5ο μάθημα: Αξία χρήσης και αξία. Η ουσία και το μέγεθος της αξίας
5o MAΘΗΜΑ
ΑΞΙΑ ΧΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΑ. Η ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ
Ιστορική εισαγωγή στη θεωρία της αξίας
Με τον όρο Κλασσική Πολιτική Οικονομία ορίζεται το σύνολο του έργου των αστών συγγραφέων που μελέτησαν τον τρόπο συγκρότησης και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής την περίοδο από τα μέσα του 17ου αι. ως τα μέσα του 19ου αι. Τα ερωτήματα που τους απασχόλησαν ήταν: τι αποτελεί τον πλούτο μιας κοινωνίας; Ποιος είναι ο δημιουργός του; Πώς αυτός ο κοινωνικός πλούτος αναπαράγεται και μεγεθύνεται, δηλ. συσσωρεύεται; Πώς μετέχουν οι διάφορες κοινωνικές τάξεις στη νομή του έτσι ώστε να έχουν διαρκώς στα χέρια τους όλα όσα χρειάζονται για να είναι ανά πάσα στιγμή εφικτή η επανέναρξη της παραγωγικής δραστηριότητας; Οι κλασσικοί ερεύνησαν δηλ. την ουσία ενός κοινωνικού συστήματος που το θεωρούσαν ως φυσικό δεδομένο, ως κορύφωση της ανθρώπινης εξέλιξης, ψάχνοντας να βρούν τους νόμους που καθορίζουν τα επιφαινόμενα της σφαίρας της ανταλλαγής (το ζήτημα των τιμών και των αναλογιών ανταλλαγής μεταξύ των προϊόντων). Βασικό εργαλείο της οικονομικής ανάλυσής τους αποτελεί η Θεωρία της Αξίας και της Διανομής. Ο όρος «αξία» –μια έννοια που έχει εκλείψει από την ορολογία των σύγχρονων Οικονομικών– αναφέρεται σε ό,τι αξίζει, σε ό,τι συμβάλλει, συμμετέχει στη δημιουργία και κυκλοφορία του εμπορευματικού κοινωνικού πλούτου.
Από τη στιγμή που οι αστοί οικονομολόγοι κατηύθυναν τη σκέψη τους από τα πρακτικά ζητήματα της επιβολής της μισθωτής εργασίας και του εκχρηματισμού της οικονομίας στη θεωρητική ανάλυση των οικονομικών φαινομένων, βρέθηκαν αντιμέτωποι με το πρόβλημα της αξίας.
Κατά το Μεσαίωνα, όταν οι τιμές ορίζονταν υποχρεωτικά από τις αρχές της πόλης και τις συντεχνίες, το πρόβλημα της αξίας είχε τεθεί κανονιστικά: οι σχολαστικοί συγγραφείς [Αλβέρτος ο Μέγας και Θωμάς ο Ακινάτης] επιχειρηματολογούσαν σχετικά με τη «δίκαιη τιμή» (justum pretium) που θα έπρεπε να οριστεί υποχρεωτικά ώστε να εξασφαλίζει ο τεχνίτης το σύνηθες επίπεδο διαβίωσης.[1]
Κατά την εποχή του εμπορικού κεφαλαίου, η διαμόρφωση των τιμών μέσω κανονισμών υπεχώρησε προοδευτικά υπέρ της διαμόρφωσης των τιμών μέσω της αγοράς. Οι οικονομολόγοι του 17ου αιώνα βρέθηκαν τώρα αντιμέτωποι μ’ ένα νέο θεωρητικό πρόβλημα: ποιοι είναι οι νόμοι που διέπουν αυτόν τον σχηματισμό των τιμών στην αγορά; Οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό ήταν ακόμα επιδερμικές και ανεπεξέργαστες. Ο πασίγνωστος φιλόσοφος Τζον Λοκ απάντησε ότι η κίνηση των τιμών εξαρτάτο από τις μεταβολές της προσφοράς και της ζήτησης. Ο σύγχρονος του Barbon προέβαλε τη θεωρία του «υποκειμενικού οφέλους». Κατ’ αυτήν, «η αξία όλων των πραγμάτων προκύπτει από τη χρησιμότητά τους», και εξαρτάται από τη θέληση και τις επιθυμίες εκείνων που τα καταναλώνουν.[2]
Μια βαθύτερη προσπάθεια εύρεσης μιας νομοτελειακής κανονικότητας αυτού που από πρώτη άποψη ήταν η άτακτη και τυχαία κίνηση των τιμών, έγινε από τον James Steuart, έναν από τους ύστερους μερκαντιλιστές,[3] που υποστήριζε την θεωρία των «κοστών παραγωγής». Κατά τον Steuart, ένα εμπόρευμα έχει μια πραγματική αξία ίση με τα κόστη παραγωγής του. Η τιμή του εμπορεύματος δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από την πραγματική του τιμή, αλλά συνήθως είναι υψηλότερη και η επιπλέον διαφορά συνιστά το «κέρδος» του κατασκευαστή. Επομένως, το κέρδος είναι κάτι που προστίθεται στην αξία του εμπορεύματος, και το καρπώνεται ο κατασκευαστής γιατί αυτός κατόρθωσε να πουλήσει το εμπόρευμα υπό ευνοϊκές συνθήκες – είναι δηλαδή «κέρδος επί της (τιμής) μεταβίβασης». Η ιδέα ότι το κέρδος δημιουργείται στη διαδικασία της κυκλοφορίας συναντάται σε όλους σχεδόν τους μερκαντιλιστές συγγραφείς και αντανακλά τις συνθήκες του εμπορικού καπιταλισμού, όταν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν κολοσσιαία κέρδη από το εξωτερικό εμπόριο, ιδίως το αποικιακό εμπόριο. Από μια θεωρητική άποψη, η θεωρία του «κέρδους επί της τιμής μεταβίβασης» σήμαινε την πλήρη αδυναμία επίλυσης του προβλήματος του κέρδους και της υπεραξίας γενικά.
Η περισσότερο επεξεργασμένη λύση του προβλήματος της αξίας προήλθε από τον Petty, τον ευφυή προγεννήτορα της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Σύμφωνα με τη θεωρία του Petty, η «φυσική τιμή» ή αξία ενός προϊόντος καθορίζεται από την ποσότητα εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή του. Όταν ένας παραγωγός ανταλλάσει το προϊόν του, εισπράττει μια ποσότητα αργύρου (χρήματος) στην οποία έχει ενσωματωθεί τόση εργασία όση δαπάνησε και ο ίδιος για την παραγωγή του εν λόγω προϊόντος. Η αξία ενός προϊόντος, για παράδειγμα, του ψωμιού, θα αναλύεται σε δύο συνιστώσες: 1) σε μισθούς, που ισούνται με το αναγκαίο ελάχιστο όριο διαβίωσης του εργάτη (ο Petty και άλλοι μερκαντιλιστές ήταν υπέρμαχοι του «σιδηρού νόμου των μισθών», υπό την έννοια ότι συνιστούσαν τον περιορισμό του εργατικού μισθού στο ελάχιστο των μέσων διαβίωσης, προς το συμφέρον της ανάπτυξης του καπιταλισμού), και 2) σε έγγεια πρόσοδο. Κατά συνέπεια, ο Petty ταυτίζει την έγγεια πρόσοδο με την υπεραξία εν γένει, μια άποψη που διεδόθη ευρέως κατά την περίοδο που ο καπιταλισμός μόλις αναπτυσσόταν, και η οποία αργότερα υιοθετήθηκε ρητά από τους φυσιοκράτες.
Κάνοντας αυτή την ταύτιση ο Petty εμπόδισε τον εαυτό του από το να θέσει το πρόβλημα της υπεραξίας. Ωστόσο, παρ’ ότι υπέπεσε σε αναρίθμητες αντιφάσεις, κατά τη διατύπωση της εργασιακής του θεωρίας της αξίας, με τη θεωρία αυτή ο Petty έθεσε τα θεμέλια με τα οποία οι Κλασσικοί και ο Μαρξ επρόκειτο αργότερα να συγκροτήσουν την εργασιακή θεωρία της αξίας. Είναι σίγουρο ότι η αξιακή θεωρία του Petty αποτελεί την πολυτιμότερη θεωρητική κληρονομιά που μας κληροδότησε η μερκαντιλιστική βιβλιογραφία.[4]
Η πρώτη έρευνα πάνω στη φύση και τις αιτίες του πλούτου των καπιταλιστών (και της μιζέριας των προλετάριων)
Με το έργο του Adam Smith ξεπερνιέται η αγκύλωση των φυσιοκρατών με την αγροτική παραγωγή και η προβληματική θέση του Petty περί πατρότητας (εργασία) και μητρότητας (γη) του εμπορευματικού πλούτου. Στο έργο του τίθενται οι βάσεις της εργασιακής θεωρίας της αξίας ως του θεωρητικού πρίσματος που ενοποιεί την παραγωγή και την ανταλλαγή, υπό την πρωτοκαθεδρία της πρώτης. Αυτό που «αξίζει», δηλ. αυτό που συμβάλλει στην παραγωγή του εμπορευματικού πλούτου, είναι αυτό για το οποίο έχει δαπανηθεί εργασία. Οι ανταλλακτικές ισοδυναμίες (οι αναλογίες ανταλλαγής μεταξύ των εμπορευμάτων) δεν είναι τυχαίες, αλλά καθορίζονται από την εργασία που αυτά εμπεριέχουν. Από τη στιγμή όμως που δεν μπορούσε να διακρίνει την ενσωματωμένη σε ένα εμπόρευμα εργασία από τη ζωντανή εργασία ως εμπόρευμα και διασπούσε τεχνητά την αξία σε ανεξάρτητα, ξεχωριστά εισοδήματα (μισθούς, κέρδη, γαιοπρόσοδο), απέτυχε να δώσει μια ολοκληρωμένη θεωρία της αξίας και της διανομής. Σε αντιστοιχία με τη θεωρία του ότι η αξία ενός προϊόντος είναι το αποτέλεσμα της άθροισης των διαφόρων εισοδημάτων, όρισε ως «φυσική» τιμή ενός εμπορεύματος την τιμή «που δεν είναι ούτε μεγαλύτερη ούτε μικρότερη από αυτό που είναι αρκετό για να πληρωθεί η γαιοπρόσοδος, οι μισθοί της εργασίας και τα κέρδη του αποθέματος που απασχολήθηκε στην καλλιέργεια, την επεξεργασία και τη μεταφορά του στην αγορά, σύμφωνα με τα φυσικά τους επίπεδα».[5] Να πως συγκεφαλαιώνει τη συμβολή του Smith, αλλά και τις αντιφάσεις της θεωρίας του, ο Isaak Rubin:
Ο Adam Smith μπορεί να αποκληθεί ο οικονομολόγος της μανουφακτουρικής περιόδου. Η γέννηση του βιομηχανικού καπιταλισμού μεγάλης κλίμακας, με τη μορφή της μανουφακτούρας που βασιζόταν στον καταμερισμό της εργασίας επέτρεψε στον Smith… να συλλάβει την ανταλλαγή μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής ως ανταλλαγή ισοδύναμων προϊόντων, βασιζόμενων σε ίσες δαπάνες εργασίας (εξ ου η κεντρική θέση που κατέχει η θεωρία της αξίας στο σύστημα του Smith)…
Η αντίληψη της κοινωνίας ως ταυτόχρονα εργαζόμενης και συναλλακτικής κοινωνίας ατόμων επέτρεψε στον Smith να συλλάβει τη σημασία της βιομηχανίας και να αποδώσει μια κεντρική θέση στην εργασιακή θεωρία της αξίας. O Smith θεώρησε την κοινωνία ως εργαζόμενη κοινωνία ατόμων εξαρτώμενων το ένα από το άλλο, μέσω της παραγωγικής τους δραστηριότητας. Αντίθετα με τους μερκαντιλιστές, κατανόησε ότι η ανταλλαγή ενός εμπορεύματος με χρήμα ανάγεται τελικά σε ανταλλαγή προϊόντων εργασίας διαφορετικών παραγωγών…
Ξεκινώντας από τη θεωρία του για τον καταμερισμό της εργασίας, ο Smith τοποθέτησε τη θεωρία της αξίας σε μια νέα και κεντρική θέση. Οι φυσιοκράτες, με την περιορισμένη, νατουραλιστική τους οπτική, είχαν μπερδέψει την αξία με την υλική ουσία. O Smith δέχθηκε τις ιδέες που ήταν παρούσες υπό εμβρυώδη μορφή στους μερκαντιλιστές (ιδίως στον Petty), και ανέπτυξε περαιτέρω την εργασιακή θεωρία της αξίας.
Ο ειρμός των σκέψεων του Smith έχει χονδρικά ως εξής: Σε μια κοινωνία θεμελιωμένη στον καταμερισμό της εργασίας, κάθε άτομο παράγει προϊόντα για άλλους ανθρώπους και, ερχόμενο σε ανταλλαγή, αποκτά εκείνα τα προϊόντα που είναι απαραίτητα για την δική του επιβίωση. Αποκτώντας τα προϊόντα της εργασίας κάποιου άλλου, ο παραγωγός μας στην πραγματικότητα αποκτά τον έλεγχο ή «διοικεί» την εργασία κάποιου άλλου. Πώς, όμως, ο παραγωγός μας καθορίζει την αξία του προϊόντος που έχει παράγει ο ίδιος; Μέσω της ποσότητας της εργασίας άλλων ανθρώπων που μπορεί να αποκτήσει ως αντάλλαγμα για το δικό του προϊόν, απαντά ο Smith. Πώς, όμως, καθορίζουμε αυτή την ποσότητα εργασίας; Σε μια απλή εμπορευματική οικονομία αυτή θα είναι ίση με την ποσότητα εργασίας που δαπανά ο παραγωγός μας για την παραγωγή του προϊόντος του. Έτσι, λοιπόν, ο Smith μερικές φορές καθορίζει σωστά την αξία ενός εμπορεύματος, μέσω της εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή του, ενώ άλλες φορές την καθορίζει λανθασμένα, μέσω της εργασίας που το εν λόγω εμπόρευμα θα αγοράσει κατά την ανταλλαγή. Όσο ο Smith παραμένει στα όρια της απλής εμπορευματικής οικονομίας, αυτή η εννοιολογική σύγχυση έχει μικρές επιπτώσεις γιατί αυτές οι ποσότητες εργασίας συμπίπτουν.
Ωστόσο, στην καπιταλιστική οικονομία, αυτή η σύμπτωση εξαφανίζεται: ο καπιταλιστής αγοράζει τη ζωντανή εργασία του εργάτη (δηλαδή την εργασιακή δύναμη), για παράδειγμα, οκτώ ωρών ημερησίως, ως αντάλλαγμα για ένα προϊόν που περιέχει λιγότερη ποσότητα εργασίας. Ανίκανος να εξηγήσει αυτούς τους νόμους της ανταλλαγής κεφαλαίου με ζωντανή εργασία, ο Smith συμπεραίνει λανθασμένα ότι στην καπιταλιστική οικονομία η αξία του προϊόντος είναι μεγαλύτερη από την αξία της εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή του και είναι ίση με το ποσό που δαπανά ο καπιταλιστής για να μισθώσει εργάτες συν το μέσο κέρδος (και σε ορισμένες περιπτώσεις συν την πρόσοδο). Κατά συνέπεια, αναφερόμενος στην καπιταλιστική οικονομία ο Smith αρνείται ότι λειτουργεί ο νόμος της εργασιακής αξίας: εδώ υιοθετεί ο ίδιος την χυδαία θεωρία των κοστών παραγωγής. Λόγω των ταλαντεύσεών του αναφορικά με τη θεωρία της αξίας, ο Smith έμελλε να καταστεί ο πρόδρομος των δύο ρευμάτων της οικονομικής σκέψης των αρχών του 19ου αιώνα: της κλασσικής τάσης, που βρήκε την υψηλότερη έκφρασή της στον Ricardo, και του χυδαίου ρεύματος, που αντιπροσωπεύτηκε από τον Say…
Στο βαθμό, όμως, που ο Smith στηρίχτηκε στη θεωρία των κοστών παραγωγής, σύμφωνα με την οποία η αξία του προϊόντος είναι το αποτέλεσμα της άθροισης των διαφόρων κοστών παραγωγής, ή των εισοδημάτων όσων συμμετέχουν στην παραγωγή (μισθοί, κέρδος, πρόσοδος), τα εισοδήματα αυτά εμφανίζονταν ως προϋπάρχοντα της αξίας και ανεξάρτητα το ένα του άλλου. Αντί να θεωρεί την αξία του προϊόντος ως πρωτεύουσα και το εισόδημα ως δευτερεύον, ο Smith θεώρησε την αξία ως δευτερεύον μέγεθος προερχόμενο από το εισόδημα. Αλλά αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, προκύπτει αμέσως το ερώτημα: πώς καθορίζεται το μέγεθος αυτών των εισοδημάτων, δηλαδή των μισθών και του κέρδους; O Smith δεν βρήκε καμιά καλύτερη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, από το να προσφύγει με συγκαλυμμένο τρόπο στη θεωρία της προσφοράς και της ζήτησης.[6]
Το κατά Ricardo Ευαγγέλιο
Ο Ricardo είναι αυτός που θα διατυπώσει απερίφραστα –και χωρίς τις αμφιταλαντεύσεις του Smith– την εργασιακή θεωρία της αξίας, τη θεωρία ότι αξία=εργασία. Η εργασία από την οποία ισχυρίζεται ότι εξαρτάται η αξία είναι η (μετρημένη σε χρονικές μονάδες) συγκεκριμένη και χωρίς κοινωνικούς προσδιορισμούς ποσότητα εργασίας που δαπανήθηκε για να παραχθεί ένα εμπόρευμα, και που ως εκ τούτου είναι ενσωματωμένη σ’ αυτό. Πάνω σ’ αυτή τη βάση ο Ricardo –που το βασικό του μέλημα είναι «να μάθει πώς μπορεί κανείς να πλουτίσει όχι μόνο όσο πιο γρήγορα γίνεται αλλά και για όσο πιο πολύ καιρό γίνεται» (Βουαγιέ)– στήνει μια ολοκληρωμένη θεωρία για το κεφάλαιο, το οποίο αντιλαμβάνεται ως «συσσωρευμένη εργασία». Σ’ αυτή τη θεωρία οικονομίας του χρόνου των άλλων, όπου το κέρδος είναι απλώς το πλεόνασμα που προκύπτει κατά «φυσικό τρόπο» στα χέρια των καπιταλιστών μετά την αφαίρεση του τρέχοντος κόστους παραγωγής, η ανάλυση των μεταβολών στην παραγωγικότητα της εργασίας και η αναζήτηση ενός αμετάβλητου μέτρου της αξίας είναι καθοριστικής σημασίας. Κι αυτό γιατί πίστευε ότι 1) η πρώτη ανάλυση μπορεί να ερμηνεύσει τις μεταβολές των τιμών και 2) η επεξεργασία ενός αμετάβλητου μέτρου των αξιών μπορεί –στα πλαίσια της κανονιστικής διακυβέρνησης ενός μη αυτορυθμιζόμενου συστήματος– να ομογενοποιήσει ένα άθροισμα ετερογενών αγαθών προς πώληση και να ρυθμίσει τη σχέση εισροών και εκροών στη διαδικασία αναπαραγωγής. Το μόνο που κατάφερε να αποδείξει είναι ότι αυτό το αμετάβλητο μέτρο δεν μπορεί να είναι η «αγοραζόμενη εργασία» του Smith, ενώ από την άλλη πρόσθεσε τόσες εξαιρέσεις στο νόμο της αξίας ώστε ο ίδιος κατέστησε σαφές ότι αυτό το αμετάβλητο μέτρο –το ανεπηρέαστο από τις διακυμάνσεις των μισθών και την ποικιλία της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου στους διάφορους κλάδους της παραγωγής– είναι ανύπαρκτο.
Αν ο Smith μπορεί να αποκληθεί ο οικονομολόγος της μανουφακτουρικής περιόδου, ο Ricardo είναι ο οικονομολόγος της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης, τα βασικά χαρακτηριστικά της οποίας επρόκειτο να βρουν την αντανάκλασή τους στη θεωρία του…
Απέδειξε με σαφήνεια ότι η ποσότητα εργασίας που μπορεί να αγοραστεί ως αντάλλαγμα για ένα δεδομένο εμπόρευμα δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως αμετάβλητο μέτρο της αξίας του, και ότι η αναζήτηση ενός τέτοιου αμετάβλητου μέτρου είναι γενικά ένα εγχείρημα χωρίς καμιά ελπίδα. Ο Ricardo χαρακτηρίζει τη μεταβολή της ποσότητας εργασίας, που δαπανάται για την παραγωγή εμπορευμάτων, ως τη μοναδική πηγή μεταβολών της αξίας τους (με την εξαίρεση των περιπτώσεων που σημειώνονται στη συνέχεια). Ορίζει, λοιπόν, ότι το μέγεθος της αξίας ενός εμπορεύματος εξαρτάται άμεσα από την ανάπτυξη της τεχνικής παραγωγικότητας της εργασίας. Εμμένοντας με συνέπεια σ’ αυτή την θέση, ο Ricardo συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην επίλυση του ποσοτικού προβλήματος της αξίας, αν και, επειδή οι ορίζοντες του, όπως και του Smith, περιορίζονταν στην καπιταλιστική οικονομία, αγνόησε την ποιοτική ή κοινωνική φύση της αξίας ως εξωτερική έκφραση ενός καθορισμένου τύπου παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων.
O Smith είχε αρνηθεί ότι ο νόμος της εργασιακής αξίας λειτουργεί στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας, όπου η αξία του προϊόντος δεν πηγαίνει στο σύνολο της στον παραγωγό του, αλλά διασπάται σε μισθούς και κέρδος. Για να καταρριφθεί αποτελεσματικά αυτή η λανθασμένη άποψη του Smith θα έπρεπε να εξηγηθούν οι νόμοι με τους οποίους το κεφάλαιο ανταλλάσσεται με εργασιακή δύναμη. Η εξήγηση αυτών των νόμων θα ήταν δυνατή μόνο με την ανάλυση εκείνων των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής που συνδέουν τον εργάτη με τον καπιταλιστή. Αλλά η μέθοδος ανάλυσης των σχέσεων παραγωγής ως σχέσεων μεταξύ ανθρώπων ήταν άγνωστη στον Ricardo όπως και στον Smith. Ο Ricardo, επομένως, δεν είχε άλλη επιλογή από το να αφήσει κατά μέρος το ζήτημα που είχε θέσει ο Smith. Αυτό το έκανε περιορίζοντας στο σημείο αυτό την έρευνά του στο ζήτημα της «σχετικής» αξίας των εμπορευμάτων. Στο βαθμό που τίθεται ζήτημα «σχετικής» αξίας δύο εμπορευμάτων Α και Β, είναι προφανές ότι κάθε μεταβολή του εργατικού μισθού (για παράδειγμα, μια αύξηση) που ασκεί μια ομοιόμορφη επίδραση στα συνολικά κόστη παραγωγής των δύο εμπορευμάτων δεν θα επηρεάσει στο ελάχιστο τη «σχετική» τους αξία. Το αποτέλεσμα μιας αύξησης του μισθού δεν είναι η αύξηση της αξίας του προϊόντος, όπως πίστευε ο Smith, αλλά απλώς η μείωση του επιπέδου των κερδών. Ανεξάρτητα από το πώς κατανέμεται η αξία του προϊόντος μεταξύ μισθών και κέρδους, αυτό δεν θα επηρεάσει το μέγεθος της αξίας του προϊόντος, η οποία στην καπιταλιστική οικονομία καθορίζεται από την ποσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του. Υιοθετώντας τη θέση ότι οι μισθοί και το κέρδος μεταβάλλονται αμοιβαία, ο Ricardo έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς την άποψη ότι το κέρδος είναι ένα μέρος της αξίας του προϊόντος που έχουν δημιουργήσει οι εργάτες με την εργασία τους και το οποίο ο καπιταλιστής ιδιοποιείται για τον εαυτό του…
Δεν κατόρθωσε, όμως, να δείξει με ποιον τρόπο ο νόμος της εργασιακής αξίας, που δεν εκδηλώνεται άμεσα στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, τη ρυθμίζει, παρ’ όλα αυτά, έμμεσα, μέσω των τιμών παραγωγής. O Ricardo δεν κατόρθωσε να εξηγήσει τη φαινομενική αντίφαση μεταξύ του νόμου της εργασιακής αξίας και των παρατηρήσιμων φαινομένων της καπιταλιστικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα, ο Ricardo ήταν σε θέση να εξαλείψει την επίδραση των διακυμάνσεων των μισθών (και των αντίστοιχων διακυμάνσεων του ποσοστού κέρδους) πάνω στις σχετικές αξίες των δύο εμπορευμάτων Α και Β, μόνο στο βαθμό που οι μισθοί έχουν την ίδια βαρύτητα στα κόστη παραγωγής των δύο εμπορευμάτων, δηλαδή στο βαθμό που οι δύο κλάδοι παραγωγής χρησιμοποιούν κεφάλαια ταυτόσημων οργανικών συνθέσεων. Αν τα κεφάλαια που παράγουν τα εμπορεύματα Α και Β έχουν άνισες οργανικές συνθέσεις (ή άνισες περιόδους περιστροφής), μια αύξηση των μισθών (ή μείωση του ποσοστού κέρδους) θα γίνει περισσότερο αισθητή στο εμπόρευμα που παράγεται από το κεφάλαιο με τη χαμηλότερη οργανική σύνθεση, έστω το Α. Προκειμένου να διατηρηθεί το ίδιο επίπεδο κερδών στους δύο κλάδους παραγωγής, η σχετική αξία του εμπορεύματος Α θα πρέπει να αυξηθεί σε σχέση με αυτή του εμπορεύματος Β. Έτσι, λοιπόν, ο Ricardo καταλήγει στην περίφημη «εξαίρεση» του νόμου της εργασιακής αξίας. Οι σχετικές αξίες των εμπορευμάτων Α και Β θα μεταβάλλονται όχι μόνο με τις διακυμάνσεις στις σχετικές ποσότητες εργασίας που απαιτούνται για την παραγωγή τους, αλλά, επίσης, και μια μεταβολή του ποσοστού κέρδους (ή με μια αντίστοιχη μεταβολή των μισθών). Το κέρδος επί του κεφαλαίου είναι στην πραγματικότητα ένας ανεξάρτητος συντελεστής που ρυθμίζει μαζί με την εργασία την αξία των προϊόντων.
Προβλέποντας αυτές τις «εξαιρέσεις» στο νόμο της εργασιακής αξίας, ο Ricardo άνοιξε το δρόμο για την πλήρη εγκατάλειψη της εργασιακής θεωρίας της αξίας από τους χυδαίους οικονομολόγους (Μalthus, James Mill, McCulloch κλπ.). Ωστόσο, ο ίδιος ο Ricardo θεώρησε ότι οι «εξαιρέσεις» αυτές είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με τη βασική αρχή της εργασιακής αξίας – το σημείο εκκίνησής του για τη συγκρότηση ολόκληρης της θεωρίας του για τη διανομή.[7]
Οι διαμάχες γύρω από την Ρικαρδιανή θεωρία της αξίας και η αποσύνθεση της Κλασσικής Σχολής
Το «αμετάβλητο (απόλυτο)» μέτρο των αξιών και των τιμών που μάταια αναζητούσε ο Ricardo μέχρι το τέλος της ζωής του είναι το χρήμα. Μην κατανοώντας τον μετωνυμιακό μετασχηματισμό του εσωτερικού μέτρου των αξιών, δηλ. της αφηρημένης κοινωνικής εργασίας, σε εξωτερικό μέτρο των αξιών, δηλ. σε χρήμα, του οποίου η αξία δεν χρειάζεται να είναι αμετάβλητη, ο Ricardo έπεσε σε αντιφάσεις που έγιναν βορά της κριτικής που προερχόταν από αυτούς που δεν έβλεπαν στον κόσμο παρά μόνο τα πράγματα και την τιμή τους.
