34o μάθημα: Το χρονομίσθιο και ο μισθός με το κομμάτι

mathima-34

ΜΑΘΗΜΑ 34ο

ΤO ΧΡΟΝΟΜΙΣΘΙΟ ΚΑΙ Ο ΜΙΣΘΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ

 

Α) Το χρονομίσθιο

Την περίοδο που γράφει ο Μαρξ δεν υπήρχαν νομικά εκτελεστές και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή κλαδικές διαπραγματεύσεις για να καθοριστούν οι μισθοί, όπως τις ξέρουμε σήμερα, με αποτέλεσμα οι εργάτες να ζουν (και να εργάζονται) σε ένα καθεστώς που σήμερα θα ονομάζαμε «επισφάλεια».[1] Επίσης, δεν υπήρχε μηνιαίος μισθός και οι εργάτες πληρώνονταν με την ημέρα ή με την εβδομάδα (κάτι που επιβιώνει ακόμα και σήμερα, όχι μόνο στην Αγγλία).

Ο Μαρξ ξεκινάει περιγράφοντας τις δύο βασικές μορφές του εργατικού μισθού. Είναι γνωστό ότι η πώληση της εργασιακής δύναμης γίνεται για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, έτσι η μορφή με την οποία εμφανίζεται η ημερήσια ή η εβδομαδιαία αξία της εργασιακής δύναμης είναι η μορφή του «χρονομίσθιου».

Ο Μαρξ παρατηρεί ότι οι νόμοι για τη μεταβολή του μεγέθους της τιμής της εργασιακής δύναμης και της υπεραξίας, που παρουσιάστηκαν στο δέκατο πέμπτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου, με μία απλή αλλαγή στη μορφή τους, ισχύουν και για τον εργατικό μισθό. Τώρα η διαφορά ανάμεσα στην ανταλλακτική αξία της εργασιακής δύναμης και την αξία των μέσων συντήρησης της, που μπορούν να αγοραστούν με το μισθό, εμφανίζεται σαν διαφορά ανάμεσα στον ονομαστικό και τον πραγματικό μισθό. Σύμφωνα με τον Μαρξ, το χρηματικό ποσό που παίρνει ο εργάτης για να «προσφέρει» την εργασία του στον καπιταλιστή είναι ο ονομαστικός μισθός του ή ο μισθός του υπολογισμένος σε αξία. Όμως ανάλογα με τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας ο μισθός μπορεί να παρασταίνει διαφορετικές τιμές εργασίας, δηλ. διαφορετικά χρηματικά ποσά για την ίδια ποσότητα εργασίας. Μπορεί δηλαδή ένας ημερήσιος ονομαστικός μισθός των 50 ευρώ να αντιστοιχεί σε πχ. 10 ώρες (5 ευρώ/ώρα), αλλά και σε 8 ώρες (6,25 ευρώ/ώρα) εργασίας. Για αυτόν το λόγο πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στο συνολικό ποσό του εργατικού μισθού και την τιμή της εργασίας.

Για να βρούμε αυτή την τιμή, δηλ. τη χρηματική αξία μιας δεδομένης ποσότητας εργασίας διαιρούμε τη μέση ημερήσια αξία της εργασιακής δύναμης με τον αριθμό των ωρών της μέσης εργάσιμης ημέρας.

34a

Λ.χ. εάν η ημερήσια αξία της εργασιακής δύναμης είναι 16 ευρώ και η διάρκεια της 8 ώρες τότε η τιμή μιας ώρας εργασίας είναι 2 ευρώ (= 16 ευρώ διά 8 ώρες). Η τιμή μιας ώρας εργασίας χρησιμεύει σαν μονάδα μέτρησης για την τιμή της εργασίας, ή πράγμα που είναι το ίδιο, για το χρονομίσθιο.

Από τα παραπάνω, προκύπτει ο εξής γενικός νόμος:

Όταν είναι δεδομένη η ποσότητα της ημερήσιας ή της εβδομαδιαίας κ.λπ. εργασίας, ο ημερήσιος ή εβδομαδιαίος μισθός εξαρτάται από την τιμή της εργασίας που κι η ίδια μεταβάλλεται, είτε όταν μεταβάλλεται η αξία της εργασιακής δύναμης, είτε όταν η τιμή της παρεκκλίνει από την αξία της. Αντιθέτως, όταν είναι δεδομένη η τιμή της εργασίας, ο ημερήσιος ή ο εβδομαδιαίος μισθός εξαρτάται από την ποσότητα της ημερήσιας ή εβδομαδιαίας εργασίας.[2]

Έτσι, αν ο ημερήσιος ή εβδομαδιαίος μισθός είναι δεδομένος, μια αύξηση των ωρών εργασίας θα επιφέρει μείωση της τιμής της εργάσιμης ώρας. Αν αντίστροφα η τιμή της εργάσιμης ώρας παραμείνει σταθερή ή ακόμα κι αν πέσει ελάχιστα, τότε ο ημερήσιος ή εβδομαδιαίος μισθός μπορεί να παραμείνει σταθερός ή και να αυξηθεί. Αυτό συμβαίνει πάλι όταν αυξάνονται οι ώρες εργασίας. Το ίδιο αποτέλεσμα θα είχαμε εάν αντί για τη διάρκεια της εργασίας αυξανόταν η έντασή της. Έτσι, η αύξηση του ονομαστικού μισθού, μας λέει ο Μάρξ, μπορεί να συνοδεύεται από στασιμότητα ή μείωση της τιμής της εργασίας και επομένως υπάρχουν πολλές μέθοδοι μείωσης της τιμής της εργασίας, μέθοδοι ανεξάρτητες από την περικοπή του ονομαστικού μισθού. Αυτό ήταν κάτι που το γνώριζαν ακόμη και αστοί οικονομολόγοι, όπως ο ανώνυμος συγγραφέας του Essay on Trade and Commerce (1770) και φανατικός υπερασπιστής των βιομηχάνων, o οποίος είχε φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα με τον Μαρξ, ότι δηλαδή υπάρχουν πολλοί έμμεσοι τρόποι μείωσης του μισθού, πέρα από την μείωση του ονομαστικού επιπέδου του.[3]

Αν το ωρομίσθιο καθοριστεί έτσι ώστε ο καπιταλιστής να πληρώνει στον εργάτη όχι ένα ημερήσιο ή εβδομαδιαίο μισθό αλλά μόνο τις ώρες εργασίας που απασχολεί τον εργάτη, τότε η έννοια του ωρομισθίου ως μονάδα μέτρησης για την τιμή της εργασίας χάνει το νόημά της: όπως είπαμε, η μονάδα μέτρησης καθορίζεται από την αναλογία της ημερήσιας αξίας της εργασιακής δύναμης διά της εργάσιμης ημέρας δεδομένου αριθμού ωρών, επομένως όταν η εργάσιμη μέρα παύει να έχει έναν καθορισμένο αριθμό ωρών, τότε το ωρομίσθιο δεν μπορεί να εκπληρώσει τη λειτουργία της μονάδας μέτρησης.[4] Όταν γίνεται αυτό καταργείται η αναλογία μεταξύ απλήρωτης και πληρωμένης εργασίας και ο καπιταλιστής μπορεί να βγάζει από τον εργάτη την ποσότητα υπερεργασίας που επιθυμεί, χωρίς ο τελευταίος να μπορεί να εργάζεται τις αναγκαίες ώρες που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί η αναπαραγωγή του, κάτι δυστυχώς αρκετά διαδεδομένο στην εγχώρια αγορά εργασίας.[5] Επιπλέον ο καπιταλιστής μπορεί να εναλλάσσει την υπερβολική εργασία με την ανεργία και να παρατείνει αφύσικα την εργάσιμη ημέρα χωρίς κανένα αντιστάθμισμα για τον εργάτη, με το πρόσχημα ότι τον πληρώνει την «κανονική τιμή της εργασίας».[6]

Αν λ.χ. η θεσμικά κατοχυρωμένη διάρκεια ημερήσιας εργασίας είναι 12 ώρες, ενώ η ημερήσια αξία μιας δεδομένης εργασιακής δύναμης είναι 24 ευρώ, που αντιστοιχούν στην αξία που παράγεται σε 6 ώρες, τότε η τιμή μιας ώρας εργασίας είναι 2 ευρώ και η αξία που παράγεται στη διάρκεια αυτής της ώρας είναι 4 ευρώ, τα μισά εκ των οποίων καρπώνεται ο καπιταλιστής ως υπεραξία. Αν ο εργάτης ξαφνικά υποχρεωθεί να εργαστεί λιγότερες από 12 ώρες την ημέρα ή λιγότερες ημέρες την εβδομάδα, τότε προφανώς θα μειωθεί και ο ονομαστικός μισθός του, δίχως όμως να έχει μειωθεί το ωρομίσθιό του. Για 6 ώρες εργασίας, με σταθερή την τιμή της εργασίας του, το μεροκάματο είναι μόνο 12 ευρώ, τα μισά από όσα «κέρδιζε» πριν. Επειδή ο εργάτης, στην υπόθεσή μας, είναι υποχρεωμένος να εργάζεται κατά μέσο όρο 6 ώρες την ημέρα για την αναπαραγωγή του και επειδή, σύμφωνα με την ίδια υπόθεση, σε κάθε ώρα εργασίας εργάζεται μισή ώρα για τον εαυτό του και μισή ώρα για τον καπιταλιστή, μπορούμε να καταλάβουμε ποια ολέθρια αποτελέσματα έχει για τον εργαζόμενο η υποαπασχόλησή του, καθώς εξαιτίας αυτής αδυνατεί να εξασφαλίσει έναν μισθό τέτοιο που να επιτρέψει την αυτοαναπαραγωγή του. Αξίζει να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι, για τον Μαρξ, τα αποτελέσματα της υποαπασχόλησης είναι τελείως διαφορετικά από την αναγκαστική μείωση της εργάσιμης ημέρας με νόμο, την οποία άλλωστε ο ίδιος υποστήριζε.[7]

Τι γίνεται όμως όταν, αντίθετα, παραταθεί η εργάσιμη ημέρα, ενώ το ονομαστικό επίπεδο της τιμής της εργασίας παραμείνει σταθερό; Στην περίπτωση αυτή καταρχήν έχουμε αύξηση του ημερήσιου ή εβδομαδιαίου μισθού καθώς αυξάνεται η ποσότητα της προσφερόμενης εργασίας. Ταυτόχρονα όμως, κι ενώ όπως είπαμε το ονομαστικό ωρομίσθιο παραμένει σταθερό, αυτό μπορεί να πέσει κάτω από το «κανονικό» του επίπεδο. Αυτό μπορεί να συμβεί διότι, στο κλάσμα ημερήσια αξία της εργασιακής δύναμης/εργάσιμη ημέρα, όταν μεγαλώνει ο παρονομαστής, μεγαλώνει ακόμα πιο γρήγορα ο αριθμητής. Η αξία της εργασιακής δύναμης, ακριβώς λόγω της αυξημένης φθοράς της, μεγαλώνει όταν μεγαλώνει η διάρκεια της λειτουργίας της και η αύξηση της αξίας της είναι αναλογικά μεγαλύτερη από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της. Στην περίπτωση μιας εργάσιμης ημέρας διάρκειας 10 ωρών, η αξία της εργασιακής δύναμης που καταναλώνεται σε διάστημα μίας ώρας εντός του δεκάωρου είναι μικρότερη από την αντίστοιχη αξία της εργασιακής δύναμης που καταναλώνεται για το ίδιο διάστημα της μίας ώρας, πέραν του κανονικού ωραρίου (των 10 ωρών). Άρα σε μια τέτοια περίπτωση, η «κανονική» τιμή του ωρομισθίου θα έπρεπε να είναι υψηλότερη από ότι πριν και εάν αυτό δεν επικυρωθεί στην αγορά εργασίας, τότε η παράταση της εργάσιμης ημέρας οδηγεί το ωρομίσθιο κάτω από το «κανονικό» του επίπεδο. Για αυτόν το λόγο στα εργοστάσια που επικρατούσε το χρονομίσθιο και δεν υφίσταντο νομοθετικοί περιορισμοί του χρόνου εργασίας, είχε διαμορφωθεί τότε μια «εθιμική» εργάσιμη ημέρα, λ.χ. 10 ωρών, και πέρα από τη δέκατη ώρα ο χρόνος εργασίας θεωρείτο υπερωρία, και πληρωνόταν καλύτερα με μονάδα μέτρου την ώρα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η κανονική εργάσιμη μέρα μετατρέπεται σε ένα μέρος της πραγματικής εργάσιμης ημέρας και στο διάστημα ενός έτους η πραγματική εργάσιμη ημέρα μπορεί να διαρκεί περισσότερο από την κανονική.

Στο σημείο αυτό ο Μαρξ παρατηρεί ότι σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους η χαμηλή τιμή της εργασίας στη διάρκεια του κανονικού χρόνου εργασίας υποχρεώνει τους εργάτες να κάνουν υπερωρίες για να εξασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό μεροκάματο. Πράγματι, αφού όταν είναι δεδομένη η τιμή της εργασίας, ο ημερήσιος ή ο εβδομαδιαίος μισθός εξαρτάται από την ποσότητα της παρεχόμενης εργασίας: όσο χαμηλότερη είναι η τιμή της εργασίας τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η ποσότητα της εργασίας ή τόσο μεγαλύτερη η εργάσιμη ημέρα για να εξασφαλίζει ο εργάτης ένα μέσο μισθό. Σε αυτή την περίπτωση, η χαμηλή τιμή της εργασίας αποτελεί κίνητρο για την παράταση του χρόνου εργασίας, κατά τον ίδιο τρόπο που αποτελεί κίνητρο για την εντατικότερη εργασία του εργαζόμενου που αμοίβεται με το κομμάτι, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Στα λευκαντήρια της Σκωτίας, λόγου χάρη, οι εργάτες για να κερδίσουν ένα μισθό που θα τους επέτρεπε να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται καθημερινά 3 ή 4 ώρες πέραν της δεκάωρης κανονικής εργάσιμης ημέρας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά μία Έκθεση της Επιθεώρησης Εργοστασίων το 1848: «Η πρόσθετη πληρωμή για τις υπερωρίες είναι ένας πειρασμός στον οποίο δεν μπορούν να αντισταθούν οι εργάτες». Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι οι νεαρές κοπέλες που εργάζονταν στον κλάδο της βιβλιοδεσίας και οι οποίες εργάζονταν με ένα συμβόλαιο μαθητείας που προέβλεπε καθορισμένες ώρες εργασίας. Μολαταύτα, την τελευταία εβδομάδα κάθε μήνα οι κοπέλες εργάζονταν υπερωριακά με το δέλεαρ του πρόσθετου μισθού και ενός πληρωμένου γεύματος σε γειτονικές ταβέρνες.[8] Σε αυτή την πρακτική έβαλε τέλος ο νομοθετικός περιορισμός του χρόνου εργασίας. Μάλιστα ο Μαρξ αναφέρει το παράδειγμα της απεργίας των οικοδόμων του Λονδίνου το 1860, στη διάρκεια της οποίας οι οικοδόμοι δήλωσαν ότι θα δέχονταν το ωρομίσθιο υπό δύο προϋποθέσεις: α) ότι με την τιμή της μίας εργάσιμης ώρας θα οριζόταν και «μία κανονική εργάσιμη ημέρα 9 ή 10 ωρών και η τιμή της ώρας της δεκάωρης εργάσιμης ημέρας θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη από εκείνη της εννιάωρης εργάσιμης ημέρας· β) ότι κάθε ώρα πέρα από την κανονική εργάσιμη ημέρα θα έπρεπε να πληρώνεται ως υπερωρία σχετικά καλύτερα».[9] Ο Μαρξ παρατηρεί ότι εκείνη την περίοδο όσο μεγαλύτερη ήταν η εργάσιμη ημέρα σε έναν κλάδο τόσο χαμηλότερος ήταν ο μισθός της εργασίας. Πράγματι, σύμφωνα με μια συγκριτική επισκόπηση του επιθεωρητή εργασίας Α. Ρέντγκρεϊβ που δημοσιεύτηκε το 1860, την εικοσαετία 1839-1859 οι μισθοί αυξήθηκαν στα εργοστάσια που υπάγονταν στο νόμο για το δεκάωρο, προφανώς χάρη στις ακριβότερες υπερωρίες, ενώ στα εργοστάσια που ίσχυε το 14ωρο ή το 15ωρο ο μισθός μειώθηκε.

Η παράταση του χρόνου εργασίας μπορεί λοιπόν να προκαλέσει την ταυτόχρονη πτώση της τιμής της εργασίας και του μισθού. Όπως είπαμε προηγουμένως, η τιμή της εργασίας ισούται με το κλάσμα της ημερήσιας αξίας της εργασιακής δύναμης διά την εργάσιμη ημέρα δεδομένου αριθμού ωρών, επομένως η παράταση της εργάσιμης ημέρας (αύξηση του παρονομαστή) προκαλεί μείωση της τιμής της εργασίας όταν δεν συνοδεύεται από αύξηση του ονομαστικού μισθού (σταθερός ή, ακόμη χειρότερα, μειωμένος αριθμητής).

Ο Μαρξ παρατηρεί ότι η παράταση της εργάσιμης ημέρας αρχικά επιτρέπει κι εν συνεχεία, μέσω του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, αναγκάζει τον κάθε ατομικό καπιταλιστή να μειώσει την ονομαστική τιμή της εργασίας, σε βαθμό τέτοιο ώστε να μειωθεί και ο τελικός, ημερήσιος ή εβδομαδιαίος, ονομαστικός μισθός. Αυτό συμβαίνει επειδή όταν ένας εργάτης δουλεύει υπερωριακά και κάνει τη δουλειά ενάμισι ή και δύο ακόμη εργατών, τότε αυξάνεται η προσφορά εργασίας ακόμα κι αν ο αριθμός των εργατών που παραμένουν διαθέσιμοι στην αγορά εργασίας παραμένει σταθερός. Ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών, εξαιτίας της δημιουργίας σχετικού υπερπληθυσμού, επιτρέπει στον καπιταλιστή να μειώσει εκ νέου την ατομική τιμή της εργασίας, ενώ η χαμηλότερη τιμή εργασίας του δίνει το περιθώριο να παρατείνει κι άλλο το χρόνο εργασίας, καθώς όπως ήδη δείξαμε, σε μια τέτοια περίπτωση ο εργάτης αναγκάζεται να δουλέψει παραπάνω ώρες προκειμένου να εξασφαλίσει έναν μέσο μισθό. Ταυτόχρονα, όμως, καθώς με τον τρόπο αυτό αυξάνεται (ή έστω δεν μειώνεται) η ανεργία, οι καπιταλιστές επιτυγχάνουν, πέραν της μείωσης των ατομικών ωρομισθίων, να μειώσουν και το συλλογικό άμεσο μισθό της εργατικής τάξης.[10]

Το γεγονός ότι οι καπιταλιστές ορισμένων βιομηχανικών κλάδων έχουν στη διάθεσή τους μια «αφύσικη» ποσότητα απλήρωτης εργασίας (δηλ. πάνω από το μέσο κοινωνικό επίπεδο) γίνεται στοιχείο και του μεταξύ τους ανταγωνισμού, καθώς ένα μέρος (τουλάχιστον) αυτής της υπεραξίας είναι δυνατό να μην αναπαρασταθεί στην αξία του εμπορεύματος, αλλά να «χαριστεί» στον τελικό αγοραστή του. Σε μια δεύτερη φάση, λόγω του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, αφαιρείται από την τιμή πώλησης του εμπορεύματος ένα μέρος της «αφύσικης» υπεραξίας που δημιουργήθηκε με την παράταση της εργάσιμης ημέρας. Έτσι σταδιακά διαμορφώνεται μια «αφύσικα» χαμηλή τιμή πώλησης του εμπορεύματος, που με τη σειρά της γίνεται η διαρκής βάση του πενιχρού εργατικού μισθού, μέσω της μείωσης της αξίας των μέσων αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Αυτός με τη σειρά του οδηγεί στην προσφορά αυξημένης ποσότητας υπερεργασίας, συντελώντας στη δημιουργία και συντήρηση ενός φαινομενικά αέναου φαύλου κύκλου υποτίμησης –εν τέλει απαξίωσης– της εργασιακής δύναμης.[11]

Προς επιβεβαίωση των λεγομένων του, ο Μαρξ παραθέτει το παράδειγμα των αρτοποιών του Λονδίνου, οι οποίοι είχαν χωριστεί σε δύο κατηγορίες: τους «fullpriced», εκείνους δηλαδή που πουλούσαν το ψωμί στην κανονική τιμή του, και τους «underpriced», εκείνους που πουλούσαν το ψωμί κάτω από την κανονική τιμή του. Οι «fullpriced» κατηγορούσαν του δεύτερους ότι εξαπατούσαν το κοινό νοθεύοντας το ψωμί και ότι πλήρωναν τους εργαζόμενούς τους μισθό 12 ωρών για 18 ώρες εργασίας. Έτσι η απλήρωτη εργασία των εργατών, που στην πλειοψηφία τους ήταν ξένοι, νέοι και άλλοι εργάτες που δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν μεγαλύτερους μισθούς, γινόταν ένα μέσο ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού.

Σχολιάζοντας το παράδειγμα αυτό, ο Μαρξ παρατηρεί ότι οι καπιταλιστές αντιλαμβάνονται μόνο την εξωτερική όψη των σχέσεων παραγωγής. Αγνοούν ότι η ποσότητα απλήρωτης εργασίας συμπεριλαμβάνεται στην «κανονική» τιμή της εργασίας και ότι αυτή η απλήρωτη εργασία αποτελεί την πηγή του καπιταλιστικού κέρδους τους. Για τους καπιταλιστές δεν υπάρχει χρόνος υπερεργασίας, καθώς αυτός περιλαμβάνεται στην κανονική εργάσιμη ημέρα, που πιστεύουν ότι πληρώνεται στο σύνολό της με το ημερομίσθιο. Κατά τον ίδιο τρόπο, απλήρωτη εργασία περικλείεται και στην ξεχωριστή πληρωμή των υπερωριών, ακριβώς όπως και στην τιμή της συνηθισμένης εργάσιμης ώρας.

Φυσικά, θύματα της ίδιας μυστικοποιημένης μορφής εμφάνισης των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων δεν είναι μόνο οι καπιταλιστές, αλλά και οι προλετάριοι που δυσκολεύονται να αντιληφθούν τον μισθό τους ως μεταβλητό κεφάλαιο και ως φετίχ που συσκοτίζει τον πυρήνα του καπιταλιστικού κόσμου: την εκμετάλλευση της αλλοτριωμένης και απλήρωτης εργασίας τους.

Β) Ο μισθός με το κομμάτι

Αφού ο Μαρξ περιέγραψε το μισθό που εξαρτάται από το χρόνο εργασίας, δηλαδή το χρονομίσθιο, συνεχίζει την ανάλυσή του με μία άλλη μορφή μισθού-φετίχ, το μισθό με το κομμάτι, που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος στη βιομηχανία, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία της εποχής, το 80% των εργοστασιακών εργατών εργάζονταν το 1858 υπό αυτό το καθεστώς. Λέει, λοιπόν, ο Μαρξ ότι:

στην πληρωμή με το κομμάτι τα πράγματα παρουσιάζονται εκ πρώτης όψεως σαν να μην είναι η αξία χρήσης που πουλάει ο εργάτης η λειτουργία της εργασιακής του δύναμης, η ζωντανή εργασία, αλλά εργασία που έχει ήδη αντικειμενοποιηθεί στο προϊόν και σαν η τιμή αυτής της εργασίας να μην καθορίζεται τάχα από το κλάσμα «ημερήσια αξία της εργασιακής δύναμης» διά «εργάσιμη ημέρα δεδομένου αριθμού ωρών», όπως γίνεται στο χρονομίσθιο, αλλά από την παραγωγική ικανότητα του παραγωγού.[12]

