19ο μάθημα: Η εργάσιμη μέρα: Αγώνες για τη μείωση του εργάσιμου χρόνου

UNITED STATES – MAY 01: Women workers in the May Day Parade in Union Square demand a 30 hour work week. (Photo by Tom Watson/NY Daily News Archive via Getty Images)

19ο ΜΑΘΗΜΑ

Η ΕΡΓΑΣΙΜΗ ΜΕΡΑ: ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΙΜΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Aναγκαστικοί νόμοι για την παράταση της εργάσιμης μέρας από τον 14ο μέχρι τον 18ο αιώνα

Εργάτης και κεφάλαιο όταν συναντιούνται στη αγορά εργασίας συμφωνούν για την ημερήσια τιμή της εργασιακής δύναμης που ο πρώτος πουλάει και ο δεύτερος αγοράζει. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν έχουν ξεκαθαρίσει μεταξύ τους πόσο χρόνο πούλησε ο ένας και πόσο αγόρασε ο άλλος.

Η δημιουργία επομένως μιας κανονικής εργάσιμης μέρας γίνεται το αντικείμενο και το αποτέλεσμα ενός περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένου μακροχρόνιου εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στην τάξη των κεφαλαιοκρατών και την εργατική τάξη που διεξήχθη σε δύο φάσεις από το 14ο ως το 19ο αιώνα.

Στην πρώτη φάση το κεφάλαιο προσπαθεί να αναγκάσει το προλεταριάτο να πειθαρχήσει στον καπιταλιστικό χρόνο και να υποταχθεί σε αυτόν, οπότε το ζητούμενο είναι η παράταση της εργάσιμης ημέρας.

Στη δεύτερη οι καπιταλιστές, έχοντας υπερβεί κάθε όριο, συναντούν την αντίδραση της εργατικής τάξης και των κρατικών εποπτών εργασίας, αλλά κυρίως ορθώνεται απέναντι τους το συλλογικό ταξικό συμφέρον τους, η προστασία δηλαδή της εργασιακής δύναμης από την ανεξέλεγκτη κατανάλωση της από τον κάθε μεμονωμένο καπιταλιστή, οπότε το ζητούμενο είναι ο περιορισμός της εργάσιμης ημέρας.

Από τη μια, ο καπιταλιστής θεωρεί ότι δικαιωματικά του ανήκει η εργασιακή δύναμη όλες τις ώρες του 24ώρου, πλην εκείνων των ωρών που από την εξάντληση οι ιδιοκτήτες της αποναρκώνονται, ίσα-ίσα για να αναπληρώσουν τις χαμένες δυνάμεις τους και να μπορέσουν να προσφέρουν ξανά τις υπηρεσίες τους στο κεφάλαιο. Κι όχι μόνο ολόκληρο το 24ωρο, αλλά και σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του εργάτη, το κεφάλαιο θεωρεί ότι «ο εργάτης δεν είναι τίποτα άλλο από εργασιακή δύναμη, ότι επομένως όλος ο χρόνος που διαθέτει είναι φύσει και νόμω χρόνος εργασίας και γι’ αυτό ανήκει στην αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου».[1] Το κεφάλαιο επιθυμεί να πειθαρχήσει τον εργάτη στο χρόνο της παραγωγής, να τον φέρει σε μια κανονικότητα και επανάληψη που είναι απαραίτητη επειδή, όπως έχουμε πει πολλές φορές, το μέγεθος της παραγόμενης αξίας μετριέται με το μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Το κεφάλαιο, αυτός «ο δράκος», πεινάει για υπερεργασία που, σε αυτή τη φάση της ανάπτυξής του, αποσπά σπάζοντας «όχι μόνο τα ηθικά, μα και τα φυσικά ανώτατα όρια της εργάσιμης μέρας»[2] – για να παραχθεί έτσι μεγαλύτερο ποσοστό απόλυτης υπεραξίας, καθώς η τεχνική βρίσκεται ακόμη σε χαμηλό επίπεδο κι αναπτύσσεται σχετικά αργά.

Ο χρόνος του φαγητού ενσωματώνεται όπου είναι δυνατό στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής: τροφοδοτούν τον εργάτη με φαγητό σαν απλό μέσο παραγωγής, «όπως τροφοδοτούν με κάρβουνο το ατμοκάζανο και με γράσο ή λάδι τη μηχανή».[3] Οι αναφορές των εποπτών εργασίας, περιγράφουν γλαφυρά τους τρόπους που μηχανεύονταν οι καπιταλιστές για να εκμεταλλεύονται όσο πιο αποδοτικά μπορούσαν τον χρόνο που αγόραζαν από τους εργάτες τους (βλ. το 18ο μάθημα).

Ο χρόνος του εργάτη ληστεύεται σε τέτοιο βαθμό ώστε η ανθρώπινη εργασιακή δύναμη δεν οδηγείται απλά σε μαρασμό, αλλά σε πρόωρη εξάντληση και θανάτωση, παρόλο που κάτι τέτοιο βλάπτει μακροπρόθεσμα το ίδιο το κεφάλαιο. Η αξία της εργασιακής δύναμης περιλαμβάνει την αξία των εμπορευμάτων που χρειάζονται για την αναπαραγωγή της. Είναι σαφές ότι όσο το κεφάλαιο εξαντλεί τις εργασιακές δυνάμεις που έχει στην υπηρεσία του με την παράταση της εργάσιμης μέρας πέρα από τα φυσικά της όρια, κάτι που κάνει κατ’ ανάγκη με την απεριόριστη τάση του για αυτοαξιοποίηση, τόσο περισσότερα είναι τα έξοδα φθοράς για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και τόσο ταχύτερα γίνεται απαραίτητη η αναπλήρωση των φθαρμένων εργασιακών δυνάμεων. «Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι το κεφάλαιο πρέπει να στραφεί προς μια κανονική εργάσιμη μέρα από το ίδιο του το συμφέρον».[4]

Μια τέτοια σκέψη θα ήταν λογική, αλλά το κεφάλαιο «καθορίζεται τόσο λίγο στην πρακτική κίνησή του από την προοπτική του μελλοντικού σαπίσματος της ανθρωπότητας, δηλ. σε τελευταία ανάλυση από το ασυγκράτητο ξεκλήρισμα του πληθυσμού, όσο και από την ενδεχόμενη πτώση της Γης πάνω στον ήλιο… Après moi le déluge! [Υστερα από μένα ας γίνει κατακλυσμός!] – αυτό είναι το σύνθημα κάθε κεφαλαιοκράτη και κάθε κεφαλαιοκρατικού έθνους. Γι’ αυτό το λόγο το κεφάλαιο είναι ανελέητο απέναντι στην υγεία και τη διάρκεια ζωής του εργάτη, παντού όπου δεν το υποχρεώνει για μια τέτοια μέριμνα η κοινωνία».[5]

Οι καπιταλιστές δεν είχαν και δεν έχουν κανένα πρόβλημα λοιπόν να εξαντλούν τους εργάτες στη δουλειά και να τους οδηγούν ακόμα και στο θάνατο, ακριβώς όπως οι δουλοκτήτες τους σκλάβους: «αντί δουλεμπόριο διάβαζε αγορά εργασίας».[6] Είχαν και έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν καθώς εκμεταλλεύονται την ύπαρξη ενός μόνιμου υπερπληθυσμού, δηλαδή υπερπληθυσμού «σε σχέση με τις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου στην κάθε συγκεκριμένη στιγμή»,[7] ένα γεγονός που ο κεφαλαιοκράτης γνωρίζει από την εμπειρία του. Για παράδειγμα, το 1834 όταν λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της βιομηχανίας παρουσιάστηκε έλλειψη εργατικών χεριών στη βόρεια Αγγλία, οι εργοαστασιάρχες πρότειναν ως λύση στους Επιτρόπους των Απόρων τη μεταφορά εξαθλιωμένων εργατών γης από το νότο: «αυτά τα δέματα ανθρώπων, εφοδιασμένα με ταμπέλες όπως τα αμπαλαρισμένα εμπορεύματα, στάλθηκαν με πλωτά μέσα και με φορτηγά κάρα».[8] Σε μια ανάλογη περίσταση το 1860, καθώς δεν υπήρχαν πλέον διαθέσιμα εργατικά χέρια, οι καπιταλιστές του βορρά απευθύνθηκαν στον πρόεδρο της Επιτροπής για τους Φτωχούς και ζήτησαν να τους διατεθούν τα παιδιά των φτωχοκομείων-οίκων εργασίας (workhouses). Όταν συνάντησαν την άρνησή του στο αίτημά τους, οι καπιταλιστές ξεπέρασαν αυτό το «μικρό» πρόβλημα, απευθυνόμενοι απευθείας στις διοικήσεις των τοπικών φτωχοκομείων και εξασφαλίζοντας τα πολυπόθητα για αυτούς εργατικά χέρια.[9]

Για τον Μαρξ είναι σαφές ότι η απόφαση για τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας δεν εξαρτάται από την καλή ή κακή θέληση του κάθε καπιταλιστή, επειδή «ο ελεύθερος ανταγωνισμός επιβάλλει στον μεμονωμένο καπιταλιστή σαν εξωτερικό αναγκαστικό νόμο τούς εσωτερικούς νόμους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής».[10] Καθώς οι αναφορές των εργοστασιακών εποπτών στην Αγγλική Βουλή έδειξαν ότι οι καπιταλιστές αδιαφορούσαν για την καταστροφή της εργασιακής δύναμης και ότι στον ορίζοντα μερικών γενεών η υγεία των εργατών κινδύνευε να υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες, κατέστη απαραίτητη την παρέμβαση του συλλογικού καπιταλιστή, δηλαδή του κράτους, το οποίο μπορούσε να δει πέρα από τα στενά συμφέροντα των μεμονωμένων καπιταλιστών και να λάβει τα μέτρα εκείνα που θα εγγυούνταν την απρόσκοπτη αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ίδιοι οι καπιταλιστές, αδυνατώντας λόγω του μεταξύ τους συναγωνισμού να φτάσουν σε μια συμφωνία για τον περιορισμό του χρόνου εργασίας, ζήτησαν την παρέμβαση του κράτους. Ο Μαρξ αναφέρει το παράδειγμα 26 εταιρειών αγγειοπλαστικής το 1863, οι οποίες ήθελαν να περιορίσουν τις ώρες εργασίας των παιδιών, αλλά μην μπορώντας να έρθουν σε μια συμφωνία, «ζητούν με ένα υπόμνημά τους “τη βίαιη παρέμβαση του κράτους”», έχοντας την πεποίθηση ότι «χρειάζεται ένας αναγκαστικός νόμος».[11]

Σε κάθε περίπτωση, και παρά τα προηγηθέντα καταστατικά εργασίας του Εδουάρδου Γ΄, του Ερρίκου Ζ΄ και της Ελισάβετ, την περίοδο από το 1349 ως το 1562, τα οποία παρέτειναν διαρκώς την εργάσιμη μέρα, οι καπιταλιστές δεν θα καταφέρουν να την «κανονικοποιήσουν» προς όφελός τους πριν τη γέννηση της μεγάλης βιομηχανίας. Τότε, κι αφού με κόπο το κεφάλαιο είχε σπρώξει «την εργάσιμη ημέρα ως τα ανώτατα κανονικά όριά της και ως τα όρια της φυσικής μέρας των 12 ωρών… από τη γέννηση της μεγάλης βιομηχανίας και μετά, από το τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα… ανατρέπει κάθε φυσικό φραγμό, κάθε όριο ηλικίας και φύλου, ημέρας και νύχτας… Το κεφάλαιο οργίαζε».[12]

Από την άλλη μεριά, ο «ελεύθερος» εργάτης επί αιώνες –από το 14ο ως τον 17ο αιώνα– αρνήθηκε να πειθαρχήσει και «να πουλάει ολόκληρο τον ενεργό χρόνο της ζωής του στην τιμή των συνηθισμένων μέσων συντήρησής του, να πουλάει αντί πινακίου φακής την ικανότητά του για εργασία».[13] Κι όταν το έκανε, το έκανε μόνο με τη συνδρομή της κρατικής βίας, της κρατικής εξουσίας ή επειδή ήταν αναγκασμένος να εξασφαλίσει τα προς το ζην. «Ακόμα και στο μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα ως την εποχή της μεγάλης βιομηχανίας, το κεφάλαιο στην Αγγλία δεν είχε καταφέρει πληρώνοντας τη βδομαδιάτικη αξία της εργασιακής δύναμης να γίνει κύριος όλης της εβδομάδας του εργάτη».[14] Πράγμα που έκανε τον πιο λυσσαμένο κατήγορο των εργατών του 18ου αι., τον ανώνυμο συγγραφέα του An Essay on Trade and Commerce (1770), να εξανίσταται: «ο όχλος της μανιφακτούρας δε δουλεύει κατά μέσο όρο πάνω από 4 μέρες την εβδομάδα εκτός κι αν ακριβαίνουν τα μέσα συντήρησης»·[15] «όσο λιγότερο οι εργάτες μανιφακτούρας συμμερίζονται την ιδέα [της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας] τόσο το καλύτερο γι αυτούς και για το κράτος. Οι εργάτες δεν θα έπρεπε ποτέ να θεωρούν τους εαυτούς τους τους ανεξάρτητους από τους προϊσταμένους τους».[16]

Στον καπιταλισμό εργάσιμος χρόνος σημαίνει πειθαρχία, πειθαρχία απαραίτητη για την παραγωγή αξίας. Και οι εργάτες στις μικρές βιοτεχνίες του Λονδίνου, παρά την πλήρη απασχόληση σε πολλούς επαγγελματικούς κλάδους, συντηρούσαν έναν ακανόνιστο ρυθμό δουλειάς. Στο διάστημα της μέρας ο υφαντής θα υφάνει 2 γυάρδες, αλλά θα μαζέψει και κεράσια, θα συμμετάσχει στο χτίσιμο ενός φράγματος στο μύλο, θα παραστεί και σε ένα κρέμασμα! Όσο για την εργάσιμη εβδομάδα, ένας παρατηρητής αναφέρει ότι στο Λονδίνο την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων (1815) συνέχιζαν να γιορτάζουν με σχολαστική ευλάβεια την Αγία Δευτέρα, που πολύ συχνά συνοδευόταν και από μια… Αγία Τρίτη. Τέλος ακανόνιστος παραμένει ο ρυθμός και του εργάσιμου έτους καθώς διακόπτεται από παζάρια, παραδοσιακές γιορτές και αργίες που… όλως παραδόξως όσο «το κεφάλαιο οργιάζει» γίνονται όλο και πιο μεγαλοπρεπείς και συχνές.[17]

Προφανώς σε αυτά τα δείγματα ταξικής πάλης αναφέρεται ο Μαρξ όταν μιλάει φειδωλά για «παθητική, αν και αλύγιστη και καθημερινά ανανεούμενη αντίσταση» των εργατών.[18]

Ο αγώνας γύρω από την εργάσιμη ημέρα σχετίζεται και με τη συστηματική πειθάρχηση του προλεταριάτου στο χρόνο του καπιταλιστικού κύκλου. Η στρατιωτική ομοιομορφία, το δημόσιο ρολόι ή το κουδούνι του εργοστασίου που όριζε την έναρξη της εργάσιμης ημέρας, η επιβολή κάρτας παρουσίας, η συστηματική καταγραφή του χρόνου –έναρξη, λήξη, διαλείμματα–, οι δαιδαλώδεις κανονισμοί που ρύθμιζαν τη ζωή μέσα στο εργοστάσιο, η επιβράβευση των πιο πειθαρχημένων και ο διαχωρισμός από τους απείθαρχους συνέβαλαν στην εμπέδωση της πειθαρχίας από την εργατική τάξη.[19] Όταν οι εργάτες στη διάρκεια της Επανάστασης του 1830 πυροβολούσαν τα δημόσια ρολόγια στο Παρίσι «για να σταματήσουν την ημέρα», το έκαναν εξεγειρόμενοι ενάντια σε αυτήν ακριβώς την πειθαρχία.

Ο βιομηχανικός καπιταλισμός έκανε πράξη το δυστοπικό όνειρο του ανώνυμου οργανικού διανοούμενου του κεφαλαίου, ο οποίος στην προαναφερόμενη μπροσούρα του 1770 πρότεινε τη δημιουργία του «ιδανικού φτωχοκομείου» (ideal workhouse) για να αποθαρρύνονται οι «πάουπερ» [εξαθλιωμένοι] –όταν δεν διέθεταν άλλους πόρους για να επιβιώσουν– από το να απευθύνονται στην «κρατική φιλανθρωπία». Ήταν ένα μέσο πειθάρχησης της εργατικής τάξης. Στο «ιδανικό φτωχοκομείο» οι εξαθλιωμένοι θα έπρεπε να εργάζονται 14 ώρες την ημέρα με 2 ώρες διάλειμμα.[20] Αυτό το «σπίτι του τρόμου», όπως το αποκαλούσε ο ίδιος ο επινοητής του, έγινε πραγματικότητα στην Αγγλία και τις άλλες βιομηχανικές χώρες. Το 1833, η μείωση της εργάσιμης ημέρας για τα παιδιά από 13 ως 18 ετών σε 12 ώρες και αυτά από 9 ως 13 ετών σε 8 αντιμετωπίστηκε από τους άγγλους καπιταλιστές ως «η Ημέρα της Κρίσης για την αγγλική βιομηχανία», ενώ το 1852 στη Γαλλία, το 12ωρο ήταν για τους γάλλους εργάτες «το μόνο αγαθό που… απόμεινε από τη νομοθεσία της δημοκρατίας»! Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Μαρξ, «το “σπίτι του τρόμου” για τους εξαθλιωμένους, που η ψυχή του κεφαλαίου το ονειρευόταν ακόμα το 1770, υψώθηκε λίγα χρόνια αργότερα σαν γιγάντιο “σπίτι δουλειάς” για τους ίδιους τους εργάτες της βιοτεχνίας. Το όνομά του ήταν: εργοστάσιο. Και τούτη τη φορά το ιδανικό ωχρίασε μπροστά στην πραγματικότητα».[21]

Ο Μαρξ θεωρεί, λοιπόν, ότι οι ατομικοί καπιταλιστές από μόνοι τους δεν μπορούν να έρθουν σε συμφωνία λόγω του μεταξύ τους ανταγωνισμού και της διαρκούς ανάγκης για παραγωγή αξίας. Χρειάζεται κάποιου είδους έλεγχος από το (υπό διαμόρφωση) καπιταλιστικό κράτος, ώστε να προωθηθεί το συλλογικό συμφέρον της τάξης των καπιταλιστών.

 

Αναγκαστικός δια νόμου περιορισμός του εργάσιμου χρόνου. Η αγγλική εργοστασιακή νομοθεσία της περιόδου 1833-1864

Εμφανίζεται λοιπόν στο προσκήνιο με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια το μεταρρυθμιστικό κράτος. Το συναντήσαμε για πρώτη φορά στο μάθημα για το χρήμα, όπου είδαμε ότι το κράτος είναι απαραίτητο για τη δημιουργία εθνικού νομίσματος. Τώρα το βλέπουμε να εμφανίζεται έχοντας ως ταξικό συμφέρον τη φροντίδα της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, ώστε να συνεχίσει αυτή να υπηρετεί αφενός το κεφάλαιο και αφετέρου το κράτος ως κρέας για τα κανόνια.

Έτσι εξηγείται για ποιο λόγο η αγγλική κυβέρνηση έστειλε τους επόπτες εργασίας στα εργοστάσια: για να καταγράψουν τις συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης και να προτείνουν μέτρα για τη βελτίωση αυτών των συνθηκών. Στο νομοθετικό περιορισμό της εργάσιμης μέρας θα συναντηθούν από τη μία οι αγώνες τους εργατικού κινήματος, το οποίο είχε θέσει την καθιέρωση του 10ωρου ως οικονομικό του αίτημα από το 1838,[22] και από την άλλη ο αστικός ρεφορμισμός, ο οποίος υπαγορευόταν τη δεκαετία του 1840 από το συγκυριακό συμφέρον των εργοστασιαρχών που «είχαν αρχίσει την εκστρατεία τους υπέρ της κατάργησης των [προστατευτικών] νόμων για τα σιτηρά και χρειάζονταν τη βοήθεια των εργατών για να νικήσουν».[23] Ο αστικός ρεφορμισμός και η αστική ηθική της εποχής του Μαρξ δεν διαφέρουν και πολύ από αυτούς της εποχής μας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σημερινού αγώνα ενάντια στα sweatshops –δηλ. μαγαζιά η φάμπρικες, όπου οι εργαζόμενοι δουλεύουν πολλές ώρες με χαμηλά μεροκάματα, κάτω από συνθήκες που βλάπτουν την υγεία τους– η αρχή του οποίου ανάγεται στο 1892. Οι ρεφορμιστές εξεγείρονται ενάντια σε μια «ακραία» μορφή εκμετάλλευσης, αλλά δεν αμφισβητούν ποτέ την ίδια την εκμεταλλευτική σχέση. Οι κρατικοί επόπτες του τότε ήταν κάπως σαν την αριστερά του σήμερα.