Πράγματι, μεταξύ του 1823 (έτος θανάτου του Ρικάρντο) και του 1844 (έτος συγγραφής των Παρισινών Χειρογράφων του Μαρξ), η εργασιακή θεωρία του Ρικάρντο δεχόταν κριτική από τους απολογητές οικονομολόγους. Η κριτική πήρε διάφορες μορφές:
1) άρνηση της θεωρίας περί «απόλυτης» ή «εσωτερικής» αξίας, προώθηση της άποψης ότι υπάρχει μόνο η ανταλλακτική αξία, η οποία είναι «σχετική» (Torrens, Bailey, Observations on Certain Verbal Disputes in Political Economy),
2) άρνηση της άποψης ότι η αξία δεν έχει σχέση με την προσφορά και τη ζήτηση («ό,τι προσφέρεις τόσα θα λάβεις» ή αλλιώς «δώσε μου αυτό που θέλω και θα λάβεις αυτό που θέλεις εσύ»),
3) άρνηση της θεωρίας ότι η αξία δεν συνδέεται με την ωφελιμότητα,
4) άρνηση της θεωρίας περί καθορισμού της αξίας από το εργασιακό κόστος.
Ο Ricardo είχε το σθένος να αναγνωρίσει ανοιχτά και άμεσα τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ καπιταλιστών και εργατών. Καθώς φούντωνε η σύγκρουση μεταξύ των δύο αυτών τάξεων και ωθούσε στο περιθώριο τη σύγκρουση μεταξύ καπιταλιστών και αριστοκρατίας, οι αστοί οικονομολόγοι άρχισαν να στρέφονται όλο και περισσότερο από μια ειλικρινή περιγραφή και εξήγηση της καπιταλιστικής οικονομίας στην παρουσίαση μιας θεωρίας δικαίωσής της. Η αστική πολιτική οικονομία καθίστατο όλο και περισσότερο απολογητική (έθετε, δηλαδή, στον εαυτό της το στόχο της δικαίωσης του καπιταλισμού) και χυδαία (περιόριζε, δηλαδή, την έρευνά της στην επιδερμική περιγραφή των φαινομένων όπως θα μπορούσαν να εμφανίζονται στον καπιταλιστή, αντί να ερευνά την εσωτερική τους αλληλοσυσχέτιση). Γύρω στα 1830 άρχισε η περίοδος της «αποσύνθεσης» της Κλασσικής Σχολής. Οι αστοί οικονομολόγοι αυτής της περιόδου απέρριπταν την εργασιακή θεωρία της αξίας που ανέπτυξαν ο Smith και ο Ricardo. Προκειμένου να δείξουν ότι το κέρδος δεν ήταν μέρος της αξίας που δημιουργείται από την εργασία των εργατών, επινόησαν νέες θεωρίες για την προέλευσή του. Η θεωρία του Say ήταν ότι το κέρδος δημιουργείται λόγω της παραγωγικότητας των μέσων παραγωγής που ανήκουν στον καπιταλιστή («η θεωρία της παραγωγικότητας του κεφαλαίου»).[8] O Senior είδε το κέρδος ως ανταμοιβή για την εγκράτεια του καπιταλιστή που συσσωρεύει κεφάλαιο, απέχοντας από την άμεση ικανοποίηση των προσωπικών του αναγκών (η θεωρία της «εγκράτειας»). Καθώς η αστική πολιτική οικονομία καθίστατο απολογητική και χυδαία, άρχισε επίσης να δημιουργείται μια κίνηση εναντίον της. Της αντιτέθηκαν οι αντιπρόσωποι της γαιοκτητικής τάξης, που είχε εξωθηθεί από την αστική τάξη στο περιθώριο (o Malthus, που δίδασκε ότι μόνον η ύπαρξη μιας πλούσιας τάξης γαιοκτημόνων μπορούσε να δημιουργήσει μια αγορά για τα βιομηχανικά προϊόντα), οι υπερασπιστές της μικροαστικής τάξης, της αγροτιάς και των χειροτεχνών (o Sismondi, που υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός, καταστρέφοντας την αγροτιά και τους καλλιτέχνες, συρρικνώνει την αγοραστική δύναμη του πληθυσμού και, κατ’ αυτό τον τρόπο, δημιουργεί τις συνθήκες για συνεχείς κρίσεις) και, τέλος, οι πρώτοι υπερασπιστές της εργατικής τάξης (οι ουτοπικοί σοσιαλιστές).[9]
Η θεωρία της αξίας αποτελεί τη λυδία λίθο ολόκληρου του ρικαρδιανού συστήματος. Μπορούμε, επομένως, εύκολα να αντιληφθούμε γιατί ξέσπασε, με τόσο ιδιαίτερη ένταση, η διαμάχη μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων του Ricardo, στη διάρκεια της δεκαετίας 1820-1830. Ο ίδιος ο Ricardo είχε δημιουργήσει ένα ρήγμα στην αξιακή του θεωρία μέσα από το οποίο μπορούσαν να εισχωρήσουν οι αντίπαλοι του. Δεν γνώριζε πώς να εναρμονίσει τον νόμο της εργασιακής αξίας με το νόμο της εξίσωσης του ποσοστού κέρδους. Γιατί πρέπει δύο προϊόντα που έχουν παραχθεί με όμοιες δαπάνες εργασίας να έχουν άνισες αξίες αν τα κεφάλαια που προκαταβάλλονται για την παραγωγή τους κυκλοφορούν επί άνισες χρονικές περιόδους (ή, κάτι που καταλήγει στο ίδιο πράγμα, αν προκαταβάλλονται επί το ίδιο χρονικό διάστημα κεφάλαια διαφορετικού μεγέθους); Αυτό ήταν ένα ενοχλητικό θεωρητικό ζήτημα για τον Ricardo, ο οποίος συνεχώς και με εξαιρετική ευσυνειδησία επανερχόταν σ’ αυτό κατά την αλληλογραφία του με τους Malthus, McCulloch και άλλους. Παραδεχόταν με ειλικρίνεια ότι δεν έλπιζε ότι θα έβρισκε μια λύση σ’ αυτό το πρόβλημα χωρίς κάποια βοήθεια.
Ο ίδιος ο Ricardo δήλωνε ότι αυτό ήταν το πιο τρωτό μέρος της θεωρίας του, και εναντίον αυτού κατηύθυναν τα βέλη τους οι Malthus, Torrens και Bailey. Όλοι, με μια φωνή, αποφάσισαν ότι οι εξαιρέσεις τις οποίες είχε παραδεχτεί ο Ricardo, στερούσαν από το νόμο της εργασιακής αξίας κάθε εγκυρότητα. Με τα λόγια του ίδιου του Malthus, «οι εξαιρέσεις αυτές είναι τόσο σημαντικές από θεωρητική και πρακτική άποψη, ώστε καταστρέφουν εντελώς τη θέση ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται μεταξύ τους σύμφωνα με την ποσότητα εργασίας που χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτά».[10] Η πρόταση αυτή [ότι τα προϊόντα ανταλλάσσονται στις εργασιακές τους αξίες] σύμφωνα με τον Malthus θα ισχύει μια φορά στις πεντακόσιες, εφόσον η πρόοδος του πολιτισμού και της τεχνολογίας θα οδηγεί τόσο στην ανάπτυξη του όγκου του παγίου κεφαλαίου όσο και σε διαφοροποιήσεις της περιόδου περιστροφής του κεφαλαίου – δηλαδή θα δημιουργεί συνθήκες που θα παραβιάζουν την ανταλλαγή των εμπορευμάτων σύμφωνα με την εργασιακή τους αξία…
Τέλος, υπάρχει ο Bailey,[11] ο οποίος τασσόταν υπέρ της αποκήρυξης της έννοιας της «απόλυτης» αξίας και περιόριζε τη μελέτη στη «σχετική» αξία ή τις αναλογίες στις οποίες ανταλλάσσονται τα εμπορεύματα.
Οι αντιφάσεις που είχαν θρυμματίσει τη θεωρία του Ricardo, επρόκειτο να επιλυθούν πολλά χρόνια αργότερα από τον Μαρξ, μέσω της θεωρίας του για τις τιμές παραγωγής. Ο Μαρξ έδειξε ότι σε μια καπιταλιστική οικονομία ο νόμος της εργασιακής αξίας δεν επιβάλλεται άμεσα, αλλά μόνο έμμεσα, μέσω μιας σύνθετης διαδικασίας σχηματισμού του ποσοστού κέρδους και των τιμών παραγωγής. Στο βαθμό που δεν εξετάζεται η σύνθετη αυτή κοινωνική διαδικασία, θα υπάρχει μια ασυμφιλίωτη αντίφαση μεταξύ του νόμου της εργασιακής αξίας και του γεγονότος ότι τα εμπορεύματα θα πωλούνται στις τιμές παραγωγής τους (που είναι ίσες με τα κόστη παραγωγής συν το μέσο κέρδος) – μια αντίφαση την οποία μάταια προσπαθούσαν να επιλύσουν οι οπαδοί του Ricardo και οι πιστοί συνεχιστές της παράδοσης του (James Mill και McCulloch)…
Το πρόβλημα της ανταλλαγής των εμπορευμάτων που παράγονται από κεφάλαια με άνισες οργανικές συνθέσεις, το έλυσαν σχετικά εύκολα: υπέθεσαν απλώς ότι η πλειοψηφία των εμπορευμάτων παράγεται από κεφάλαια μέσης οργανικής σύνθεσης και, επομένως, πωλούνται στην εργασιακή τους αξία. Στη συνέχεια, όμως, οι Mill και McCulloch σκόνταψαν σε μια δεύτερη εξαίρεση που είχε σημειώσει ο Ricardo, η οποία εμφανίζεται όταν τα κεφάλαια κυκλοφορούν επί διαφορετικές χρονικές περιόδους. Πώς εξηγούμε τη μεγαλύτερη αξία ενός προϊόντος που έχει παραχθεί από ένα κεφάλαιο το οποίο έχει προκαταβληθεί επί μια μεγαλύτερη χρονική περίοδο, σε σχέση με άλλα προϊόντα που περιέχουν μια ταυτόσημη ποσότητα εργασίας; Με άλλα λόγια, που βρίσκεται η πηγή του μεγαλύτερου ολικού κέρδους που αποκομίζει ένα κεφάλαιο, που παραμένει σε κυκλοφορία επί μια μεγαλύτερη χρονική περίοδο; Είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα, που αγγίζει ταυτόχρονα τη θεωρία της αξίας και τη θεωρία του κέρδους. Σε μια επιστολή προς τον McCulloch, o Ricardo αναγνωρίζει ότι είχε αποτύχει τελείως να υπερβεί τη δυσκολία που παρουσίαζε [η αύξηση της αξίας του κρασιού] που φυλάσσεται σ’ ένα κελάρι επί τρία ή τέσσερα χρόνια, ή η βελανιδιά που το φύτεμα της κοστίζει δύο σελίνια εργασίας, αλλά η ίδια αξίζει αργότερα 100 λίρες. Όπως γνωρίζουμε, ο Ricardo δεν είχε άλλη διέξοδο από το να δηλώσει ότι αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν εξαιρέσεις του νόμου της εργασιακής αξίας και να αναγνωρίσει ότι η αξία του κρασιού ή της βελανιδιάς (όπως και κάθε προϊόντος που παράγεται από ένα κεφάλαιο που προκαταβάλλεται επί μια μακρύτερη περίοδο) καθορίζεται όχι απλώς από την ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή τους, αλλά επίσης και από το χρονικό διάστημα επί το οποίο προκαταβάλλεται το κεφάλαιο.[12]
Η ανάδυση του κολλεκτιβιστικού σοσιαλισμού της αγοράς
Ο βασικότερος όμως λόγος για τον οποίο έγινε επίθεση στην εργασιακή θεωρία της αξίας ήταν πως την ενστερνίστηκαν ριζοσπάστες συγγραφείς και εκπρόσωποι της εργατικής τάξης για να διεκδικήσουν ένα μεγαλύτερο ή όλο το κομμάτι του πλούτου που παρήγαγαν.
Συνεπώς: η θεωρία του Ρικάρντο δεν ήταν απλά λογικά λάθος, αλλά και κοινωνικά επικίνδυνη. Η μετάβαση αυτή αφορούσε και την μετατόπιση της στάσης της αγγλικής αστικής τάξης από αμυντική απέναντι στους γαιοκτήμονες, σε επιθετική απέναντι στην εργατική τάξη.
Η εργασιακή θεωρία της αξίας αποκτούσε στα χέρια των πρώτων άγγλων σοσιαλιστών ηθική και πολιτική διάσταση. Η εκ μέρους τους υιοθέτησή της αποσκοπούσε σε έναν καπιταλισμό χωρίς καπιταλιστές, όπως θα δούμε ακόμα πιο αναλυτικά στο μάθημα για τη συνεργασία.
Παρ’ όλο ότι υιοθέτησαν συνολικά τη διατύπωση της εργασιακής αξίας του Ricardo, οι σοσιαλιστές της προσέδωσαν μια διαφορετική μεθοδολογική έννοια. Ο Ricardo είχε δει σ’ αυτή τη διατύπωση ένα νόμο που λειτουργεί πραγματικά (παρ’ ότι με αποκλίσεις) στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας. Οι σοσιαλιστές υπέθεταν ότι στην καπιταλιστική οικονομία αυτός ο νόμος παραβιάζεται και δεν επιβάλλεται. Οι σοσιαλιστές πήραν αυτό που για τον Ricardo αποτελούσε ένα θεωρητικό νόμο των πραγματικών φαινομένων της καπιταλιστικής οικονομίας και τον μετέτρεψαν σ’ ένα ηθικό αξίωμα, η πραγματοποίηση του οποίου θα λάμβανε χώρα στη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία. Υποκατέστησαν την εργασιακή θεωρία της αξίας με τη θεωρία του «δικαιώματος των εργατών στο σύνολο του προϊόντος της εργασίας». «Κάθε άνθρωπος», έγραφε ο Bray, «έχει ένα αναμφισβήτητο δικαίωμα σε όλα όσα μπορεί να του προμηθεύσει η τίμια εργασία του».
Μεθοδολογικά, αυτή η νέα διατύπωση της εργασιακής θεωρίας της αξίας σήμανε ένα βήμα προς τα πίσω σε σύγκριση με τον Ricardo. Φέρνει στο νου τον «κανονιστικό» τρόπο με τον οποίο είχαν θέσει το πρόβλημα της αξίας οι στοχαστές του Μεσαίωνα… Οι πρώτοι σοσιαλιστές χρησιμοποιούσαν την κατηγορία της εργασιακής αξίας ως μέσο για την απόρριψη των φαύλων και ψευδών μορφών υπό τις οποίες εμφανίζονται στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας κάποιες άλλες οικονομικές κατηγορίες (πχ. χρήμα, κεφάλαιο, μισθωτή εργασία κλπ.)
Πραγματικά, αν η αξία ενός εμπορεύματος πρέπει να εκφράζεται σε εργασία, τότε γιατί εκφράζεται σε χρήμα; Οι πρώτοι σοσιαλιστές δεν αντιλαμβάνονταν ότι, σε μια εμπορευματική κοινωνία, η εργασιακή αξία ενός προϊόντος δεν μπορεί να εκφράζεται σε τίποτα άλλο εκτός από χρήμα. Τους φαινόταν δυνατόν να οριστεί άμεσα η αξία ενός προϊόντος σε εργασιακές μονάδες. «Το φυσικό μέτρο της αξίας θεωρητικά είναι η ανθρώπινη εργασία», έγραφε ο Owen, και κατέληγε, έτσι, στο συμπέρασμα ότι «είναι πλέον απόλυτα αναγκαία η αναγωγή αυτής της αρχής σε άμεση πρακτική». Ακολουθώντας το παράδειγμα του Owen, η ιδέα του «εργασιακού χρήματος» και των «ανταλλακτικών αγορών» έγινε εξαιρετικά δημοφιλής μεταξύ των σοσιαλιστών. Ο Gray πρότεινε την ίδρυση μιας εθνικής τράπεζας, όπου ο κάθε παραγωγός θα μπορούσε να καταθέτει το προϊόν του και να παραλαμβάνει, ως αντάλλαγμα, ένα πιστοποιητικό ορισμένων εργασιακών μονάδων. Ο κάτοχος του κουπονιού θα είχε το δικαίωμα να αποκτά, από τα καταστήματα της Τράπεζας, οποιοδήποτε προϊόν που η αξία του θα ήταν ίση με τον εν λόγω αριθμό εργασιακών μονάδων. Αυτός ο τύπος μη χρηματικής συναλλαγής θα εξασφάλιζε στον παραγωγό τη δυνατότητα να πωλεί το προϊόν του ανά πάσα στιγμή στην πλήρη εργασιακή του αξία. Η κατηγορία του χρήματος θα καταργείτο προκειμένου να πραγματοποιηθεί πληρέστερα η αρχή της εργασιακής αξίας. Δυστυχώς, οι ανταλλακτικές αγορές και τράπεζες σύντομα χρεοκόπησαν και απέδειξαν σε όλους ότι ήταν αδύνατο να καταργηθεί το χρήμα, στο βαθμό που τα προϊόντα της εργασίας διατηρούν το χαρακτήρα τους ως εμπορεύματα και αξίες. Η «οργανωμένη ανταλλαγή», εν μέσω μιας ανοργάνωτης εμπορευματικής παραγωγής, αποδείχθηκε ουτοπική επιχείρηση.
Ωστόσο, αν η αρχή της εργασιακής αξίας επρόκειτο να θριαμβεύσει πλήρως, ασφαλώς δεν θα έπρεπε να καταργηθεί μόνο το χρήμα, αλλά όλες οι ενδοφυείς στην καπιταλιστική οικονομία κατηγορίες. Η ανταλλαγή κεφαλαίου με ζωντανή εργασία (εργασιακή δύναμη) έρχεται σε έντονη αντίφαση με το νόμο της εργασιακής αξίας, εφόσον ο εργάτης, κατά την ανταλλαγή αυτή, εισπράττει λιγότερη αξία από την αξία της «εργασίας» του. Το προσόν των πρώτων σοσιαλιστών ήταν ότι υπογράμμισαν με έμφαση αυτή τη βασική αντίφαση στην οποία είχε εμπλακεί η ίδια η Κλασσική Σχολή. Δεν ήξεραν, όμως, πώς έπρεπε να επιλύσουν αυτή την αντίφαση, να αποδείξουν δηλαδή πώς προκύπτει υπεραξία από τη λειτουργία του νόμου της αξίας. Επέμεναν (και σ’ αυτό το σημείο ήταν σύμφωνοι με τον Malthus και τους άλλους κριτικούς της Ρικαρδιανής θεωρίας της αξίας) ότι η εμφάνιση της υπεραξίας αντιφάσκει με το νόμο της εργασιακής αξίας. Κατέληξαν, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι η μισθωτή εργασία και ο καπιταλισμός έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως επιζήμιοι και αφύσικοι θεσμοί.
«Σύμφωνα με ό,τι συμβαίνει σήμερα, οι εργάτες πρέπει να μοιράζονται το προϊόν τους με μη παραγωγικούς αργόσχολους», έγραφε ο Ηοdgskin [ένα όνομα για να φοβερίζεις τα παιδιά].[13]
Η ρήξη του Μαρξ με την κλασσική εργασιακή θεωρία της αξίας
Ο Μαρξ, παρόλο που επηρεάστηκε βαθειά από την εργασιακή θεωρία της αξίας, αρνήθηκε τόσο τη ρικαρδιανή θεωρία της αξίας ως «δαπανώμενης εργασίας» όσο και την ηθική διάσταση που της προσέδωσαν οι ρικαρδιανοί σοσιαλιστές.[14]
Κατ’ αρχάς υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της μαρξικής υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και της μαρξικής θεωρίας της αξίας. Αντικείμενο του Κεφαλαίου είναι η ολότητα των παραγωγικών σχέσεων και οι κοινωνικές μορφές που αυτές παίρνουν στον καπιταλισμό.
Ήδη η κλασσική πολιτική οικονομία δεν ήταν μια απλή εξέταση των σχέσεων μεταξύ αντικειμένων, ούτε μια απλή εξέταση των σχέσεων μεταξύ αντικειμένων και ανθρώπων. Ήταν μια υπεριστορική μελέτη των «φυσικών» ανθρώπινων σχέσεων όπως αυτές διαμεσολαβούνται από αντικείμενα ή, για να το θέσουμε λίγο πιο μακάβρια, μια μελέτη των σχέσεων μεταξύ αντικειμένων όπως αυτές διαμεσολαβούνται από ανθρώπους. Η κριτική της πολιτικής οικονομίας δεν τοποθετεί στο κέντρο της προβληματικής της τη μέτρηση των αλλαγών των σχετικών τιμών μέσα στο χρόνο· ασχολείται με τις σχέσεις των ανθρώπων όπως αυτές διαμεσολαβούνται από αντικείμενα στην εμπορευματική-καπιταλιστική κοινωνία, δηλ. προϋποθέτει ένα ιστορικά συγκεκριμένο οικονομικό-κοινωνικό σύστημα ταξικής εξουσίας, που διέπεται από ένα σύνολο αντιφάσεων.
Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ούτε μια λέξη του Μαρξ αν αγνοήσουμε το γεγονός ότι αναφέρεται σε διαλεκτικά αιτιακές σχέσεις και αναγκαία δομικά χαρακτηριστικά που διέπουν ειδικά την καπιταλιστική κοινωνία.
Γενικά, η θεωρία της αξίας του Μαρξ ξεκινάει από τα εξής: (1) η αξία είναι μια ιστορικά ιδιαίτερη κοινωνική σχέση μεταξύ των ανθρώπων, είναι η «ιδιότητα» που αποκτούν τα προϊόντα της εργασίας τους στον καπιταλισμό, (2) αυτή η σχέση αποκτά μια υλική υπόσταση στην αγορά, μέσω της ανταλλαξιμότητας του οποιουδήποτε προϊόντος εργασίας με κάθε άλλο προϊόν εργασίας, δηλαδή μέσω του χαρακτήρα τους ως εμπορευμάτων τα οποία φέρουν μια συγκεκριμένη (χρηματική) τιμή στην αγορά και (3) σχετίζεται με την διαδικασία της παραγωγής του κεφαλαίου: «Το σύστημα της σύγχρονης ιδιωτικής ανταλλαγής δεν είναι η αυτοφυής οικονομία [όλων] των κοινωνιών… Η έννοια της αξίας ανήκει ολότελα στην πιο σύγχρονη οικονομία, διότι είναι η πιο αφηρημένη έκφραση του ίδιου του κεφαλαίου και της παραγωγής που βασίζεται σ’ αυτό. Στην έννοια της αξίας προδίνεται το μυστικό του κεφαλαίου».[15]
Ένα παράδειγμα από τις καθημερινές συναλλαγές: όταν δύο ατομικοί ιδιοκτήτες ενός χωραφιού συζητούν για το πως θα το «αξιοποιήσουν» καλλιεργώντας το, προσλαμβάνοντας εργάτες γης, πουλώντας τα προϊόντα της εργασίας τους και επανεπενδύοντας το αυξημένο μετά τις πωλήσεις προκαταβλημένο κεφάλαιο δεν αποσκοπούν απλώς σε μια «οικονομική» δραστηριότητα· αναπαράγουν μια ιστορικά ιδιαίτερη κοινωνική σχέση εξουσίας, εκμετάλλευσης και ατομικιστικής/υπολογιστικής ορθολογικότητας σε όλες τις φάσεις της στοχοθετημένης δραστηριότητάς τους.
Ξεκινάμε από το δομικό χαρακτηριστικό πως στην εμπορευματική-καπιταλιστική κοινωνία κάθε εταιρεία, επιχείρηση ή εργοστάσιο είναι αυτόνομες, δηλ. ανεξάρτητες μονάδες που τις απασχολεί μονάχα το δικό τους κέρδος. Η παραγωγή διευθύνεται άμεσα ή έμμεσα από τους ιδιοκτήτες τους, και όχι από την κοινωνία. Η κοινωνία δεν ρυθμίζει συλλογικά τις ανάγκες και την εργασιακή δραστηριότητα των μελών της. Η εργασιακή δύναμη είναι διαχωρισμένη από το αντικείμενό της, με την έννοια ότι τα σημαντικότερα μέσα παραγωγής είναι ιδιοκτησία των καπιταλιστών και η ίδια είναι κατά κύριο λόγο μισθωτή εργασιακή δύναμη. (Ας έχουμε υπ’ όψιν μας όμως ότι στις πρώτες 180 σελίδες του Κεφαλαίου λόγοι που έχουν να κάνουν με τη λογική διάταξη των κατηγοριών και τη μέθοδο της αυξανόμενης συνθετότητας των κοινωνικών μορφών αναγκάζουν τον Μαρξ να παρουσιάσει έναν καπιταλισμό χωρίς κεφάλαιο, αφού στη σφαίρα της απλής κυκλοφορίας εμπορευμάτων, από την οποία ξεκινάει, οι σχέσεις μεταξύ των εμπορευματοκατόχων δεν φαίνεται ακόμα ότι προϋποθέτουν κατ’ ανάγκη μια σχέση αγοράς και πώλησης της εργασιακής δύναμης).
Από την άλλη, αυτοί που παράγουν τα εμπορεύματα δεν τα παράγουν για τον εαυτό τους αλλά για την κοινωνία. Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας ενοποιεί όλους τους παραγωγούς σε ένα σύστημα, σε ένα παραγωγικό μηχανισμό που τα επιμέρους συνθετικά του στοιχεία αλληλεπιδρούν το ένα πάνω στο άλλο και αλληλο-διαμορφώνονται. Πώς επιτυγχάνεται η σύνδεση; Μέσω της ανταλλαγής, της αγοράς, όπου τα εμπορεύματα κάθε διαφορετικού παραγωγού εμφανίζονται χωρίς αξία χρήσης για τον ίδιο, αλλά ως απλές, αφηρημένες, ξεχωριστές αξιακές μορφές, χωρίς να παίζει ρόλο ποιος, που και με ποιο τρόπο τα παρήγαγε, άρα ως προϊόντα εργασίας όμοιας από κοινωνική άποψη. Η σχέση και η σύνδεση μεταξύ των ανεξάρτητων, ενίοτε και ανταγωνιστών, παραγωγών επιτυγχάνονται μέσω της ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Η ίδια δε η γενική ισοδυναμία και ανταλλαξιμότητα των προϊόντων της εργασίας στην αγορά πηγάζει ακριβώς από το γεγονός ότι παράγονται ως εμπορεύματα, παράγονται για να ανταλλαχθούν.
Πιο συγκεκριμένα: η σχέση μεταξύ των ανθρώπων, που πραγματοποιείται κατά την διάρκεια της ανταλλαγής, και η αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγωγών, διαμεσολαβείται από αντικείμενα, δηλ. από τα εμπορεύματα. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής στην νότια Αργεντινή, επηρεάζει την αγροτική παραγωγή στην Ευρώπη (μέσω της μείωσης των τιμών κτλ). Με τον ίδιο τρόπο, η εισαγωγή νέων μηχανών για την επεξεργασία υφάσματος, σε ένα σημείο του πλανήτη, μπορεί να καταστρέψει έναν τοπικό τεχνίτη.
«Η εργασία του κάθε ιδιώτη εκδηλώνεται σαν ένα κομμάτι της συνολικής εργασίας της κοινωνίας μόνο μέσω των σχέσεων που η πράξη της ανταλλαγής εγκαθιδρύει ανάμεσα στα προϊόντα της εργασίας, και, δια της μεσολάβησής τους, ανάμεσα στους παραγωγούς».[16]
Ξανά: στον καπιταλισμό ο κοινωνικός συνδυασμός της εργασίας, και εν τέλει ο ίδιος ο κοινωνικός δεσμός, επιτυγχάνεται μόνο μέσω της ιδιωτικής ανταλλαγής εμπορευμάτων. Ο κάθε παραγωγός σχετίζεται μέσω της ανταλλαγής με όσους αναζητούν τα εμπορεύματά του, με όσους παράγουν ίδια εμπορεύματα, με όσους αγοράζουν ή πουλάνε τα μηχανήματα (σταθερό κεφάλαιο) που είναι απαραίτητα για την παραγωγή αυτών των εμπορευμάτων, και, εν τέλει, με όλα τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Έτσι, η αξία ενός εμπορεύματος, που εκφράζεται μέσω των τιμών, δεν προσδιορίζεται μεμονωμένα αλλά αποκλειστικά σε σχέση με όλα τα άλλα εμπορεύματα, στη διαδικασία ανταλλαγής. Αυτή η σχέση, βέβαια, δεν τερματίζεται την στιγμή που η ανταλλαγή δύο εμπορευμάτων τελειώνει. Οι σχέσεις αυτές ενσωματώνονται στον ίδιο τον τρόπο παραγωγής. Η καπιταλιστική παραγωγή είναι παραγωγή για την ανταλλαγή και για το κέρδος. Η κυκλοφορία καθίσταται η κοινωνική μορφή της παραγωγής: στο μαρξικό σύστημα το χρήμα είναι η αναγκαία «υλική συμπύκνωση» (ή μορφή εμφάνισης) του ενδοφυούς μέτρου της αξίας, του αφηρημένου, κανονικοποιημένου χρόνου εργασίας, που ενυπάρχει στα εμπορεύματα.[17]
Παρατηρούμε εδώ ήδη πως η υποτιθέμενη ανεξαρτησία των παραγωγών (η τυπική όψη τους ως ανεξάρτητοι παραγωγοί) χάνει την σημασία της, στον βαθμό που ο κάθε παραγωγός πρέπει να λάβει υπόψιν του τις συνθήκες της ανταλλαγής, άρα και της χρηματικής κυκλοφορίας, και, συνεπώς, να τις συμπεριλάβει στον τρόπο παραγωγής. Πρέπει, εκ των προτέρων, να διαμορφώσει και να προσαρμόσει την εργασιακή διαδικασία στις αναμενόμενες συνθήκες της αγοράς.
Η ανταλλαγή λοιπόν είναι ένα αδιαχώριστο αλλά ανεπαρκές τμήμα της ίδιας της διαδικασίας αναπαραγωγής της εργασιακής/αξιοποιητικής δραστηριότητας των ανθρώπων. Είναι η κοινωνική μορφή της διαδικασίας αναπαραγωγής που αφήνει το καθοριστικό σημάδι της πάνω στο απόκρυφο κέντρο της άμεσης παραγωγής.[18] Εγγράφοντας το περιεχόμενο στον εαυτό της, κινητοποιεί ένα σύστημα καθορισμένο στην ολότητά του από τη μορφή. (Έχει σημασία να ξαναπούμε πως η επιρροή αυτή της ανταλλαγής γίνεται πάλι μέσω αντικειμένων).
Προκύπτει έτσι μια ριζικά νέα εκδοχή της εκμετάλλευσης: η υπεραξία δεν νοείται από τον Μαρξ ως μια απλή «αφαίρεση» ή «παρακράτηση» από το προϊόν του εργάτη (όπως στην περίπτωση της κλασσικής πολιτικής οικονομίας), αλλά ως μια ιδιαίτερη κοινωνική σχέση, δηλαδή ως η ειδικά καπιταλιστική εκμετάλλευση, η οποία εμφανίζεται αναγκαστικά ως παραγωγή (περισσότερου) χρήματος και ως κεφαλαιοποιημένος/πειθαρχημένος χρόνος εργασίας: ως η μέσω της ενότητας της διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας προσαύξηση της αξίας του προκαταβαλλόμενου (χρηματικού) κεφαλαίου. Η έννοια της υπεραξίας είναι αδιαχώριστη από την έννοια της αξίας, καθώς στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η κίνηση της αξίας γίνεται για την υπεραξία (το χρήμα ως κεφάλαιο αποτελεί «αυτοσκοπό») και καθίσταται δυνατή διά της υπεραξίας.
Η θεωρία του Μαρξ δεν αποτελεί επομένως απλώς αξιακή θεωρία της αφηρημένης εργασίας και χρηματική θεωρία της αξίας. Αποτελεί ταυτόχρονα χρηματική θεωρία του κεφαλαίου και θεωρία του κεφαλαίου ως ταξική πάλη. Στο μαρξικό σύστημα, η αξία και το χρήμα αποτελούν έννοιες που δεν μπορεί να οριστούν ανεξάρτητα (ή πριν) από την έννοια του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από την έννοια του πειθαρχημένου στις ανάγκες της παραγωγής-για-την-ανταλλαγή-και-το-κέρδος χρόνου, ανεξάρτητα από την έννοια της καπιταλιστικής σχέσης ως ανταγωνιστικής ταξικής σχέσης. Δεν μπορούν επίσης να οριστούν ανεξάρτητα (ή πριν) από την έννοια του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, ανεξάρτητα από την έννοια της αξίας χρήσης. Η αξιακή θεωρία του Μαρξ είναι λοιπόν επιπλέον μια θεωρία των κοινωνικών αναγκών, όπως θα δούμε παρακάτω.
Η διπλή όψη του εμπορεύματος: αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία
«Ο πλούτος των κοινωνιών, στις οποίες κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, εμφανίζεται ως ένας τρομακτικός σωρός εμπορευμάτων, που έχει ως στοιχειώδη μορφή του το μεμονωμένο εμπόρευμα. Ως εκ τούτου η έρευνά μας αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος». Οι λακωνικές αυτές προτάσεις με τις οποίες ξεκινάει το Κεφάλαιο παραείναι σύντομες για να εξηγήσουν την ιδιαιτερότητα της καπιταλιστικής κοινωνικής μορφής. Ο Μαρξ δεν ξεκινάει με μία έκθεση των λόγων για τους οποίους αρνείται την ύπαρξη κάποιου πράγματος που λέγεται «οικονομία» εν γένει. Ξεκινάει από τη διπλή όψη του εμπορεύματος και μόνο στο τέταρτο μέρος του πρώτου κεφαλαίου, όταν αναλύει το εμπόρευμα ως στρεβλή, φαντασμαγορική μορφή των κοινωνικών σχέσεων εισέρχεται σε μια πλήρη ανάλυση της κοινωνικής μορφής. Σε όλο αυτό το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου ο Μαρξ προσπαθεί να συνδυάσει ταυτόχρονα μια κριτική της μορφής (φετιχισμός) με μια κριτική του περιεχομένου (εκμετάλλευση), η οποία θα εκδιπλωθεί στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, πριν ανακαλυφθεί το κλασσικό βιβλίο του Rubin, Δοκίμια πάνω στη μαρξική θεωρία της αξίας (1928), η κυρίαρχη ανάγνωση αυτού του κεφαλαίου ήταν ότι επρόκειτο για μια πιο εκλεπτυσμένη ανάπτυξη της ρικαρδιανής θεωρίας της αξίας ως «δαπανώμενης εργασίας». Πράγμα που με τη σειρά του ευνοούσε μια κλασσική τυπική λογική προσέγγιση της μορφής ως καθοριζόμενης από το περιεχόμενο, η οποία όπως θα δούμε στα επόμενα μαθήματα διαψεύδεται από την ανάλυση του Μαρξ στο τρίτο και τέταρτο μέρος του πρώτου κεφαλαίου.
Ο λόγος που δεν ξεκινάει ο Μαρξ από την κατηγορία του κεφαλαίου, παρότι, όπως θα φανεί στη συνέχεια, αυτό είναι το υπερισχύον συνθετικό στοιχείο του συστήματος, είναι γιατί παραείναι σύνθετη και καθορισμένη. Ξεκινάει εσκεμμένα από την ελάχιστα καθορισμένη στιγμή της ολότητας, την ανταλλαγή, και προχωράει προσπαθώντας να δει εάν η ανταλλαγή, ως άμεση, εμπειρική κοινωνική πραγματικότητα, μπορεί να εξηγήσει τον εαυτό της και τις προϋποθέσεις της.
Το εμπόρευμα είναι απλά το πρώτο, το στοιχειώδες εμπειρικό αντικείμενο με το οποίο έρχεται σε επαφή η ανθρώπινη συνείδηση μέσα στην καθημερινή ζωή. Όμως η μορφή εμπόρευμα αποκτά νόημα όταν ριζωθεί στην ολότητα. Η εκκίνηση από το εμπόρευμα δεν μας λέει τίποτα για την προέλευση των εμπορευμάτων, εάν παράγονται η όχι, και αν παράγονται, ποια είναι η διαδικασία παραγωγής τους. Μόνο στη πορεία της έκθεσης των κατηγοριών θα φανεί τελικά ότι είναι δημιουργήματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Το εμπόρευμα είναι ένα ωφέλιμο εξωτερικό αντικείμενο που ικανοποιεί ανθρώπινες ανάγκες οποιουδήποτε είδους: τόσο σωματικές όσο και πνευματικές. Μπορεί να τις ικανοποιεί είτε άμεσα, είτε έμμεσα (μέσα παραγωγής – μέσα συντήρησης). Κάθε ωφέλιμο πράγμα πρέπει να εξετάζεται τόσο από την άποψη της ποιότητας (ιδιότητες του πράγματος, που μπορεί να το κάνουν ανταλλάξιμο) όσο και από την άποψη της ποσότητας (δεν αγοράζουμε αλεύρι γενικά, αλλά ένα κιλό αλεύρι). Η ωφελιμότητα του εμπορεύματος είναι αυτό που το κάνει αξία χρήσης. Η ωφελιμότητα καθορίζεται από τις ιδιότητες του σώματος του εμπορεύματος. Η αξία χρήσης πραγματοποιείται μόνο στη χρήση (διαρκή αγαθά) ή στην κατανάλωση του εμπορεύματος (αναλώσιμα αγαθά).
«Η αξία χρήσης είναι ταυτόχρονα ο υλικός φορέας της ανταλλακτικής αξίας»,[19] δηλαδή της κοινωνικής μορφής του πλούτου στην καπιταλιστική κοινωνία, η οποία είναι διακριτή από τη φυσική μορφή του.
Η ανταλλακτική αξία εμφανίζεται στην ποσοτική σχέση ανταλλαγής αξιών χρήσης ενός είδους με αξίες χρήσης ενός άλλου είδους μέσα στην αγορά. Η ανταλλαξιμότητα προϋποθέτει μια μονάδα μέτρησης (ένας φούρνος δεν πουλάει ψωμί, αλλά χ καρβέλια ψ μεγέθους). Η μονάδα μέτρησης διαφέρει από εμπόρευμα σε εμπόρευμα (κιλά, στρέμματα, κουτάκια κλπ). Άρα η μονάδα μέτρησης, το ποσό, είναι απλά ένας αριθμός, ή μάλλον μια αναλογία: «θα σου δώσω δύο απ’ αυτά για τέσσερα από κείνα»· μια μονάδα που δεν υποδηλώνει τίποτα κοινό μεταξύ των ανταλλασσόμενων προϊόντων. Η σχέση αυτή αλλάζει στο χώρο και το χρόνο και φαίνεται σαν κάτι το καθαρά τυχαίο. Για αυτό το λόγο η ύπαρξη μιας εσωτερικής, ενυπάρχουσας αξίας φαίνεται παραλογισμός.
Ο βασικός υποστηρικτής αυτής της άποψης ήταν ο Samuel Bailey, ο οποίος έλεγε ότι η ανταλλακτική αξία (την οποία ταύτιζε με την αξία) δεν είναι τίποτα άλλο από τυχαία σχέση ανταλλαγής μεταξύ των εμπορευμάτων και δεν δηλώνει τίποτα το ενδογενές, καμμιά ιδιότητα των εμπορευμάτων. Θεωρούσε ότι η πολιτική οικονομία θα έπρεπε να περιοριστεί στην παρατήρηση και ανάλυση των μεμονομένων αναλογιών στις οποίες ανταλλάσσονται τα διάφορα προϊόντα. Το μόνο που μπορούμε να πούμε π.χ. είναι ότι ένα τραπέζι αξίζει όσο τρεις καρέκλες. Του χρόνου αυτή η αναλογία μπορεί να έχει μεταβληθεί και ένα τραπέζι να αξίζει έξι καρέκλες. Επίσης αυτή η αναλογία μπορεί να διαφέρει από τόπο σε τόπο. Ο Bailey, που στρέφει τα βέλη της κριτικής του εναντίον του Ρικάρντο, θεωρεί ότι δεν έχει κανένα νόημα να πεις ότι άλλαξε μόνο η ανταλλακτική αξία του τραπεζιού επειδή έπεσε η αξία των καρεκλών, αλλά όχι η αξία του ίδιου του τραπεζιού, η οποία κατά τους κλασσικούς καθορίζεται, όπως είδαμε, από την ποσότητα εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή του. Κατά τον Bailey, η αξία του τραπεζιού είναι η ανταλλακτική του αξία και μόνον.
Ο Μαρξ για να αποδείξει ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι, λέει ότι δεν πρέπει να εξετάσουμε τη σχέση δύο συγκεκριμένων εμπορευμάτων αλλά αυτό που πραγματικά συμβαίνει στην εμπορευματική οικονομία. Σ΄αυτήν την περίπτωση θα δούμε πως ΟΛΑ τα εμπορεύματα μπορούν να εξισωθούν με όλα τα άλλα, ότι μπορεί να υπάρχουν άπειρες αναλογίες μεταξύ τους. Αλλά αυτές οι αναλογίες δεν είναι τυχαίες, είναι συστηματικές και η συστηματικότητά τους καθορίζεται από αιτίες που εντοπίζονται στην παραγωγή-για-την-ανταλλαγή-και-το-κέρδος. Αν θεωρούσαμε ότι κάθε φορά που αλλάζει η ανταλλακτική αξία ενός τραπεζιού, αλλάζει και η αξία του, τότε δεν θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε πως γίνονται τα εμπορεύματα σύμμετρες ποσότητες και άρα ανταλλάξιμα και θα έπρεπε να παραδεχτούμε ότι κυριαρχεί απόλυτο χάος στο πεδίο του σχηματισμού των τιμών.
Το γεγονός ότι μια ποσότητα ενός εμπορεύματος έχει διαφορετικές αλλά συγκεκριμένες ανταλλακτικές αξίες ως προς ποσότητες άλλων εμπορευμάτων σημαίνει ότι η α ποσότητα ενός είδους εμπορεύματος είναι ισοδύναμη με τη β ποσότητα ενός άλλου είδους εμπορεύματος ή με τη γ ποσότητα ενός τρίτου είδους εμπορεύματος κ.ο.κ εκφράζοντας σε κάθε περίπτωση ίση ανταλλακτική αξία. Έτσι, η πλήρης συμμετρία και ανταλλαξιμότητα των εμπορευμάτων δείχνει πως οι διάφορες ανταλλακτικές αξίες του ίδιου εμπορεύματος όχι μόνο είναι συστηματικές, αλλά επιπλέον εκφράζουν κάτι όμοιο και ίσο. Καθώς η ανταλλακτική σχέση δύο εμπορευμάτων παριστάνει μια εξίσωση μεταξύ τους, ή καλύτερα, μια διπολική ισοδυναμία μεταξύ ανομοίων πραγμάτων, δείχνει ότι σε αυτά τα εμπορεύματα πρέπει να υπάρχει κάτι «τρίτο» που είναι κοινό και ίσου μεγέθους. Το κοινό αυτό στοιχείο δεν μπορεί να έχει να κάνει τίποτα με τις υλικές ιδιότητες των εμπορευμάτων, δηλαδή με τις αξίες χρήσης τους, αφού για να είναι ανταλλάξιμες δύο αξίες χρήσης πρέπει να είναι διαφορετικές και η ανταλλακτική σχέση των εμπορευμάτων να είναι ακριβώς αφαίρεση από τις αξίες χρήσης τους. Σαν ανταλλακτικές αξίες, τα εμπορεύματα διαφέρουν μονάχα στην ποσότητα και καθόλου στην ποιότητα, δεν περιέχουν επομένως ούτε ένα άτομο αξίας χρήσης. Πώς προκύπτει λοιπόν το ισοδύναμο της ανταλλαγής 1 τραπέζι = 3 καρέκλες;
Ο Αριστοτέλης το θεωρούσε θεωρητικό παράδοξο που το αποδεχόμαστε για πρακτικούς λόγους· η λεγόμενη οικονομική επιστήμη από τον Bailey ως τους νεοκλασσικούς το θεωρεί τυχαία ανταλλακτική σχέση ή υποκειμενική εκτίμηση των συναλλασσόμενων· μόνο ο Μαρξ επανέφερε την αντικειμενική ανάλυση των κλασσικών στο προσκήνιο, ασκώντας της ταυτόχρονα κριτική. Προϋπέθεσε ότι μια κοινή ουσία υποβόσκει στη συστηματική ανταλλαγή των εμπορευμάτων, που προκύπτει από τον υπολογισμό της εσωτερικής αξίας των εμπορευμάτων, η οποία είναι διακριτή από κάθε συγκεκριμένη σχέση μεταξύ τους: ένα μέτρο που ενυπάρχει μέσα σε κάθε εμπόρευμα, αλλά ταυτόχρονα είναι διακριτό απ’ αυτό. Δεν μπορεί να έχει να κάνει με τις αισθητές ιδιότητες του εμπορεύματος, αλλά με το ότι τα πλήθη των εμπορευμάτων είναι ομώνυμες στιγμές μιας καθολικής κοινωνικής ουσίας, της οποίας παριστάνουν μια μικρότερη ή μεγαλύτερη ποσότητα· ενός αυτοαναπαραγόμενου κοινωνικού υποκειμένου, που, στην ορολογία του Χέγκελ για το μέτρο, ενοποιεί προοδευτικά την ποσότητα και την ποιότητα και καταργεί την απομονωμένη ύπαρξη των ατελών σωματικών στοιχείων.
«Τα εμπορεύματα πρέπει, ανεξάρτητα από τη σχέση ανταλλαγής ή τη μορφή, στην οποία εμφανίζονται ως ανταλλακτικές αξίες, να εξεταστούν πρώτα ως αξίες αδιακρίτως. Ως αντικείμενα χρήσης ή αγαθά, τα εμπορεύματα είναι σωματικώς διαφορετικά πράγματα. Το αξιακό είναι τους αποτελεί αντιθέτως την ενότητά τους [einheit – το ταυτόν στοιχείο τους]. Αυτή η ενότητα δεν πηγάζει από τη φύση αλλά από την κοινωνία».[20]
Ουσία της Αξίας, Μέγεθος της Αξίας
Το μοναδικό κοινό που έχουν τα σώματα των εμπορευμάτων αν γίνει αφαίρεση από τις αξίες χρήσης τους είναι ότι αποτελούν όλα προϊόντα ανθρώπινης εργασίας. Καθώς όμως κάνουμε αφαίρεση από την αξία χρήσης, κάνουμε επομένως αφαίρεση και από όλες τις αισθητές ιδιότητες του σώματος του εμπορεύματος που το κάνουν αξία χρήσης και επομένως κάνουμε αφαίρεση από όλες τις ιδιότητες και τον ωφέλιμο χαρακτήρα της συγκεκριμένης παραγωγικής εργασίας που παρασταίνεται σε αυτό. Μόνο η αδιαφορία απέναντι στη συγκεκριμένη εργασία του gypsy που έπλεξε τις καρέκλες και αυτή του Τάκη από τη Λαμία που κατασκεύασε το τραπέζι μπορεί να τις εξισώσει φέρνοντας τα προϊόντα τους σε μια σχέση ισοδυναμίας. Η εργασία ή οι εργασίες που παρασταίνονται σε ένα εμπόρευμα, κατά την εξίσωσή του με το γενικό ισοδύναμο (χρήμα) στην πράξη της ανταλλαγής, δεν διακρίνονται πια μεταξύ τους, χάνουν τη συγκεκριμένη μορφή τους και ανάγονται όλες σε αφηρημένη ανθρώπινη εργασία.
Επομένως, αν κάνουμε αυτή την αφαίρεση αυτό που μένει από τα προϊόντα της εργασίας στην γενικευμένα εμπορευματική κοινωνία, στην ανταλλακτική τους σχέση, είναι η φαντασματική (στοιχειωμένη) αντικειμενικότητα τους (gespenstige Gegenständlichkeit). Αποτελούν όλα ποσότητες αποκρυσταλλωμένης, ομοιογενούς ανθρώπινης εργασίας, «δηλαδή ξοδεμένης εργασιακής δύναμης ανεξάρτητα από τη μορφή στην οποία ξοδεύτηκε, μια απλή πηχτή αδιάκριτης ανθρώπινης εργασίας [eine bloße Gallerte unerschiedsloser menschlicher Arbeit]».[21]
Το απόσπασμα αυτό έχει δώσει αφορμή για πολλές ερμηνείες. Κάποιοι όπως ο D. Harvey, θεωρούν ότι η έννοια της φαντασματικής αντικειμενικότητας σημαίνει απλώς ότι όταν βρίσκουμε στην αγορά τα εμπορεύματα με τις ανταλλακτικές τους αξίες, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή ή να μετρηθεί άμεσα η ανθρώπινη εργασία που είναι αποκρυσταλλωμένη σε αυτά. Δηλαδή η ενσωμάτωση της ανθρώπινης εργασίας έχει μια φαντασματική παρουσία μέσα στα εμπορεύματα. Ο De Angelis θεωρεί ότι η αφαίρεση από τη συγκεκριμένη εργασία που παρασταίνεται στο εμπόρευμα είναι αφαίρεση από τη ζωντανή εμπειρία των εργατριών. Άλλοι όπως ο P. Murray θεωρούν ότι μια αναλυτική αφαίρεση όπως η έννοια της αφηρημένης εργασίας δεν μπορεί να σχετίζεται με οποιαδήποτε φυσική ιδιότητα του προϊόντος, όπως άλλωστε υπογραμμίζει και ο ίδιος ο Μαρξ. Αντιθέτως, είναι η κοινωνική πρακτική της ανταλλαγής μέσα στις κοινωνίες όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής που μας κάνει να δρούμε σα να περιεχόταν πραγματικά μέσα στα προϊόντα αφηρημένη εργασία. Δηλαδή το φάντασμα μιας αφηρημένης έννοιας αποκτά αντικειμενικότητα μέσα στην κοινωνική πρακτική. Μια αναλογία για αυτό δίδεται από το παράδειγμα της θρησκείας. Στο κεφάλαιο για το φετιχισμό του εμπορεύματος, ο Μαρξ λέει πως για να κατανοήσουμε την αξιακή σχέση των εργασιακών προϊόντων «πρέπει να καταφύγουμε στη νεφελώδη περιοχή του θρησκευτικού κόσμου. Εδώ τα προϊόντα του ανθρώπινου κεφαλιού φαίνονται σαν να είναι προικισμένα με δική τους ζωή, σαν αυτοτελείς μορφές που βρίσκονται σε σχέσεις μεταξύ τους και με τους ανθρώπους».[22] Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι τα προϊόντα του ανθρώπινου κεφαλιού είναι απλώς φανταστικά. Αντιθέτως, αποκτούν πραγματικότητα, ή αλλιώς, φαντασματική αντικειμενικότητα. Είναι πραγματικές αφαιρέσεις. Όπως έγραφε ο Μαρξ στις σημειώσεις της διατριβής του, το 1841: «ό,τι βάζω με το νου μου πραγματικά (realiter), είναι για μένα μια πραγματική παράσταση, ασκεί επίδραση πάνω μου και υπό αυτή την έννοια όλοι οι θεοί, παγανιστικοί ή χριστιανικοί, έχουν πραγματική ύπαρξη».[23]
Έτσι, ως αποκρυσταλλώσεις αυτής της κοινωνικής υφιστάμενης ουσίας (Substanz), δηλαδή της αφηρημένης εργασίας, τα προϊόντα της εργασίας είναι αξίες, αξίες εμπορευμάτων.[24]
Μέχρι τώρα ο Μαρξ εξέτασε την ανταλλακτική σχέση των εμπορευμάτων μέσα στην οποία η ανταλλακτική αξία αναδύεται σαν κάτι εντελώς ανεξάρτητο από την αξία χρήσης. Αλλά κάνοντας αφαίρεση από την αξία χρήσης προκύπτει η αξία των εμπορευμάτων όπως ορίστηκε προηγουμένως. Το κοινό στοιχείο στην ανταλλακτική σχέση ή στην ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων είναι επομένως η αξία τους. Όπως λέει, η συνέχιση της έρευνας θα οδηγήσει πάλι στην εξέταση της ανταλλακτικής αξίας ως αναγκαίας μορφής εμφάνισης της αξίας. Ωστόσο, επί του παρόντος θα εξεταστεί η φύση της αξίας ανεξάρτητα από τη μορφή με την οποία εμφανίζεται.
Στη συνέχεια ο Μαρξ περνάει στη διαπραγμάτευση του μεγέθους της αξίας. Καθώς μια αξία χρήσης έχει αξία μόνο όταν σε αυτή έχει υλοποιηθεί αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, για να μετρηθεί το μέγεθος της αξίας πρέπει να μετρηθεί το ποσό της εργασίας που περιέχεται σε αυτή. Η ποσότητα όμως της εργασίας μετριέται με τη χρονική της διάρκεια, με το χρόνο εργασίας.
Σ’ αυτές τις πρώτες σελίδες του Κεφαλαίου, ο Μαρξ ξεκινάει σωστά λέγοντας ότι η αξία του εμπορεύματος δεν καθορίζεται από την ποσότητα της ατομικής εργασίας που συγκεκριμένα ξοδεύτηκε στην παραγωγή του, γιατί τότε όσο πιο αργός ή αδέξιος θα ήταν ένας παραγωγός τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η αξία του εμπορεύματός του. Καθώς η εργασία για την οποία μιλάμε εδώ είναι αφηρημένη εργασία, δηλαδή ομογενοποιημένη ανθρώπινη εργασία, είναι προφανώς και ξόδεμα της ίδιας ανθρώπινης εργασιακής δύναμης. Εδώ μιλάμε πάλι για κάτι το αφηρημένο: για την κοινωνικά μέση ανθρώπινη εργασιακή δύναμη, όπως προκύπτει από τη συνολική, κατανεμημένη στους διάφορους κλάδους παραγωγής, εργασιακή δύναμη της κοινωνίας που εκφράζεται στις αξίες του κόσμου των εμπορευμάτων. Η κοινωνικά μέση εργασιακή δύναμη είναι εκείνη που χρειάζεται μόνο τον μέσο αναγκαίο ή αλλιώς κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή ενός εμπορεύματος. Επομένως, το μέγεθος της αξίας μιας ορισμένης αξίας χρήσης καθορίζεται κατ’ αρχήν από τον χρόνο αφηρημένης εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαίος για την παραγωγή της.
Στη συνέχεια όμως δίνει έναν καθαρά τεχνικό-ρικαρδιανό ορισμό του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας (μια από τις ανακοινωμένες στον Ένγκελς παγίδες του;) Λέει ότι το κάθε εμπόρευμα δεν αντιπροσωπεύει παρά το μέσο αντίτυπο του είδους του και ότι η σχέση της αξίας ενός εμπορεύματος προς την αξία κάθε άλλου εμπορεύματος δεν είναι παρά η σχέση του χρόνου που είναι αναγκαίος για την παραγωγή του πρώτου προς το χρόνο που είναι αναγκαίος για την παραγωγή του δεύτερου – στη βάση του μέσου βαθμού επιδεξιότητας, έντασης και παραγωγικής δύναμης της εργασίας που κυριαρχεί κοινωνικά. Τα αξιακά μεγέθη όμως είναι μεγέθη αφηρημένου χρόνου εργασίας που δεν μπορούν να μετρηθούν εμπειρικά.
Βέβαια, αν εξετάσουμε ξεχωριστά τον κάθε τομέα παραγωγής, στον οποίο επικρατούν λίγο-πολύ ομοιογενείς τεχνικές παραγωγής, έχει νόημα να πούμε, όπως κάνει ο Μαρξ, ότι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παραγωγή ενός εμπορεύματος ορίζεται από τους κοινωνικούς-κανονικούς όρους της παραγωγής και τον κοινωνικά μέσο βαθμό επιδεξιότητας και εντατικότητας της συγκεκριμένης εργασίας. Η εισαγωγή νέων τεχνολογιών που αυξάνουν τη μέση παραγωγικότητα αυτής της εργασίας μειώνει προφανώς την αξία ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος, καθώς ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος που είναι απαραίτητος για την παραγωγή του μειώνεται. Η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτάται από το μέσο βαθμό δεξιοτεχνίας των εργατών, από τη βαθμίδα ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογικής εφαρμογής της, από την κοινωνική οργάνωση της διαδικασίας παραγωγής, από την έκταση και την αποτελεσματικότητα των μέσων παραγωγής καθώς και από τις φυσικές συνθήκες (π.χ. από τον καιρό που επικρατεί στη διάρκεια μίας χρονιάς, ο οποίος επηρεάζει την παραγωγικότητα της αγροτικής εργασίας). Στο σημείο αυτό ο Μαρξ παρουσιάζει και το λόγο που ο χρυσός ή τα διαμάντια έχουν τόσο μεγάλη αξία, καθώς η παραγωγή τους απαιτεί μεγάλη ποσότητα κοινωνικά αναγκαίας εργασίας. Γενικά, όσο μεγαλύτερη η παραγωγικότητα της εργασίας τόσο μικρότερη η αξία των εμπορευμάτων και το αντίστροφο. Είναι σημαντικό όμως εδώ να λάβουμε υπόψιν μας ότι αν επέλθει κάποια αλλαγή στην παραγωγικότητα ενός τομέα παραγωγής θα εκφραστεί με μια αλλαγή της αξίας των εμπορευμάτων που παράγονται απ’ αυτόν μόνο αν επιφέρει μια τροποποίηση της κατανομής της συνολικής εργασιακής δύναμης σε ένα δεδομένο καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Μ΄αυτήν την έννοια, επιδρά στο σύνολο των αξιών και όχι μόνο στην αξία των συγκεκριμένων ατομικών εμπορευμάτων του εν λόγω τομέα.
Πάμε στο τέλος αυτής της πρώτης ενότητας του πρώτου κεφαλαίου. Εκεί ξεκαθαρίζεται ότι δεν είναι όλα τα αγαθά αξίες, παρότι μπορεί να είναι αξίες χρήσης. Αυτό συμβαίνει όταν δεν απαιτείται η μεσολάβηση της εργασίας για να είναι ωφέλιμα για τον άνθρωπο (π.χ. ο αέρας, τα παρθένα δάση, τα φυσικά λιβάδια, κλπ.). Επίσης, ένα πράγμα μπορεί να είναι ωφέλιμο προϊόν ανθρώπινης εργασίας χωρίς να είναι εμπόρευμα (δηλαδή αξία). Π.χ. όταν μια οικογένεια παράγει ντομάτες στον κήπο του σπιτιού της για αυτοκατανάλωση, το προϊόν δεν είναι αξία. Για να παράγει κανείς εμπόρευμα δεν πρέπει να παράγει απλώς αξία χρήσης αλλά αξία χρήσης για άλλους που τους μεταβιβάζεται μέσω της εμπορευματικής ανταλλαγής. Τέλος, κανένα πράγμα δεν μπορεί να είναι αξία χωρίς να είναι αντικείμενο χρήσης. Αν κάτι είναι ανώφελο, ανώφελη είναι και η εργασία που περιέχεται σε αυτό, δεν υπολογίζεται σαν εργασία και γι’ αυτό δεν αποτελεί αξία.
Θα πιαστούμε απ’ αυτήν την αναφορά στην αξία χρήσης για να πούμε ότι στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου ο Μαρξ δίνει έναν πιο ολοκληρωμένο ορισμό της έννοιας του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας. Γράφει:
Αν η αξία χρήσης του κάθε ξεχωριστού εμπορεύματος εξαρτάται από το αν αυτό καθεαυτό το εμπόρευμα ικανοποιεί μια συγκεκριμένη ανάγκη, τότε η αξία χρήσης όλων των προϊόντων της κοινωνίας εξαρτάται από το αν αντιστοιχεί στην ποσοτικά καθορισμένη κοινωνική ανάγκη για το κάθε ιδιαίτερο είδος προϊόντος, και, επομένως, αν η εργασία είναι ανάλογα καταμερισμένη στις διάφορες σφαίρες παραγωγής, σύμφωνα με αυτές τις ποσοτικά καθορισμένες ανάγκες της κοινωνίας (To σημείο αυτό να παρθεί υπ’ όψιν, όταν εξεταστεί η κατανομή του κεφαλαίου στις διάφορες σφαίρες παραγωγής). Η κοινωνική ανάγκη, δηλ. η αξία χρήσης σε κοινωνική κλίμακα, παρουσιάζεται εδώ καθοριστική για τις μερίδες του συνολικού κοινωνικού εργάσιμου χρόνου που αναλογούν στις διάφορες ιδιαίτερες σφαίρες παραγωγής. Πρόκειται απλώς για τον ίδιο νόμο που εκδηλώνεται ήδη στο κάθε ξεχωριστό εμπόρευμα, δηλ. ότι η αξία χρήσης του εμπορεύματος αποτελεί προϋπόθεση της ανταλλακτικής του αξίας άρα και της αξίας του… Ας υποθέσουμε λ.χ. ότι έχει παραχθεί δυσανάλογα πολύ βαμβακερό ύφασμα, παρόλο που σ’ αυτό το συνολικό προϊόν βαμβακερού υφάσματος έχει πραγματοποιηθεί μόνο ο εργάσιμος χρόνος που κάτω από τις δεδομένες συνθήκες ήταν αναγκαίος γι’ αυτό το προϊόν. Αλλά γενικά έχει ξοδευτεί πάρα πολύ κοινωνική εργασία σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο κλάδο. Δηλαδή ένα μέρος του προϊόντος αυτού είναι άχρηστο. Γι’ αυτό όλο αυτό το ύφασμα πουλιέται μόνο τόσο όσο θα πουλιόταν αν είχε παραχθεί στην απαιτούμενη αναλογία. Αυτό το ποσοτικό όριο των μερίδων του συνολικού κοινωνικού χρόνου εργασίας που μπορούν να διατεθούν στις διάφορες ιδιαίτερες σφαίρες παραγωγής, είναι απλώς μια πιο αναπτυγμένη έκφραση του νόμου της αξίας γενικά, αν και ο αναγκαίος χρόνος εργασίας έχει εδώ άλλο νόημα. Από τον χρόνο αυτό απαιτείται τόσος όσος χρειάζεται για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Ο περιορισμός τίθεται εδώ από την αξία χρήσης. Κάτω από τους δεδομένους όρους παραγωγής η κοινωνία μπορεί από το συνολικό της εργάσιμο χρόνο να ξοδέψει μόνο τόσο για την παραγωγή αυτού του ιδιαίτερου είδους προϊόντος.[25]
Από τη στιγμή λοιπόν που υιοθετούμε την οπτική γωνία της συνολικής διαδικασίας παραγωγής, μόνο ο συνολικός χρόνος εργασίας που δαπανάται σε ένα κλάδο της παραγωγής αναγνωρίζεται ως «κοινωνικά αναγκαίος»· κι αυτό πάλι μόνο αν αντιστοιχεί σε μια υπαρκτή κοινωνική ανάγκη για τα εμπορεύματα αυτού του κλάδου και στη δυνάμενη να τα πληρώσει ζήτηση. Πράγματι, μόνο αυτός ο δεύτερος ορισμός της έννοιας την καθιστά ικανή να παίξει το ρόλο που ο Μαρξ της αναθέτει από την αρχή κιόλας του έργου του: το ρόλο της αποκάλυψης της κοινωνικής διαδικασίας που δρά, πίσω από την πλάτη των συναλλασόμενων μερών, μέσω των αξιακών σχέσεων των εμπορευμάτων.
Ο νόμος της αξίας είναι ο εμμενής νόμος ρύθμισης μιας κοινωνίας ιδιωτών παραγωγών, αφού μέσω συμβολαίων και αμοιβαίων διευθετήσεων και αναπροσαρμογών των ανταλλακτικών αξιών των εμπορευμάτων, ένας κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας αρκούντως κατάλληλος για την υπάρχουσα δομή κοινωνικών αναγκών επιβάλλεται αυθόρμητα. Σύμφωνα μ’ αυτό το γενικό νόμο, ο χρόνος εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή του συνόλου των εμπορευμάτων αναγνωρίζεται ως κοινωνικά αναγκαίος μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η συνολική μάζα των εμπορευμάτων ανταποκρίνεται στη κοινωνική ανάγκη που υπάρχει γι’αυτά. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπάρξει ορισμός των θεμελιακών εννοιών της μαρξικής θεωρίας της αξίας χωρίς μια προκαταρκτική αναφορά στην υπάρχουσα δομή των κοινωνικών αναγκών ή τη ζήτηση των εμπορευμάτων.
Κι εδώ αναφύεται το καίριο ερώτημα: τι καθορίζει το περιεχόμενο των κοινωνικών αναγκών; Οι μορφές της παραγωγής δημιουργούν μια τέτοια δομή αναγκών που ο τρόπος ικανοποίησής τους να εγγυάται τη διαιώνιση αυτών των μορφών ή οι μορφές προσαρμόζονται στην απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη κοινωνική δημιουργία αναγκών;
Από όσα έχουμε πει μέχρι τώρα πάντως διαφαίνεται η διαλεκτική μέθοδος του Μαρξ. Παρόλο που για να καταλήξουμε στην αξία, έπρεπε να κάνουμε αφαίρεση από την αξία χρήσης, αν ένα εμπόρευμα δεν ικανοποιεί κάποια συγκεκριμένη ανθρώπινη ανάγκη ή επιθυμία, αν δηλαδή δεν είναι αξία χρήσης για κάποιον άλλον τότε δεν έχει και αξία: πρέπει με άλλα λόγια να μπορεί να πουληθεί στην αγορά. Η δομή της επιχειρηματολογίας είναι η εξής: ξεκινάμε από την «ενική» έννοια του εμπορεύματος και αποδεικνύουμε το διπλό χαρακτήρα του: είναι αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία. Οι ανταλλακτικές αξίες αποτελούν τη μορφή εμφάνισης της αξίας ως κοινωνικής υφιστάμενης ουσίας, δηλαδή της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, της οποίας το μέγεθος καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Άρα η αξία δεν έχει κανένα νόημα αν δεν συνδέεται εκ νέου με την αξία χρήσης. Το εμπόρευμα δεν μπορεί επομένως να κοπεί στα δύο. Αποτελεί τη διαλεκτική ενότητα αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας από την οποία μπορεί να προκύψει η «ενική» έννοια της αξίας της οποίας φορέας είναι η αξία χρήσης. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως ο Μαρξ πραγματεύεται διαλεκτικές σχέσεις που συγκροτούν ολότητες. Τώρα αν ο αμοιβαίος καθορισμός των συνθετικών στοιχείων της παραγωγής (άμεση παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή, κατανάλωση) αναδεικνύεται στο Κεφάλαιο με ορθό τρόπο, όπως επίσης και ο αμοιβαίος καθορισμός της παραγωγής και της κυκλοφορίας του κεφαλαίου ή αυτών των τελευταίων και των πολιτικών μορφών ή της υποκειμενικότητας, αυτό θα το δούμε στην πορεία.
[1] Σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου του ο Rubin διευκρινίζει ότι εκείνη την εποχή η «δίκαιη τιμή» υπολογιζόταν με βάση τις δαπάνες που πραγματοποιούσαν οι τεχνίτες για πρώτες ύλες και εργαλεία και την «αξιοπρεπή» αμοιβή της εργασίας τους με βάση τις παραδοσιακές συνθήκες ζωής (σελ. 87).
[2] Γράφει ο Nicholas Barbon στο A discourse of Trade (Λονδίνο, 1690, σελ. 13-15): «Η αξία όλων των πραγμάτων προκύπτει από τη χρησιμότητά τους. Πράγματα καμιάς χρησιμότητας δεν έχουν καμιά αξία… Η χρησιμότητα των πραγμάτων είναι η ικανοποίηση των επιθυμιών και των αναγκών ενός ανθρώπου. Υπάρχουν δύο γενικές ανάγκες με τις οποίες γεννιέται ο άνθρωπος: οι ανάγκες του σώματος και οι ανάγκες του πνεύματος. Για να ικανοποιήσουν αυτές τις δύο ανάγκες, όλα τα πράγματα υπό τον ήλιο γίνονται χρήσιμα και, επομένως, έχουν μια αξία… Οι ανάγκες του πνεύματος είναι άπειρες, ο άνθρωπος έχει εκ φύσεως φιλοδοξίες, και καθώς το πνεύμα του ανορθώνεται, οι αισθήσεις του εκλεπτύνονται και είναι περισσότερο ικανές να γνωρίσουν την ευχαρίστηση. Οι πόθοι του διευρύνονται και οι ανάγκες του αυξάνονται μαζί με τις επιθυμίες του».
[3] Η μερκαντιλιστική πολιτική (16ος – αρχές 17ου αιώνα), που επιτάχυνε την διάλυση της φεουδαρχικής οικονομίας και των συντεχνιών των χειροτεχνών, αντιστοιχούσε στα συμφέροντα της εμπορικής αστικής τάξης και του εμπορικού κεφαλαίου. Κύριος στόχος της ήταν η ενθάρρυνση της ταχύρρυθμης μεγέθυνσης του εξωτερικού εμπορίου μιας χώρας (σε συνδυασμό με τις μεταφορές και ορισμένες εξαγωγικές βιομηχανίες, όπως η εριουργία), επιδιώκοντας ιδιαίτερα να ενισχύσει τη ροή πολύτιμων μετάλλων από το εξωτερικό, γεγονός που με τη σειρά του επιτάχυνε τη μετάβαση από τη «φυσική» (προκαπιταλιστική) στη χρηματική οικονομία. Μπορούμε, επομένως, να κατανοήσουμε γιατί η μερκαντιλιστική βιβλιογραφία επικέντρωσε την προσοχή της κυρίως σε δύο στενά σχετιζόμενα προβλήματα: 1) το ζήτημα του εξωτερικού εμπορίου και του εμπορικού ισοζυγίου και 2) το ζήτημα της ρύθμισης της χρηματικής κυκλοφορίας. Σε αντίθεση με τους μερκαντιλιστές που υποστήριζαν ότι το καλύτερο μέσο για να γίνει μια χώρα πλούσια ήταν η ανάπτυξη του εξωτερικού της εμπορίου, οι φυσιοκράτες (18ος αι.) θεωρούσαν ότι η μοναδική πηγή πλούτου για μια χώρα ήταν η αγροτική οικονομία.
[4] Isaak Rubin, Ιστορία Οικονομικών Θεωριών, Αθήνα, 1994, σελ. 466-468 (η έμφαση δική μας).
[5] Adam Smith, Έρευνα για τη Φύση και τις Αιτίες του Πλούτου των Εθνών, Αθήνα, 2000, Ι, viii.
[6] I. Rubin, ό.π., σελ. 473-477 (δική μας η έμφαση).
[7] Ό.π., σελ. 478-481.
[8] Η «θεωρία» του Say ότι η εργασία δημιουργεί μόνο την αξία των μισθών και όχι το σύνολο της αξίας του προϊόντος είναι μετεξέλιξη της «χυδαίας» πλευράς της θεωρίας του Adam Smith ότι η αξία του προϊόντος συνίσταται στο άθροισμα των μισθών, του κέρδους και της προσόδου. Αντίθετα, για τον Ricardo, είναι το μέγεθος της αξίας που προσδιορίζει το μέγεθος του εισοδήματος.
[9] Ι. Rubin, ό.π., σελ. 483-484.
[10] Γράφει ο Th. Malthus στο The Measure of Value Stated and Illustrated (Λονδίνο, 1822, σελ. 12-13): «Τα αποτελέσματα της γρήγορης ή αργής περιστροφής και των διαφορετικών αναλογιών πάγιου και κυκλοφορούντος κεφαλαίου προβλέπονται με ευκρίνεια από τον κ. Ricardo. Ωστόσο, στην τελευταία του έκδοση (την τρίτη, σελ. 32) έχει υποβαθμίσει πολύ την έκτασή τους. Έχουν μια τέτοια πρακτική και θεωρητική σημασία, ώστε μπορούν να καταστρέψουν τη θέση ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται μεταξύ τους σύμφωνα με τη ποσότητα εργασίας που χρησιμοποιείται για αυτά. Αλλά κανείς, εξ όσων γνωρίζω, δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι η διαφορετική ποσότητα εργασίας που χρησιμοποιήθηκε για να παραχθούν τα εμπορεύματα δεν είναι μια πολύ ισχυρότερη πηγή διαφοράς σε αξία».
[11] Το κύριο έργο του ήταν το Critical Dissertation on the Nature, Measure and Causes of Value (Λονδίνο,1825), το οποίο ο Μαρξ αναλύει εκτεταμένα στις Θεωρίες για την Υπεραξία
[12] I. Rubin, ό.π., σελ. 390-394.
[13] Ό.π., σελ. 440-443.
[14] Γράφει χαρακτηριστικά ο Ένγκελς: «Σύμφωνα με τους νόμους της αστικής οικονομίας, το μεγαλύτερο μέρος του προϊόντος δεν ανήκει στους εργάτες που το δημιούργησαν. Αν πούμε τώρα: αυτό είναι άδικο, δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, τότε αυτό δεν έχει καμμιά σχέση με τα οικονομικά. Απλά λέμε πως ένα οικονομικό γεγονός βρίσκεται σε αντίφαση με την ηθική μας. Να γιατί ο Μαρξ δεν θεμελίωσε ποτέ τις κομμουνιστικές του διεκδικήσεις πάνω σ’ αυτό, μα πιο πολύ στην αναγκαστική κατάρρευση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, που πραγματοποιείται κάτω από τα μάτια μας κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Αρκείται να πει πως η υπεραξία δημιουργείται από απλήρωτη εργασία: αυτό είναι ένα καθαρό και απλό γεγονός». (Πρόλογος του 1884 στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, Αθήνα, χ.χ., σελ. 10).
[15] Κ. Μαρξ, Grundrisse, σελ. 682, 596.
[16] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 86.
[17] Βλ. ό.π., σελ. 107.
[18] Βλ. ό.π., σελ. 188.
[19] Ό.π., σελ. 50.
[20] Από την πρώτη γερμανική έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, σε απόδοση Γιώργου Σταμάτη, Γραμμικά Συστήματα και Θεωρία της Αξίας, σελ. 294.
[21] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 52. Η γερμανική λέξη Gallerte που μεταφράστηκε στις ελληνικές εκδόσεις του Κεφαλαίου σαν «πήγμα», θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά καλύτερα ως «πηχτή», αν και σημαίνει τη ζελατίνη με την οποία φτιάχνεται στη Γερμανία η πηχτή. Αντιγράφουμε από το site Coghnorti (oι προσθήκες εντός αγκυλών δικές μας): «Η ζελατίνη είναι ένα προϊόν ζωικής προέλευσης που παρασκευάζεται στα σφαγεία μέσα από μια διαδικασία βρασμού/τήξης των υπολειμμάτων: από το χόνδρο των οστών, τους συνδετικούς ιστούς, τα τομάρια κτλ. εκλύεται το κολλαγόνο. Το τελικό προϊόν είναι [ήρεμο], άοσμο, άγευστο και άχρωμο, και χρησιμοποιείται ως πηκτικό στη ζαχαροπλαστική και τη μαγειρική. Τώρα, το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μαρξ ενδεχομένως να σκόπευε να αηδιάσει τον αναγνώστη του (που τον 19ο αι. θα ήταν πιο εξοικειωμένος με τέτοια πράγματα). Στις κοινωνίες που κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, η ανθρώπινη δραστηριότητα, για να [επικυρωθεί] κοινωνικά, πρέπει να μετατραπεί σε κάτι [ήρεμο], άγευστο, άχρωμο, αδιάκριτο – σε αφηρημένη εργασία. Πρόκειται για την καπιταλιστική εργασιακή διαδικασία [η οποία είναι ταυτόχρονα διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου], που αλέθει, στίβει το προλεταριάτο για να παραχθεί [η υπεραξία]. [Άλλωστε η βασική μορφή της αξίας], το χρήμα, όπως λέει ο Μαρξ (ό.π., σελ. 122), “δεν μυρίζει”, δεν μαρτυρά τη διαδικασία από την οποία προήλθε. Φυσικά, και ιδίως αν λάβουμε υπόψη τον τρόπο παρασκευής αυτής της [ήρεμης], άοσμης, άχρωμης, άγευστης κοινωνικής οντότητας, η απόσταση από τη μορφή-χρήμα (που “δεν μυρίζει”) μέχρι τη μορφή-κεφάλαιο (που “έρχεται στον κόσμο βουτηγμένο από την κορυφή ως τα νύχια στο αίμα και στη βρωμιά”, ό.π., σ. 785) δεν είναι παρά ένα τσιγάρο δρόμος, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία [που εμείς θα τη διηγηθούμε στα επόμενα μαθήματα]. Επιπλέον, η αναφορά εδώ στη ζελατίνη πρέπει, ιδίως αν λάβουμε υπόψη το ως συνήθως μακάβριο χιούμορ του Μαρξ, να συνδεθεί με την τελευταία παράγραφο του δεύτερου μέρους του Κεφαλαίου (ό.π., σελ. 189), στην οποία αναφέρεται ότι ο εργάτης “φέρνει στην αγορά για να πουλήσει το ίδιο του το τομάρι, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το γδάρσιμο”. Μια πιο αναπτυγμένη ανάλυση του Gallerte μπορεί να βρεθεί στο κείμενο του Keston Sutherland ‘Marx in Jargon’».
[22] Ό.π., σελ. 86.
[23] Κ. Μαρξ, Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας, Αθήνα, 1983, σελ. 188.
[24] Παρεμβαίνοντας στη διαμάχη των ελλήνων μεταφραστών του Κεφαλαίου σχετικά με την απόδοση του όρου Substanz στον Χέγκελ και τον Μαρξ, επιλέγουμε την απόδοση του Γιώργου Φαράκλα ως «υφιστάμενη ουσία». Να τι λέει ο εν λόγω μεταφραστής στο επίμετρο της δικής του μετάφρασης της χεγκελιανής Φαινομενολογίας του Πνεύματος: «Υφίσταμαι θα πει υπάρχω, με μια απόχρωση σταθερότητας. Έτσι, η υπόσταση είναι η λίγο-πολύ σταθερή ύπαρξη. Αυτά αντιστοιχούν στο γερμανικό bestehen και στο ουσιαστικοποιημένο ρήμα das Bestehen [τα καθεστηκότα]. Όμως η υπόσταση δεν μπορεί να αποδίδει την Substanz όπως πιστεύουν πολλοί μεταφραστές –παρόλο που η sub-stantia υπήρξε όντως αρχικά η λατινική μεταγραφή της υπο-στάσεως– για τον απλούστατο λόγο ότι η substantia (και ακολούθως η substance, η Substanz, η sostanza) αποδίδει στη φιλοσοφική γλώσσα την ουσία με την αριστοτελική σημασία του όρου, ενώ η essentia (essence, Wesen, essenza) την πλατωνική εκδοχή του ίδιου όρου. Στα ελληνικά ακόμη τώρα έχουμε δύο έννοιες ουσίας: η ουσία όταν είναι απαγορευμένη ή φαιά, ή στην έκφραση “η ουσιαστική ελευθερία” είναι “αριστοτελικής” απόχρωσης: είναι ένα υπαρκτό πράγμα ή έστω κάτι το μη τυπικό, που δεν είναι μια ψιλή έννοια (όπως η μόνον “τυπική” ελευθερία). Ενώ είναι μια έννοια με “πλατωνική” απόχρωση στις εκφράσεις κατ’ ουσίαν ή έχει ουσιαστικά δίκιο. Επειδή άλλωστε τα ελληνικά διαθέτουν μόνο τη λέξη ουσία, και όταν μιλούν για την αντίθεση ουσίας και φαινομένων, όπου οι δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες θα μιλούσαν για essentia, essence, Wesen, essenza, αλλά και όταν μιλούν για την αντίθεση ουσίας και συμβεβηκότων [Akzidentalität, τυχαίων, απρόβλεπτων], όπου οι ίδιες γλώσσες θα μιλούσαν για substantia, substance, Substanz, sostanza, προτάθηκε η δεύτερη έννοια να αποδοθεί υπόσταση. Δηλαδή, θα μιλάμε εφεξής για υπόσταση και συμβεβηκότα ή για υποστασιακή ελευθερία; Δεν πιστεύω ότι έχει νόημα ένας τέτοιος βιασμός της γλωσσικής μας υπόστασης. Για να διακρίνονται οι δύο έννοιες ουσίας αρκεί να προστεθεί το υφίσταμαι ως επιθετικός προσδιορισμός για την υπαρκτή (αριστοτελικής απόχρωσης) ουσία, όποτε το απαιτεί η συνάφεια (με τον ίδιο τρόπο που διακρίνεται η Wirklichkeit από την Realität). Κατά τα άλλα, η λέξη Wesen σημαίνει ον σε συγκεκριμένες συνάφειες (höchstes Wesen, menschliches Wesen κ.τ.τ.) και σε αντίστοιχες, τεχνικότερα φιλοσοφικές, μπορεί να αποδίδεται ως οντότητα». Έγελος [Χέγκελ], Φαινομενολογία του Νου [Πνεύματος], Αθήνα, 2007, σελ. 777. Σε κάθε περίπτωση πάντως, μας βρίσκει σύμφωνους η άποψη των Γκιούρα-Νουτσόπουλου ότι με τη χρήση αυτού του όρου ο Μαρξ αναδιατυπώνει το πρόγραμμα της χεγκελιανής φιλοσοφίας, σύμφωνα με το οποίο η υφιστάμενη ουσία (Substanz) πρέπει να γίνει υποκείμενο (Subjekt).
[25] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙΙ, σελ. 791. Βλ. επίσης στον πρώτο τόμο, σελ. 119-120.