Όπως στο χρονομίσθιο είναι αδιάφορο αν θα παραδεχτούμε ότι ο εργάτης εργάζεται 6 ώρες για τον εαυτό του και 6 ώρες για τον κεφαλαιοκράτη ή ότι από κάθε ώρα τη μισή την εργάζεται για τον εαυτό του και την άλλη μισή για τον κεφαλαιοκράτη, έτσι και [στο μισθό με το κομμάτι] είναι αδιάφορο αν θα πούμε ότι από κάθε ξεχωριστό κομμάτι πληρώνεται το μισό, ενώ το άλλο μισό δεν πληρώνεται… Η μορφή του μισθού με το κομμάτι είναι τόσο ανορθολογική, όσο και η μορφή του χρονομισθίου… Πράγματι ο μισθός με το κομμάτι δεν εκφράζει άμεσα καμιά αξιακή σχέση. Δεν πρόκειται για το μέτρημα της αξίας του κομματιού με το χρόνο εργασίας που είναι ενσαρκωμένος σ’ αυτό, αλλά αντίθετα για το μέτρημα της εργασίας που ξόδεψε ο εργάτης με τον αριθμό των κομματιών που έχει παραγάγει. Στο χρονομίσθιο η εργασία μετριέται άμεσα με τη χρονική διάρκεια. Στο μισθό με το κομμάτι μετριέται με την ποσότητα του προϊόντος στο οποίο συμπυκνώνεται η εργασία κατά τη διάρκεια ενός καθορισμένου χρονικού διαστήματος.[13]

Μάλιστα, επειδή «η ποιότητα της εργασίας ελέγχεται από το ίδιο το προϊόν της, που πρέπει να έχει μια μέση ποιότητα, αν πρόκειται να πληρωθεί ολόκληρη η τιμή του κομματιού,… ο μισθός με το κομμάτι γίνεται η πιο προσοδοφόρα πηγή περικοπής του μισθού και κεφαλαιοκρατικής απάτης».[14] Επιπλέον, καθόσον η «ποιότητα και η ένταση της εργασίας ελέγχονται εδώ από την ίδια τη μορφή του εργατικού μισθού, αυτή καθιστά περιττή κατά ένα μεγάλο μέρος την επιστασία της εργασίας. Γι’ αυτό η πληρωμή με το κομμάτι αποτελεί τόσο τη βάση της σύγχρονης δουλειάς στο σπίτι,… όσο και ενός ιεραρχικά διαρθρωμένου συστήματος εκμετάλλευσης και καταπίεσης».[15]

Πολλές φορές μάλιστα, σημειώνει ο Μαρξ, η εκμετάλλευση των εργατών από το κεφάλαιο πραγματοποιείται εδώ όχι μόνο με την υπομίσθωση της εργασίας αλλά και με την εκμετάλλευση του εργάτη από τον εργάτη, όταν παρεμβάλλονται ενδιάμεσοι αρχιεργάτες ανάμεσα σε αυτόν και τον τελικό βοηθό μισθωτό που θα αναλάβει την εργασία. Στη συνέχεια ο Μαρξ εξετάζει τη σύνδεση αυτής της μορφής μισθού με την εντατικοποίηση της εργασίας:

Όταν είναι δεδομένος ο μισθός με το κομμάτι, έχει φυσικά προσωπικό συμφέρον ο εργάτης να εντείνει όσο το δυνατόν περισσότερο την εργασιακή του δύναμη, πράγμα που διευκολύνει τον κεφαλαιοκράτη ν’ ανεβάσει τον κανονικό ρυθμό έντασης. Προσωπικά επίσης έχει συμφέρον ο εργάτης να παρατείνει την εργάσιμη ημέρα, γιατί έτσι ανεβαίνει ο ημερήσιος ή βδομαδιάτικος μισθός του.[16]

Ο τελευταίος εν τέλει εξαρτάται από τις διαφορετικές δεξιότητες και ικανότητες, από τη διαφορετική δύναμη, αντοχή, ενεργητικότητα κλπ. των ατομικών εργατών, με αποτέλεσμα η εισαγωγή του μισθού με το κομμάτι στην παραγωγική διαδικασία να θεμελιώνει μισθολογικές διαφορές μεταξύ των εργατών, οι οποίες:

τείνουν να αναπτύξουν, από τη μια μεριά, την ατομικότητα, επομένως και το αίσθημα της ελευθερίας, την αυτοτέλεια και τον αυτοέλεγχο των εργατών και, από την άλλη, τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Γι’ αυτό, ο μισθός με το κομμάτι έχει την τάση ανεβάζοντας ορισμένους ατομικούς μισθούς πάνω από το μέσο επίπεδο, να ρίχνει αυτό το ίδιο το επίπεδο.[17]

Έτσι, εν γένει «ο μισθός με το κομμάτι χρησιμεύει σαν μοχλός για την παράταση του εργάσιμου χρόνου και για τη μείωση του μισθού»,[18] ενώ λόγω της εισαγωγής του «η διαφορά ανάμεσα στους μισθούς της ειδικευμένης και της συνηθισμένης εργασίας είναι σήμερα πολύ πιο ασήμαντη, από ότι ήταν σε οποιαδήποτε προηγούμενη περίοδο».[19]

Αλλά ο μισθός με το κομμάτι δεν επηρρεάζει μόνο τη διάρκεια της μισθωτής εκμετάλλευσης και το ύψος του (μερικού) ανταλλάγματός της, του εργατικού μισθού, αλλά ταυτόχρονα συνδέεται με αλλαγές στην παραγωγικότητα της εργασίας. Όπως ξέρουμε:

όταν αλλάζει η παραγωγικότητα της εργασίας, μεταβάλλεται και ο χρόνος εργασίας που παρασταίνεται στην ίδια ποσότητα προϊόντων. Επομένως αλλάζει και ο μισθός με το κομμάτι, γιατί είναι η έκφραση σε τιμή ενός ορισμένου χρόνου εργασίας… Μ’ άλλα λόγια: ο μισθός με το κομμάτι μειώνεται στην ίδια αναλογία που αυξάνεται ο αριθμός των κομματιών που παράγονται στο ίδιο χρονικό διάστημα, επομένως στην ίδια αναλογία που μειώνεται ο χρόνος εργασίας που ξοδεύεται για το ίδιο κομμάτι.[20]

Αυτή η μεταβολή του μισθού με το κομμάτι, αν και καθαρά ονομαστική, προκαλεί διαρκείς αγώνες ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και στον εργάτη: είτε επειδή ο κεφαλαιοκράτης χρησιμοποιεί αυτό το πρόσχημα για να μειώσει πραγματικά την τιμή της εργασίας είτε επειδή η αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας συνοδεύεται από μιαν αύξηση της έντασής της· είτε επειδή ο εργάτης παίρνει στα σοβαρά την επίφαση του μισθού με το κομμάτι και φαντάζεται ότι του πληρώνουν το προϊόν του και όχι την εργασιακή του δύναμη, και για αυτό το λόγο εναντιώνεται σε μια μείωση του μισθού που δεν συνοδεύεται από μείωση της τιμής πώλησης του εμπορεύματος.[21]

Η σκληρή εντατικοποίηση της εργασίας μέσω της εισαγωγής του συστήματος του μισθού με το κομμάτι ήταν ένα από τα όπλα που χρησιμοποίησαν τα αφεντικά ενάντια στην αντίσταση των εργατών στους μαζικούς χώρους εργασίας. Την εποχή της άνθισης του κρατικού καπιταλισμού, με όποια μορφή και αν αυτός εκφράστηκε (φασισμός, εθνικοσοσιαλισμός, σταλινισμός, σοσιαλδημοκρατία), και της υιοθέτησης σε ευρύτερη πλέον κλίμακα των εκλεπτυσμένων τεχνικών οργάνωσης και εποπτείας της γραμμής παραγωγής, που έμειναν γνωστές ως ταιηλορισμός, ολοένα και περισσότεροι προλετάριοι έρχονταν αντιμέτωποι με το μισθό με το κομμάτι.

Στη Γερμανία, παραδείγματος χάρη, θιασώτης αυτού του συστήματος παραγωγής ήταν ο ίδιος ο Χίτλερ, ο οποίος ενώπιον μελών του κόμματός του είχε δηλώσει ρητά ότι «η σιδηρά αρχή της εθνικοσοσιαλιστικής ηγεσίας είναι να μην επιτρέπει οποιαδήποτε αύξηση στην κλίμακα των ωρομισθίων, αλλά να αυξάνει το εισόδημα μόνο με την αύξηση της αποδοτικότητας».[22] Η επίσημη εφημερίδα του ΚΚ Ρουμανίας, από την άλλη, πανηγυρικά σημείωνε το 1949 ότι «η εργασία με το κομμάτι είναι ένα επαναστατικό σύστημα, που εξαλείφει την αδράνεια και κάνει τον εργάτη να δραστηριοποιείται. Στο καπιταλιστικό σύστημα το χασομέρι και η τεμπελιά ενθαρρύνονται. Τώρα όμως, όλοι έχουν την ευκαιρία να δουλέψουν σκληρότερα και να κερδίσουν περισσότερα».[23] Τι πραγματικά πίστευαν οι προλετάριοι για το «νέο επαναστατικό σύστημα»; Θα πείθονταν τελικά να ανταλλάξουν το εντατικότερο ξεζούμισμά τους με έναν μεγαλύτερο μισθό; Ας εξετάσουμε το μεταπολεμικό παράδειγμα της Ουγγαρίας.[24]

Στη μεταπολεμική Ανατολική Ευρώπη, τα νέα καθεστώτα εκμεταλλεύτηκαν την εργασία των σταχανοβιτών εργατών, των κατ’ εξοχήν εργατών με το κομμάτι. Γρήγορα οι βασικοί μισθοί βούλιαξαν, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι εργάτες να αντιμετωπίζουν τους θλιβερούς λακέδες των αφεντικών με ιδιαίτερη εχθρότητα, αναγκάζοντας τα επίσημα κομματικά όργανα να παρέμβουν και να αποδοκιμάσουν την «επίθεση πολιτικά ανώριμων εργατών ενάντια στους Σταχανοβίτες». Στο 9ο συνέδριο, μάλιστα, του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας προτάθηκε να παρθούν μέτρα ενάντια στους προλετάριους που «συκοφαντούν τη δουλειά των Σταχανοβιτών και που προσπαθούν ακόμη και να βάλουν τροχοπέδη στο έργο τους». Στην Ουγγαρία, στις αντιδράσεις ενάντια στο «μισθό με το κομμάτι» φαίνεται ότι συμμετείχαν και κομματικά στελέχη καθώς και αξιωματούχοι, αν πάρουμε τοις μετρητοίς τους λόγους των ηγετών του ΚΚ Ουγγαρίας, που το 1950 κατήγγειλαν «την υπόγεια δράση δεξιών σοσιαλδημοκρατικών στοιχείων και των συμμάχων τους, των αντιδραστικών κληρικών» και ανήγγειλαν την αύξηση της βασικής νόρμας που έπρεπε να παραχθεί από τον κάθε εργάτη. Οι πολιτικοί χαρακτηρισμοί που αποδίδονταν σε όσους αντιδρούσαν στην εντατικοποίηση της εργασίας στα εργοστάσια δεν πρέπει να μας ξενίζει. Αν κάποιος δεν φαινόταν ιδιαίτερα πρόθυμος και παραγωγικός μπορούσε κάλλιστα να κατηγορηθεί ότι ήταν «πράκτορας των καπιταλιστών».

Παρόλες όμως τις απειλές, τις διαγραφές μελών του κόμματος, την τρομοκρατία μέσα και έξω από τους χώρους εργασίας, η αντίσταση των εργατών παρέμενε ιδιαίτερα δυνατή και αποτελεσματική. Ο αγώνας των εργατών εκφράστηκε με δύο κυρίως τρόπους: τις κοπάνες και το σαμποτάζ. Εξαιτίας τους η βιομηχανική παραγωγή το 1949 έπεσε κατά 10-15%, ενώ η ποιότητα των προϊόντων είχε χειροτερεύσει. Ενδεικτικά στο δεύτερο μεγαλύτερο εργοστάσιο της Ουγγαρίας, το χυτήριο σιδήρου Μάνφρεντ Βάις, η σπατάλη σε υλικά εκτοξεύτηκε από 10,4% σε 23,5%. Παράλληλα, ο αριθμός των βιομηχανικών εργατών που δήλωναν ασθενείς και απουσίαζαν ήταν τουλάχιστον διπλάσιος από τον προπολεμικό μέσο όρο – σε ορισμένα εργοστάσια έφτανε στο 12% του συνόλου των εργαζομένων. Μάλιστα, είχαν γίνει αναφορές ακόμη και αυτοτραυματισμών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Υπουργός Βιομηχανίας Κόσσα αναφέρθηκε το 1948 «στην τρομοκρατική στάση των εργατών απέναντι στους διευθυντές των εθνικοποιημένων εργοστασίων» και συνέχισε απειλώντας τους απείθαρχους προλετάριους με την επιβολή καταναγκαστικής εργασίας…

Αντί επιλόγου, ας δούμε πώς ένας Ούγγρος προλετάριος, ο Μίκλος Χάραστι, βίωσε από πρώτο χέρι το σύστημα σύνδεσης του μισθού με την παραγωγικότητα μέσα στο εργοστάσιο 20 χρόνια αργότερα.[25] Ο Χάραστι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει δύο φορές το πανεπιστήμιο στο οποίο σπούδαζε εξαιτίας αφενός των ποιημάτων που κυκλοφόρησε, τα οποία λοιδορούσαν τον ουγγρικό γραφειοκρατικό μηχανισμό και τη λογοκρισία, κι αφετέρου λόγω της γενικότερης πολιτικής του στάσης, η οποία έρεπε προς την «ακραία δημοκρατία» και τον «επαναστατικό ασκητισμό», σύμφωνα τουλάχιστον με τα λεγόμενα των κατήγορών του. Ως εκ τούτου από νωρίς βρέθηκε εργάτης σε διάφορα εργοστάσια. Αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου του αποτέλεσε η τραυματική, όπως θα δούμε, εμπειρία του σε ένα εργοστάσιο κατασκευής τρακτέρ, όπου ήρθε αντιμέτωπος με το σύστημα του «μισθού με το κομμάτι». Όλο το βιβλίο φαίνεται να συνομιλεί με το αντίστοιχο κεφάλαιο του Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Ο Χάραστι στηρίζεται στις βασικές παρατηρήσεις του Μαρξ και χρησιμοποιεί την άμεση προσωπική του εμπειρία για να αποδώσει όσο γίνεται πιο πιστά τη φρίκη του συγκεκριμένου συστήματος αμοιβής και εργασίας.

Μας λέει, λοιπόν, ο Χάραστι ότι οι εργάτες προκειμένου να υπερβούν τη νόρμα και να κερδίσουν έναν κάπως μεγαλύτερο μισθό, κατέφευγαν στην «κλοπή», ώστε να αυξάνεται η παραγωγικότητα, άρα και ο μισθός. Η «κλοπή» συνίστατο στη χρήση υλικών και μηχανών δίχως να τηρούνται οι προδιαγραφές διασφάλισης της ποιότητας του προϊόντος και της σωματικής ακεραιότητας των εργαζομένων, Γρήγορα όμως αυτός ο αγώνας ανθρώπου εναντίον μηχανής και εργατών εναντίον εργατών βρήκε νικητή στο πρόσωπο των μηχανικών παραγωγής και των διευθυντών, που ικανοποιημένοι μπορούσαν να αυξάνουν τη νόρμα και να θεσμοθετούν ως διαρκώς νέο «μέσο όρο» την ατομική παραγωγή που κατάφερνε να ξεπεράσει την αμέσως προηγούμενη νόρμα. Έτσι οι εργάτες αναγκάζονταν πια να ακολουθούν τις καινούργιες, αυξημένες, νόρμες για να πάρουν τον ίδιο «μέσο μισθό» που έπαιρναν και πριν, όταν κατασκεύαζαν λιγότερα κομμάτια. Βέβαια, η διαδικασία αυτή είχε και ανεπιθύμητα, για τους διευθυντές, αποτελέσματα, όπως τη χαμηλή ποιότητα των τελικών προϊόντων και την αύξηση του αχρηστευμένου υλικού, των μηχανικών βλαβών και των εργατικών ατυχημάτων.

Ο Χάραστι επίσης αναφέρεται στη «λαθραία εργασία», την εργασία που διεξαγόταν κρυφά από τους επιστάτες και τους ρουφιάνους των αφεντικών, με ό,τι υλικό έβρισκε κανένας εύκαιρο – συνήθως παραπανίσιο υλικό ή κομμάτια που είχαν αχρηστευτεί κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Αυτή η παράνομη, δημιουργική δραστηριότητα γέμιζε τους προλετάριους που την ασκούσαν με ικανοποίηση, καθώς όχι μόνο επιδείκνυαν την εφευρετικότητά τους στη χρήση μηχανών και υλικών, αλλά και διότι έσπαγαν τον ατέρμονο κύκλο των μονότονων, επαναληπτικών κινήσεων της γραμμής παραγωγής, κατασκευάζοντας κάτι για το σπίτι ή τους φίλους τους, μία αξία χρήσης. Πολλές φορές όμως η πραγματική αξία χρήσης αυτών των αντικειμένων παρέμενε σχετική, αφού οι εργάτες δεν μπορούσαν να τα περάσουν από τους ελέγχους στις πύλες μετά τη λήξη της βάρδιας και να τα βγάλουν έξω από το εργοστάσιο… Το σημαντικό στοιχείο, όμως, που αναδεικνύεται μέσω της δημιουργικής φύσης της «λαθραίας εργασίας» είναι ο αντιφατικός χαρακτήρας της συνεργασίας στην επιχείρηση: από τη μια μεριά, η συνεργασία ως συνάρτηση των ατομικών εργασιών στην υπηρεσία της διαδικασίας αξιοποίησης του κεφαλαίου· από την άλλη, η αυτοαξιοποιητική αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών, καθώς ο ένας βοηθούσε τον άλλο στην επεξεργασία του υλικού –πολύ συχνά η τελική μορφή μιας αξίας χρήσης προέκυπτε από τη χρήση διαφορετικών μηχανών, ακόμη και σε διαφορετικά τμήματα του εργοστασίου– κάποιοι κρατούσαν τσίλιες κλπ. Υπό κανονικές συνθήκες εργασίας, ο στυγνός ανταγωνισμός και η απουσία αλληλοβοήθειας μεταξύ των εργατών, δηλ. ο αυτοματισμός της ενότητάς τους σε ένα παραγωγικό σώμα, ήταν τέτοιος που πολλοί, όντας αφοσιωμένοι στο ατέρμονο κυνήγι της μέγιστης δυνατής ατομικής παραγωγής, θεωρούσαν χασομέρι ακόμη και τη συνομιλία με τους διπλανούς τους.

Το πιο συγκλονιστικό σημείο στο βιβλίο, όμως, είναι εκείνο στο οποίο ο Χάραστι αναφέρεται στην ψυχολογική και συναισθηματική αλλοτρίωση που συνεπάγεται αυτός ο τρόπος μισθωτής εργασίας. Η ολοένα μεγαλύτερη προσπάθεια του εργάτη να πετύχει την προκαθορισμένη νόρμα και να πάρει έναν μισθό που μόλις αρκεί για να τον συντηρήσει, οδηγεί στην ταύτισή του με την μηχανή, στη μηχανοποίηση της σκέψης και του σώματός του, αλλά και στο συναισθηματικό του ακρωτηριασμό. Ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

Ακόμα και στη δουλειά, της οποίας έχω βρει το ρυθμό, στην οποία έχω γίνει ένα με τη μηχανή, δεν εξαφανίζονται οι σκέψεις και τα συναισθήματα∙ μεταβάλλονται μόνο: η άμεση επαφή ανάμεσα σε αυτά και σε μένα, η ταυτότητα εξαφανίζεται. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να το περιγράψεις. Παύω να υπάρχω εγώ.[26]

Αν τύχει όμως και σφηνωθεί μια σκέψη, δεν μπορεί να επεκταθεί. Καταπίνεται από την παγίδα του ρυθμού και τρέχει γύρω-γύρω σαν το σκίουρο στον ποδοκίνητο μύλο.[27]

Είμαι ο ρυθμός της μηχανής και ίσως έγκειται σ’ αυτό το ότι από τον εκτός της δουλειάς κόσμο μόνο η σεξουαλική σφαίρα είναι εκείνη που έχει θέση –με τον ίδιο αβίωτο, απρόσωπο τρόπο– στη συνείδησή μου. Μια άκαρδη συνουσία, ο ρυθμός με διευθύνει, ξέρω τι αισθάνομαι και τι θα αισθανθώ, αλλά δεν το αισθάνομαι.[28]

Το ότι μεταμορφώνομαι σε μιαν ανόητη, τρελή μηχανή δεν φαίνεται στην εξαφάνιση των αισθημάτων μου, των συναισθημάτων μου, ούτε καν στο ότι με αποφεύγουν οι σκέψεις. Φαίνεται πρώτα απ’ όλα στο ότι με ενοχλεί, με θυμώνει, μου φέρνει απελπισία, με καταστρέφει το γεγονός ότι μου γίνεται συνειδητή μία σκέψη, ένα συναίσθημα. Πρέπει ν’ αγωνιστώ εναντίον τους, να επινοήσω μεθόδους, να βάλω στον εαυτό μου προβλήματα, όπως στα παιδικά μου χρόνια, τον καιρό που έπρεπε ακόμα να μετράω για ν’ αποκοιμηθώ. Σ’ αυτό βοηθούν και οι μηχανές, στο να βρω τη μέθοδο∙ από την εναλλαγή των διάφορων ρυθμών τους προκύπτει πάλι ένας ρυθμός. Πρώτα τον αναπτύσσω, τον νιώθω, μετά μάλιστα τον προφταίνω. Μου προξενεί σχεδόν χαρά το ότι οι μηχανές με επιβεβαιώνουν, με ενισχύουν. Η σκέψη, φτάνοντας στη συνείδησή μου, με εμποδίζει το ίδιο όπως το λάθος της μηχανής, το παιχνίδι του προωθητικού άξονα, η φθαρμένη από τη χρήση επιφάνεια επαφής του μοχλού, το μάγκωμα του επικρουστήρα. Η καθαρή σκέψη που τρυπώνει στη συνείδηση είναι ο εχθρός της ησυχίας, που μοιάζει με λιποθυμία, στο σπίτι, μετά τη δουλειά. Την υποδέχομαι έτσι, όπως στο εργοστάσιο, με το ίδιο ένστικτο φυγής∙ γι’ αυτό, το ξέρω: ανήκω στη μηχανή, δεν έχω ακόμα ξανακερδίσει τον εαυτό μου.[29]

Συμπληρωματική βιβλιογραφία:
N. Βαΐου & K. Χατζημιχάλης, Με τη ραπτομηχανή στην κουζίνα και τους Πολωνούς στους αγρούς, Αθήνα: Εξάντας, 1997

Παρόλο που οι ως τώρα αναφορές μας επικεντρώθηκαν στη διαδεδομένη εφαρμογή του μισθού με το κομμάτι στα εργοστάσια, αυτός δεν εμφανίστηκε μονάχα εκεί. Παραδείγματος χάρη, υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένος και στις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα) εκφράζοντας μια σειρά άτυπων ή μη σχέσεων εργασίας στο μικροεπίπεδο αρχικά της περιφέρειας ή της πόλης, της γειτονιάς και του χωραφιού. Για ένα σημαντικό διάστημα, μάλιστα, ειδικά τη δεκαετία του ’80 και του ’90, που η ύφεση έπληττε το βιομηχανικό βορρά (βλ. αποβιομηχανοποίηση, αύξηση της ανεργίας κλπ.), μια σειρά κυριλέ οικονομολόγων ισχυρίζονταν ότι η λύση στην μπλοκαρισμένη κερδοφορία του κεφαλαίου βρισκόταν στην υιοθέτηση ενός ευέλικτου και αποκεντρωμένου παραγωγικού μοντέλου, παρόμοιου με αυτό που εμφανίστηκε στον νότο και βασίστηκε (μεταξύ άλλων) στην άτυπη/ανασφάλιστη εργασία νοικοκυρών από το σπίτι τους ή «παρανομοποιημένων» μεταναστών σε υπόγες και χωράφια. Το συγκεκριμένο βιβλίο εξετάζει σύγχρονες πτυχές αυτής της συνθήκης εργασίας και ταυτόχρονα εστιάζει στις επιπτώσεις της στη διαμόρφωση του χώρου, του χρόνου της καθημερινής ζωής, και εν τέλει των νέων μορφών αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου.

Σχετική ταινία:
Έ. Πέτρι, Η εργατική τάξη πάει στον Παράδεισο (1971)

1971, 125 λεπτά, Ιταλία
Σκηνοθέτης: Έλιο Πέτρι
Σενάριο: Έλιο Πέτρι και Ούγκο Πίρρο
Μουσική: Έννιο Μορρικόνε
Ηθοποιοί:
Τζιαν Μαρία Βολοντέ: Λούλου Μάσσα
Μαριάντζελα Μελάτο: Λίντια
Τζίνο Περνίτσε: συνδικαλιστής
Μιέττα Αλμπερτίνι: Ανταλγκίζα
Σάλβο Ραντόνε: Μιλιτίνα

Όπως και ένα πλήθος άλλων σημαντικών ή ασυνήθιστων εργατικών ταινιών, έτσι και αυτή η συναρπαστική ταινία του Έλιο Πέτρι είναι αδύνατον να βρεθεί στην αγορά ούτε προβάλλεται συχνά στους κινηματογράφους και στις κινηματικές προβολές. Προέρχεται από την χρονική περίοδο που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «δεύτερη προλεταριακή επίθεση» μέσα στον 20ο αιώνα: την περίοδο 1968-1973, την περίοδο του Μάη του ’68, του ιταλικού Θερμού Φθινοπώρου του ’69, των μεγάλων απεργιών στην αυτοκινητοβιομηχανία και της «άρνησης της εργασίας» στις ΗΠΑ στις αρχές του ’70, την περίοδο της «σεξουαλικής επανάστασης» και του αντισταλινισμού – που αποτυπώνεται και σε δυο άλλες διάσημες ραϊχικές ταινίες της εποχής, Τα μυστήρια του Οργανισμού του Μακαβέγιεφ και το Τέμροκ του Φαραλντό.

Ο ήρωας της ταινίας, ο Λούλου, βγάζει από τον τόρνο του καθημερινά εκατοντάδες μικροεξαρτήματα που ούτε γνωρίζει για τι προορίζονται ούτε και τον ενδιαφέρει να το μάθει. Περιφρονεί τα αφεντικά, τους συνδικαλιστές και τους αριστεριστές φοιτητές που μαζεύονται τα ξημερώματα στην πύλη του εργοστασίου και το μόνο του μέλημα είναι πως θα βγάλει ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μεροκάματο που θα του εξασφαλίσει μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ατομική κατανάλωση. Ένα εργατικό ατύχημα θα αλλάξει τη ζωή του σταχανοβίτη μας.

Πολλά θέματα που έχουμε εξετάσει μέχρι τώρα στο Κεφάλαιο βρίσκονται εδώ, όπως:

  • η υποταγή της εργασιακής διαδικασίας στη διαδικασία αξιοποίησης, κατά την οποία «ο κεφαλαιοκράτης ενσωματώνει
  • την ίδια την εργασία σαν ζωντανό φύραμα στα νεκρά στοιχεία δημιουργίας του προϊόντος που ανήκουν επίσης σ’ αυτόν»
  • η αδιάκοπη, χωρίς ηρεμία, ροή του εργάσιμου χρόνου, «οι χρονικές στιγμές σαν στοιχεία του κέρδους»
  • η άντληση σχετικής υπεραξίας με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και τη συγκρότηση του συλλογικού εργάτη/εργάτη-μάζα
  • η αποξένωση του εργάτη από την ίδια του την εργασία, το προϊόν της, τους συναδέλφους του και το ίδιο το ανθρώπινο είδος
  • η ατομική κατανάλωση σαν στοιχείο της παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από το αν το υποζύγιο απολαμβάνει αυτό που καταναλώνει
  • «τα μεγαλύτερα περιθώρια κίνησης που προσφέρει στην ατομικότητα ο μισθός με το κομμάτι και τα οποία τείνουν ν’ αναπτύξουν, από τη μια μεριά το αίσθημα της ελευθερίας, την αυτοτέλεια και τον αυτοέλεγχο των εργατών, και, από την άλλη, τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Γι’ αυτό, ο μισθός με το κομμάτι έχει την τάση ανεβάζοντας ορισμένους ατομικούς μισθούς πάνω από το μέσο επίπεδο, να ρίχνει αυτό το ίδιο το επίπεδο».

Όπως δείξαμε και πιο πάνω, την ίδια εποχή ο Ούγγρος εργάτης Μίκλος Χάραστι καταπιανόταν στο βιβλίο του με το ίδιο ακριβώς θέμα –τον μισθό με το κομμάτι– και αποτύπωνε στα απομνημονεύματά του τα συναισθήματα των Λούλου όλου του κόσμου. Ο Πέτρι όμως με την ταινία του επεκτείνει την κριτική του σε θέματα, όπως:

  • η κριτική του συνδικαλισμού και του σταχανοβισμού
  • οι απογοητεύσεις του μιλιταντισμού
  • η κριτική της συμβατικής ψυχολογίας – το κομμένο δάχτυλο ως έμβλημα ενός παρατεταμένου «άγχους ευνουχισμού», λέει ο τρελογιατρός!
  • το ψυχιατρείο, το σχολείο, η πόλη, ο δρόμος, το αυτοκίνητο, τα ψώνια, η τηλεόραση ως προεκτάσεις του εργοστασίου μέσα στην κοινωνία
  • η ερήμωση, η μοναξιά, η θλίψη.

Σίγουρα, Ο Λούλου το Εργαλείο (όπως είναι ο αμερικάνικος τίτλος της) δεν είναι η ταινία της εύκολης και ανέξοδης αισιοδοξίας.

 

[1] Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας αποτέλεσαν την μετεξέλιξη του νομικού πλαισίου που μέχρι τον 19ο αιώνα συνδεόταν μόνο με την εργασία των μελών της μεσαίας τάξης. Η τυποποίηση των εργασιακών σχέσεων, και συνεπώς η νομική έκφραση αυτής κατά τον 20o αιώνα, συνδέεται αφενός με την σταδιακή ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στα πλαίσια του κρατικού καπιταλισμού και του εθνικού «κοινωνικού κράτους», αφετέρου με την σταδιακή συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και την οργάνωση της συνεργασίας εντός της επιχείρησης με πιο άμεσους και συλλογικούς όρους (βλ. περαιτέρω κοινωνικοποίηση του συλλογικού εργάτη, μείωση των υπεργολαβιών κλπ.). Τοπικές συμβάσεις εργασίας, πάντως, σε ορισμένους τουλάχιστον τομείς όπως η γεωργία, η οικιακή και η βιοτεχνική παραγωγή προϋπήρχαν της βιομηχανικής επανάστασης. Οι συμβάσεις, όμως, αυτές στην πράξη δεν προστάτευαν τους εργάτες, παρά μόνο τα αφεντικά τους, καθώς σε περίπτωση πρόωρης διακοπής τους, οι μεν πρώτοι τιμωρούνταν βάσει του κοινού ποινικού δικαίου –προβλεπόταν μάλιστα ως και η φυλάκιση του παραβάτη, ώστε αυτός να μην μπορέσει να εργαστεί σε άλλον εργοδότη– ενώ οι δε δικάζονταν βάσει του αστικού δικαίου. Βλ. J. Janssen, “The transformation of wage labour and the state”, στο L. Clarke, P. de Gijsel, J. Janssen, The Dynamics of Wage Relations in the New Europe, Νέα Υόρκη, 2000, σελ. 12-19. Αυτό δεν σημαίνει, από την άλλη, ότι οι προλετάριοι εκείνης της άγριας εποχής δεν υπερασπίζονταν αποτελεσματικά τους εαυτούς τους, διαπραγματευόμενοι συλλογικά την τιμή της εργασίας τους, παρότι τόσο το 1779, με τον διαβόητο «Νόμο για την αποφυγή της παράνομης ένωσης εργατών», στην Αγγλία, όσο και με το συμπλήρωμα αυτού το 1800 είχαν διά νόμου απαγορευτεί οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και η ύπαρξη συνδικάτων ως το 1825. Αρκετά διαδεδομένη πρακτική κοινοτικής/συλλογικής διαπραγμάτευσης αποτελούσαν οι βίαιες εξεγέρσεις ενάντια στα αφεντικά και τους λακέδες τους, μέχρις ότου η άνοδος της ρεφορμιστικής πτέρυγας του χαρτιστικού κινήματος και η εμφάνιση των πρώτων συνδικάτων κατόρθωσαν εν μέρει να ξενερώσουν, όχι όμως και να ξεριζώσουν ολοκληρωτικά, τη βίαιη, αντικαπιταλιστική διάσταση των αγώνων του παράνομου ως τη δεκαετία του 1840 αγγλικού εργατικού κινήματος.
[2] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 562.
[3] Σε μακροοικονομικό επίπεδο, στους έμμεσους τρόπους μείωσης των πραγματικών μισθών των εργαζομένων, ακόμη και όταν ονομαστικά αυτοί αυξάνονται, θα πρέπει να συμπεριληφθεί ο πληθωρισμός.
[4] Και σήμερα, βέβαια, που αντίθετα με την κοινωνική πραγματικότητα του 19ου αιώνα υπάρχει κρατικά θεσμισμένο κατώτατο όριο για το ωρομίσθιο, το λογικό συμπέρασμα στο οποίο φτάνουμε ακολουθώντας τη μαρξική συλλογιστική είναι παρόμοιο: δεν μπορεί να οριστεί ο εβδομαδιαίος ή μηνιαίος μισθός εάν ταυτόχρονα δεν είναι εξασφαλισμένη η διάρκεια της έμμισθης εκμετάλλευσης. Δηλαδή, ακόμη και ένα σχετικά «υψηλό» ωρομίσθιο, πχ. 7 ή 17 ευρώ την ώρα, δεν έχει κανένα αντίκρυσμα εάν ταυτόχρονα δεν έχει εξασφαλιστεί η διάρκεια της εβδομαδιαίας ή μηνιαίας εργασίας. Ένας κακοπληρωμένος με 3 ευρώ την ώρα προλετάριος, που όμως εργάζεται 40 ώρες την εβδομάδα, εξασφαλίζει ένα βδομαδιάτικο μισθό ύψους 120 ευρώ, ενώ ένας «καλοπληρωμένος» με 7 ευρώ την ώρα προλετάριος που όμως εργάζεται συνολικά 10 ώρες την εβδομάδα, εξασφαλίζει μόλις 70 ευρώ την εβδομάδα. Ο αγώνας επομένως για υψηλό ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο πρέπει να συνδέεται με τον αγώνα για συγκεκριμένες ώρες εργασίας, και φυσικά με αυτόν για υψηλό άμεσο και έμμεσο/κοινωνικό μηνιαίο μισθό.
[5] Ύστερα από έξι χρόνια ραγδαίας αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και καθώς οι νέες συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται αφορούν κατά πλειοψηφία την μερική, προσωρινή ή εκ περιτροπής απασχόληση, ο αριθμός όσων προλετάριων δουλεύουν ελάχιστες ώρες την εβδομάδα, εξασφαλίζοντας «μισθούς» των 100 και 200 ευρώ, είναι τρομακτικός. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, 125.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα αμείβονται με μικτό μηνιαίο μισθό έως 100 (!) ευρώ, ενώ άλλοι 345.000 εργαζόμενοι αμείβονται με μηνιαίους μισθούς από 100 έως και 400 ευρώ μικτά. Δηλαδή κοντά στις 500.000 προλετάριοι στην Ελλάδα του 2016, αριθμός που αντιστοιχεί στο 20% των μισθωτών, αμοίβονται με μικτούς μισθούς έως 400 ευρώ, πολύ πιο κάτω δηλαδή από τον «νόμιμο» κατώτατο μισθό των 510,95 ευρώ που αντιστοιχεί στη 40ωρη εργασία των εργατοτεχνιτών κάτω των 25 ετών…
[6] Ήδη πριν από την γενικευμένη επίθεση που εξαπολύθηκε στην εργατική τάξη στην Ελλάδα με πρόσχημα τη λεγόμενη «κρίση του δημόσιου χρέους» το 2010, η ελαστικοποίηση του ωραρίου για να ταιριάζει με τις εποχικές ανάγκες των καπιταλιστών ήταν νομοθετικά επικυρωμένη. Ο κάθε εργοδότης μπορεί, όταν το επιθυμεί, ακόμη και δίχως τη συναίνεση των εργαζομένων, να μεταβάλλει το ωράριο εργασίας, δίχως να πληρώνει υπερωρίες, δίνοντας ως αντιστάθμισμα ρεπό τις περιόδους που η εποχιακή διακύμανση της ζήτησης το επιτρέπει, αρκεί οι συμφωνημένες ετήσιες ώρες εργασίας να παραμένουν σταθερές. Επίσης, η κεκαλυμμένη μισθωτή εργασία με «μπλοκάκι» ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη σε μια σειρά κλάδων (βλ. δικηγόροι, μηχανικοί, επιμελητές/μεταφραστές κλπ.), πολύ πριν τα Μνημόνια που υπέγραψε η δεξιά και η αριστερά του κεφαλαίου, επιτρέποντας στα αφεντικά να κινητοποιούν έμμισθη εργασία μόνο όταν την χρειάζονταν, δίχως να αναλαμβάνουν τις ασφαλιστικές ή άλλες συμβατικές υποχρεώσεις (πχ. παροχή αδειών κλπ.) που πηγάζουν από μια τυπική σύμβαση έμμισθης απασχόλησης αορίστου ή συγκεκριμένου χρόνου.
[7] Βλ. ό.π., σελ. 562.
[8] Ό.π., σελ 564.
[9] Ό.π., σελ 565.
[10] Κάποτε αυτό το γνώριζαν καλά οι προλετάριοι κι έπρατταν αναλόγως. Τον Μάρτιο του 1938, κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου κύματος απεργιών που σάρωσε τα γαλλικά εργοστάσια ενάντια στις απόπειρες της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου να επιτραπεί (μεταξύ άλλων) σε αυτά η υπερωριακή εργασία, οι εργάτες ήταν ξεκάθαροι: σε ένα χαρακτηριστικό δείγμα πραγματικής ταξικής αλληλεγγύης, δήλωσαν ότι οι υπερωρίες ήταν αχρείαστες και διπλά εκμεταλλευτικές, εφόσον υπήρχαν αρκετοί άνεργοι προλετάριοι που θα μπορούσαν να προσληφθούν για να καλύψουν τις αυξημένες εργοδοτικές ανάγκες. Βλ. M. Seidman, “The Birth of the Weekend and the Revolts against Work: The Workers of the Paris Region during the Popoular Front (1936-38)”, French Historical Studies, 12:2 (1981). (Υπό έκδοση από το Κόκκινο Νήμα∙ σύνοψη του εν λόγω κειμένου περιλαμβάνεται στην εισήγηση Εργάσιμη Ημέρα: Αγώνες για την μείωση του εργάσιμου χρόνου)
[11] Ο φαύλος κύκλος που μόλις περιγράψαμε «σπάει» εντούτοις χάρη στην ταξική πάλη, όπως η «πέρα για πέρα λογική», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μαρξ, «εξέγερση των εργατών οικοδόμων του Λονδίνου ενάντια στην απόπειρα των καπιταλιστών να επιβάλουν [χαμηλό υπερωριακό] ωρομίσθιο» και στην ανάγκη διασφάλισης, μέσω παρεμβάσεων του συλλογικού καπιταλιστή, του κράτους, της μακροχρόνιας αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, η οποία άλλωστε συνδέεται με την καπιταλιστική ανάγκη πραγματοποίησης της ήδη παραχθείσας υπεραξίας (Βλ. τις εισηγήσεις Το κύκλωμα του εμπορευματικού κεφαλαίου και Κατανάλωση, «αληθινές» και «ψευδείς» ανάγκες).
[12] Ό.π., σελ. 569.
[13] Ό.π., σελ. 570-1.
[14] Ό.π., σελ. 571.
[15] Ό.π., σελ. 572.
[16] Ό.π., σελ. 572-3.
[17] Ό.π., σελ. 574. Δική μας η έμφαση.
[18] Ό.π., σελ. 575. Δική μας η έμφαση.
[19] Ό.π., σελ. 575. Η παρατήρηση αυτή προέρχεται από το Remarks on the Commercial Policy of Great Britain, Λονδίνο, 1815.
[20] Ό.π. σελ. 576.
[21] Ό.π. σελ. 577.
[22] Ά. Άντερσον, Η ουγγρική επανάσταση του 1956, Αθήνα, 1981, σελ. 32.
[23] Ό.π., σελ. 32.
[24] Βλ. ό.π., σελ. 32-35.
[25] Βλ. Μ. Χάραστι, Μισθός με το Κομμάτι, Αθήνα, 1981.
[26] Ό.π., σελ. 101.
[27] Ό.π., σελ. 102.
[28] Ό.π., σελ. 102.
[29] Ό.π., σελ. 100-1.

You may also like...

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *