Μάθημα 70ο: Η συνολική διαδικασία κύκλησης του κεφαλαίου ή τα τρία σχήματα της διαδικασίας κύκλησης
ΜΑΘΗΜΑ 70ο
H ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΥΚΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Ή
ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΥΚΛΗΣΗΣ
Ξεκινώντας την ανάγνωση του δεύτερου τόμου εξετάσαμε τη διαδικασία κυκλοφορίας του κεφαλαίου από τρείς διαφορετικές οπτικές γωνίες σαν να επρόκειτο για τρείς αυτόνομες διαδικασίες κύκλησης του κεφαλαίου. Αυτές οι τρείς μορφές του κεφαλαίου, που είναι τρία διαφορετικά τμήματα-συνθετικά στοιχεία του ίδιου βιομηχανικού κεφαλαίου, το ένα απορροφημένο στην παραγωγή, το άλλο μορφοποιημένο ως εμπόρευμα και το τρίτο μορφοποιημένο ως χρήμα –είτε αρχικώς προκαταβληθέν χρήμα είτε αυξημένο, εκ νέου τοποθετημένο χρήμα– αποδόθηκαν με τρία σχήματα:
Ι. Κύκληση χρηματικού κεφαλαίου
Χ – Ε (= Εδ + Μπ) … Π… Ε΄ (= Ε + ε) – Χ΄ = Χ + χ
ΙΙ. Κύκληση παραγωγικού κεφαλαίου
Π … Ε΄ – Χ΄ – Ε … Π
ΙΙΙ. Κύκληση εμπορευματικού κεφαλαίου
Ε΄ – Χ΄ – Ε … Π … Ε΄
Στη συνέχεια είδαμε, στα προηγούμενα εννέα μαθήματα, με τι τρόπους εμπεριέχεται η αντίθεση κεφαλαίου–εργασίας στα τρία κυκλώματα του κεφαλαίου. Σ’ αυτό το κεφάλαιο, ο Μαρξ τα τοποθετεί μαζί για να δείξει την ενότητά τους, την αλληλοδιαπλοκή τους και τη συνεχή κίνησή τους στην αμοιβαία σχέση τους.
Αν συνοψίσουμε και τις τρεις μορφές, τότε όλες οι προϋποθέσεις της διαδικασίας εμφανίζονται σαν αποτέλεσμά της, σαν προϋπόθεση που την έχει παραγάγει αυτή η ίδια (και όλα τ’ αποτελέσματά της εμφανίζονται σαν προϋποθέσεις της). Κάθε στοιχείο εμφανίζεται σαν σημείο αφετηρίας, σαν σημείο περάσματος και σαν σημείο επιστροφής. Η συνολική διαδικασία παρουσιάζεται σαν ενότητα της διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας· η διαδικασία παραγωγής γίνεται μεσολαβητής της διαδικασίας κυκλοφορίας και αντίστροφα.
Κοινό και για τις τρεις κυκλήσεις είναι ότι έχουν σαν καθοριστικό σκοπό, σαν κίνητρο, την αξιοποίηση της αξίας. Στο Ι αυτό εκφράζεται στην ίδια τη μορφή. Η μορφή ΙΙ αρχίζει με το Π, με την ίδια τη διαδικασία αξιοποίησης. Στη μορφή ΙΙΙ η κύκληση αρχίζει με την αξιοποιημένη αξία και κλείνει με ξανά αξιοποιημένη αξία, ακόμα και όταν η κίνηση επαναλαμβάνεται στην ίδια κλίμακα…
Αν όμως δεν σταματήσουμε σ’ αυτή την τυπική πλευρά, αλλά εξετάσουμε την πραγματική συνάρτηση των μεταμορφώσεων των διαφόρων ατομικών κεφαλαίων, δηλ. στην πραγματικότητα τη συνάρτηση των κυκλήσεων των ατομικών κεφαλαίων σαν μερικότερων κινήσεων της διαδικασίας αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, τότε δεν μπορεί να εξηγηθεί η συνάρτηση αυτή από την απλή αλλαγή μορφής του χρήματος και του εμπορεύματος.
Σ’ ένα διαρκώς περιστρεφόμενο κύκλο κάθε σημείο είναι ταυτόχρονα σημείο αφετηρίας και σημείο επιστροφής. Αν διακόψουμε την περιστροφή, τότε κάθε σημείο αφετηρίας δεν είναι σημείο επιστροφής. Έτσι είδαμε πως όχι μόνο κάθε ιδιαίτερη κύκληση προϋποθέτει (implicite [εμπεριέχει]) την άλλη, μα πως επίσης η επανάληψη της κύκλησης με τη μια μορφή συμπεριλαμβάνει τη διάνυση της κύκλησης με τις άλλες μορφές. Έτσι όλη η διαφορά παρουσιάζεται σαν καθαρά τυπική διαφορά ή ακόμα σαν καθαρά υποκειμενική διαφορά, που υπάρχει μόνο για τον παρατηρητή.[1]
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Μαρξ είναι αυτή της συνύπαρξής τους στο χώρο και της διαδοχικής κίνησής τους στο χρόνο.
Οι τρεις κυκλήσεις, οι μορφές αναπαραγωγής των τριών μορφών του κεφαλαίου συντελούνται αδιάκοπα η μια δίπλα στην άλλη. Λογουχάρη, ένα μέρος της κεφαλαιακής αξίας, αυτό που λειτουργεί τώρα σαν εμπορευματικό κεφάλαιο, μετατρέπεται σε χρηματικό κεφάλαιο, ταυτόχρονα όμως ένα άλλο μέρος βγαίνει από τη διαδικασία παραγωγής και μπαίνει στην κυκλοφορία σαν νέο εμπορευματικό κεφάλαιο. Έτσι διαγράφεται διαρκώς η κυκλική μορφή Ε΄… Ε΄, το ίδιο γίνεται και με τις δυο άλλες μορφές. Η αναπαραγωγή του κεφαλαίου στην καθεμιά από τις μορφές του και στο καθένα από τα στάδια του είναι το ίδιο συνεχής, όπως η μεταμόρφωση αυτών των μορφών και το διαδοχικό πέρασμα από τα τρία στάδια. Εδώ λοιπόν η συνολική κύκληση αποτελεί πραγματική ενότητα των τριών μορφών της.[2]
Είναι επίσης η γλώσσα των διακοπών και των πιθανών διαρρήξεων της διαδικασίας.
Ας πούμε ότι 10000 λίβρες νήμα είναι το βδομαδιάτικο προϊόν ενός κλωστουργού επιχειρηματία. Αυτές οι 10000 λίβρες νήμα βγαίνουν όλες από την σφαίρα της παραγωγής και μπαίνουν στην σφαίρα της κυκλοφορίας· η κεφαλαιακή αξία που περιέχεται σε αυτές πρέπει να μετατραπεί ολόκληρη σε χρηματικό κεφάλαιο, και όσον καιρό μένει με τη μορφή του χρηματικού κεφαλαίου δεν μπορεί να ξαναμπεί στη διαδικασία παραγωγής· πρέπει πρώτα να μπει στην κυκλοφορία και να ξαναμετατραπεί στα στοιχεία του παραγωγικού κεφαλαίου Εδ + Μπ. Η διαδικασία κύκλησης του κεφαλαίου είναι μια διαρκής διακοπή, έξοδος από το ένα στάδιο και είσοδος στο επόμενο· εγκατάλειψη της μιας μορφής και ύπαρξη με μιαν άλλη μορφή· το καθένα απ’ αυτά τα στάδια δεν καθορίζει μόνο το άλλο, αλλά ταυτόχρονα και το αποκλείει.[3]
Από τη διακοπή της συνέχειας στην κίνηση του κεφαλαίου, της μετάβασης από τη μία φάση στην άλλη, πηγάζει η δυνατότητα των κρίσεων, η οποία μπορεί να οφείλεται φυσικά και στην ταξική πάλη, όπως εξηγήσαμε σε άλλα μαθήματα.
Ο Μαρξ μας λέει όμως ότι
Η συνέχεια είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και επιβάλλεται από την τεχνική της βάση, μόνο που δεν μπορεί πάντα να πετυχαίνεται απόλυτα…
Έτσι το βιομηχανικό κεφάλαιο στη συνέχεια της κύκλησής του βρίσκεται ταυτόχρονα σ’ όλα τα στάδιά της και στις διάφορες μορφές λειτουργίας που αντιστοιχούν στα στάδια αυτά. Το μέρος εκείνο, που για πρώτη φορά μετατρέπεται από εμπορευματικό κεφάλαιο σε χρήμα, αρχίζει την κύκληση Ε΄… Ε΄, ενώ το βιομηχανικό κεφάλαιο, σαν κινούμενο σύνολο, έχει πια διανύσει την κύκληση Ε΄… Ε΄. Με το ένα χέρι προκαταβάλλεται χρήμα, με το άλλο εισπράττεται χρήμα. Το αρχίνημα της κύκλησης Χ … Χ΄ σ’ ένα σημείο είναι ταυτόχρονα και επιστροφή του σ’ ένα άλλο σημείο. Το ίδιο ισχύει κα για το παραγωγικό κεφάλαιο. Για αυτό η πραγματική κύκληση του βιομηχανικού κεφαλαίου στη συνέχεια της δεν είναι μόνο ενότητα της διαδικασίας κυκλοφορίας και της διαδικασίας παραγωγής, αλλά και ενότητα των τριών κυκλήσεων…
Το μέγεθος του υπάρχοντος κεφαλαίου καθορίζει τις διαστάσεις της διαδικασίας παραγωγής, αυτές με τη σειρά τους καθορίζουν τις διαστάσεις του εμπορευματικού και του χρηματικού κεφαλαίου, εφόσον λειτουργούν δίπλα στη διαδικασία παραγωγής. Η παράλληλη όμως ύπαρξη, που καθορίζει και τη συνέχεια παραγωγής, υφίσταται μόνο χάρη στην κίνηση των μερών του κεφαλαίου, με την όποια το ένα ύστερα από το άλλο διανύουν τα διάφορα στάδια. Η ίδια η παράλληλη ύπαρξη είναι μόνο αποτέλεσμα της διαδοχής. Αν λχ. το Ε΄ – Χ΄ σταματήσει για το ένα μέρος και το εμπόρευμα δεν μπορεί να πουληθεί, τότε διακόπτεται η κύκληση αυτού του μέρους και δεν συντελείται η αντικατάστασή του με τα μέσα παραγωγής του· τα επόμενα μέρη, που βγαίνουν από τη διαδικασία παραγωγής με τη μορφή του Ε΄, βρίσκουν φραγμένο το δρόμο της αλλαγής της λειτουργίας τους από τα μέρη που προηγήθηκαν. Αν το φαινόμενο αυτό βαστάξει κάμποσο καιρό, τότε περιορίζεται η παραγωγή και σταματάει όλη η διαδικασία. Κάθε σταμάτημα της διαδοχής φέρνει διαταραχή στην παράλληλη ύπαρξη, κάθε σταμάτημα σε ένα στάδιο προκαλεί ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο σταμάτημα στην όλη κύκληση όχι μόνο του σταματημένου μέρους του κεφαλαίου, αλλά και όλου του ατομικού κεφαλαίου.[4]
Απαραίτητος όρος για τη συνολική διαδικασία παραγωγής, ιδίως για το κοινωνικό κεφάλαιο, είναι η αναπαραγωγή όλων των στοιχείων της.
Μόνο στην ενότητα των τριών κυκλήσεων πραγματοποιείται η συνέχεια της συνολικής διαδικασίας, και όχι στη διακοπή που περιγράψαμε πιο πάνω. Το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο έχει πάντα αυτήν τη συνέχεια, και η διαδικασία του είναι πάντα η ενότητα των τριών κυκλήσεων.[5]
Ο Μαρξ μας θυμίζει ότι το κεφάλαιο είναι αυτοαξιοποιούμενη αξία, για να μας εισάγει στο γεγονός ότι οι κρίσεις και οι διαταραχές του κυκλώματος μπορεί να είναι αυτονομημένες από την ταξική πάλη, αφού το κεφάλαιο τείνει να αυτονομείται από τον ανθρώπινο έλεγχο, δημιουργώντας τις ίδιες του τις προϋποθέσεις. Οι διαταραχές μπορεί να οφείλονται σε τεχνολογικές και οργανωτικές αλλαγές στη σφαίρα της παραγωγής, σε «αξιακές επαναστάσεις» –π.χ. ο καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας– επαναστάσεις που αλλάζουν τις ανάγκες του ατομικού κεφαλαίου σε πρώτες ύλες και εργασιακή δύναμη.
Το κεφάλαιο σαν αυτο-αξιοποιούμενη αξία (sich verwertender Wert) δεν περικλείει μόνο ταξικές σχέσεις, έναν καθορισμένο κοινωνικό χαρακτήρα που στηρίζεται στην ύπαρξη της εργασίας σαν μισθωτής εργασίας. Το κεφάλαιο είναι μια κίνηση, μια διαδικασία κύκλησης που περνάει από διάφορα στάδια (Es ist eine Bewegung, ein Kreislaufsprozeß durch verschiedne Stadien), μια διαδικασία που με τη σειρά της πάλι εμπερικλείει τρεις διαφορετικές μορφές της διαδικασίας κύκλησης. Γι’ αυτό το κεφάλαιο μπορεί να νοηθεί μόνο σαν κίνηση και όχι σαν ένα πράγμα που ηρεμεί. Όσοι εξετάζουν την αυτονόμηση (Verselbständigung) της αξίας σαν απλή αφαίρεση, ξεχνούν πως η κίνηση του βιομηχανικού κεφαλαίου είναι αυτή η αφαίρεση εν δράσει (diese Abstraktion in actu). Η αξία περνάει εδώ από διάφορες μορφές, διαγράφει διάφορες κινήσεις, στις οποίες διατηρείται και ταυτόχρονα αξιοποιείται, αυξάνει. Επειδή εδώ έχουμε να κάνουμε πρώτα μόνο με τη μορφή κίνησης, δεν παίρνουμε υπόψη τις επαναστάσεις που μπορεί να υποστεί η κεφαλαιακή αξία στη διαδικασία της κύκλησής της…
Οι κινήσεις του κεφαλαίου εμφανίζονται σαν πράξεις του ατομικού βιομήχανου κεφαλαιοκράτη που ενεργεί σαν αγοραστής εμπορευμάτων και εργασίας, σαν πωλητής εμπορευμάτων και κεφαλαιοκράτης παραγωγός, και που επομένως με τη δράση του προκαλεί την κύκληση. Αν η κοινωνική κεφαλαιακή αξία υποστεί μιαν αξιακή επανάσταση, τότε είναι δυνατόν εξαιτίας της το δικό του ατομικό κεφάλαιο να υποκύψει σ’ αυτήν και να χαθεί, επειδή δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τους όρους αυτής της αξιακής κίνησης. Όσο πιο απότομες και πιο συχνές γίνονται οι αξιακές επαναστάσεις, τόσο περισσότερο η αυτόματη κίνηση της αυτονομημένης αξίας, που δρα με τη δύναμη στοιχειακής φυσικής διαδικασίες, επιβάλλεται απέναντι στην πρόβλεψη και στους υπολογισμούς του ατομικού κεφαλαιοκράτη, τόσο περισσότερο η πορεία της ομαλής παραγωγής υποτάσσεται στην ανώμαλη κερδοσκοπία, τόσο μεγαλύτερος γίνεται ο κίνδυνος για την ύπαρξη των ατομικών κεφαλαίων. Έτσι, αυτές οι περιοδικές αξιακές επαναστάσεις επιβεβαιώνουν αυτό ακριβώς που δήθεν πάνε να διαψεύσουν: την αυτονόμηση που υφίσταται η αξία σαν κεφάλαιο και που τη διατηρεί και την οξύνει με την κίνησή της.[6]
Ο Μαρξ επιστρέφει λοιπόν στον ορισμό και τη λειτουργία της αξίας: η αξία είναι μια αφηρημένη–διεστραμμένη μορφή κοινωνικής σχέσης που παράγεται συλλογικά από τη διαδικασία αξιοποίησης ανταγωνιστικών ατομικών βιομηχανικών κεφαλαίων. Αυτά, με τη σειρά τους, είναι υποχρεωμένα να υποκύψουν στους νόμους κίνησης της κεφαλαιακής αξίας, τους οποίους τα ίδια δημιούργησαν. Με αποτέλεσμα πολλά από αυτά τα κεφάλαια να καταστρέφονται από τις αξιακές επαναστάσεις που διαρκώς προκαλούν. Και προσθέτει:
Αυτή η διαδοχή των μεταμορφώσεων του κεφαλαίου, που βρίσκεται στη διαδικασία της κίνησής του, περιλαμβάνει τη διαρκή σύγκριση με την αρχική αξία του κεφαλαίου των αλλαγών που σημειώθηκαν κατά την κύκληση στο αξιακό μέγεθός του…
«Η αξία», λέει ο Μπαίηλυ, παίρνοντας θέση ενάντια στην αυτονόμηση της αξίας, που χαρακτηρίζει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, και που την ερμηνεύει σαν αυταπάτη ορισμένων οικονομολόγων, «η αξία είναι μια σχέση ανάμεσα σε εμπορεύματα που υπάρχουν ταυτόχρονα, γιατί μόνο τέτοια εμπορεύματα μπορούν να ανταλλάσσονται το ένα με το άλλο» [7]… Η άποψή του αυτή πηγάζει από τη γενική του παρανόηση, σύμφωνα με την οποία η ανταλλακτική αξία=αξία, από την παρανόηση ότι η μορφή της αξίας είναι η ίδια η αξία· από την παρανόηση επομένως ότι οι εμπορευματικές αξίες δεν μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους από τη στιγμή που δεν λειτουργούν ενεργά ως ανταλλακτικές αξίες, δηλ. από τη στιγμή που δεν μπορούν πια να ανταλλαχτούν πραγματικά η μια με την άλλη. Έτσι ούτε καν υποψιάζεται πως η αξία λειτουργεί σαν κεφαλαιακή αξία ή σαν κεφάλαιο μόνο εφόσον στις διάφορες φάσεις της κύκλησης της, που δεν είναι καθόλου contemporary [σύγχρονες], αλλά διαδοχικές, μένει ταυτόσημη με τον εαυτό της και συγκρίνεται με τον ίδιο τον εαυτό της.[8]
Ενδέχεται λοιπόν να υπάρξει απαξίωση (entwertung) παραγωγικού, σταθερού ή μεταβλητού, κεφαλαίου για κάποιους καπιταλιστές, αποβιομηχάνιση ως τοπικό φαινόμενο και μετεγκατάσταση επιχειρήσεων. Ή συγκεντροποίηση κεφαλαίου και δημιουργία μονοπωλίων, ώστε να ελεγχθούν οι διαταραχές που προκαλούνται από τις αξιακές επαναστάσεις.
Πέρα για πέρα κανονικά συντελείται η διαδικασία μόνο όταν μένουν σταθερές οι αξιακές σχέσεις, συντελείται πράγματι κανονικά όσο ισοφαρίζονται οι διαταραχές στην επανάληψη της κύκλησης. Όσο μεγαλύτερες είναι οι διαταραχές, τόσο μεγαλύτερο χρηματικό κεφάλαιο πρέπει να κατέχει ο βιομήχανος κεφαλαιοκράτης, για να μπορεί να περιμένει ως την ισοφάριση των διαταραχών. Και επειδή στην πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής διευρύνεται η κλίμακα κάθε ατομικής διαδικασίας παραγωγής, και μαζί της αυξάνει και το ελάχιστο μέγεθος του κεφαλαίου που πρέπει να προκαταβάλλεται, το γεγονός αυτό προστίθεται στα άλλα γεγονότα, που μετατρέπουν ολοένα και περισσότερο τη λειτουργία του βιομήχανου κεφαλαιοκράτη σε μονοπώλιο μεγάλων κεφαλαιοκρατών του χρήματος, ατομικών ή συνεταιρισμένων.
Με την ευκαιρία σημειώνουμε εδώ: αν επέλθει μια αξιακή αλλαγή στα στοιχεία παραγωγής, παρουσιάζεται μια διαφορά ανάμεσα στη μορφή Χ … Χ΄, από τη μια, και στις μορφές Π … Π και Ε΄ … Ε΄, από την άλλη.[9]
Ενδέχεται επομένως να υπάρξει επίσης επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ή διαταραχή από την αυξομείωση των τιμών.
Μπορούν όμως να μεσολαβήσουν περιστατικά που τροποποιούν το Π … Π και το Ε΄ … Ε΄. Αν λχ. ο βαμβακοκλωστουργός επιχειρηματίας μας έχει μεγάλο απόθεμα βαμβακιού (αν δηλ. ένα μεγάλο μέρος του παραγωγικού του κεφαλαίου βρίσκεται με την μορφή αποθέματος βαμβακιού), τότε σε περίπτωση πτώσης των τιμών του βαμβακιού απαξιώνεται ένα μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου του· αν αντίθετα αυξηθούν ο τιμές του βαμβακιού, τότε επέρχεται αύξηση της αξίας αυτού του μέρους του παραγωγικού του κεφαλαίου.[10]
Έχει ενδιαφέρον ότι ο Μαρξ αντιμετωπίζει τον καπιταλισμό ως ένα αναγκαστικά παγκόσμιο σύστημα, το οποίο όχι μόνο ενσωματώνει τα εμπορεύματα που προέρχονται από μη καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής στην κυκλοφορία του κεφαλαίου, αλλά μακροπρόθεσμα τους μετασχηματίζει κιόλας και τους εντάσσει στη δική του βαθμίδα ανάπτυξης.
Μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας κυκλοφορίας του, όπου το βιομηχανικό κεφάλαιο λειτουργεί είτε σαν χρήμα είτε σαν εμπόρευμα, η κυκλοφορία του βιομηχανικού κεφαλαίου, αδιάφορο εάν εμφανίζεται με την μορφή χρηματικού κεφαλαίου ή με την μορφή εμπορευματικού κεφαλαίου, διασταυρώνεται με την κυκλοφορία εμπορευμάτων που έχουν παραχθεί από τους πιο διαφορετικούς κοινωνικούς τρόπους παραγωγής, εφόσον πρόκειται ταυτόχρονα και για τρόπους εμπορευματικής παραγωγής. Τα εμπορεύματα είτε είναι προϊόν μιας παραγωγής που στηρίζεται στη δουλεία, είτε προϊόν αγροτών (κινέζων, ινδών ριοτ), είτε κοινοτήτων (Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες), είτε κρατικής παραγωγής (όπως τη συναντάμε, στηριγμένη στη δουλοπαροικία, σε παλαιότερες εποχές της ρωσικής ιστορίας), είτε ημιάγριων κυνηγητικών λαών κλπ. αντικρίζουν το χρήμα και τα εμπορεύματα με τα όποια παρουσιάζεται το βιομηχανικό κεφάλαιο σαν εμπορεύματα και χρήμα και μπαίνουν τόσο στην κύκλησή του, όσο και στην κύκληση της υπεραξίας, που φορέας της είναι το εμπορευματικό κεφάλαιο, εφόσον η υπεραξία αυτή ξοδεύεται σαν εισόδημα· δηλ. μπαίνουν και στους δυο κλάδους κυκλοφορίας του εμπορευματικού κεφαλαίου. Δεν έχει σημασία ποιος είναι ο χαρακτήρας της διαδικασίας παραγωγής από την οποία προέρχονται τα εμπορεύματα. Στην αγορά λειτουργούν σαν εμπορεύματα, και σαν εμπορεύματα μπαίνουν στην κύκληση του βιομηχανικού κεφαλαίου, καθώς και στην κυκλοφορία της υπεραξίας που φορέας της είναι το εμπορευματικό κεφάλαιο. Χαρακτηριστικό λοιπόν της διαδικασίας κυκλοφορίας του βιομηχανικού κεφαλαίου είναι η προέλευση των εμπορευμάτων απ’ όλα τα μέρη, η ύπαρξη της αγοράς σαν παγκόσμιας αγοράς…
Εδώ όμως πρέπει να παρατηρήσουμε δυο πράγματα:
Πρώτο. Από τη στιγμή που έχει συντελεστεί η πράξη Χ – Μπ, τα εμπορεύματα (Μπ) παύουν να είναι εμπορεύματα και γίνονται ένας από τους τρόπους ύπαρξης του βιομηχανικού κεφαλαίου στη λειτουργική του μορφή του Π, του παραγωγικού κεφαλαίου. Έτσι όμως σβήνουν τα ίχνη της προέλευσής τους· δεν υπάρχουν πια παρά σαν μορφές ύπαρξης του βιομηχανικού κεφαλαίου, είναι ενσωματωμένα σ’ αυτό. Ωστόσο παραμένει γεγονός πως για την αναπλήρωσή τους απαιτείται η αναπαραγωγή τους, και με αυτήν την έννοια ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εξαρτιέται από τρόπους παραγωγής που βρίσκονται έξω από την δική του βαθμίδα ανάπτυξης. Η τάση του όμως είναι να μετατρέπει όσο είναι δυνατό κάθε παραγωγή σε εμπορευματική παραγωγή· το κύριο μέσο του γι’ αυτό είναι τούτο ακριβώς το τράβηγμα αυτών των τρόπων παραγωγής στη διαδικασία της κυκλοφορίας του· και η ίδια η ανεπτυγμένη εμπορευματική παραγωγή δεν είναι παρά κεφαλαιοκρατική εμπορευματική παραγωγή. Η επέμβαση του βιομηχανικού κεφαλαίου προωθεί παντού αυτήν την μετατροπή, μαζί της όμως προωθεί και την μετατροπή όλων των άμεσων παραγωγών σε μισθωτούς εργάτες.
Δεύτερο. Τα εμπορεύματα που μπαίνουν στη διαδικασία κυκλοφορίας του βιομηχανικού κεφαλαίου (σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται και τα αναγκαία μέσα συντήρησης, στα όποια μετατρέπεται το μεταβλητό κεφάλαιο ύστερα από την πληρωμή του στους εργάτες, με σκοπό την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης), όποια κι αν είναι η προέλευσή τους, η κοινωνική μορφή της διαδικασίας παραγωγής από την οποία προέρχονται, αντικρίζουν το ίδιο το βιομηχανικό κεφάλαιο με την μορφή πια του εμπορευματικού κεφαλαίου, με την μορφή μεταπρατικού ή εμπορικού κεφαλαίου· το κεφάλαιο αυτό όμως, από την ίδια του τη φύση περιλαμβάνει εμπορεύματα όλων των τρόπων παραγωγής.[11]
Στη συνέχεια ο Μαρξ προχωράει σε ορισμένες ιστορικές παρατηρήσεις γενικού ενδιαφέροντος:
Μια από τις χειροπιαστές ιδιομορφίες της διαδικασίας κυκλοφορίας του βιομηχανικού κεφαλαίου, επομένως και της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, είναι το γεγονός ότι, από τη μια μεριά, τα στοιχεία που συγκροτούν το παραγωγικό κεφάλαιο προέρχονται από την αγορά εμπορευμάτων και πρέπει ν’ ανανεώνονται διαρκώς απ’ αυτήν, ν’ αγοράζονται σαν εμπορεύματα, και ότι, από την άλλη, το προϊόν της εργασιακής διαδικασίας προέρχεται από αυτήν σαν εμπόρευμα και πρέπει διαρκώς να πουλιέται σαν εμπόρευμα. Αρκεί λχ. να συγκρίνουμε έναν σύγχρονο παχτωτή της Κάτω Σκωτίας με έναν μικροαγρότη παλαιού τύπου της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ο πρώτος πουλάει όλο του το προϊόν και γι’ αυτό πρέπει όλα τα στοιχεία αυτού του προϊόντος, ακόμα και το σπόρο, να τ’ αναπληρώνει στην αγορά, ο δεύτερος καταναλώνει άμεσα το μεγαλύτερο μέρος του προϊόντος του, αγοράζει και πουλάει όσο το δυνατό λιγότερα, φτιάχνει τα εργαλεία του, τα ρούχα του κλπ. όσο είναι δυνατό μόνος του.
Με βάση όλα αυτά αντιπαράθεσαν τη μιά στην άλλη τη φυσική οικονομία, τη χρηματική οικονομία και την πιστωτική οικονομία σαν τις τρεις χαρακτηριστικές οικονομικές μορφές κίνησης της κοινωνικής παραγωγής… [Η] χρηματική οικονομία και η πιστωτική οικονομία αντιστοιχούν απλώς σε διάφορες βαθμίδες εξέλιξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, σε καμία περίπτωση όμως δεν αποτελούν διαφορετικές αυτοτελείς μορφές συναλλαγής σε σύγκριση με τη φυσική οικονομία.[12]
Τι διακρίνει την καπιταλιστική παραγωγή από τις άλλες μορφές κοινωνικής παραγωγής; Πρώτον, η γενικευμένη μισθωτή εργασία:
Πράγματι, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή είναι η εμπορευματική παραγωγή σαν γενική μορφή της παραγωγής, είναι όμως τέτοια, και στην εξέλιξή της γίνεται ολοένα και περισσότερο τέτοια, μόνο επειδή σ’ αυτήν η ίδια η εργασία εμφανίζεται σαν εμπόρευμα, επειδή ο εργάτης πουλάει την εργασία, δηλ. τη λειτουργία της εργασιακής του δύναμης, και μάλιστα, σύμφωνα με την υπόθεσή μας, την πουλάει στην αξία της, που καθορίζεται από το κόστος της αναπαραγωγής της.[13]
Δεύτερον, ο παρτακισμός και οι «δουλίτσες»:
Στη σχέση ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και τον μισθωτό εργάτη η χρηματική σχέση, η σχέση αγοραστή και πωλητή, γίνεται μια σχέση που ενυπάρχει στην ίδια την παραγωγή. Στη βάση της αυτή η σχέση στηρίζεται στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και όχι στον τρόπο της συναλλαγής· αντίθετα ο τρόπος της συναλλαγής πηγάζει από το χαρακτήρα της παραγωγής. Εξάλλου στον αστικό ορίζοντα, όπου όλη η προσοχή των ανθρώπων συγκεντρώνεται στο πως θα κάνουν επικερδείς δουλίτσες, ανταποκρίνεται το γεγονός ότι τη βάση του τρόπου συναλλαγής δεν τη βλέπουν στο χαρακτήρα του τρόπου παραγωγής στον οποίο αντιστοιχεί, αλλ’ αντίστροφα.[14]
Τρίτον, η υπερπροσφορά εμπορευμάτων σε σχέση με τη ζήτηση τόσο του ατομικού κεφαλαιοκράτη όσο και της κοινωνίας εν γένει:
Ο κεφαλαιοκράτης ρίχνει στην κυκλοφορία με τη μορφή χρήματος μικρότερη αξία απ’ την αξία που τραβάει απ’ αυτήν, επειδή ρίχνει σ’ αυτήν με τη μορφή εμπορεύματος μεγαλύτερη αξία από την αξία που έχει τραβήξει απ’ αυτήν με τη μορφή εμπορεύματος. Εφόσον λειτουργεί σαν απλή προσωποποίηση του κεφαλαίου, σαν βιομήχανος κεφαλαιοκράτης, η προσφορά του σε εμπορευματική αξία είναι πάντα μεγαλύτερη από τη ζήτησή του σε εμπορευματική αξία. Αν καλύπτονταν η προσφορά του και η ζήτησή του απ’ αυτήν την άποψη, θα σήμαινε ότι το κεφάλαιό του δεν αξιοποιείται… Πράγματι, ο κεφαλαιοκράτης είναι υποχρεωμένος «να πουλήσει πιο ακριβά απ’ ότι έχει αγοράσει», αυτό όμως το καταφέρνει μόνο και μόνο επειδή χάρη στην κεφαλαιοκρατική διαδικασία παραγωγής, το πιο φτηνό –πιο φτηνό γιατί είναι μικρότερης αξίας– εμπόρευμα που έχει αγοράσει, το μετέτρεψε σε ένα εμπόρευμα μεγαλύτερης αξίας και συνεπώς πιο ακριβό. Πουλάει πιο ακριβά όχι επειδή πουλάει το εμπόρευμά του πάνω από την αξία του, αλλά επειδή πουλάει ένα εμπόρευμα που η αξία του είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα της αξίας των στοιχείων που μπήκαν στην παραγωγή του… Σκοπός του δεν είναι να καλύπτονται αμοιβαία η ζήτηση και η προσφορά, αλλά όσο το δυνατόν να μη καλύπτονται· η ζήτησή του να υπερκαλύπτεται από την προσφορά του.[15]
Ερώτημα: από πού προέρχεται τότε η ζήτηση που θα αγοράσει το ακριβότερο εμπόρευμα του κεφαλαιοκράτη;
Απάντηση: από τη διαρκή επανεπένδυση ενός μέρους της υπεραξίας στην επέκταση της παραγωγής, η οποία αυξάνει τη ζήτηση σε μέσα παραγωγής και μισθιακά αγαθά.
Όταν υποθέτουμε ότι η ατομική απόλαυση είναι αυτό που δρα σαν κίνητρο και όχι ο πλουτισμός αυτός καθαυτός, τότε καταργούμε την ίδια τη βάση του καπιταλισμού… Ο κεφαλαιοκράτης δεν είναι υποχρεωμένος μόνο να σχηματίζει αποθεματικό κεφάλαιο για ν’ αντιμετωπίζει τις διακυμάνσεις των τιμών και για να μπορεί να περιμένει τις ευνοϊκές συγκυρίες για τις αγοραπωλησίες του· είναι υποχρεωμένος να συσσωρεύει κεφάλαιο, για να επεκτείνει μ’ αυτό την παραγωγή και για να εισάγει τις τεχνικές προόδους στον παραγωγικό του οργανισμό.[16]
[1] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, σελ. 98-99.
[2] Ό.π., σελ. 99.
[3] Ό.π., σελ. 100.
[4] Ό.π., σελ. 100-101.
[5] Ό.π., σελ. 102.
[6] Ό.π., σελ. 103.
[7] Samuel Bailey, A Critical Dissertation on the Nature, Measure and Causes of Value, London, 1825, σελ. 72. Για μια πιο εκτεταμένη κριτική του Μαρξ στον Μπαίηλυ, βλ. Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος ΙΙΙ, σελ. 143-194.
[8] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, σελ. 103-104.
[9] Ό.π., σελ. 105.
[10] Ό.π., σελ. 106.
[11] Ό.π., σελ. 107-108.
[12] Ό.π., σελ. 113.
[13] Ό.π., σελ. 114.
[14] Ό.π.
[15] Ό.π., σελ. 114-115.
[16] Ό.π., σελ. 117.