Ο νομοθετικός περιορισμός της εργάσιμης μέρας το 1844 στο δωδεκάωρο για τις γυναίκες και στις 6½ ώρες για τα παιδιά κάτω των 13 ετών ήταν, όπως γράφει και ο Μαρξ, αποτέλεσμα των ταξικών αγώνων και της εσωτερικής διαμάχης των εργοστασιαρχών και των γαιοκτημόνων για το «ποια από τις δύο [ομάδες της κυρίαρχης τάξης] εκμεταλλεύεται πιο ξετσίπωτα τον εργάτη», προσποιούμενη των προστάτη του.[24] Οι καπιταλιστές, όμως, δεν δέχθηκαν αυτήν την «απώλεια» για τα κέρδη τους χωρίς να αντιδράσουν. Πέτυχαν με τη σειρά τους να μειωθεί από το 9ο στο 8ο έτος η κατώτερη ηλικία των παιδιών που μπορούσαν να εργαστούν και προσπάθησαν με κάθε μέσο να μην εφαρμοστεί πλήρως ο νέος νόμος.[25]

Στο ίδιο υποκεφάλαιο ο Μαρξ μας δίνει μια πρώτη εικόνα της επεξεργασίας που θα κάνει αργότερα σε σχέση με τη συνεργασία που υπάρχει στο εργοστάσιο ανάμεσα στους εργάτες και πόσο απαραίτητη είναι αυτή όχι μόνο για το κεφάλαιο, αλλά και για την ανάπτυξη της ισχύος της εργατικής τάξης. Οι αλλαγές στους εργασιακούς νόμους για τα παιδιά και τις γυναίκες επηρέασαν τελικά και τους ενήλικες άντρες. «Μια από τις άμεσες συνέπειές τους ήταν ότι η πράξη επέβαλε τα ίδια όρια και στην εργάσιμη ημέρα των ενήλικων ανδρών βιομηχανικών εργατών επειδή στις περισσότερες διαδικασίες παραγωγής είναι απαραίτητη η συνεργασία τους με τα παιδιά, τους νέους και τις γυναίκες. Γι’ αυτό, σε γενικές γραμμές, την περίοδο 1844-1847 εφαρμοζόταν γενικά και ομοιόμορφα η δωδεκάωρη εργάσιμη μέρα σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους που υπάγονταν στην εργοστασιακή νομοθεσία».[26] Επανέρχεται λοιπόν σε κάτι που είχε αναφέρει νωρίτερα, στη σελίδα 274, ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο οι καπιταλιστές δεν ήθελαν να μειωθεί η εργασία των παιδιών ήταν επειδή έτσι οι ενήλικες θα αναγκάζονταν να κάνουν την δουλειά των παιδιών, επομένως θα πληρώνονταν για την ίδια δουλειά με μεγαλύτερους μισθούς.

Στη μάχη γύρω από τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας, ειδικά μετά το 1848 όταν εφαρμόστηκε ένας νέος νόμος που περιόριζε την εργασία των νέων και των γυναικών στις 10 ώρες, οι καπιταλιστές μπορούσαν να υπολογίζουν στην αμέριστη συνεργασία που τους παρείχαν οι ειρηνοδίκες των κομητειών (county magistrates), οι οποίοι επιλέγονταν από τους προύχοντες της περιοχής και οι οποίοι απέρριπταν τις προσφυγές των εποπτών εργασίας ενάντια στις παραβιάσεις του νόμου για τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας.[27] Πολύ συχνά «στα δικαστήρια αυτά παρακάθονταν οι ίδιοι οι εργοστασιάρχες και δίκαζαν τους ίδιους τους εαυτούς τους», καταπατώντας τους νόμους που καλούνταν να εφαρμόσουν. Ο απροκάλυπτα ταξικός χαρακτήρας της απονομής της δικαιοσύνης κάνει τον Μαρξ να αναρωτηθεί: «Ποιο ήταν όμως το όφελος όλων αυτών των παραπομπών στα δικαστήρια, τη στιγμή που τα δικαστήρια, οι county magistrates, αθώωναν τους εργοστασιάρχες;»[28]

Το 1850, η πανηγυρική «δικαίωση» των άγγλων καπιταλιστών από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας και η ουσιαστική κατάργηση του νόμου του 1847 για το 10ωρο, τρία μόλις χρόνια μετά την ψήφισή του, προκάλεσε «θορυβώδικα απειλητικά συλλαλητήρια των εργατών». «Οι επόπτες εργασίας προειδοποίησαν επειγόντως την κυβέρνηση ότι ο ταξικός ανταγωνισμός έχει ενταθεί σε απίστευτο βαθμό». Μπροστά σε «μια τελείως ανώμαλη και άναρχη κατάσταση»,[29] όπως τη βάφτισαν οι ίδιοι οι καπιταλιστές –βλέποντάς την από τη δική τους σκοπιά, βέβαια–, επήλθε ένας συμβιβασμός ανάμεσα στους καπιταλιστές και την εργατική τάξη, ο οποίος κατέληξε σε ένα νέο συμπληρωματικό νόμο την ίδια χρονιά που όριζε την εργάσιμη μέρα για τους νέους και τις γυναίκες στις 10½ ώρες για τις πρώτες 5 μέρες της εβδομάδας και στις 7½ ώρες το Σάββατο.

 

Το πεδίο των κοινωνικών-υλικών δικαιωμάτων

Δύο είναι τα βασικά συμπεράσματα που εξάγει ο Μαρξ από τη συσχέτιση των ιστορικών δεδομένων:

  1.  Η τάση του κεφαλαίου για απεριόριστη αύξηση του εργάσιμου χρόνου παρατηρείται πρώτα στις βιομηχανίες που συμβαδίζουν με την τεχνολογική πρόοδο της εποχής. Τόσο η απεριόριστη παράταση της εργάσιμης μέρας, όσο και η ανάγκη για τον έλεγχο των παραβιάσεων της νομοθεσίας, απαντώνται πρώτα σε αυτές τις βιομηχανίες. Μόνο βαθμιαία επεκτείνεται η νομοθεσία και στις υπόλοιπες.
  2. Οι εργάτες ατομικά ή απομονωμένοι στις διεκδικήσεις στο κλαδικό ή ακόμα και το εθνικό πεδίο δεν μπορούν να αντισταθούν σε αυτή την επίθεση από μέρους του κεφαλαίου.

Στο τέλος του κεφαλαίου ο Μαρξ επιστρέφει στην αρχική ιδέα περί του συμβολαίου που κυβερνά τη συναλλαγή μεταξύ αγοράς/χρήσης και πώλησης της εργασιακής δύναμης. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Καταλήγει μεν να πει πως για να σταματήσει η στυγνή εκμετάλλευση οι εργάτες πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να ψηφιστεί ένας νόμος του κράτους που να τους προστατεύει. Όμως, το σημαντικό είναι πως από την αρχή αντιλαμβάνεται τη συναλλαγή αυτή ως προβληματική. Μπορεί το κράτος να μεσολαβήσει τη σύγκρουση μεταξύ των δύο ίσων δικαιωμάτων αλλά δεν μπορεί, λόγω της ίδιας του της φύσης, να την καταργήσει.

Επανέρχεται λοιπόν σε μια κριτική των δικαιωμάτων και όχι μόνο. Η περιγραφή αφορά στην αντίφαση μεταξύ των δικαιωμάτων σε αφηρημένο επίπεδο (δημοκρατία, ισότητα, ελευθερία) και της πραγματικότητας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Αυτή η αντίφαση δεν αφορά ένα πλασματικό επίπεδο από τη μια και ένα πραγματικό από την άλλη. Η εκμετάλλευση δεν είναι η πραγματικότητα ενός κόσμου που είναι βασισμένος σε μια απάτη. Αυτό προσπαθεί να εξηγήσει ο Μαρξ βάζοντας, όπως είδαμε στο προηγούμενο μάθημα, τον εργάτη να απαιτήσει την πραγματική αξία της εργασιακής του δύναμης, κάτι που μπορεί να πετύχει μόνο μέσω των αγώνων του. Υπάρχει ένα πραγματικό επίπεδο στο οποίο συγκροτούνται οι αστικές υλικές αξίες της ισότητας, της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Είναι το επίπεδο της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Αλλά αυτό το επίπεδο είναι τελικά απαραίτητο για την λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, δεν μπορεί να στραφεί εναντίον του. Η ιστορική εξέλιξη (ακόμα και οι ίδιοι οι αγώνες για τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας) το επιβεβαιώνουν. Μπορεί να επιτευχθεί μια καλυτέρευση των συνθηκών, χωρίς να διαταραχθεί η ίδια η σχέση της ανταλλαγής με ίσους όρους, χωρίς αυτό να εντάσσεται απαραίτητα σε κάποια προοπτική ανατροπής του καπιταλισμού και κατάργησης της εκμετάλλευσης.

Η έκκληση του Μαρξ για εγκατάλειψη του «στομφώδους καταλόγου των “αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων του ανθρώπου”» –αυτής της «ιδεατής μορφής της αστικής κοινωνίας»– και υπέρ της υιοθέτησης, εκ μέρους των εργαζομένων, μιας «μετριόφρονης Magna Charta» της ρυθμισμένης εργάσιμης μέρας και των κοινωνικών-υλικών δικαιωμάτων, βρήκε στη σαρκαστική πένα του γαμπρού του Πωλ Λαφάργκ την καλύτερη έκφρασή της:

Ο καπιταλιστικός πολιτισμός έχει παραχωρήσει στον μισθωτό εργάτη τα μεταφυσικά Δικαιώματα του Ανθρώπου, αλλά αυτό έγινε μόνο και μόνο για να τον κρατήσει πιο κοντά και πιο σταθερά στο οικονομικό του καθήκον.
«Σε καθιστώ ελεύθερο», έτσι μιλάνε τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στον εργαζόμενο, «ελεύθερο να κερδίσεις μια άθλια επιβίωση και να μετατρέψεις τον εργοδότη σου σε εκατομμυριούχο· ελεύθερο να του πουλήσεις την ελευθερία σου για μια μπουκιά ψωμί. Θα σε φυλακίσει για δέκα ή δώδεκα ώρες στα εργαστήριά του· δεν θα σε αφήσει να φύγεις ώσπου να εξαντληθείς μέχρι μυελού οστέων, ώσπου να σου μείνει ελάχιστη δύναμη ίσα ίσα για να καταπιείς με δυσκολία μια άθλια σούπα και να βυθιστείς σε έναν βαρύ ύπνο. Ένα μόνο δικαίωμά σου δεν θα απολέσεις κι αυτό είναι το δικαίωμά σου να πληρώνεις φόρους»…
Οι ηθικολόγοι και οι πολιτικοί των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πιστεύουν ότι θα ήταν τερατώδες να παραχωρηθούν τα δικαιώματα [των αλόγων] στους εργαζόμενους· όταν ζήτησα στη Βουλή να έχουν οι γυναίκες το δικαίωμα και τα μέσα, δύο μήνες πριν και δύο μήνες μετά τον τοκετό, να παίρνουν άδεια από το εργοστάσιο, ξεσήκωσα θύελλα διαμαρτυριών. Η πρότασή μου αναστάτωσε τα ήθη του πολιτισμού και τάραξε την καπιταλιστική τάξη. Τι απαίσια πράξη –να ζητάμε για τα βρέφη τα δικαιώματα που έχουν τα πουλάρια.
Όσο για τους νεαρούς προλετάριους, ίσα που έχουν αρχίσει να περπατάνε και καταδικάζονται σε βαριά δουλειά στις φυλακές του καπιταλισμού, ενώ τα πουλάρια μεγαλώνουν ελεύθερα στην ευγενική φύση· υπάρχει γι’ αυτά φροντίδα πρώτα να μεγαλώσουν και μετά να αρχίσουν να δουλεύουν. Και οι δουλειές που τους αναθέτουν είναι κάθε φορά ανάλογες με τη δύναμή τους…
Η εταιρεία δημόσιων μεταφορών, οι εργαζόμενοι της οποίας δουλεύουν 14 με 16 ώρες ημερησίως, απαιτεί από τα άλογά της δουλειά 5 έως 7 ωρών. Έχει αγοράσει πράσινα βοσκοτόπια στα οποία μπορούν να αναρρώνουν από την κούραση ή τις αδιαθεσίες. Η πολιτική της είναι να δαπανά περισσότερα για διασκέδαση ενός τετράποδου παρά για να πληρώσει τους μισθούς ενός δίποδου. Ποτέ δεν έτυχε κάποιος νομοθέτης ή κάποιος φανατικός υπερασπιστής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να μειώσει το ημερήσιο ξεροκόμματο του αλόγου προκειμένου να του εξασφαλίσει ένα αναπαυτήριο που θα του είναι χρήσιμο μόνο μετά θάνατον…
Το άλογο έδειξε τη σοφία του συνδέοντας τον εαυτό του με αυτά τα δικαιώματα, αντί να διεκδικεί τα δικαιώματα του πολίτη· έκρινε ότι θα ήταν ανόητο αν, σαν τον άνθρωπο, είχε θυσιάσει τη σούπα με τις φακές που έχει για το μεταφυσικό γεύμα του Δικαιώματος στην Επανάσταση, την Ισότητα, την Ελευθερία ή και τις άλλες κοινοτοπίες που για το προλεταριάτο είναι τόσο χρήσιμες όσο είναι ένα ιατρικό εργαλείο καυτηριασμού για ένα ξύλινο πόδι…
Εργάτες όλων των ειδικοτήτων, που μοχθείτε τόσο σκληρά για να δημιουργήσετε τη δική σας φτώχεια χάρην του πλούτου των καπιταλιστών, ξεσηκωθείτε, ξεσηκωθείτε. Αφού οι γελωτοποιοί του κοινοβουλίου ξεδιπλώνουν σαν σημαία τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, να απαιτήσετε γενναία για τους εαυτούς σας, τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας τα Δικαιώματα του Αλόγου».[30]

 

Ο περιορισμός της εργάσιμης μέρας μετά την εποχή του Μαρξ

Σταδιακά η ταξική πάλη πέτυχε να επιφέρει μια μεγάλη μείωση του εργάσιμου χρόνου και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η εργάσιμη μέρα σε όλες σχεδόν τις βιομηχανικές χώρες που επικράτησε ο λεγόμενος «φορντισμός» μειώθηκε στις 8 ώρες. Σύμφωνα με την οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον εργάσιμο χρόνο στις αρχές του 21ου αι., αυτός δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 48 ώρες εβδομαδιαία ενώ κατοχυρώνει το δικαίωμα σε 4 εβδομάδες άδειας μετ’ αποδοχών ετησίως (συν την άδεια τοκετού και άλλα επιδόματα).[31] Σύμφωνα με μία έρευνα της Eurostat του 2011, οι Ευρωπαίοι εργάζονται κατά μέσο όρο 41,6 ώρες την εβδομάδα, με τους Έλληνες και τους Αυστριακούς να εργάζονται τις περισσότερες ώρες (43,7 ώρες) και τους Δανούς τις λιγότερες (39,1 ώρες).[32]

Ωστόσο, η μείωση του εργάσιμου χρόνου παραμένει ακόμα ένα ζητούμενο σε χώρες όπως η Κίνα, στην οποία υπολογίζεται ότι, παρά την καθιέρωση του 40ωρου, 600.000 εργάτες πεθαίνουν ετησίως λόγω των υπερβολικών υπερωριών που είναι αναγκασμένοι να κάνουν[33] ή η Ινδία όπου, ειδικά στις μικρές επιχειρήσεις, οι εργάτες δουλεύουν κατά κανόνα 11 ώρες την ημέρα, 6 μέρες την εβδομάδα, χωρίς να πληρώνονται υπερωρίες.[34]

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και στις χώρες στις οποίες έχει υπάρξει σημαντική μείωση του εργάσιμου χρόνου, συχνά δεν λαμβάνονται υπόψη στις στατιστικές οι τομείς που επικρατεί η άτυπη εργασία (π.χ., ο τουρισμός και η γεωργία) και είναι συνηθισμένη η καταστρατήγηση του 8ωρου ή η εντατικοποίηση της εργασίας, μέσω της οποίας τα αφεντικά προσπαθούν να «ρεφάρουν» ό,τι χάνουν λόγω της θεσμικής μείωσης του εργάσιμου χρόνου, όταν δεν είναι δηλ. δυνατή η επέκταση της εργάσιμης ημέρας. Στην Ιαπωνία, τη δεκαετία του ’70 δημιουργήθηκε ο όρος «karöshi» για τους θανάτους από την υπερβολική εργασία, ενώ μία δεκαετία αργότερα εισήχθη ο όρος «karojisatsu» για τις αυτοκτονίες που προκαλούνται από την υπερβολική εργασία ή τις αγχωτικές συνθήκες εργασίας.[35] Το 2009, το σωματείο των εργατών γης της Καλιφόρνια μήνυσε τη δημόσια υπηρεσία που υποτίθεται ότι φροντίζει για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, επειδή δεν προστάτευε τους εργάτες που ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται επί ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο, με αποτέλεσμα κάποιοι από αυτούς να χάσουν τη ζωή τους.[36] Δεν είναι ανάγκη, όμως, να πάμε τόσο μακριά. Στις 14 Ιανουαρίου 2013, μια εργαζόμενη στην Pizza Fan της Πάτρας βρέθηκε νεκρή μέσα στο μαγαζί που δούλευε λόγω της πολύωρης και εντατικής εργασίας στην οποία είχε υποχρεωθεί.

Τέλος, λόγω της γιγάντωσης των πόλεων, έχει αυξηθεί ο χρόνος που απαιτείται για τις μετακινήσεις από και προς τους εργασιακούς χώρους· χρόνος που, αν και αν δεν συνυπολογίζεται στον εργάσιμο χρόνο, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του από τη στιγμή που οι εργαζόμενοι δεν μετακινούνται για λόγους αναψυχής, αλλά για να μεταβούν στους χώρους που τους εκμεταλλεύονται. Το αίτημα να πληρώνονται οι εργαζόμενοι για το χρόνο των μετακινήσεών τους από και προς τις εργασίες τους, είχε τεθεί –μειοψηφικά– από αυτόνομες ομάδες εργαζομένων τη δεκαετία του ’70 στην Ιταλία, χωρίς όμως να ικανοποιηθεί. Αντίθετα, το κράτος χάρη στον έλεγχο των δημόσιων μέσων μαζικής μεταφοράς, όπως οι σιδηρόδρομοι ή τα λεωφορεία, καθιέρωσε «εκπτώσεις» για τους εργαζόμενους, έτσι ώστε να μειώνεται το κόστος αναπαραγωγής της εργασιακής τους δύναμης και, συνεπώς, να διατηρείται σε χαμηλότερα επίπεδα και ο μισθός τους.

Ο περιορισμός της εργάσιμης μέρας και η καθιέρωση του 8ωρου αποτέλεσαν αίτημα του εργατικού κινήματος ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα όταν ορισμένες κατηγορίες μαστόρων κατάφεραν να το κατοχυρώσουν. Το 1866, η Διεθνής Ένωση των Εργατών (Α΄ Διεθνής) δήλωσε σε ένα ψήφισμά της ότι «ο περιορισμός της εργάσιμης ημέρας αποτελεί προκαταρκτικό όρο χωρίς τον οποίο θα ναυαγήσουν όλες οι άλλες προσπάθειες για χειραφέτηση των εργατών… Προτείνουμε τις 8 ώρες εργασίας σαν νόμιμο όριο της εργάσιμης ημέρας».[37] Ο γνωστότερος αγώνας για τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας –ο οποίος μετατράπηκε και σε σύμβολο του αγώνα της εργατικής τάξης διεθνώς για την καθιέρωση του 8ωρου– είναι η απεργία που προκηρύχθηκε στις ΗΠΑ την Πρωτομαγιά του 1886 και η απεργιακή συγκέντρωση στο Σικάγο, στις 3 Μαΐου της ίδιας χρονιάς.

Ένας εξίσου σημαντικός –αν και λιγότερο γνωστός– αγώνας ήταν εκείνος των γάλλων εργατών για την καθιέρωση του 40ωρου και του πενθήμερου και την υπεράσπισή τους στη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από το Λαϊκό Μέτωπο, στον οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια.[38]

 

Ένας ιστορικής σημασίας αγώνας

Η εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου –ο συνασπισμός στον οποίο συμμετείχαν το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και οι Ριζοσπάστες– στη Γαλλία το Μάιο του 1936 ακολουθήθηκε από ένα απεργιακό κύμα που συνοδεύτηκε από την ταυτόχρονη κατάληψη των χώρων δουλειάς από τους εργαζόμενους και παρέλυσε κάθε παραγωγική διαδικασία. Οι καταλήψεις συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές Ιουλίου, αν και με μειούμενη ένταση μετά τη «συμφωνία της Ματινιόν» (7-8 Ιουνίου 1936) μεταξύ των εκπροσώπων των εργοδοτών και των συνδικάτων, η οποία επιτεύχθηκε με τη διαμεσολάβηση της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης. Οι συμφωνίες προέβλεπαν την κατοχύρωση των συλλογικών συμβάσεων και των συνδικαλιστικών ελευθεριών· μισθολογικές αυξήσεις από 7% για τους υψηλούς μισθούς μέχρι 15% για τους χαμηλότερους· την εκλογή αντιπροσώπων των εργαζομένων στα εργοστάσια με περισσότερους από δέκα εργαζόμενους· την κατάργηση των κυρώσεων σε βάρος των απεργών. Τις ημέρες αμέσως μετά τη συμφωνία η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου καθιέρωσε διακοπές δύο εβδομάδων μετ’ αποδοχών για όλους τους εργαζόμενους που είχαν συμπληρώσει ένα χρόνο εργασίας και την εβδομάδα των 40 ωρών χωρίς μείωση του μισθού. Μολονότι οι κινητοποιήσεις των εργατών –μετά και τις προτροπές των κομμάτων της Αριστεράς και των συνδικάτων– άρχισαν να υποχωρούν, οι αγώνες γύρω από τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας συνεχίστηκαν. Οι αγώνες της περιόδου εκείνης σε μεγάλο βαθμό αποτελούσαν μία μόνο εκδήλωση της γενικότερης εξέγερσης των γάλλων εργατών ενάντια στην εργασία, μια εξέγερση που πήγαζε από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα εργατικά προάστια, την αποειδίκευση που επέφερε ο «εξορθολογισμός» της παραγωγής και τη «στρατιωτική» πειθαρχία που είχε επιβληθεί στους εργασιακούς χώρους. Στη συνέχεια θα δούμε τις μορφές που πήρε η εξέγερση αυτή στην αυτοκινητοβιομηχανία και την αεροναυπηγική βιομηχανία –δύο τομείς αιχμής εκείνης της εποχής–, καθώς και στον τομέα των κατασκευών που είχε αποκτήσει εξαιρετική σημασία λόγω της διεξαγωγής της Παγκόσμιας Έκθεσης του 1937, στην οποία απασχολούνταν δεκάδες χιλιάδες εργάτες και η οποία προοριζόταν να αποτελέσει τη «βιτρίνα» της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου.

Ήδη πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στην περιοχή γύρω από το Παρίσι βρισκόταν συγκεντρωμένος ένας μεγάλος αριθμός βιομηχανιών Το 1935, διατηρούσε εκεί εγκαταστάσεις η Renault –το εργοστάσιό της στην Μπιγιανκούρ ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη με προσωπικό που ξεπερνούσε τους 30.000 εργάτες– αλλά και η Citroën, ενώ υπολογίζεται ότι στην ίδια περιοχή βρισκόταν επίσης το 65% των εργοστασίων κατασκευής ατράκτων αεροσκαφών και το 90% των κατασκευαστών κινητήρων για αεροπλάνα.

Η αυτοκινητοβιομηχανία ήταν ο τομέας στον οποίο εισήχθησαν για πρώτη φορά στη Γαλλία μέθοδοι «εξορθολογισμού» και «επιστημονικής» οργάνωσης της εργασίας, όπως ο ταιηλορισμός, γεγονός που είχε ως συνέπεια να μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ ειδικευμένων και ανειδίκευτων εργατών. Αυτές οι αλλαγές προκάλεσαν μια ταχεία αποειδίκευση της εργασίας, καθώς υπολογίζεται ότι τις παραμονές του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου η εκπαίδευση του 60% των εργατών απαιτούσε μόλις τρεις μέρες. Παράλληλα, η νέα οργάνωση του χώρου του εργοστασίου αύξησε την επιτήρηση και τον έλεγχο που ασκούσε η εργοδοσία πάνω στους εργάτες.

Η εισαγωγή της «επιστημονικής» οργάνωσης της εργασίας συμπεριλάμβανε και τo μισθό με το κομμάτι –τα «κίνητρα παραγωγικότητας», όπως ονομάζεται στη γλώσσα των αφεντικών– αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια στους εργάτες να καθορίζουν οι ίδιοι το ρυθμό της εργασίας τους. Οι φύλακες και οι επόπτες των εργοστασίων είχαν το καθήκον να διασφαλίσουν ότι οι εργάτες θα εκτελούσαν πιστά τις εντολές των μάνατζερ και των τεχνικών.

Ελαφρά διαφορετική ήταν η κατάσταση στην αεροναυπηγική βιομηχανία, στην οποία το ποσοστό ειδικευμένων εργατών ήταν υψηλότερο από ό,τι στην αυτοκινητοβιομηχανία, καθώς ο «εξορθολογισμός» της παραγωγής δεν είχε προχωρήσει στον ίδιο βαθμό.

Τελείως διαφορετική ήταν η εικόνα στον τομέα των κατασκευών, ο οποίος συχνά αποτελούσε ένα «καταφύγιο» για τους τεχνίτες και στις οποίες ορισμένες κατηγορίες όπως οι υδραυλικοί διατηρούσαν ακόμα σημαντική αυτονομία. Επιπλέον, στον τομέα αυτό κυριαρχούσαν οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις – μόνο το 23,8% των εργατών απασχολούταν σε εταιρείες με περισσότερους από 100 εργαζόμενους, σε αντίθεση με το 98,3% στη μεταλλουργία.

Ένα άλλο στοιχείο απαραίτητο για την καλύτερη κατανόηση των αγώνων της περιόδου εκείνης, είναι το γεγονός ότι στη Γαλλία μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σημειώθηκε μία έλλειψη ειδικευμένης εργασίας που οφειλόταν στις απώλειες του πολέμου και το χαμηλό δείκτη γεννητικότητας. Η έλλειψη αυτή είχε σημαντικές επιπτώσεις στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου. Μολονότι η ανεργία το 1936 βρισκόταν σε εθνικό επίπεδο μόλις στο 4%, οι μισοί άνεργοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην περιοχή του Παρισιού, όπου διέμενε το 20% του πληθυσμού της χώρας.

Οι καταλήψεις των εργοστασίων ξεκίνησαν το Μάιο του 1936, αμέσως μετά την εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου αλλά πριν ακόμα η νέα κυβέρνηση αναλάβει επισήμως καθήκοντα. Το κίνημα ξεκίνησε από τα εργοστάσια κατασκευής αεροσκαφών και σύντομα επεκτάθηκε στην αυτοκινητοβιομηχανία. Στις 28 Μαΐου καταλήφθηκε το εργοστάσιο της Renault. Τα αιτήματα των εργατών ήταν υψηλότερες αμοιβές, να μπει τέλος στην υπερωριακή απασχόληση, εργάσιμη εβδομάδα 40 ωρών, χορήγηση άδειας μετ’ αποδοχών και αναγνώριση της CGT (Confédération Générale du Travail – Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) από τους εργοδότες. Μετά τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στη Renault, το κύμα των καταλήψεων άρχισε να υποχωρεί στη μεταλλουργία και να φουντώνει στις κατασκευές και άλλους τομείς.

Στις αρχές Ιουνίου, ένα νέο κύμα απεργιών και καταλήψεων έπληξε την αυτοκινητοβιομηχανία και την αεροναυπηγική βιομηχανία. Η κυβέρνηση Μπλουμ, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, διαμεσολάβησε μεταξύ της CGT και των εκπροσώπων των εργοδοτών, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει την κατάσταση καθώς οι καταλήψεις είχαν αρχίσει να εξαπλώνονται και έξω από την περιοχή του Παρισιού. Οι διαπραγματεύσεις αυτές κατέληξαν στις «συμφωνίες της Ματινιόν» (7-8 Ιουνίου). Αν και οι περισσότεροι εργοδότες πίστευαν ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και η εκλογή αντιπροσώπων των εργατών θα έφερναν σταθερότητα στους χώρους εργασίας, ωστόσο ήταν αντίθετοι στην εβδομάδα των 40 ωρών επειδή θα επιβαρυνόταν σημαντικά το κόστος παραγωγής, γεγονός που θα τους έφερνε σε μειονεκτική θέση απέναντι στους ανταγωνιστές τους του εξωτερικού. Πολλοί εργοδότες διαφωνούσαν και με το ύψος των αυξήσεων, οι οποίες όμως είχαν κεντρική θέση στο πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου, καθώς η Αριστερά πίστευε ότι η μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη της εργατικής τάξης θα οδηγούσε σε αύξηση της κατανάλωσης και, επομένως, σε τόνωση της οικονομίας που παρέμενε στάσιμη από τις αρχές της δεκαετίας του ’30.

Παρά την υπογραφή της συμφωνίας και τις παραινέσεις της CGT και του ΓΚΚ προς τους εργάτες να επιστρέψουν στην εργασία τους, οι καταλήψεις των εργοστασίων και γενικότερα των χώρων εργασίας συνεχίστηκαν. Για παράδειγμα, οι εργάτες της Renault όχι μόνο δεν επέστρεψαν στην εργασία τους, αλλά κατέστρεψαν τις πρώτες ύλες που βρίσκονταν αποθηκευμένες στο εργοστάσιο προκειμένου να πιέσουν την εργοδοσία να προβεί σε παραχωρήσεις.

Στη Renault η εξέγερση ενάντια στην εργασία συνεχίστηκε και μετά τον τερματισμό των καταλήψεων με νέες μορφές: κοπάνες, ανυπακοή στις εντολές των προϊσταμένων, κλοπή υλικών, επιβράδυνση της παραγωγής, βία εις βάρος των μη συνδικαλισμένων εργατών και όσων εργάζονταν περισσότερο από ό,τι «έπρεπε». Οι εργάτες σε κάποιες περιπτώσεις και επιτέθηκαν στους επιστάτες. Οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των εργατών είχαν εγκαταστήσει μια «δυαδική εξουσία» στο εργοστάσιο, ερχόμενοι σε αντιπαράθεση με τους επιστάτες και τους μάνατζερ. Αυτή η «δυαδική εξουσία», πέρα από το να προκαλεί τις διαμαρτυρίες των τεχνικών και των επιστατών για τη μείωση της εξουσίας τους, προκάλεσε και την πτώση της παραγωγικότητας λόγω της συχνής επιβράδυνσης της παραγωγής.

Δυσκολίες στην επιβολή της εργασιακής πειθαρχίας δεν συνάντησαν μόνο οι επιστάτες, αλλά ακόμα και τα ίδια τα στελέχη της CGT και του ΓΚΚ. Τα κομματικά και συνδικαλιστικά έντυπα αναγνώριζαν ότι πολλοί εργάτες απουσίαζαν αδικαιολόγητα από την εργασία τους και ότι εκτελούσαν τα καθήκοντά τους πλημμελώς. Η επιρροή των εκπροσώπων των εργαζομένων και των στελεχών της CGT συνέβαλε, τουλάχιστον για σύντομα χρονικά διαστήματα, στην αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά οι παρεμβάσεις τους αυτές ήταν περιορισμένες και προσεκτικές καθώς υπήρχε ο κίνδυνος να προκαλέσουν την οργή των εργαζομένων. Καθώς, όπως είδαμε, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων υπονόμευαν τελικά την εργασιακή πειθαρχία και εμπόδιζαν εκείνη τη μειοψηφία των εργατών που επιθυμούσαν να εργαστούν σκληρά από το να το κάνουν, σύντομα διαψεύστηκε η ελπίδα των εργοδοτών ότι η παρουσία τους θα αποτελούσε έναν παράγοντα ειρήνευσης στους χώρους εργασίας.

Οι ίδιες λίγο-πολύ αντιπαραθέσεις παρουσιάστηκαν και στην αεροναυπηγική βιομηχανία, την οποία το Λαϊκό Μέτωπο είχε σε μεγάλο βαθμό εθνικοποιήσει από τις αρχές του 1937. Στα διοικητικά συμβούλια των υπό κρατικό έλεγχο επιχειρήσεων συμμετείχαν στελέχη της CGT ως εκπρόσωποι των εργαζομένων, ενώ παρέμειναν στη θέση τους τα διευθυντικά στελέχη της προγενέστερης διοίκησης. Στη διεύθυνση των εταιρειών διατηρήθηκαν και οι πρώην ιδιοκτήτες τους, με καθήκοντα μάνατζερ. Η κυβέρνηση προχώρησε σε μισθολογικές αυξήσεις και χορήγηση επιδομάτων ενώ βελτίωσε και την ασφάλεια στους χώρους εργασίας. Παράλληλα επένδυσε σημαντικά ποσά για τον εκσυγχρονισμό του μηχανολογικού εξοπλισμού και τον «εξορθολογισμό» της παραγωγής, εισάγοντας την αλυσίδα παραγωγής και τον καλύτερο έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας.

Παρά τις μισθολογικές αυξήσεις και τη συμμετοχή των εκπροσώπων της CGT –θεωρητικά εκπροσώπων των ίδιων των εργατών– στη διοίκηση των επιχειρήσεων, οι εργάτες δεν έδειξαν καμία διάθεση να εργαστούν πιο εντατικά ή να εργαστούν τα σαββατοκύριακα, όπως τους ζητούσαν οι διοικήσεις των επιχειρήσεων και οι εκπρόσωποί τους σε αυτές. Στις προσπάθειες που κατέβαλαν οι διοικήσεις των εργοστασίων να αυξήσουν την παραγωγή μέσω του μισθού με το κομμάτι και της θέσπισης κινήτρων παραγωγικότητας, οι εργάτες απάντησαν συντονισμένα με τον περιορισμό της παραγωγής και το σαμποτάρισμα των μηχανών ώστε να επιβραδύνουν τον ρυθμό της εργασίας τους.

Ένα άλλο σημαντικό πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στους εργάτες της αεροναυπηγικής βιομηχανίας και τη διοίκηση των εργοστασίων της υπήρξε η εργάσιμη εβδομάδα των 40 ωρών και η εργασία τα σαββατοκύριακα, όταν το 1938 η κυβέρνηση πίεσε τους εργάτες να εργαστούν περισσότερο, καθώς η γαλλική παραγωγή αεροσκαφών υστερούσε σημαντικά έναντι της γερμανικής και της ιταλικής, χώρες στις οποίες οι εργάτες δούλευαν 50 με 60 ώρες την εβδομάδα. Η αρνητική αντίδραση των εργατών εδραζόταν σε δύο λόγους. Ο πρώτος είχε να κάνει με τη θέση της CGT ότι οι υπερωρίες ήταν αντίθετες με το «δικαίωμα» και την ανάγκη των ανέργων να δουλέψουν. Αυτή η θέση αδιαφορούσε για την έλλειψη ειδικευμένων εργατών, από την οποία έπασχε ο συγκεκριμένος τομέας, καθώς οι μεγάλοι σε ηλικία και ανειδίκευτοι εργάτες, οι οποίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία των ανέργων, δύσκολα θα μπορούσαν να απασχοληθούν στην αεροναυπηγική βιομηχανία.

Ο σημαντικότερος λόγος, ωστόσο, ήταν ότι οι εργάτες επιθυμούσαν να υπερασπιστούν την εργάσιμη εβδομάδα των 40 ωρών και να έχουν ελεύθερο το σαββατοκύριακο για την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών. Για την πλειοψηφία των γάλλων εργατών εκείνης της εποχής, ο «φασισμός» ταυτιζόταν με την εντατικοποίηση της εργασίας και την επέκταση του εργάσιμου χρόνου που περιόριζε τον δικό τους ελεύθερο χρόνο. Ως επί το πλείστον, αντιλαμβάνονταν τον φασισμό με όρους εργασιακών και οικονομικών συνθηκών παρά με πολιτικούς όρους και ήταν απρόθυμοι να κάνουν την οποιαδήποτε θυσία υπέρ της «άμυνας της χώρας», παρά τις προτροπές των στελεχών του Λαϊκού Μετώπου!

Έτσι το Μάρτιο του 1938 ξέσπασαν νέες απεργιακές κινητοποιήσεις στη μεταλλουργία με δύο βασικά αιτήματα: μισθολογικές αυξήσεις και 40ωρη πενθήμερη εργασία. Η CGT, σε μια συμβιβαστική κίνηση, πρότεινε τη θέσπιση εβδομάδας 45 ωρών, η οποία αρχικά απορρίφθηκε από την εργοδοσία λόγω του υψηλού κόστους της, για να γίνει δεκτή όταν, ύστερα από τη διαμεσολάβηση της κυβέρνησης, μειώθηκε το κόστος της υπερωριακής εργασίας.

Η συμβιβαστική αυτή λύση δημιούργησε ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης και λίγους μήνες αργότερα –το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1938– ξέσπασαν νέοι αγώνες γύρω από την έκταση της εργάσιμης εβδομάδας. Οι εργοδότες επιθυμούσαν τη επιμήκυνσή της κατά μία μέρα, αλλά οι εργάτες ήταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούν την πενθήμερη εβδομάδα. Έτσι οι εργάτες αρνούνταν να εργαστούν τα σαββατοκύριακα, ακόμα και όταν τους το ζητούσαν νόμιμα, πχ., για να αναπληρώσουν ημέρες αργίας που έπεφταν μέσα στην εβδομάδα. Τον Οκτώβριο του 1938, οι εργάτες τόσο στα ιδιωτικά όσο και στα δημόσια εργοστάσια κατασκευής αεροσκαφών εγκατέλειπαν τις εργασίες τους μία ώρα νωρίτερα –στις 17.00 αντί για τις 18.00– διαμαρτυρόμενοι ενάντια στις υπερωρίες.

Οι ίδιοι αγώνες που εκδηλώθηκαν στην αυτοκινητοβιομηχανία και την αεροναυπηγική βιομηχανία σημειώθηκαν και στον τομέα των κατασκευών και ειδικότερα στα μεγάλα έργα που πραγματοποιούνταν εκείνη την περίοδο, όπως η επέκταση του μετρό, η κατασκευή ενός σταδίου και τα έργα για την Παγκόσμια Έκθεση του 1937. Ωστόσο, στον συγκεκριμένο τομέα οι αγώνες γύρω από τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, τις υπερωρίες, την παραγωγικότητα και τον έλεγχο της CGT πάνω στις προσλήψεις και την πειθαρχία στους χώρους εργασίας πήραν πιο βίαιες μορφές.

Μετά τις απεργίες του Μαΐου-Ιουνίου 1936 σημειώθηκε μια κατακόρυφη πτώση της παραγωγικότητας στα μεγάλα εργοτάξια. Κάποιοι αξιωματούχοι της Παγκόσμιας Έκθεσης του 1937 ανέφεραν ότι μετά τον Ιούνιο του ’36 οι εργάτες επιβράδυναν εσκεμμένα την παραγωγή, σε βαθμό που για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών απαιτούταν διπλάσιος χρόνος απ’ ό,τι πριν τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Οι υπεύθυνοι για την επέκταση του μετρό αντιπαρέβαλαν τη χαμηλή παραγωγικότητα του 1936 με την κατά πολύ υψηλότερη του 1934. Πολλοί εργοδότες παραπονούνταν ότι οι εργάτες «ροκάνιζαν» τον εργάσιμο χρόνο κάνοντας μεγαλύτερα διαλείμματα ή αφιερώνοντας περισσότερο χρόνο για να αλλάξουν ρούχα, για να πάνε στην τουαλέτα ή για να φάνε.

Η πτώση της παραγωγικότητας αποδόθηκε από τους εργοδότες στην κατάρρευση της εργασιακής πειθαρχίας στα εργοτάξια, καθώς οι εργάτες αψηφούσαν την ιεραρχική πυραμίδα μέσα στους χώρους εργασίας, γνωρίζοντας ότι δεν θα υποστούν καμία συνέπεια. Πέρα από την εξουσία των αφεντικών, είχε κλονιστεί μερικώς και η επιρροή των συνδικάτων πάνω στους εργάτες, καθώς οι τελευταίοι συχνά αγνοούσαν τις εκκλήσεις ή τις εντολές των υψηλόβαθμων στελεχών της CGT και μόνο οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των εργατών στους χώρους εργασίας συνέχιζαν να διαθέτουν σημαντική εξουσία στα μεγάλα έργα, επειδή ήλεγχαν τόσο τις προσλήψεις όσο και τον ρυθμό της εργασιακής διαδικασίας.

Λόγω της χαοτικής κατάστασης που επικρατούσε στα εργοτάξια της Παγκόσμιας Έκθεσης, ο ίδιος ο πρωθυπουργός του Λαϊκού Μετώπου, ο Λέον Μπλουμ, αποφάσισε να στείλει ένα στενό του συνεργάτη, τον Jules Moch, να πάρει τα ηνία της κατάστασης στα χέρια του και να διασφαλίσει ότι τα έργα θα ολοκληρωθούν σύμφωνα με τον προγραμματισμό της κυβέρνησης. Ο Moch για να φέρει σε πέρας το έργο που του ανατέθηκε μπορούσε να υπολογίζει τόσο στη βοήθεια της ηγεσίας της CGT όσο και σε εκείνη του ΓΚΚ που παρείχαν τη στήριξή τους στην κυβέρνηση και επομένως δεν επιθυμούσαν να περιέλθει η τελευταία σε δύσκολη θέση. Στα τέλη του 1936 η L’Humanité, το επίσημο όργανο του ΓΚΚ, δήλωσε ξεκάθαρα ότι η Έκθεση πρέπει να ολοκληρωθεί και θα ολοκληρωθεί εγκαίρως.

Λίγους μήνες αργότερα ο ίδιος ο Μπλουμ, απευθυνόμενος στους εργάτες που απασχολούνταν στο εργοτάξιο της Έκθεσης, δήλωσε: «Η Έκθεση θα είναι ο θρίαμβος της εργατικής τάξης, του Λαϊκού Μετώπου και της ελευθερίας. Θα δείξει ότι ένα δημοκρατικό καθεστώς είναι ανώτερο μίας δικτατορίας… Διακυβεύεται η καλή φήμη του Λαϊκού Μετώπου και σας το λέω ειλικρινά ότι είναι απαραίτητη η εργασία το σαββατοκύριακο».

Οι εκκλήσεις των ηγετών του Λαϊκού Μετώπου έπεσαν στο κενό, καθώς η CGT και οι εργάτες απέρριψαν κατηγορηματικά την επέκταση της εργάσιμης εβδομάδας πέραν των σαράντα ωρών. Ως εναλλακτική λύση, οι εργοδότες οργάνωσαν τρεις οκτάωρες βάρδιες, οι οποίες όμως δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Λόγω της έλλειψης ειδικευμένων εργατών –η CGT απαγόρευε την πρόσληψη εργατών που δεν ήταν μέλη της, καθιστώντας ακόμα δυσκολότερη την εξεύρεσή τους– τα αφεντικά υποχρεώθηκαν να επανδρώσουν τη δεύτερη και την τρίτη βάρδια με ανειδίκευτους που παρήγαγαν χαμηλής ποιότητας έργο, το οποίο ορισμένες φορές έπρεπε να ξαναγίνει από την αρχή την επόμενη μέρα.

Η αποφασιστικότητα των εργατών και των συνδικαλιστικών αντιπροσώπων τους να υπερασπιστούν την αργία του σαββατοκύριακου ήταν ισχυρότερη από τις εκκλήσεις των ηγετών του Λαϊκού Μετώπου για την έγκαιρη αποπεράτωση της Έκθεσης. Όταν οι μπογιατζήδες του περιπτέρου των ΗΠΑ ζήτησαν να εργαστούν το σαββατοκύριακο, εισέπραξαν ως απάντηση ένα ηχηρότατο «όχι», και λίγες μέρες αργότερα ένας μετασχηματιστής ρεύματος υπέστη σαμποτάζ για να διασφαλιστεί η αργία του Σαββάτου και της Κυριακής. Αρνητική ήταν η απάντηση της CGT και στο αίτημα των ξένων κρατών που συμμετείχαν στην Έκθεση να προσλάβουν μη Γάλλους εργάτες για την αποπεράτωση των περιπτέρων τους. Επιπλέον οι εργάτες αρνούνταν να εργαστούν στη διάρκεια του σαββατοκύριακου για να αναπληρώσουν μέρες εργασίας που είχαν χαθεί λόγω αργιών ή λόγω βροχής. Όπως σημείωνε η επίσημη αναφορά για την Παγκόσμια Έκθεση, τελικά η ηγεσία της CGT στάθηκε ανίκανη να τηρήσει την υπόσχεσή της για επέκταση της εργάσιμης εβδομάδας.

Οι αγώνες, όμως, για την πενθήμερη εργάσιμη εβδομάδα δεν σταμάτησαν εκεί, καθώς οι εξελίξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή έφεραν μια νέα επίθεση στην αργία του σαββατοκύριακου. Στα τέλη του 1938 η κυβέρνηση του Ριζοσπάστη Εντουάρ Νταλαντιέ έλαβε μια σειρά μέτρων με σκοπό την καλύτερη δυνατή προετοιμασία της Γαλλίας για τον επερχόμενο πόλεμο και την έξοδο από την οικονομική στασιμότητα· υπουργός οικονομικών διορίστηκε ο Paul Reynaud, ένας πολέμιος του 40ωρου καθόλη τη διακυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου.

Ο Reynaud κατήργησε το 40ωρο, θεσπίζοντας εργάσιμη εβδομάδα 6 ημερών, προώθησε την αμοιβή με το κομμάτι και μείωσε την αποζημίωση για τις υπερωρίες. Η CGT προκήρυξε γενική απεργία με την υποστήριξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του ΓΚΚ για τις 30 Νοεμβρίου 1938, αλλά ήδη από τις 24 Νοεμβρίου ξέσπασαν άγριες απεργίες σε πολλά εργοστάσια της περιοχής του Παρισιού. Η σημαντικότερη από αυτές τις απεργίες ήταν εκείνη στη Renault, η οποία προσέλαβε έναν ιδιαίτερα βίαιο χαρακτήρα. Οι εργάτες χρησιμοποίησαν αμάξια και φορτηγά που μόλις είχαν βγει από την αλυσίδα παραγωγής για να κατασκευάσουν οδοφράγματα και προκάλεσαν ζημιές στο κτήριο. Μετά την αστυνομική επιχείρηση που έθεσε τέλος στην κατάληψη –στη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκαν 46 αστυνομικοί και 22 εργάτες– στο εσωτερικό του εργοστασίου βρέθηκαν αυτοσχέδια όπλα που είχαν κατασκευάσει οι εργάτες και η εργοδοσία υπολόγισε τις ζημιές στα 200.000 γαλλικά φράγκα.

Παρά τις δυναμικές μορφές που πήρε σε ορισμένους τομείς, η απεργία συνολικά απέτυχε. Η κυβέρνηση επιστράτευσε τους απεργούς και μονάδες του στρατού περιφρουρούσαν το μετρό και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς για να εξασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία τους· μέσω του ραδιοφώνου εκτόξευσε απειλές σε όσους ήθελαν να απεργήσουν. Ωστόσο, σχετική επιτυχία σημείωσε η απεργία στους τομείς που είχαν πρωταγωνιστήσει στο απεργιακό κύμα του Μαΐου-Ιουνίου του ’36. Για παράδειγμα, πολλοί εργάτες στην αεροναυπηγική βιομηχανία αγνόησαν την επιστράτευση, εμπόδισαν τους απεργοσπάστες να εργαστούν, σε ορισμένες περιπτώσεις ασκώντας βία εις βάρος τους, και προκάλεσαν φθορές στον εξοπλισμό των εργοστασίων.

Μολονότι η CGT και το ΓΚΚ απέδωσαν τις ζημιές και τις βιαιότητες σε «τροτσκιστές», από τους 280 εργάτες που συνελήφθησαν μόνο 31 ήταν «φακελωμένοι» και ακόμα λιγότεροι, μόλις 5, ήταν γνωστοί στην αστυνομία για την πολιτική τους δράση ή ήταν μέλη του ΓΚΚ· δύο από τους 31 ήταν σεσημασμένοι για ποινικές υποθέσεις. Αυτά τα στατιστικά στοιχεία διαψεύδουν τόσο τους ισχυρισμούς του ΓΚΚ για τη δράση «τροτσκιστών» (στην καλύτερη παράδοση της προβοκατορολογίας που διακρίνει και τους σημερινούς σταλινικούς) όσο και εκείνους της κυβέρνησης, η οποία διακήρυσσε ότι η απεργία ήταν υποκινούμενη από το ΓΚΚ ενάντια στη Συμφωνία του Μονάχου (Σεπτέμβριος 1938) που είχε προσυπογράψει η γαλλική κυβέρνηση. Ο μη υποκινούμενος και αυθεντικός χαρακτήρας της απεργίας επιβεβαιώνεται και από τις αναφορές της αστυνομίας του Παρισιού, η οποία υποδείκνυε τους μη πολιτικοποιημένους εργάτες ως την κύρια δύναμη πίσω από την απεργία.

Όπως είδαμε, η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου θέσπισε το πενθήμερο στο πλαίσιο μιας σειράς μέτρων που στόχευαν στη μείωση της ανεργίας και την τόνωση της ζήτησης μέσω μισθολογικών αυξήσεων, καθώς και στην ταυτόχρονη αύξηση της παραγωγικότητας. Από την άλλη, την εργατική τάξη ενδιέφερε περισσότερο η εξασφάλιση ενός λιγότερο ή περισσότερο σταθερού εισοδήματος και η επιθυμία να «αποδράσει» από την εργασιακή πειθαρχία που επέβαλαν οι εργοδότες και η οργάνωση της παραγωγής. Εάν για την ηγεσία του Λαϊκού Μετώπου η καθιέρωση του 40ωρου είχε μία καθαρά οικονομική λογική, για τους εργάτες αποτελούσε την ευκαιρία να επανοικειοποιηθούν ένα κομμάτι της ζωής που τους έκλεβε το κεφάλαιο.

 

Συνοπτικό συμπέρασμα

Το συμπέρασμα αναφορικά με τους αγώνες γύρω από την εργάσιμη μέρα είναι ότι οι προσπάθειες του κεφαλαίου να την επεκτείνει, αλλά και να ορίσει την επιτρεπτή ηλικία των εργατών που θα εκμεταλλεύεται, συνάντησε ήδη από τον 19ο αι. την αντίσταση τόσο των εργατών όσο και των εποπτών που είχαν οριστεί από το κράτος. Με το πέρασμα των χρόνων, βέβαια, το κεφάλαιο ανακάλυψε (ή αναγκάστηκε να αποδεχθεί) ότι το ζήτημα της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας (δηλ. της αξιοποίησης) δεν αφορά μόνο την επιμήκυνση της εργάσιμης μέρας αλλά και την τεχνολογική πρόοδο που επιτρέπει την παραγωγή περισσότερης αξίας στον ίδιο χρόνο εργασίας. Αν τα παράπονα των καπιταλιστών του 19ου αι. σε σχέση με τον «παραλογισμό» της μείωσης της εργάσιμης μέρας και τους περιορισμούς όσον αφορά την ηλικία και το φύλο των εργατών, ήταν βάσιμα θα έπρεπε σήμερα, που σχεδόν καμία από τις συνθήκες και τις νόρμες εργασίας εκείνης της εποχής δεν υπάρχει στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, τα ποσοστά κέρδους να είναι μηδαμινά. Κι όμως, ο καπιταλισμός, υποχωρώντας στις απαιτήσεις των εργατών, κατάφερε να επιτύχει τεράστια ποσοστά αύξησης του κέρδους και της παραγωγής αξίας σε πείσμα κάθε πιθανού περιορισμού τόσο στην εργάσιμη μέρα όσο και την ηλικία των εργατών. Και συνολικότερα, σε πείσμα κάθε αλλαγής στις συνθήκες εργασίας.

Ό,τι αλλαγές και να έγιναν στο πέρασμα του χρόνου, αυτό που συνεχίζει να είναι, σε όλον τον κόσμο, η ίδια μέρα, δεν είναι παρά ο οικονομικός χρόνος που έχει οριστεί ως γενικό ισοδύναμο (ως χρήμα). Ο χρόνος που ορίζει το κεφάλαιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ανάγκη να μετρηθεί, να ποσοτικοποιηθεί ο μέσος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας. Η απομύζηση υπερεργασίας για την παραγωγή υπεραξίας, σημαίνει ταυτόχρονα και την ένταξη του έξτρα χρόνου (μετά τον ορισμό της εργάσιμης μέρας) στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου λόγω της συνολικής και περιεκτικής καπιταλιστικής οργάνωσης του χρόνου. Ενώ λοιπόν εμφανίζεται ως ανθρώπινος και καθολικός χρόνος, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μια αντανάκλαση των συγκεκριμένων αστικών συμφερόντων που τον κατασκεύασαν. Συνεπώς ο χρόνος που ορίζεται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δεν είναι παρά μονάχα μια συγκεκριμένη, ιστορικά προσδιορισμένη μορφή χρόνου, προορισμένη να ξεπεραστεί μαζί με τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

 

[1] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος I, σελ. 277 (η έμφαση δική μας).
[2] Ό.π., σελ. 277.
[3] Ό.π., σελ. 278.
[4] Ό.π., σελ. 278-279.
[5] Ό.π., σελ. 282-283 (η έμφαση δική μας).
[6] Ό.π., σελ. 279.
[7] Ό.π., σελ. 281.
[8] Ό.π., σελ. 280.
[9] Ό.π., σελ. 280-281.
[10] Ό.π., σελ. 283.
[11] Ό.π., σελ. 283 (η έμφαση δική μας).
[12] Ό.π., σελ. 291.
[13] Ό.π., σελ. 284.
[14] Ό.π., σελ. 286-287.
[15] Ό.π., σελ. 288.
[16] Ό.π., σελ. 289.
[17] Ε. Π. Τόμσον, Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός πολιτισμός, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 28, 31.
[18] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, ό.π., σελ. 305.
[19] Ό.π., σελ. 295-6· και Ε. Π. Τόμσον, Χρόνος, ό.π., σελ. 42-5.
[20] Ό.π., σελ. 289-90.
[21] Ό.π., σελ. 290.
[22] Ό.π., σελ. 294.
[23] Ό.π., σελ. 295.
[24] Ό.π., σελ. 294, κ.ε. Βλ. επίσης, στο ίδιο, σελ. 700.
[25] Ό.π., σελ. 297.
[26] Ό.π., σελ. 296.
[27] Οι παραβιάσεις αφορούσαν κυρίως την αυθαίρετη ερμηνεία του νόμου για το Relaissystem: «[Μετά το νόμο του 1833 που μείωσε την εργάσιμη μέρα για τα παιδιά] οι νομοθέτες δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να θίξουν την ελευθερία του κεφαλαίου στην απομύζηση της εργασιακής δύναμης ή, όπως το έλεγαν, «την ελευθερία της εργασίας», ώστε μηχανεύτηκαν ένα ειδικό σύστημα για να αποτρέψουν μια τέτοια φριχτή συνέπεια του νόμου για τα εργοστάσια,… το σχέδιο να απασχολούνται διπλές βάρδιες παιδιών. Το «σχέδιο» αυτό εφαρμόστηκε λοιπόν υπό το όνομα Relaissystem (System of Relays· Relay λένε στα αγγλικά και στα γαλλικά την αλλαγή των ταχυδρομικών αλόγων στους διάφορους σταθμούς) ώστε λ.χ. από τις πεντέμισι το πρωί μέχρι τη μιάμιση το μεσημέρι να ζεύουνε στη δουλειά μια βάρδια παιδιών από 9 ως 13 ετών, από τις μιάμιση το μεσημέρι μέχρι τις οκτώμισι το βράδυ μια δεύτερη βάρδια παιδιών κλπ… Επειδή ο νόμος του 1833 άφηνε ελεύθερους τους κυρίους του κεφαλαίου, μέσα στα πλαίσια του δεκαπεντάωρου διαστήματος από τις πεντέμισι το πρωί μέχρι τις οτώμισι το βράδυ, να αρχίζουν, να διακόπτουν και να σταματούν όποια στιγμή θέλουν τη δωδεκάωρη ή οκτάωρη δουλειά του κάθε «νέου» και του κάθε «παιδιού», και επίσης να ορίζουν για διαφορετικά άτομα διαφορετικές ώρες φαγητού, οι κύριοι εφεύραν σύντομα ένα νέο Relaissystem, σύμφωνα με το οποίο τα άλογα-εργάτες δεν τ’ άλλαζαν σε συγκεκριμένους σταθμούς αλλά τα ξαναζεύανε εκ νέου σε εναλλασσόμενους σταθμούς… [Μετά την αλλαγή του νόμου για την εργάσιμη μέρα το 1848] πότε τα ίδια παιδιά και οι ίδιοι νέοι στέλνονταν από το κλωστήριο στο υφαντουργείο κλπ., πότε μεταφέρονταν (shifted), στη διάρκεια των 15 ωρών, από το ένα εργοστάσιο στο άλλο… Πλήρωναν μισθό δέκα ωρών και είχαν την εργασιακή δύναμη στη διάθεσή τους δώδεκα και δεκαπέντε ώρες!… [Α]υτή ήταν η εκδοχή των εργοστασιαρχών για το νόμο του δεκάωρου!… Σκοτώναν τα παιδιά για τα λεπτά τους δάκτυλα, όπως στη νότια Ρωσία σφάζουν τα μεγάλα κερασφόρα ζώα για να παίρνουν το τομάρι και το λίπος τους». Ό.π., σελ. 292-294, 303, 305, 307.
[28] Ό.π., σελ. 302.
[29] Ό.π., σελ. 305.
[30] Πωλ Λαφάργκ, Τα Δικαιώματα του Αλόγου και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (1900), Πανοπτικόν #15, 2011.
[31] https://en.wikipedia.org/wiki/Working_Time_Directive_2003#Working_week
[32] https://www.theguardian.com/news/datablog/2011/dec/08/europe-working-hours. Μια άλλη στατιστική προσέγγιση δίνει πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα: «Με βάση τη συνολική ποσότητα των ωρών εργασίας του ενεργού πληθυσμού, ο χρόνος εργασίας, σε μια χώρα όπως η Γαλλία, δεν κάλυπτε το 1994 παρά το 14% του μέσου συνολικού χρόνου ζωής ενός ατόμου, όταν το 1850 κάλυπτε το 70%, το 1900 το 42% και το 1980 το 18%». Αλεξάνδρα Κορωναίου, Κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου, Αθήνα, 1996, σελ. 39. Η εντυπωσιακή αυτή μείωση του εργάσιμου χρόνου οφείλεται βέβαια στην αργοπορημένη, σε σχέση με παλιά, είσοδο των ατόμων στην αγορά εργασίας, στην αύξηση του μέσου συνταξιοδοτημένου χρόνου ζωής (στην πραγματικότητα, συντάξεις δεν υπήρχαν τον 19ο αι.), στην επέκταση των ελαστικών ωραρίων, τη μερική απασχόληση, την άνοδο της ανεργίας –αυτά τα τελευταία σε σχέση με τη «χρυσή εποχή» του φορντισμού– αλλά και στην τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ας σημειώσουμε όμως ότι ενώ η μεταπολεμική σταδιακή μείωση της εργάσιμης εβδομάδας στις 40 ώρες δεν συνοδευόταν από μείωση μισθών, γιατί αφορούσε το σύνολο της εργατικής τάξης, δεν συμβαίνει το ίδιο σήμερα με πολλές κατηγορίες των εργαζομένων που εργάζονται σε ειδικά καθεστώτα ακόμη μικρότερης εργάσιμης βδομάδας.
[33] http://www.bloomberg.com/news/articles/2014-06-29/is-work-killing-you-in-china-workers-die-at-their-desks
[34] https://en.wikipedia.org/wiki/Working_time
[35] http://www.ilo.org/safework/info/publications/WCMS_211571/lang–en/index.htm
[36] David Harvey, A Companion to Marx’s Capital, Λονδίνο, 2010, σελ. 143.
[37] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, ό.π., σελ. 315.
[38] Το κείμενο που ακολουθεί είναι σύνοψη του άρθρου του Michael Seidman, The Birth of the Weekend and the Revolts against Work: The Workers of the Paris Region during the Popular Front (1936-38), French Historical Studies, 12:2, 1981.

You may also like...

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *