπολογίζεται, κάθε χρονική στιγμή (t), η μετατόπιση (S) του κινητού σώματος, εφόσον γνωρίζουμε την ταχύτητα του (v).
[5] Ενδεικτικά βλ. Ζ. Λε Γκοφ, Το πουγκί και η ζωή: Οικονομία και θρησκεία στον Μεσαίωνα, Αθήνα, 2004· Ζ. Λε Γκοφ, Ο πολιτισμός της μεσαιωνικής Δύσης, Αθήνα, 1993· J. Le Goff, Time, Work and Culture in the Middle Ages, Chicago, 1980.
[6] Βλ. Μ. Bloch, Η φεουδαρχική κοινωνία, Αθήνα, 1987.
[7] Η αλλαγή αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική και για ένα επιπλέον λόγο: σηματοδοτεί την μετάβαση από την εξομολόγηση ως συλλογική πρακτική, στην οποία προσέφευγε η κοινότητα μία φορά το χρόνο, στην εξατομικευμένη εξομολόγηση του κάθε πιστού, ένα σαφώς πιο αποδοτικό μέσο (αρχικά ηθικής) πειθάρχησης και διαίρεσης της κοινότητας – μέσω της κατάδοσης αμαρτιών τρίτων.
[8] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 246-255.
[9] M. Postone, Time, Labor and Social Domination, New York, 1993, κεφ. 5.
[10] Γ. Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος, Αθήνα, 1986, θέση 145. Η πρώτη έμφαση δική μας.
[11] Ό.π., θέση 147. Η έμφαση δική μας.
[12] Παρεμπιπτόντως, είναι μια τέτοια σύλληψη του χρόνου που επίσης καθιστά δυνατή την ύπαρξη του σύγχρονου αστικού δίκαιου. Επ’ αυτού, βλ. Ε. Πασουκάνις, Μαρξισμός και Δίκαιο, Αθήνα, 1985.
[13] Βλ. Ι. Rubin, Αφηρημένη εργασία και αξία στο σύστημα του Μαρξ, στο Ιστορία Οικονομικών Θεωριών, Αθήνα, 1994, σελ. 508-509. Για περισσότερα επ’ αυτού, δες εδώ
[14] Γ. Λούκατς, Η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου, Αθήνα, 2006, σελ. 75.
[15] Ό.π. Η έμφαση δική μας.
[16] «Τα κλωστήρια βαμβακερών και μάλλινων [του Καρλάιλ] μας ευγνωμονούν για το βαθμό τελειότητας στον οποίο έχουμε φέρει τις μηχανές εμείς οι ωρολογοποιοί και πολλοί από εμάς έχουμε επινοήσει, κατασκευάσει και συντηρήσει επί αρκετά χρόνια τις μηχανές αυτές». Ε.Π. Τόμπσον, Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 19.
[17] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 247-248. Η έμφαση δική μας. Επ’ αυτού του ζητήματος, βλ. και την εισήγηση σχετικά με την άντληση σχετικής υπεραξίας.
[18] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, σελ. 100. Η έμφαση δική μας.
[19] Ό.π., σελ. 101. Η έμφαση δική μας.
[20] Βλ. Κ. Μαρξ, Grundrisse, σελ. 397.
[21] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, σελ. 99. Η έμφαση δική μας.
[22] Ό.π., σελ. 102. Η έμφαση δική μας.
[23] Βλ. τη βιβλιογραφία που παρατίθεται στον προαναφερόμενο κλασσικό άρθρο του Ε.Π. Τόμπσον.
[24] Στους αγροτικούς παραγωγούς συμπεριλαμβάνουμε και τους ψαράδες που άλλωστε έπρεπε να ρυθμίσουν τις ώρες εργασίας τους με βάση ένα φυσικό γεγονός, τις παλίρροιες.
[25] Βλ. Ε.Π. Τόμπσον, ό.π., σελ. 13.
[26] Ό.π. σελ. 28· H. Kamen, ό.π., σελ.74-82.
[27] Φυσικά, η προσπάθεια τιθάσευσης και αποκάθαρσης της λαϊκής κουλτούρας –άρα και των συλλογικών μορφών οργάνωσης της καθημερινής ζωής– ξεκίνησε πολύ νωρίτερα. Αν και μεταξύ τους ανοικτά εχθρικές, τόσο η προτεσταντική Μεταρρύθμιση, όσο και η καθολική Αντιμεταρρύθμιση, πρέπει μάλλον να ιδωθούν ως κομμάτια ενός ευρύτερου κινήματος επανανοηματοδότησης και πολύπλευρου ελέγχου της κοινωνικής πρακτικής. Βλ. H. Kamen, ό.π., σελ. 109-123.
[28] Ενδεικτικά βλ. J. Le Goff, Time, Work and Culture in the Middle Ages, ό.π.∙ Ε.Π. Τόμπσον, ό.π.
[29] Γ. Ντεμπόρ, ό.π., θέση 143. Η πρώτη έμφαση δική μας.
[30] Ό.π., θέση 151. Η δεύτερη έμφαση δική μας.
[31] Ό.π., θέση 153.
[32] Στο κείμενο «Προοπτικές για συνειδητές αλλαγές μέσα στην καθημερινή ζωή», που δημοσιεύτηκε το 1961 στο 6ο τεύχος της Καταστασιακής Διεθνούς, ο Ντεμπόρ είχε από πολύ νωρίς επισημάνει: «Η καινούργια ηθική, που διδάσκεται από τη διαφήμιση, την προπαγάνδα κι όλες τις μορφές του κυρίαρχου θεάματος, δέχεται με κάθε ειλικρίνεια ότι χαμένος χρόνος είναι ο χρόνος που ξοδεύουμε στη δουλειά. Γι’ αυτό σήμερα η δουλειά δικαιολογείται μόνο από τις διάφορες κλίμακες κέρδους που μας επιτρέπουν να αγοράζουμε ανάπαυση, κατανάλωση ή διασκεδάσεις – δηλαδή μια καθημερινή παθητικότητα, κατασκευασμένη και ελεγχόμενη από τον καπιταλισμό. Μετά από όλα αυτά, αν πάρουμε υπόψη μας πόσο τεχνητές είναι οι καταναλωτικές ανάγκες που μηχανεύεται αδιάκοπα η μοντέρνα βιομηχανία –κι αν αναγνωρίσουμε πόσο κενές είναι οι διασκεδάσεις και πόσο αδύνατη η ανάπαυση–, μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα πιο ρεαλιστικά: τί δεν είναι χαμένος χρόνος;». Βλ. την ανθολογία κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς Το ξεπέρασμα της τέχνης, Αθήνα, 1985, σελ. 209-210. Η έμφαση δική μας.
[33] Ό.π., θέση 163. Η έμφαση στο πρωτότυπο.
[34] D. Laibman, “Rhetoric and Substance in Value Theory: An Appraisal of the New Orthodox Marxism” στο A. Freeman, A. Kliman & J. Wells, The New Value Controversy and the Foundations of Economics, Cheltenham-UK, 2004, σελ. 3 και 14 (η έμφαση του Kliman). [Στμ.] Αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρα τα αποσπάσματα από το άρθρο του Laibman: «Πολλές διαδικασίες στον καπιταλισμό είναι διαδοχικές και οι διαρκείς διακοπές και μετασχηματισμοί είναι μέσα στην πραγματική ζωή. Αλλά τα μοντέλα των διαδοχικών διαδικασιών δεν αρκούν για να συλλάβουν την [συμπληρωματικότητα των εννοιών]. Υπάρχει επίσης ταυτόχρονος καθορισμός. Τα μοντέλα ταυτόχρονης εξίσωσης συλλαμβάνουν στην πραγματικότητα μια θεμελιώδη πλευρά της καπιταλιστικής οικονομίας: την αλληλεξάρτηση μεταξύ των ατομικοποιημένων και διαχωρισμένων μονάδων ελέγχου. Το ταυτόχρονο αποκαλύπτει τη δομή· το διαδοχικό αποκαλύπτει τον μετασχηματισμό. Και τα δύο πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν όταν προσπαθούμε να συλλάβουμε την καπιταλιστική πραγματικότητα… [Η] εκμετάλλευση, μακράν του να λαμβάνει χώρα εντός αμοιβαία απομονωμένων τομέων, είναι συστημική και αδιαχώριστη από ολόκληρο τον ιστό των διασυνδέσεων στη δομή της παραγωγής και της ανταλλαγής». Η διαφωνία ανάμεσα στον Kliman και τον Laibman αφορά δύο διαφορετικές ερμηνείες του σχηματισμού των αξιών σε τιμές παραγωγής: την παραδοσιακή ερμηνεία των ταυτόχρονων καθορισμών και την ερμηνεία του Χρονικού Ενιαίου Συστήματος (Temporal Single-System Ιnterpretation) που υποστηρίζει ο Kliman. Με το ζήτημα αυτό θα ασχοληθούμε στα μαθήματα που αφορούν τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου.
[35] Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙΙ, σελ. 201.
[36] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, σελ. 433.
[37] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙΙ, σελ. 1037-1039.
[38] Ό.π., σελ. 208.
[39] [Στμ.] Όπως θα δούμε στο επόμενο μάθημα, ο Μαρξ δεχόταν ότι οι μεταφορές ήταν ένας παραγωγικός κλάδος που αύξανε την αξία των, υπό μεταφορά, εμπορευμάτων. Με τα λόγια του Μαρξ: «Η αξία χρήσης των πραγμάτων ωστόσο πραγματοποιείται μόνο στην κατανάλωσή τους, και η κατανάλωσή τους μπορεί να καθιστά αναγκαία την μετατόπισή τους, δηλαδή την πρόσθετη διαδικασία παραγωγής της βιομηχανίας μεταφορών. Έτσι το παραγωγικό κεφάλαιο που είναι τοποθετημένο σε αυτήν προσθέτει αξία στα μεταφερόμενα προϊόντα, εν μέρει μεταβιβάζοντας σε αυτά αξία από τα μέσα μεταφοράς, εν μέρει προσθέτοντας σε αυτά αξία μέσω της εργασίας μεταφοράς. Αυτή η τελευταία προσθήκη αξίας αναλύεται όπως σε κάθε κεφαλαιοκρατική παραγωγή, σε αναπλήρωση του μισθού εργασίας και σε υπεραξία… Η βιομηχανία μεταφορών αποτελεί, από την μια μεριά, έναν αυτοτελή κλάδο παραγωγής, επομένως και μια ιδιαίτερη σφαίρα τοποθέτησης του παραγωγικού κεφαλαίου. Από την άλλη, τη διακρίνει το γεγονός ότι εμφανίζεται σαν συνέχιση μιας διαδικασίας παραγωγής μέσα στην διαδικασία κυκλοφορίας και για την διαδικασία κυκλοφορίας». Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, σελ. 147-149. Η πρώτη έμφαση δική μας.
[40] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙΙ, σελ. 309.
[41] Ό.π., σελ. 208.
[42] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 611.
[43] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙΙ, σελ. 481. Ή έμφαση είναι του συγγραφέα.
[44] R. Dunayevskaya, The Marxist-Humanist Theory of State-Capitalism, Chicago 1992, σελ. 73.

You may also like...

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *