6ο μάθημα: Ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας που παρασταίνεται στα εμπορεύματα

mathima6

6ο ΜΑΘΗΜΑ

Ο ΔΙΠΛΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΣΤΑΙΝΕΤΑΙ ΣΤΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ

Καθώς η διαλεκτική μέθοδος ξεκινάει από το εμπόρευμα για να καταλήξει μέχρι τώρα στην αξία, της οποίας κοινωνική υφιστάμενη ουσία είναι, όπως είδαμε, η αφηρημένη εργασία, ανακύπτει ένας νέος δυϊσμός, ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας που παράγει εμπορεύματα. Αυτό οφείλεται στο ότι η εργασία που εκφράζεται στην αξία δεν έχει πια τα ίδια χαρακτηριστικά που έχει σαν παραγωγός αξιών χρήσης. Για να γίνει αυτό κατανοητό η παρουσίαση ξεκινάει πάλι από την αξία χρήσης.

Για την παραγωγή μιας συγκεκριμένης αξίας χρήσης, όπως π.χ. ενός σακακιού, απαιτείται παραγωγική δραστηριότητα καθορισμένου είδους όσον αφορά το σκοπό της, τον τρόπο που ενεργεί, το αντικείμενό της, τα μέσα και το αποτέλεσμά της. Αυτή η καθορισμένη παραγωγική δραστηριότητα της οποίας το προϊόν είναι αξία χρήσης, δηλαδή κάτι το ωφέλιμο, ονομάζεται ωφέλιμη ή συγκεκριμένη εργασία και εξετάζεται πάντοτε σε σχέση με το ωφέλιμο αποτέλεσμά της.

Για να μπορεί ένα εμπόρευμα όπως το σακάκι να ανταλλαγεί με ένα άλλο εμπόρευμα όπως π.χ. 2 μέτρα ύφασμα, θα πρέπει αυτά τα δύο να είναι ποιοτικά διαφορετικές αξίες χρήσης και επομένως προϊόντα διαφορετικών ωφέλιμων εργασιών. Έτσι, η ποικιλία των διαφορετικών εμπορευμάτων ως προς την αξία χρήσης τους, αντιστοιχεί σε μια ποικιλία διαφορετικών ωφέλιμων εργασιών ή με άλλα λόγια σε έναν κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας είναι απαραίτητος όρος για την ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής. Δεν ισχύει όμως και το αντίστροφο. Υπήρχαν κοινωνίες, όπως η αρχαία ινδική κοινότητα, στις οποίες υπήρχε κοινωνικός καταμερισμός εργασίας χωρίς τα προϊόντα να γίνονται εμπορεύματα. Ή μέσα σε ένα εργοστάσιο υπάρχει συστηματικός καταμερισμός της εργασίας αλλά οι εργάτες δεν ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα προϊόντα που παράγουν. Μόνο τα προϊόντα αυτοτελών, ανεξάρτητων και διαφορετικών ωφέλιμων εργασιών μπορούν να ανταλλάσσονται ως εμπορεύματα. Σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί η γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή η ποιοτική διαφορά των ωφέλιμων εργασιών εξελίσσεται σ’ ένα πολυδιαρθρωμένο σύστημα κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας.

Τα προϊόντα της ωφέλιμης εργασίας, δηλαδή οι αξίες χρήσης, παρόλο που είναι αντικείμενα κοινωνικής ανάγκης, και άρα συνδέονται με την κοινωνία, δεν εκφράζουν μια συγκεκριμένη κοινωνική παραγωγική σχέση (καπιταλιστική, φεουδαρχική κ.λπ.). Το ρούχο ως αξία χρήσης φτιαχνόταν από τον άνθρωπο χιλιάδες χρόνια πριν γίνει κάποιος ράφτης, δηλαδή πριν αναπτυχθεί κάποιος κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας. Από τη γεύση ενός φρούτου δεν μπορούμε να καταλάβουμε αν το καλλιέργησε δούλος ή μισθωτός εργάτης. Γιατί τα λέει αυτά ο Μαρξ; Για να δείξει ότι η ωφέλιμη εργασία είναι κάτι που υπάρχει ανεξάρτητα από την εκάστοτε κοινωνική παραγωγική σχέση. Η ωφέλιμη εργασία είναι όρος ύπαρξης του ανθρώπου, όρος ανεξάρτητος από κάθε κοινωνική μορφή. Η ωφέλιμη εργασία είναι αιώνια φυσική ανάγκη. Χωρίς την ωφέλιμη εργασία δεν είναι δυνατός ο μεταβολισμός ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, δεν είναι δηλαδή δυνατή η ανθρώπινη ζωή.

Οι αξίες χρήσης που μας ενδιαφέρουν εδώ είναι συνδυασμός δύο στοιχείων: φυσικής ύλης και εργασίας. Αν αφαιρεθεί το συνολικό άθροισμα όλων των ωφέλιμων εργασιών που υπάρχει μέσα σε μια αξία χρήσης πάντοτε μένει ένα υλικό υπόστρωμα που υπάρχει από τη φύση. «Στην παραγωγή του ο άνθρωπος μπορεί να ενεργεί μόνο όπως κι η ίδια η φύση, δηλαδή ν’ αλλάζει μονάχα τη μορφή της ύλης. Κάτι παραπάνω. Σ’ αυτή την ίδια την εργασία της μορφοποίησης ο άνθρωπος υποστηρίζεται διαρκώς από δυνάμεις της φύσης».[1] Επομένως, πηγή του υλικού πλούτου, των αξιών χρήσης, δεν είναι μόνο η εργασία αλλά και η φύση.

Από την άλλη μεριά, σαν αξίες τα εμπορεύματα είναι ποιοτικώς ίσα· άρα δεν μπορεί παρά να είναι παράγωγα της ίδιας ουσίας, δηλαδή αντικειμενικές εκφράσεις ομοειδούς εργασίας. Αυτό εκφράζεται από τη σχέση ισότητας που έχει π.χ. η αξία ενός cd player με την αξία μίας πολυθρόνας. Ωστόσο, η κατασκευή cd player και η κατασκευή πολυθρονών είναι ποιοτικά διαφορετικές εργασίες. Το μόνο κοινό στοιχείο που έχουν αυτές οι εργασίες αν παραβλεφθεί ο καθορισμένος και ωφέλιμος χαρακτήρας τους είναι ότι αποτελούν ξόδεμα εργασιακής δύναμης, δηλαδή ξόδεμα ανθρώπινου μυαλού, μυώνων, νευρών, χεριών κ.λπ. Υπό αυτή την έννοια η αξία ενός εμπορεύματος εκφράζει απλώς ανθρώπινη εργασία, ξόδεμα ανθρώπινης εργασίας γενικά. Όπως στις αξίες των εμπορευμάτων γίνεται αφαίρεση από τις αξίες χρήσης τους, έτσι ακριβώς και στην εργασία που παρασταίνεται σ’ αυτές τις αξίες γίνεται αφαίρεση από τις ωφέλιμες εργασίες που εκφράζονται στις αξίες χρήσης. Οι εργασίες αυτές είναι η υφιστάμενη ουσία της αξίας των εμπορευμάτων μόνο εφόσον γίνεται αφαίρεση από την ιδιαίτερη ποιότητά τους και εφόσον κατέχουν την ίδια γενική ποιότητα, την ποιότητα της ανθρώπινης εργασίας.

Αυτό είναι που ονομάζει ο Μαρξ αφηρημένη εργασία. Προφανώς, αυτή η αφαίρεση αντιστοιχεί στην απλή μέση εργασία σαν ξόδεμα εργασιακής δύναμης που διαθέτει κατά μέσο όρο ένας συνηθισμένος άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη κατάρτιση, με το μέσο δηλαδή επίπεδο ειδίκευσης. Η απλή μέση εργασία μπορεί να αλλάζει ανάλογα με τη χώρα και την εποχή, είναι όμως καθορισμένη σε μια δεδομένη κοινωνία. Οι συνθετότερες, δηλαδή οι πιο ειδικευμένες εργασίες δεν ισοδυναμούν υπό αυτή την έννοια με τίποτε άλλο παρά με πολλαπλασιασμένη απλή μέση εργασία. «Ένα εμπόρευμα μπορεί να είναι το προϊόν της πιο σύνθετης εργασίας, η αξία του όμως το εξισώνει με το προϊόν της απλής εργασίας και γι’ αυτό εκφράζει μόνο ορισμένη ποσότητα απλής εργασίας».[2] Η σύγκριση δηλαδή προϋποθέτει την αναγωγή της συγκεκριμένης σε αφηρημένη εργασία.

Αν εξετάζαμε π.χ. την ειδικευμένη εργασία ενός εργάτη στην αυτοκινητοβιομηχανία και την ανειδίκευτη εργασία ενός εργάτη γης ως συγκεκριμένες εργασίες δεν θα ήταν δυνατή η ποσοτική σύγκρισή τους, καθώς θα μιλούσαμε για ποιοτικά διαφορετικές εργασίες και για ποιοτικά διαφορετικές αξίες χρήσης. Μόνο στο βαθμό, επομένως, που αυτές οι εργασίες ανάγονται σε αφηρημένη εργασία κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των προϊόντων τους, μόνο εκφραζόμενες στην ποσοτική σχέση ανταλλαγής των αξιών χρήσης, είναι δυνατή η ποσοτική τους σύγκριση. Άλλωστε η ειδίκευση της εργασίας απαιτεί τη δαπάνη επιπλέον χρόνου, του χρόνου εκπαίδευσης, που ενσωματώνεται στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος. Επομένως, αν και η εκπαίδευση συχνά παρουσιάζεται ως ένας τομέας που βρίσκεται έξω από την παραγωγή, στην πραγματικότητα εντάσσεται και αυτή στην καπιταλιστική παραγωγή αξιών.

Όπως λέει ο Μαρξ, οι διάφορες αναλογίες με τις οποίες τα διάφορα είδη εργασίας ανάγονται σε απλή εργασία καθορίζονται από μία κοινωνική διαδικασία που διεξάγεται πίσω από την πλάτη των παραγωγών (δηλαδή την ανταλλαγή), και γι’ αυτό τους φαίνεται ότι έχουν καθιερωθεί από τη συνήθεια. Για λόγους ευκολίας, από δω και στο εξής όταν αναφερόμαστε σε εργασιακή δύναμη θα εννοούμε απλή εργασιακή δύναμη.[3]

Όσον αφορά την αξία χρήσης σημασία έχει μόνο η ποιότητα της εργασίας (πώς και τι) που περιέχεται στο εμπόρευμα. Όσον αφορά όμως το μέγεθος της αξίας, σημασία έχει μόνο η ποσότητα της εργασίας (πόσο), δηλαδή η χρονική της διάρκεια, υπό την έννοια φυσικά του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας.

Όταν αυξάνει η παραγωγική δύναμη (παραγωγικότητα, Produktivkraft) της εργασίας, μειώνεται ο χρόνος που είναι απαραίτητος για την παραγωγή ενός εμπορεύματος και επομένως μειώνεται και η αξία του. Αντιθέτως, όσον αφορά τον καθαυτό υλικό πλούτο, που εκφράζεται ως αξία χρήσης, όταν αυξάνεται η παραγωγική δύναμη της εργασίας, στον ίδιο χρόνο παράγονται περισσότερες αξίες χρήσης και επομένως περισσότερος υλικός πλούτος, παρότι η αξία του παραμένει σταθερή. Εμφανίζεται δηλαδή το εξής παράδοξο: μπορεί σε μια αυξανόμενη μάζα του υλικού πλούτου να αντιστοιχεί μια ταυτόχρονη πτώση του μεγέθους της αξίας του. Αυτή η αντιθετική κίνηση πηγάζει από το διπλό χαρακτήρα της εργασίας που παράγει εμπορεύματα.

Η παραγωγική δύναμη είναι πάντοτε παραγωγική δύναμη ωφέλιμης, συγκεκριμένης εργασίας και καθορίζει το βαθμό της αποτελεσματικότητας της σκόπιμης και συγκεκριμένης εργασίας σ’ ένα δεδομένο χρονικό διάστημα. Επομένως, η ωφέλιμη εργασία θα γίνει πλουσιότερη ή φτωχότερη πηγή προϊόντων ανάλογα με την αύξηση ή τη μείωση της παραγωγικής της δύναμης. Αντιθέτως, η αλλαγή στην παραγωγική δύναμη δεν αφορά την αφηρημένη εργασία που παρασταίνεται στην αξία. Εφόσον η παραγωγική δύναμη ανήκει στη συγκεκριμένη ωφέλιμη εργασία, δεν μπορεί φυσικά να θίγει εκείνη την πλευρά της εργασίας που προκύπτει μόλις κάνουμε αφαίρεση από τη συγκεκριμένη ωφέλιμη μορφή της. Ανεξάρτητα από τις αλλαγές στην παραγωγική δύναμη, η ίδια εργασία δίνει πάντα στα ίδια χρονικά διαστήματα το ίδιο μέγεθος αξίας (μέγεθος της αξίας ενός εμπορεύματος είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος αφηρημένης εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή του, π.χ. 1 ώρα κοινωνικά αναγκαίος χρόνος αφηρημένης εργασίας παραμένει πάντα αξία = 1 ώρα, όσα εμπορεύματα και αν έχουν παραχθεί σε αυτή τη 1 ώρα). Όταν όμως αυξάνει η αποδοτικότητα της εργασίας και συντομεύει το σύνολο του εργάσιμου χρόνου που είναι αναγκαίος για την παραγωγή των αξιών χρήσης, αυτές αυξάνονται και το αξιακό τους μέγεθος μειώνεται. Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα.

Εννοείται λοιπόν ότι είναι άλλη η έννοια του πλούτου και της φτώχειας, άλλα τα κοινωνικά αποτελέσματα της αύξησης ή της μείωσης της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, σε μια κοινωνία αυτοσυντηρούμενων ή ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών και άλλα στην καπιταλιστική κοινωνία όπου η δαπανηθείσα εργασία πρέπει πρώτα να επικυρωθεί κοινωνικά στην ανταλλαγή ως ένα συγκεκριμένο ποσό αφηρημένης εργασίας που συγκροτεί τη μορφή αξία. Λέει επ’ αυτού ο Ρούμπιν:

Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας αλλάζει την ποσότητα της αφηρημένης εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή. Προκαλεί μια αλλαγή στην αξία του προϊόντος της εργασίας. Μια αλλαγή στην αξία των προϊόντων, με τη σειρά της, επιδρά στην κατανομή της κοινωνικής εργασίας μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής. Παραγωγικότητα της εργασίας – αφηρημένη εργασία αξίακατανομή της κοινωνικής εργασίας: αυτό είναι το σχήμα μιας εμπορευματικής οικονομίας στην οποία η αξία παίζει το ρόλο του ρυθμιστή, εγκαθιδρύοντας την ισορροπία στην κατανομή της κοινωνικής εργασίας μεταξύ των διαφόρων κλάδων της εθνικής οικονομίας (η οποία συνοδεύεται σταθερά από αποκλίσεις και αναταράξεις). Ο νόμος της αξίας είναι ο νόμος της ισορροπίας της εμπορευματικής οικονομίας.[4]

Στην τελευταία παράγραφο της ενότητας, ο Μαρξ μας υπενθυμίζει ότι στον καπιταλισμό κάθε εργασία είναι ταυτόχρονα συγκεκριμένη ωφέλιμη εργασία, παραγωγός αξιών χρήσης και αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, ξόδεμα ανθρώπινης εργασιακής δύναμης γενικά. Με αυτή την τελευταία ιδιότητα συγκροτεί η εργασία την αξία του εμπορεύματος. Το πρόβλημα είναι ότι ο Μαρξ πρόσθεσε στη δεύτερη γερμανική έκδοση του Κεφαλαίου, στη συγκεκριμένη παράγραφο, μια φυσικιστική χροιά στο επιχείρημά του (η οποία διατηρήθηκε και στις επόμενες γερμανικές εκδόσεις):

Κάθε εργασία είναι αφενός ξόδεμα ανθρώπινης εργασιακής δύναμης με τη φυσιολογική έννοια, και με αυτή την ιδιότητα της όμοιας ανθρώπινης εργασίας ή αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας δημιουργεί την εμπορευματική αξία. Αφετέρου κάθε εργασία είναι ξόδεμα ανθρώπινης εργασιακής δύναμης σε ιδιαίτερη, καθορισμένα σκόπιμη μορφή, και με αυτή την ιδιότητα της συγκεκριμένης, ωφέλιμης εργασίας παράγει αξίες χρήσης.[5]

Πρώτος ο Ρούμπιν, τόσο στο προαναφερθέν βιβλίο του όσο και μια σειρά άρθρων του, ξεκαθάρισε τη σύγχυση που δημιούργησε αυτή η ατυχής τροποποίηση του Μαρξ στον ορισμό της αφηρημένης εργασίας:

Η έννοια της εργασίας πρέπει να οριστεί με τέτοιον τρόπο έτσι ώστε να περιλαμβάνει όλα τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας, χαρακτηριστικά που γεννούν τη μορφή της αξίας, που είναι κατάλληλη για τα προϊόντα της εργασίας. Μια έννοια της εργασίας από την οποία δεν έπεται η έννοια της αξίας, και ειδικότερα μια έννοια της εργασίας με φυσικιστική χροιά, δηλαδή μια έννοια της εργασίας από την οποία λείπουν όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την κοινωνική της οργάνωση στην εμπορευματική παραγωγή, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα, το οποίο αναζητούμε από τη μαρξική σκοπιά της διαλεκτικής μεθόδου… [Κ]ανείς δεν μπορεί να εξαγάγει από την έννοια της εργασίας με τη φυσικιστική χροιά κάποια αντίληψη της αξίας ως την αναγκαία κοινωνική μορφή του προϊόντος της εργασίας [στη γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή].[6]

Ο Μαρξ τονίζει επανειλλημένως ότι στο εμπόρευμα δεν είναι «εμπηγμένα» δύο διαφορετικά είδη εργασίας, ότι η αφηρημένη και η συγκεκριμένη πλευρά της ίδιας εργασίας είναι ενοποιημένες, αν και με αντιθετικό τρόπο, μέσα στην ενιαία παραγωγική δραστηριότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενοποίηση της αξίας χωρίς τη συγκεκριμένη εργασία που παράγει αξίες χρήσης, και επιπλέον δεν μπορεί να προσδιοριστεί το μέγεθος της αξίας χωρίς τα εμπορεύματα να ανταλλαχθούν στην αγορά, χωρίς δηλαδή να είναι αξίες χρήσης.

 

Ορισμένες διευκρινήσεις για την αφηρημένη εργασία

  • Όπως είπαμε πολλές φορές μέχρι τώρα, η έννοια της αφηρημένης εργασίας προκύπτει ως αναλυτική αφαίρεση από όλες τις καθορισμένες ιδιότητες και τον ωφέλιμο χαρακτήρα των συγκεκριμένων εργασιών που παράγουν προϊόντα. Το μόνο κοινό στοιχείο που μένει είναι ότι όλες οι εργασίες αποτελούν ξόδεμα εργασιακής δύναμης γενικά, δηλαδή ξόδεμα ανθρώπινου μυαλού, μυώνων, νεύρων, χεριών, κλπ.
  • Υπάρχει όμως ο κίνδυνος αυτή η έννοια, ως αναλυτική αφαίρεση, μετά μάλιστα και την προαναφερόμενη αλλαγή που έκανε ο Μαρξ στη δεύτερη γερμανική έκδοση, να εκληφθεί ως ανιστορική, μη-περιορισμένη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, καθώς η αφαιρετική διεργασία μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε είδος ωφέλιμης εργασίας σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο. Π.χ. αν γίνει αφαίρεση από τις συγκεκριμένες ιδιότητες της εργασίας του δούλου στην Αρχαία Ελλάδα, αυτό που μένει είναι το ξόδεμα της εργασιακής του δύναμης, το ξόδεμα του μυαλού του και του σώματός του.
  • Η φυσικιστική έννοια της αφηρημένης εργασίας έχει δώσει πάτημα σε διάφορες κριτικές που υποστηρίζουν ότι ο Μαρξ δεν καταφέρνει ουσιαστικά να ξεπεράσει το ανιστορικό, ανεξάρτητο από κάθε κοινωνική μορφή πλαίσιο της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Για να δούμε, είναι όμως τα πράγματα έτσι;
  • Καταρχάς πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Μαρξ αναγνωρίζει στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου (σελ. 93) ότι η κλασική πολιτική οικονομία είχε πράγματι αναλύσει, έστω και ατελώς, την αξία και το μέγεθός της και είχε βρει τι υπάρχει πίσω από αυτές τις μορφές. Επισημαίνει ωστόσο ότι η κλασική πολιτική οικονομία δεν έθεσε ποτέ το ερώτημα γιατί η εργασία παρασταίνεται στην αξία και η ποσότητά της στο μέγεθος της αξίας. Από αυτή την άποψη μια φυσικοποιητική έννοια της εργασίας όπως η παραπάνω, δηλαδή μια έννοια της εργασίας από την οποία λείπουν όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την κοινωνική της οργάνωση στη γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή, δεν μπορεί να δείξει πως οι παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων βρίσκουν την έκφρασή τους στην αξία. Παρότι μπορεί να σταθεί δηλαδή από τη σκοπιά της αναλυτικής μεθόδου δεν μπορεί να σταθεί από τη σκοπιά της συνθετικής μεθόδου, δηλαδή της ανόδου από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, που αποτελεί βασική πλευρά της διαλεκτικής μεθόδου του Μαρξ.
  • Αν ανατρέξουμε στην Εισαγωγή των Grundrisse, o Μαρξ λέει τα εξής: «Αυτή η αφαίρεση, η εργασία γενικά, δεν είναι απλώς το πνευματικό αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης ολότητας εργασιών… Στην πιο σύγχρονη μορφή της αστικής κοινωνίας γίνεται για πρώτη φορά αληθινή στην πράξη η αφετηρία της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας, δηλαδή η αφαίρεση της κατηγορίας «εργασία», «εργασία γενικά»… Η απλούστατη λοιπόν αφαίρεση, που η σύγχρονη πολιτική οικονομία τοποθετεί στην πρώτη γραμμή, και που εκφράζει μια σχέση πανάρχαια και έγκυρη για όλες τις κοινωνικές μορφές, γίνεται πρακτικά αληθινή ως αφαίρεση μονάχα σαν κατηγορία της πιο σύγχρονης κοινωνίας».[7]
  • Σε γενικές γραμμές είναι αλήθεια ότι μπορούμε να εξετάσουμε διανοητικά την εργασία οποιασδήποτε κοινωνίας κάνοντας αφαίρεση από τις συγκεκριμένες ιδιότητές της. Ωστόσο, η έννοια της αφηρημένης εργασίας ως κοινωνικής υφιστάμενης ουσίας της αξιακής αντικειμενικότητας για την οποία μιλάει ο Μαρξ αναφέρεται στην εργασία που αντιμετωπίζεται στην πράξη ως αφηρημένη από μια συγκεκριμένη κοινωνία.
  • Στην εμπορευματική παραγωγή η εργασία δεν είναι άμεσα κοινωνική. Η εργασία ενός παραγωγού εμπορευμάτων δεν ρυθμίζεται άμεσα από την κοινωνία στη συγκεκριμένη μορφή της. Ο κάθε παραγωγός παράγει ανεξάρτητα τα προϊόντα του, τα οποία φέρνει στη συνέχεια στην αγορά. H εργασία κάθε παραγωγού εμπορευμάτων γίνεται κοινωνική μόνο χάρη στο γεγονός ότι το προϊόν του εξομοιώνεται με τα προϊόντα των άλλων παραγωγών εμπορευμάτων όταν ανταλλάσσεται στην αγορά και η εργασία του εξομοιώνεται έτσι με την εργασία όλων των άλλων μελών της κοινωνίας και με όλα τα άλλα είδη εργασίας. Με άλλα λόγια, η εργασία γίνεται κοινωνική μόνο όταν παίρνει το χαρακτηριστικό της ομοιογενοποιημένης εργασίας. Δεν υπάρχει κανένα εκ των προτέρων οργανωμένο σχέδιο για την κοινωνικοποίηση του καταμερισμού της εργασίας και η μόνη ένδειξη ότι η εργασία ενός συγκεκριμένου παραγωγού περιλαμβάνεται μέσα στο κοινωνικό σύστημα παραγωγής είναι η ανταλλαγή του προϊόντος της συγκεκριμένης εργασίας του με κάθε άλλο προϊόν. Η εργασία γίνεται κοινωνική μόνο «παίρνοντας τη μορφή του άμεσα αντιθέτου της, της αφηρημένης γενικής εργασίας», δηλαδή τη μορφή της εξίσωσης με όλα τα άλλα είδη εργασίας.
  • Επομένως, αφηρημένη εργασία είναι ο προσδιορισμός που αφορά τη συνολική κοινωνική εργασία που ομοιογενοποιήθηκε μέσω της εξίσωσης των προϊόντων της στην αγορά.
  • Στην κοινωνία της γενικευμένης εμπορευματικής ανταλλαγής, δηλαδή την καπιταλιστική κοινωνία, η αγορά καθιστά πρακτικά αληθινή και ισχύουσα την έννοια της «αφηρημένης εργασίας» καθώς υποβάλλει τα προϊόντα της εργασίας στην ισοπεδωτική αδιαφορία της ως προς τον ωφέλιμο χαρακτήρα τους. Με άλλα λόγια, η κοινωνική πρακτική της ανταλλαγής μέσα στις κοινωνίες όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μας κάνει να δρούμε σα να περιεχόταν πραγματικά μέσα στα προϊόντα αφηρημένη εργασία, και υπό αυτό το πρίσμα η αφηρημένη εργασία γίνεται κάτι που υπάρχει πραγματικά, κάτι που είναι πρακτικά αληθινό. Αυτό είναι λοιπόν το νόημα της διατύπωσης πως η αφηρημένη εργασία είναι η «φαντασματική αντικειμενικότητα» των προϊόντων της εργασίας.
  • Τότε τίθεται ένα ακόμη ερώτημα: τι είναι αυτό που κάνει μια κοινωνία τόσο αδιάφορη απέναντι στις ιδιαιτερότητες των ανθρώπινων αναγκών και τα είδη της εργασίας που απαιτούνται για την κάλυψή τους; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι προφανώς ότι αυτό συμβαίνει μόνο στην καπιταλιστική κοινωνία όπου μοναδικός στόχος της παραγωγής είναι το χρηματικό κέρδος. Η έννοια της αφηρημένης εργασίας οδηγεί λοιπόν άνευ όρων στην έννοια του χρήματος, καθώς η εξίσωση όλων των προϊόντων της εργασίας δεν είναι δυνατή παρά μόνο μέσω της εξομοίωσης καθενός από αυτά με ένα γενικό ισοδύναμο, δηλαδή με το χρήμα.
  • Μέχρι τώρα είδαμε πως ο αφηρημένος χαρακτήρας της εργασίας αποκτά πρακτική ισχύ μέσα στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Ωστόσο, αυτή η οπτική δεν είναι πλήρης καθώς, εφόσον μιλάμε για την καπιταλιστική κοινωνία, τα εμπορεύματα είναι προϊόντα της καπιταλιστικής παραγωγής και επομένως ο αφηρημένος χαρακτήρας της εργασίας που τα παράγει πρέπει να συγκροτείται μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία. Εδώ υπάρχει το εξής παράδοξο: από τη μία η αξία και η αφηρημένη εργασία πρέπει να υπάρχουν ήδη στην παραγωγική διαδικασία και από την άλλη η διαδικασία της ανταλλαγής είναι η προϋπόθεση για την αφηρημένη εργασία.
  • Αντίστοιχα με την ανταλλαγή που εξομοιώνει και εξισώνει όλα τα διαφορετικά εμπορεύματα, αδιάφορα από την αξία χρήσης τους, κάνοντας επομένως αφαίρεση από τις συγκεκριμένες εργασίες που εμπλέκονται στην παραγωγή τους, έτσι και στην παραγωγή το κεφάλαιο αντιμετωπίζει όλες τις εργασίες, πέραν των ιδιαίτερων καθορισμών τους, ως όμοιες καθώς έχει ως αποκλειστικό στόχο να πουλήσει τα εμπορεύματα που παράγουν.
  • Παρότι η ανταλλαγή φαίνεται να είναι μια διαφορετική φάση από την παραγωγή σε όλη τη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, βάζει εντούτοις τη σφραγίδα της στη φάση της άμεσης παραγωγής, δηλαδή στα άτομα, την εργασία τους και το προϊόν της εργασίας τους. Οι επιχειρήσεις, στις αποφάσεις που λαμβάνουν όσον αφορά την παραγωγή παίρνουν υπ’ όψη την κατάσταση της αγοράς και από την αρχή παράγουν αποκλειστικά και μόνο για να μετασχηματίσουν το προϊόν τους σε χρήμα και έτσι μετασχηματίζουν επίσης την ιδιωτική και συγκεκριμένη εργασία σε κοινωνική και αφηρημένη εργασία. Όπως λέει ο Μαρξ στα Οικονομικά Χειρόγραφα του 1861-63: «η αδιαφορία απέναντι στο συγκεκριμένο περιεχόμενο της εργασίας δεν είναι απλώς μία αφαίρεση που εμείς κάνουμε, την κάνει επίσης και το κεφάλαιο και ανήκει στην ίδια του την ουσία».[8]
  • Να πώς συνοψίζει ο Ρούμπιν όλη αυτή τη διαδικασία: «Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την αφηρημένη εργασία περίπου ως εξής: αφηρημένη εργασία είναι ο προσδιορισμός που αφορά αυτό το τμήμα της συνολικής κοινωνικής εργασίας που ομοιογενοποιήθηκε μέσα στη διαδικασία του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας μέσω της εξίσωσης των προϊόντων της εργασίας στην αγορά… [Α]λλά η εξίσωση όλων των προϊόντων της εργασίας δεν είναι δυνατή παρά μόνο μέσω της εξομοίωσης του καθενός από αυτά με ένα γενικό ισοδύναμο. Συνεπώς το προϊόν της αφηρημένης εργασίας έχει την ικανότητα να εξομοιώνεται με όλα τα άλλα προϊόντα μόνο στη μορφή που εμφανίζεται ως γενικό ισοδύναμο ή μπορεί δυνητικά να ανταλλαγεί με ένα γενικό ισοδύναμο… Αν κανείς θεωρήσει ότι η ανταλλαγή είναι η κοινωνική μορφή της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, η μορφή η οποία βάζει τη σφραγίδα της στην πορεία της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, τότε πολλά αποσπάσματα του Μαρξ γίνονται εντελώς ξεκάθαρα. Όταν ο Μαρξ επαναλαμβάνει συνεχώς ότι η αφηρημένη εργασία προκύπτει μόνο από την ανταλλαγή, εννοεί ότι είναι το αποτέλεσμα μιας δεδομένης κοινωνικής μορφής της παραγωγικής διαδικασίας. Η εργασία παίρνει τη μορφή της αφηρημένης εργασίας, και τα προϊόντα της εργασίας τη μορφή των αξιών, μόνο στο βαθμό η παραγωγική διαδικασία παίρνει την κοινωνική μορφή της εμπορευματικής παραγωγής, δηλαδή παραγωγή βασισμένη στην ανταλλαγή… Ακόμη και όταν ο παραγωγός εμπορευμάτων είναι στο εργαστήριό του και δεν έχει ακόμη εισέλθει σε μια σχέση ανταλλαγής με άλλα μέλη της κοινωνίας, αισθάνεται ήδη την πίεση όλων αυτών των ανθρώπων που εισέρχονται στην αγορά σαν πελάτες του, ανταγωνιστές του ή άτομα που αγοράζουν από τους ανταγωνιστές του, και τελικά [αισθάνεται] την πίεση από όλα τα μέλη της κοινωνίας… Με άλλα λόγια, από τη μια, αναγνωρίζουμε ότι από τη στιγμή που η ανταλλαγή γίνεται η κυρίαρχη μορφή της κοινωνικής εργασίας και οι άνθρωποι παράγουν ειδικά για την ανταλλαγή, δηλ. στη φάση της άμεσης παραγωγής, ο χαρακτήρας των προϊόντων της εργασίας μπορεί ήδη να θεωρηθεί ως αξιακός. Αλλά το χαρακτηριστικό των προϊόντων της εργασίας ως αξιών δεν είναι ακόμα αυτό το οποίο παίρνουν όταν ανταλλάσσονται στην πραγματικότητα με χρήμα, όταν, με τους όρους του Μαρξ, η «ιδεατή» αξία έχει μετασχηματισθεί σε «πραγματική» αξία και η κοινωνική μορφή του εμπορεύματος έχει αντικατασταθεί από την κοινωνική μορφή του χρήματος».[9]
  • Ωστόσο, δεν πρέπει κανείς να πέσει στο λάθος να ταυτίσει την αφηρημένη εργασία ως υφιστάμενη ουσία της αξίας με τον «αφηρημένο» χαρακτήρα που παίρνει η σύγχρονη εργασιακή διαδικασία ως προς τη φυσική της μορφή, π.χ. στην αλυσίδα παραγωγής. Όσο και εάν απλοποιηθεί υλικά η εργασιακή διαδικασία παραγωγής συγκεκριμένων αξιών χρήσης μέσω των σύγχρονων μεθόδων παραγωγής, όσο και εάν φτωχύνει ποιοτικά, η συγκεκριμένη ωφέλιμη εργασία συνεχίζει να έχει κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά. Η αντίθεση ανάμεσα στη συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία συνεχίζει να υπάρχει στο βαθμό που συνεχίζει να υπάρχει η αντίθεση αξίας χρήσης-ανταλλακτικής αξίας.
  • Η αφαίρεση από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ωφέλιμης εργασίας γίνεται μέσα στην παραγωγή σε ένα άλλο επίπεδο. Το κεφάλαιο οργανώνει την παραγωγική διαδικασία με έναν τέτοιο τρόπο που να εξασφαλίζει την κανονικοποίηση και τον συγχρονισμό της ώστε να μεγιστοποιήσει το χρηματικό του κέρδος, στη βάση της παραγωγής αξιών χρήσης που μπορεί να ικανοποιούν συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες (αν και αυτό το δεύτερο δεν είναι ο βασικός του στόχος). Καθώς το χρήμα είναι μορφή της αξίας, αποτελεί δηλαδή και αυτό αποκρυστάλλωση αφηρημένου χρόνου εργασίας, η ζωντανή εργασία που απασχολείται στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία μετράει και έχει σημασία μόνο ως ξόδεμα χρόνου εργασίας.
  • Το ζήτημα για το κεφάλαιο, από τη σκοπιά της αφαιρετικής διαδικασίας που κινητοποιεί, είναι πόσος χρόνος εργασίας δαπανάται και όχι τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ωφέλιμης εργασίας. Όπως λοιπόν στο εμπόρευμα, όταν ανταλλάσσεται στην αγορά, υλοποιείται νεκρή αφηρημένη εργασία μέσω της αφαίρεσης από την ετερογένεια και την ενεργό πραγματικότητα των συγκεκριμένων εργασιών που απασχολούνται στην παραγωγή του, έτσι και στην παραγωγή η ζωντανή εργασία αποκτά αφηρημένο χαρακτήρα, ως αφηρημένη κίνηση στο χρόνο, ως ξόδεμα αφηρημένου χρόνου εργασίας που αποφέρει χρήμα. Έτσι, το κεφάλαιο υποβιβάζει τα πάντα σε αφηρημένο χρόνο, διαιρέσιμο σε ίσες, σταθερές και ομοιογενείς μονάδες, αποσυνδεδεμένο από τις συγκεκριμένες ανθρώπινες περιστάσεις και σκοπούς. Όπως λέει ο Μαρξ σε ένα προγενέστερο έργο του: «[Τ]ο εκκρεμές του ρολογιού έγινε πια το σωστό μέτρο της σχέσης ανάμεσα στις δραστηριότητες δύο εργατών, όπως είναι και ο ρυθμιστής της ταχύτητας δύο ατμομηχανών. Δεν πρέπει λοιπόν να λέμε πως η [εργάσιμη] ώρα ενός ανθρώπου αξίζει όσο η ώρα ενός αλλουνού ανθρώπου, μα να λέμε πώς ένας άνθρωπος που δουλεύει μια ώρα αξίζει όσο και ένας άλλος άνθρωπος που δουλεύει μια ώρα. Ο χρόνος είναι το παν και ο άνθρωπος τίποτα· το πολύ-πολύ να είναι ο σκελετός του χρόνου. Δεν υπάρχει πια ζήτημα ποιότητας. Μονάχα η ποσότητα αποφασίζει για όλα: ώρα αντί ώρας, μέρα αντί μέρας».[10]
  • Σε κάθε περίπτωση, είτε μιλάμε για την κοινωνική μορφή που προσλαμβάνει η ζωντανή εργασία του εργάτη, είτε μιλάμε για την κοινωνική μορφή που προσλαμβάνει η νεκρή εργασία που είναι αντικειμενοποιημένη στο εμπόρευμα, η αφηρημένη εργασία είναι ένα και το αυτό, μια ιστορική μορφή κοινωνικού χρόνου – χρόνου που έχει γίνει αφηρημένος. Στην μια περίπτωση θεωρημένη ως απλή δραστηριότητα, στην άλλη ως το αποτέλεσμα της απόκρυψης της καταγωγής της από την ενεργό πραγματικότητα των βασάνων των εργατών.
  • Αντίστοιχα, οι εργάτες στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν την εργασία τους ως μια δραστηριότητα που τους αποφέρει μισθό, κάνοντας αφαίρεση από τα όποια συγκεκριμένα καθήκοντα διεκπεραιώνουν. Διαχωρισμένοι από τις αντικειμενικές συνθήκες της δραστηριότητάς τους, αποξενωμένοι από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της εργασίας τους, ψάχνουν να πουλήσουν τον χρόνο τους, ψάχνουν για «εργασία γενικά», η οποία θα τους αποφέρει μισθό σε χρήμα, δηλαδή αντικειμενοποιημένη αξία την οποία ανταλλάσσουν με εμπορεύματα που είναι αξίες χρήσης για τους ίδιους ώστε να μπορέσουν να ζήσουν. Με άλλα λόγια, η αφηρημένη εργασία έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την αλλοτρίωση της ατομικής εργασίας, δηλαδή την ύπαρξη του εμπορεύματος-εργασιακή δύναμη. Έχει επομένως ως απαραίτητη ιστορική προϋπόθεση το διαχωρισμό του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής, δηλαδή τη βίαιη διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης.
  • Η αφηρημένη εργασία είναι επομένως μια ειδικά καπιταλιστική κοινωνική μορφή της εργασίας και όχι μια ανιστορική διανοητική αφαίρεση.

 

Σύνοψη του δεύτερου μέρους

  1. Η αφηρημένη εργασία ως αναλυτική αφαίρεση. Η προβληματικότητα του ορισμού της από την πλευρά της ιστορικότητας.
  2. Η προσέγγιση του Μαρξ στο Κεφάλαιο: αναλυτική και συνθετική μέθοδος. Η έννοια της αφηρημένης εργασίας ως κάτι που είναι πρακτικά αληθινό, ως κοινωνική υφιστάμενη ουσία της αξίας.
  3.  Κοινωνικοποίηση της εργασίας μέσω ανταλλαγής των προϊόντων της. Η ανταλλαγή εξομοιώνει τόσο τα προϊόντα των διαφορετικών εργασιών όσο και αυτές.
  4. Κοινωνίες όπου κυριαρχεί η γενικευμένη εμπορευματική ανταλλαγή. Τι σημαίνει ότι η αφηρημένη εργασία είναι πρακτικά αληθινή.
  5.  Τι είναι αυτό που κάνει μια κοινωνία να αντιμετωπίζει την ικανοποίηση των αναγκών και την εργασία για την ικανοποίησή τους με αυτόν τον τρόπο. Στόχος της παραγωγής το χρηματικό κέρδος. Η αφηρημένη εργασία οδηγεί άνευ όρων στο χρήμα.
  6.  Συγκρότηση του αφηρημένου χαρακτήρα της εργασίας μέσα στην παραγωγική διαδικασία. Παράδοξο.
  7. Όπως στην ανταλλαγή εξομοιώνονται τα προϊόντα έτσι και το κεφάλαιο αντιμετωπίζει στην παραγωγή τις εργασίες ως ίδιες αφού έχει ως αποκλειστικό συμφέρον να πουλήσει τα προϊόντα τους.
  8.  Ανταλλαγή ως ξεχωριστή φάση της διαδικασίας αναπαραγωγής και ως κοινωνική μορφή της παραγωγικής διαδικασίας που αφήνει τη σφραγίδα της στην παραγωγή. Οι επιχειρήσεις δρουν εξαρχής με μόνο στόχο τη μετατροπή των προϊόντων σε χρήμα.
  9. Σύγχυση ανάμεσα στην «αφηρημένη εργασία» και την απλοποίηση της εργασιακής διαδικασίας. Η αντίθεση αξίας χρήσης-ανταλλακτικής αξίας είναι κάτι που δεν αναιρείται από τις τεχνικές αλλαγές της εργασιακής διαδικασίας.
  10. Η αφαίρεση στην παραγωγή γίνεται γιατί καθώς στόχος είναι η μεγιστοποίηση του χρηματικού κέρδους, το οποίο είναι μορφή της αξίας, η εργασία έχει σημασία και μετράει μόνο ως ξόδεμα αφηρημένου χρόνου εργασίας.
  11. Το ζήτημα για το κεφάλαιο είναι πόσος χρόνος εργασίας δαπανάται στην παραγωγή. Όπως στο εμπόρευμα υλοποιείται νεκρή αφηρημένη εργασία μέσω της αφαίρεσης που γίνεται στην ανταλλαγή, έτσι και η ζωντανή εργασία αποκτά αφηρημένο χαρακτήρα ως αφηρημένη κίνηση στο χρόνο. Υποβιβασμός των πάντων σε αφηρημένο χρόνο.
  12. Είτε μιλάμε για την κοινωνική μορφή που προσλαμβάνει η ζωντανή εργασία του εργάτη είτε για την κοινωνική μορφή που προσλαμβάνει η νεκρή εργασία στο εμπόρευμα, η αφηρημένη εργασία είναι η ίδια ιστορική μορφή αφηρημένου κοινωνικού χρόνου.
  13. Ο εργάτης αντιμετωπίζει και αυτός την εργασία του ως κάτι που θα του αποφέρει μισθό. Ψάχνει να πουλήσει τον αφηρημένο χρόνο του για να ζήσει. Προϋπόθεση της αφηρημένης εργασίας η αλλοτρίωση της εργασίας, δηλαδή η πρωταρχική συσσώρευση.
  14. Συμπέρασμα: η αφηρημένη εργασία είναι ειδικά καπιταλιστική κοινωνική μορφή της εργασίας και όχι γενική διανοητική αφαίρεση.

 

[1] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 57.
[2] Ό.π., σελ. 58.
[3] «Την εργασία, όπως παρουσιάζεται στις ανταλλακτικές αξίες, θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε γενική ανθρώπινη εργασία. Η αφαίρεση αυτή, η γενική ανθρώπινη εργασία, υπάρχει και είναι η μέση εργασία που μπορεί να κάνει κάθε μέσο άτομο μιας δεδομένης κοινωνίας και είναι ορισμένο παραγωγικό ξόδεμα ανθρώπινων μυώνων, νεύρων, μυαλού κτλ. Είναι απλή εργασία που μπορεί να τη μάθει κάθε μέσο άτομο και που πρέπει να την εκτελεί με τη μία ή την άλλη μορφή. Ο χαρακτήρας της μέσης αυτής εργασίας διαφέρει στις διάφορες χώρες και τις διάφορες ιστορικές εποχές, μα σε κάθε κοινωνία φαίνεται να είναι καθορισμένος… Τι γίνεται όμως με τη σύνθετη εργασία που σαν εργασία ανώτερης έντασης, με μεγαλύτερο ειδικό βάρος, ξεπερνάει το μέσο επίπεδο; Το είδος αυτό της εργασίας ανάγεται σε κάποιο ποσό απλής εργασίας, σε εργασία απλή υψωμένη σε ανώτερη δύναμη, έτσι που μια ημέρα λ.χ. σύνθετης εργασίας να ισοδυναμεί με τρεις ημέρες απλής εργασίας…[Ε]ίναι φανερό πως η αναγωγή αυτή γίνεται, γιατί το προϊόν και της πιο πολύπλοκης εργασίας, σαν ανταλλακτική αξία, είναι σε ορισμένη αναλογία ισοδύναμο με το προϊόν της απλής μέσης εργασίας. Άρα εξισώνεται με ορισμένο ποσό της απλής αυτής εργασίας». Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Αθήνα, 1978, σελ. 33–34.
[4] Isaak Rubin, Essays in Marx’s Theory of Value, Montreal, 1973 [1928], σελ. 66-67.
[5] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 60 (δική μας έμφαση). Στα παραρτήματα της νέας έκδοσης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου από τις εκδόσεις ΚΨΜ, ο μαρξολόγος θα βρει όλες τις διαδοχικές τροποποιήσεις που ο Μαρξ έκανε σ’ αυτήν την παράγραφο από έκδοση σε έκδοση. Βλ. σελ. 29, 804, 903, 953 και 954.
[6] Ι. Rubin, Αφηρημένη εργασία και αξία στο σύστημα του Μαρξ, διάλεξη που περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Ιστορία Οικονομικών Θεωριών, Αθήνα, 1994, σελ. 488-489.
[7] Κ. Μαρξ, Grundrisse, σελ. 69.
[8] Marx and Engels, Collected Works, Vol. 30, Λονδίνο, 1988, σελ. 55.
[9] Ι. Rubin, Αφηρημένη εργασία και αξία στο σύστημα του Μαρξ, ό.π., σελ. 500, 508-509.
[10] Κ. Μαρξ, Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, Αθήνα, χ.χ., σελ. 49.

You may also like...

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *