Μάθημα 16ο: Σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο

 

16o ΜΑΘΗΜΑ

ΣΤΑΘΕΡΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Στο προηγούμενο κεφάλαιο ο Μαρξ εξέτασε την εργασιακή διαδικασία και τη διαδικασία αξιοποίησης. Ξεκινώντας το 6ο κεφάλαιο, ξεκαθαρίζει ότι «οι διάφοροι παράγοντες της εργασιακής διαδικασίας συμμετέχουν με διαφορετικό τρόπο στον σχηματισμό της αξίας του προϊόντος».[1] Ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της εργασίας, ο εργάτης προσθέτει αξία στο αντικείμενο εργασίας, παράγει δηλαδή νέα αξία. Στα συστατικά μέρη της αξίας του νέου προϊόντος εμπεριέχεται η αξία των καταναλωμένων πρώτων υλών και μέσων παραγωγής, δηλ. εμπεριέχεται αντικειμενοποιημένη η ανθρώπινη εργασία που έχει από προηγουμένως συντελεστεί για την παραγωγή τους. «Επομένως η αξία των μέσων παραγωγής διατηρείται με τη μεταβίβασή της στο προϊόν. Η μεταβίβαση αυτή γίνεται στην πορεία της μετατροπής των μέσων παραγωγής σε προϊόν, στην εργασιακή διαδικασία. Διαμεσολαβείται από την εργασία. Πώς όμως;».[2]

Το ερώτημα αυτό αποτελεί ένα από τα κεντρικότερα της μαρξικής σκέψης. Η σημασία του είναι καθοριστική γιατί η απάντηση μπορεί να γίνει το «φιλοσοφικό κλειδί» που θα ξεκλειδώσει την πόρτα που οδηγεί στην ουσία της τάξης πραγμάτων που αποκρύπτει ο φετιχιστικός χαρακτήρας του εμπορεύματος. Μέσω της σωστής ερωτηματοθεσίας, ο Μαρξ φιλοδοξεί να συντρίψει τις ουσιοκρατικές και φυσιοκρατικές πεποιθήσεις/αναλύσεις των αστών οικονομολόγων της εποχής του περί αυθύπαρκτης ανταλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων. Όποιος έχει αναρωτηθεί πώς καθορίζεται η ανταλλακτική αξία ενός απλού εμπορεύματος, για παράδειγμα ενός ζευγαριού γυαλιών, τότε έχει κάνει το πρώτο και πολύ σημαντικό βήμα για να διεισδύσει στα άδυτα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Κατά τον Μαρξ, λοιπόν, «ο εργάτης δεν εργάζεται δύο φορές στον ίδιο χρόνο, μια φορά για να προσθέσει με την εργασία του αξία στο βαμβάκι, και μια φορά για να διατηρήσει την παλιά του αξία ή, πράγμα που είναι το ίδιο, για να μεταβιβάσει στο προϊόν, στο νήμα, την αξία του βαμβακιού που επεξεργάζεται και του αδραχτιού με το οποίο εργάζεται».[3] Κάθε ικμάδα χρόνου εργασίας προσθέτει ταυτόχρονα νέα αξία και διατηρεί την παλιά. Κάθε απειροελάχιστο κλάσμα χρόνου μισθωτής εργασίας εντός του καπιταλισμού δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια διαδικασία αποξένωσης του εργάτη από το προϊόν εργασίας του, από τον εαυτό του, και από την υπόλοιπη κοινωνία. Αν κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, μια υποθετική μείωση του χρόνου εργασίας από οκτώ σε τέσσερις ώρες, θα σήμαινε αυτόματα τη μείωση της παραγωγής υπεραξίας ή ακόμα και την πλήρη κατάργησή της (δηλαδή την κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής). Στην εισήγηση για την σχετική υπεραξία, όμως, θα δούμε ότι οι καπιταλιστές μπορούν, μεταβάλλοντας τους όρους αντικειμενοποίησης της εργασίας κατά την διαδικασία αξιοποίησης, να πετύχουν την ταυτόχρονη μείωση του χρόνου συνολικής εργασίας και την αύξηση της αντλούμενης από αυτούς υπεραξίας. Εκείνο, λοιπόν, που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι όσο διατηρείται η μισθωτή εργασία, τόσο το κεφάλαιο θα παραμένει η κυρίαρχη κοινωνική σχέση.

Η παραγωγή δύο ποιοτικά διαφορετικών αποτελεσμάτων από τον εργάτη, της διατήρησης των παλιών αξιών στο προϊόν και της προσθήκης νέας αξίας στο αντικείμενο εργασίας, «μπορεί ολοφάνερα να εξηγηθεί μονάχα από τον διπλό χαρακτήρα της ίδιας της εργασίας του. Στον ίδιο χρόνο είναι υποχρεωμένη με μια ιδιότητα να δημιουργεί αξία και με μιαν άλλη ιδιότητα να διατηρεί ή να μεταβιβάζει αξία».[4]

Ο Μαρξ θέτει ένα ακόμα κρίσιμο ερώτημα: «Πώς προσθέτει κάθε εργάτης χρόνο εργασίας και επομένως αξία;» και απαντά «Πάντα μόνο με τη μορφή του ιδιόμορφα παραγωγικού τρόπου εργασίας του».[5] Στη συνέχεια χρησιμοποιεί ορισμένα παραδείγματα, όπως αυτά του κλώστη, του υφαντή και του σιδερά, για να δείξει ότι με τη συγκεκριμένη εργασία του ο κάθε εργάτης προσθέτει γενικά χρόνο εργασίας, άρα αξία στο αντικείμενο εργασίας και ότι τα μέσα παραγωγής, όπως το βαμβάκι, το αδράχτι, το νήμα, ο αργαλειός, ο σίδηρος και το αμόνι είναι συστατικά στοιχεία δημιουργίας ενός προϊόντος, μιας καινούργιας αξίας χρήσης. Έτσι, και αυτά με τη σειρά τους, συμβάλλουν στον καθορισμό της αξίας του προϊόντος.

[Ε]φόσον μια αξία χρήσης καταναλώνεται σκόπιμα για την παραγωγή μιας καινούργιας αξίας χρήσης, ο αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παραγωγή της καταναλωμένης αξίας χρήσης αποτελεί ένα μέρος του αναγκαίου χρόνου εργασίας για την παραγωγή της καινούργιας αξίας χρήσης, δηλαδή είναι χρόνος εργασίας που από το καταναλωνόμενο μέσο παραγωγής μεταβιβάζεται στο νέο προϊόν.[6]

Ο Μαρξ διευκρινίζει ότι είναι ο ωφέλιμος χαρακτήρας, η ειδική παραγωγική μορφή, η δεξιότητα της πρόσθετης ζωντανής εργασίας που διατηρεί τις αξίες των καταναλωμένων μέσων παραγωγής: «Η εργασία ανασταίνει εκ νεκρών τα μέσα παραγωγής με την απλή επαφή της μ’ αυτά, δίνει ψυχή σ’ αυτά και τα μετατρέπει σε παράγοντες της εργασιακής διαδικασίας και ενώνεται μαζί τους για να σχηματίσει προϊόντα».[7] Το σημείο αυτό έχει ξεχωριστή σημασία μιας και γίνεται σαφής διαχωρισμός από τον Μαρξ μεταξύ νεκρής και ζωντανής εργασίας, ήτοι γίνεται διάκριση μεταξύ στατικής/αντικειμενοποιημένης και δρώσας εργασιακής δύναμης. Το ζήτημα της δρώσας και πειθαρχημένης εργασιακής δύναμης, χωρίς να απαιτείται μάλιστα καμιά αναφορά στην πειθώ ή την ιδεολογία, αποτελεί το κεντρικό ζήτημα του τρίτου και του τέταρτου μέρους του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Το ίδιο ζήτημα αποτέλεσε πιο πρόσφατα πεδίο έρευνας για τον Michel Foucault και τον Pierre Macherey. Σύμφωνα με τον Macherey:

Η νεκρή εργασία είναι η «περατωμένη» εργασία, είναι η εργασία που έχει αντικειμενοποιηθεί, που έχει αποκρυσταλλωθεί στο προϊόν της, όπου ολοκληρώνεται η διαδρομή της. Η ζωντανή εργασία είναι η εργασία ενόσω εκτελείται, σε ένα επίπεδο που της παρέχει μια καθαυτό δυναμική σημασία, ενώ το προϊόν που αντιπροσωπεύει η νεκρή εργασία παρουσιάζει μια στατική διάσταση μόνον… Η έννοια της εργασιακής δύναμης, που συναρθρώνει αυτές τις δύο πλευρές, επιτρέπει να κατανοηθεί τι ακριβώς συμβαίνει όταν η ζωντανή εργασία μετασχηματίζεται σε νεκρή εργασία και αντιστρόφως…
Παίζοντας με τις λέξεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που παραχωρεί ο εργαζόμενος είναι η χρήση της Arbeitskraft του, της εργασιακής του δύναμης στον βαθμό που είναι καθ’ ολοκληρίαν συγκροτημένη εφόσον είναι ένα με αυτόν· και αυτό που εκμεταλλεύεται ο καπιταλιστής είναι μία Arbeitsvermogen, που πρόκειται να τεθεί σε λειτουργία στο πλαίσιο μιας παραγωγικής δραστηριότητας μέσω μιας διαδικασίας εξωτερίκευσης. Γίνεται επομένως κατανοητό γιατί ο καπιταλιστής βγαίνει κερδισμένος και μάλιστα διπλά κερδισμένος, από μια ανταλλαγή που τελείται κατ’ αρχήν επί ίσοις όροις, και η οποία είναι στην πραγματικότητα μια συμφωνία που εξαπατά ένα εκ των δύο μερών, όπως και οι περισσότερες νομικές σχέσεις, στον βαθμό που εμπεριέχουν, δίχως να το δηλώνουν, μια σχέση που δεν ανήκει στη νομική σφαίρα…
Για να λειτουργήσει το καθεστώς της μισθωτής σχέσης, με τον προσίδιο τύπο καθυπόταξης, που καθορίζει την ύπαρξη του παραγωγικού και όχι απλώς παράγοντος υποκειμένου, δεν απαιτείται στην πρώτη γραμμή η παρέμβαση ιδεών και λέξεων· αλλά χρειάζεται προς τούτο να εγκαθιδρυθούν τεχνολογικοί και θεσμικοί μηχανισμοί πού αναπλάθουν καθ’ ολοκληρίαν την υπόσταση των έμβιων όντων στα οποία εφαρμόζεται αυτό το καθεστώς, δηλαδή ένα σύνθετο σύνολο διαδικασιών που ο Foucault συγκεντρώνει υπό την έννοια «βιοεξουσία»: μια τέτοια εξουσία ασκείται και παράγει τα αποτελέσματά της απευθείας στις εκφάνσεις της ζωής που, αφ’ ης στιγμής την έχει κυριεύσει, επιχειρεί να την αναδημιουργήσει ab initio. ‘Οταν ο καπιταλιστής προσλαμβάνει παραγωγικά υποκείμενα, φορείς μιας εργασιακής δύναμης με δύο όψεις, συγχρόνως Arbeitskraft και Arbeitsvermοgen, μια διαίρεση που του επιτρέπει να αποσπά υπεραξία, με τη μορφή αφενός απόλυτης υπεραξίας με την επιμήκυνση του χρόνου εργασίας και αφετέρου σχετικής υπεραξίας με τη μείωση του κόστους των εμπορευμάτων που προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητας, δεν έχει ανάγκη να υιοθετήσει τον ρόλο ενός παραμυθά και να τους πείσει με επιχειρήματα για την εγκυρότητα αυτής της διαίρεσης που παρουσιάζεται σε εκείνους, καθόσον έχουν πλέον μετατραπεί σε παραγωγικά υποκείμενα, ως μια κατάσταση πραγμάτων που δεν έχουν την επιλογή να αποδεχτούν ή να απορρίψουν… Καθώς ο καπιταλισμός εδραίωσε τη δεύτερη φύση, στο πλαίσιο της οποίας η εργασιακή δύναμη κατέστη «παραγωγική», βύθισε τρόπον τινά την ιδεολογία μέσα στην οικονομία, με την έννοια αφενός του καθεστώτος της υλικής παραγωγής και αφετέρου των κατευθυντήριων αρχών που το διέπουν ώστε να εξαχθεί η μέγιστη αποδοτικότητα με την ελάχιστη απώλεια.[8]

Το γεγονός ότι ο κάθε εργάτης πραγματοποιεί ποιοτικά διαφορετική συγκεκριμένη εργασία δεν παίζει κανένα απολύτως ρόλο στον καθορισμό της αξίας. Ο Μαρξ χρησιμοποιεί ένα υποθετικό παράδειγμα, όπου ο ίδιος κλώστης αλλάζει επάγγελμα και γίνεται μαραγκός.

[Ε]ξακολουθεί, όπως και πριν, να προσθέτει με την εργάσιμη ημέρα του αξία στην πρώτη του ύλη. Την προσθέτει λοιπόν με την εργασία του όχι ως εργασία του κλώστη ή ως εργασία του μαραγκού, μα ως αφηρημένη, κοινωνική εργασία γενικά, και προσθέτει ένα καθορισμένο μέγεθος αξίας, όχι επειδή η εργασία του έχει ένα ιδιαίτερο ωφέλιμο περιεχόμενο, μα επειδή διαρκεί ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα. Με την αφηρημένη λοιπόν γενική ιδιότητά της, ως ξόδεμα ανθρώπινης εργασιακής δύναμης, η εργασία του κλώστη προσθέτει νέα αξία στις αξίες του βαμβακιού και των αδραχτιών, και με τη συγκεκριμένη, ιδιαίτερη, ωφέλιμη ιδιότητά της ως κλωστική διαδικασία, μεταβιβάζει την αξία αυτών των μέσων παραγωγής στο προϊόν και διατηρεί έτσι την αξία τους στο προϊόν. Από δω απορρέει το διπλό αποτέλεσμα της εργασίας στον ίδιο χρόνο.[9]

Το προηγούμενο απόσπασμα λειτουργεί πολύ κατατοπιστικά ως παράδειγμα, ώστε η θεωρία του Μαρξ για την αξία να γίνει αντιληπτή με πιο ρεαλιστικούς όρους. Ο Μαρξ προχωρά σε μία επιπλέον διάκριση αναφορικά με το περιεχόμενο της εργασίας, την ποσοτική και την ποιοτική εργασία. Λέει, λοιπόν, ότι «με την ποσοτική πρόσθεση εργασίας προστίθεται νέα αξία», ενώ «με την ποιότητα της εργασίας που προστέθηκε διατηρούνται στο προϊόν οι παλιές αξίες των μέσων παραγωγής».[10]

Συνεχίζοντας χρησιμοποιεί ένα υποθετικό παράδειγμα όπου συντελείται αύξηση της παραγωγικότητας ενός κλώστη, μέσω κάποιας εφεύρεσης, κατά 6 φορές. Εκεί λοιπόν που χρειαζόταν 36 ώρες για να κλώσει 36 λίβρες βαμβάκι, τώρα δεν του παίρνει παρά μόνο 6 ώρες. Στις 36 λίβρες νήμα έχουμε παραγωγή νέας αξίας ίση με 6 ώρες, ενώ πριν είχαμε 36. Αλλά σ’ αυτές τις έξι ώρες ο κλώστης θα έχει δημιουργήσει την ίδια αξία όπως και πριν, αφού η αξία μετράται με τον χρόνο και όχι με την παραγωγικότητα. Για τον ίδιο λόγο, κάθε λίβρα νήματος θα περιέχει μόνο 1/6 νέας εργασίας σε σχέση με πριν, μια και χρειάστηκε μόνο το 1/6 του προηγούμενου κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας για να παραχθεί. Από την άλλη, στις 36 λίβρες νήμα, στις 6 ώρες δηλαδή, έχει μεταφερθεί η εξαπλάσια αξία βαμβακιού.

Στις 6 ώρες κλωσίματος διατηρείται και μεταφέρεται στο προϊόν αξία πρώτης ύλης έξι φορές μεγαλύτερη, μόλο που στην ίδια την πρώτη ύλη προστίθεται μια έξι φορές μικρότερη καινούργια αξία. Αυτό δείχνει πώς η ιδιότητα με την οποία η εργασία διατηρεί αξίες στη διάρκεια της ίδιας αδιαίρετης διαδικασίας είναι ουσιαστικά διαφορετική από την ιδιότητα με την οποία δημιουργεί αξία. Όσο περισσότερος αναγκαίος χρόνος εργασίας μπαίνει στη διάρκεια του κλωσίματος στην ίδια ποσότητα βαμβακιού, τόσο μεγαλύτερη είναι η νέα αξία που προστίθεται στο βαμβάκι, αλλά, όσο περισσότερες λίβρες βαμβάκι κλώθονται στον ίδιο εργάσιμο χρόνο, τόσο μεγαλύτερη η παλιά αξία που διατηρείται στο προϊόν.[11]

Τι θα γίνει, όμως, αν η παραγωγικότητα παραμείνει σταθερή και αλλάξει η ανταλλακτική αξία του βαμβακιού; Ο κλώστης προσθέτει την ίδια νέα αξία όπως πριν, στην ίδια ποσότητα βαμβακιού, μεταφέρει όμως διαφορετική παλιά αξία στο προϊόν του: μεγαλύτερη αν έχει αυξηθεί η ανταλλακτική αξία του βαμβακιού, μικρότερη αν έχει μειωθεί.

Αν μείνουν αμετάβλητοι οι τεχνικοί όροι της κλωστικής διαδικασίας κι αν, επίσης, δεν γίνεται καμία αλλαγή στην αξία των μέσων παραγωγής, τότε… η αξία που διατηρεί [ο κλώστης] στο προϊόν του είναι ευθέως ανάλογη με την νέα αξία που προσθέτει. Σε δύο βδομάδες προσθέτει δύο φορές περισσότερη εργασία (δηλαδή αξία) από ό,τι σε μια βδομάδα και ταυτόχρονα καταναλώνει δύο φορές περισσότερα υλικά διπλάσιας αξίας και φθείρει δυο φορές περισσότερα μηχανήματα διπλάσιας αξίας.[12]

Πιο απλά, σε δύο βδομάδες εργασίας, με όλους τους άλλους όρους αμετάβλητους, θα παραγάγει και θα διατηρήσει συνολικά διπλάσια αξία στο προϊόν του, σε σχέση με μία εβδομάδα εργασίας.

Φυσικά υπό μία σχετική έννοια μπορεί να ειπωθεί ότι ο εργάτης διατηρεί πάντα παλιές αξίες στην ίδια αναλογία με την οποία προσθέτει νέα αξία. Είτε το βαμβάκι ανεβαίνει από 1 σελίνι σε 2 σελίνια είτε πέφτει σε 6 πένες, ο εργάτης στο προϊόν μιας ώρας διατηρεί πάντα τη μισή αξία βαμβακιού απ’ ό,τι στο προϊόν δύο ωρών, οσοδήποτε κι αν αλλάξει αυτή η αξία.[13]

Ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της παραγωγικότητας και εφόσον αυτή σταθεροποιηθεί, σε διπλάσιο χρόνο εργασίας ο εργάτης θα παράγει και θα διατηρεί διπλάσια αξία. Ο Μαρξ υπενθυμίζει ότι η αξία υπάρχει πάντα μονάχα σε μια αξία χρήσης, σ’ ένα αντικείμενο που είναι χρήσιμο σε κάποιον υποψήφιο αγοραστή.

Γι’ αυτό, όταν χάνεται η αξία χρήσης, χάνεται και η αξία. Επειδή με την εργασιακή διαδικασία τα μέσα παραγωγής χάνουν στην πραγματικότητα την αρχική μορφή τους ως αξίες χρήσης μόνο για να αποκτήσουν στο προϊόν τη μορφή μιας άλλης αξίας χρήσης, αυτό δεν θα πει ότι μαζί με την αξία χρήσης τους χάνουν ταυτόχρονα και την αξία τους. Όσο σημαντικό, όμως, είναι για την αξία να υπάρχει η ίδια σε μια οποιαδήποτε αξία χρήσης, άλλο τόσο αδιάφορο τής είναι σε ποια αξία χρήσης υπάρχει, όπως το δείχνει η μεταμόρφωση των εμπορευμάτων. Από αυτό προκύπτει ότι στη διαδικασία παραγωγής περνάει αξία από το μέσο παραγωγής στο προϊόν μόνο στο βαθμό που το μέσο παραγωγής μαζί με την αυτοτελή του αξία χρήσης χάνει και την ανταλλακτική του αξία.[14]

Κατόπιν, ο Μαρξ κάνει ακόμα μια διάκριση, αυτή τη φορά ανάμεσα στα μέσα παραγωγής, για να εξηγήσει ουσιαστικά με ποιο υλικό τρόπο μεταφέρεται η «άυλη» αξία, όταν δεν μεταμορφώνεται ολόκληρο το μέσο παραγωγής, π.χ. μια μηχανή. Συγκεκριμένα, διακρίνει τα μέσα παραγωγής σε εκείνα που χάνουν ποιοτικά την ύπαρξή τους, τις πρώτες ύλες δηλαδή, όπως για παράδειγμα το κάρβουνο ή το λάδι, και σε εκείνα που διατηρούν την ίδια ποιοτική μορφή και επαναχρησιμοποιούνται (άρα φθείρονται), όπως για παράδειγμα τα μηχανήματα ή το κτήριο ενός εργοστασίου. Οι πρώτες ύλες, λοιπόν, μεταφέρουν ολόκληρη την αξία τους στο προϊόν τη στιγμή που καταναλώνονται, ενώ τα μέσα παραγωγής που ξαναχρησιμοποιούνται μεταφέρουν μόνο ένα ποσοστό της αξίας τους. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται από τον συνολικό χρόνο ζωής του μέσου παραγωγής, και ισούται με τον χρόνο που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή του προϊόντος διά τον συνολικό χρόνο ζωής του μέσου παραγωγής. Ο Μαρξ λέει ότι ο λόγος που η ανταλλακτική αξία ενός μέσου παραγωγής περνάει ολοκληρωτικά στο προϊόν είναι γιατί καθ’ όλη την περίοδο που χρησιμοποιείται ένα τέτοιο μέσο εργασίας «η αξία χρήσης του έχει καταναλωθεί ολότελα από την εργασία».[15]

Εάν, για παράδειγμα, μια κλωστική μηχανή έχει ζήσει 10 χρόνια, τότε στη διάρκεια της δεκαετούς εργασιακής διαδικασίας μεταβιβάστηκε η συνολική αξία της στο δεκαετές προϊόν. Η περίοδος ζωής ενός εργασιακού μέσου περιλαμβάνει λοιπόν έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό εργασιακών διαδικασιών που επαναλαμβάνονται διαρκώς εκ νέου με αυτό. Με το εργασιακό μέσο λοιπόν συμβαίνει το ίδιο όπως και με τον άνθρωπο. Κάθε άνθρωπος πεθαίνει κάθε μέρα κατά 24 ώρες. Κανείς όμως δεν μπορεί να διακρίνει σε έναν άνθρωπο ακριβώς πόσες μέρες έχει ήδη πεθάνει. Αυτό ωστόσο δεν εμποδίζει τις εταιρείες ασφάλειας ζωής να συνάγουν από τη μέση διάρκεια ζωής των ανθρώπων πολύ σίγουρα και, πράγμα πολύ πιο σημαντικό, πολύ επικερδή συμπεράσματα. Το ίδιο συμβαίνει με το εργασιακό μέσο. Γνωρίζει κανείς από την εμπειρία πόσο αντέχει κατά μέσο όρο ένα εργασιακό μέσο, φερειπείν μια μηχανή ορισμένου είδους.[16]

Είναι εύκολο να δει κανείς ότι ένα μέσο παραγωγής δεν μπορεί να παραχωρήσει μεγαλύτερη αξία στο προϊόν από την ανταλλακτική του αξία, η οποία χάνεται σταδιακά μέσα στη διαδικασία παραγωγής μέχρι την τελική εκμηδένιση της δικής του αξίας χρήσης. Εδώ ο Μαρξ κάνει μια διάκριση μεταξύ πρώτων υλών που είναι εμπορεύματα (πχ. βαμβάκι, σίδηρος, άνθρακας) και πρώτων υλών που δεν είναι εμπορεύματα, δηλαδή δεν έχει δαπανηθεί ανθρώπινη εργασία για την παραγωγή τους, αλλά υπάρχουν έτοιμα στη φύση (πχ. η γη, ο αέρας, το νερό, το μετάλλευμα σε ακατέργαστη μορφή). Από αυτά, εφόσον δεν είναι εμπορεύματα, δεν μεταφέρεται καμία αξία στο προϊόν.

Εν συνεχεία, εστιάζει σε μια άλλη διάκριση που έχει να κάνει με τους υλικούς όρους στους οποίους αντανακλάται η διαφορά ανάμεσα στην εργασιακή διαδικασία και τη διαδικασία αξιοποίησης. Ένα μέσο παραγωγής (π.χ. μια μηχανή) μπαίνει ολόκληρο στην εργασιακή διαδικασία, ενώ μπαίνει μόνο εν μέρει (ποσοστιαία, όπως είπαμε πιο πάνω) στη διαδικασία αξιοποίησης ως μεταβιβαζόμενη αξία. Αυτό το ενδιαφέρον φαινόμενο, όμως, δεν εξαντλείται εδώ. Μπορεί, λέει ο Μαρξ, να συμβεί και το αντίθετο, δηλαδή ένα μέσο παραγωγής να εισαχθεί ολόκληρο στη διαδικασία αξιοποίησης, ενώ εισάγεται μόνο εν μέρει στην εργασιακή διαδικασία. Ο Μαρξ χρησιμοποιεί το παράδειγμα του κλώστη για να κάνει κατανοητή την προηγούμενη πρόταση. Αν κατά την διάρκεια κλωσίματος 115 λιβρών βαμβακιού έχουμε φύρα (αναπόφευκτη χασούρα) 15 λιβρών, αυτό δεν εμποδίζει σε τίποτα τη μεταβίβαση ολόκληρης της αξίας των 115 λιβρών στο νήμα που παράχθηκε από τις 100 λίβρες βαμβακιού. Η απώλεια, δηλαδή, των 15 λιβρών είναι όρος παραγωγής του νήματος. Το ίδιο, λέει ο Μαρξ, ισχύει και για τα απορρίμματα σιδήρου των εργοστασίων κατασκευής μηχανών του Μάντσεστερ, τα οποία ανακυκλώνονται και επιστρέφουν στο εργοστάσιο ως ατόφιος σίδηρος.

Ο Μαρξ επαναλαμβάνει ότι η αξία που μεταβιβάζεται σε ένα προϊόν από ένα μέσο παραγωγής δεν μπορεί ποτέ να είναι μεγαλύτερη από την αρχική ανταλλακτική του αξία, με την οποία μπήκε στην εργασιακή διαδικασία· υπάρχει δηλαδή ένα ανώτατο όριο αξιακής απώλειας που μπορούν να υποστούν τα μέσα παραγωγής. Αυτό συμβαίνει γιατί «η αξία των μέσων παραγωγής δεν καθορίζεται από την εργασιακή διαδικασία στην οποία μπαίνουν σαν μέσα παραγωγής, αλλά από την εργασιακή διαδικασία από την οποία βγήκαν σαν προϊόν».[17] Στην υποσημείωση 22 ο Μαρξ ασκεί έντονη κριτική στον «ανούσιο» J.B.Say,[18] ο οποίος εκφράζει μια φυσιοκρατική αντίληψη βάσει της οποίας τα μέσα παραγωγής προσφέρουν «παραγωγικές υπηρεσίες» που αποφέρουν… κέρδος!

Η εργασιακή δύναμη του εργάτη είναι το μόνο εμπόρευμα, η κατανάλωση του οποίου παράγει νέα αξία. Τη διπλή ιδιότητα της εργασίας που κάνει τα αφεντικά ευτυχή, την φέρνει στην επιφάνεια ο Μαρξ στο πιο κάτω απόσπασμα:

Καθώς η παραγωγική εργασία μεταμορφώνει μέσα παραγωγής σε στοιχεία δημιουργίας ενός νέου προϊόντος, η αξία τους διέρχεται από μια μετεμψύχωση. Μεταβαίνει από το καταναλωμένο σώμα στο νεοδιαμορφωμένο σώμα. Αυτή η μετεμψύχωση όμως πραγματοποιείται πίσω από τις πλάτες της πραγματικής εργασίας. Ο εργάτης δεν μπορεί να προσθέτει νέα εργασία, επομένως δεν μπορεί να δημιουργεί νέα αξία, χωρίς να διατηρεί παλιές αξίες, γιατί είναι υποχρεωμένος πάντα, να προσθέτει την εργασία με κάποια καθορισμένη ωφέλιμη μορφή, και δεν μπορεί να την προσθέτει σε ωφέλιμη μορφή, χωρίς να μετατρέπει κάποια προϊόντα σε μέσα παραγωγής ενός νέου προϊόντος και να μεταβιβάζει έτσι την αξία τους στο νέο προϊόν. Είναι επομένως φυσικό χάρισμα της δρώσας εργασιακής δύναμης, της ζωντανής εργασίας, να διατηρεί αξία, προσθέτοντας αξία, ένα φυσικό χάρισμα που δεν κοστίζει τίποτα στον εργάτη, που φέρνει όμως μεγάλο όφελος στον κεφαλαιοκράτη, τη διατήρηση της υπάρχουσας αξίας του κεφαλαίου. Όσο οι δουλειές του κεφαλαιοκράτη πάνε καλά, είναι τόσο βυθισμένος στο κυνήγι του κέρδους που δεν βλέπει αυτό το δωρεάν χάρισμα της εργασίας. Οι βίαιες διακοπές της εργασιακής διαδικασίας, οι κρίσεις, τον κάνουν να το νιώσει για τα καλά.[19]

Οι καπιταλιστές εξαρτώνται από τους εργάτες (και το αντίστροφο), ως ο άλλος πόλος της καπιταλιστικής σχέσης. Η κατανάλωση της εργασιακής δύναμης των εργατών είναι ο μόνος τρόπος να παραχθεί υπεραξία. Μάλιστα έχουν ανάγκη την ύπαρξη εφεδρικού στρατού εργατών έτσι ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο πιθανός αναξιοποίητος χρόνος στην παραγωγή. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε καταστροφή αξίας, μιας και τα μέσα παραγωγής (κτήρια, οχήματα, μηχανές, ορισμένες πρώτες ύλες κ.ά.) έχουν συγκεκριμένο όριο ζωής. Ως εργατική τάξη μπορούμε να απαντάμε στις χυδαίες ηθικολογίες των καπιταλιστών περί δήθεν υποχρέωσής μας να λέμε κι ευχαριστώ που μας «δίνουν δουλειά και ψωμί για να ζήσουμε» ως εξής: «Χωρίς εμάς η παλιά αξία θα είχε καταστραφεί· χωρίς την εκμετάλλευση της εργασιακής μας δύναμης δεν μπορεί να υπάρξει παραγωγή νέας αξίας, την οποία ολόκληρη εσείς καρπώνεστε».

Προχωρώντας ακόμα ένα βήμα πιο κοντά στην τελική διάκριση μεταξύ σταθερού κεφαλαίου και μεταβλητού κεφαλαίου, ο Μαρξ μιλάει για την αδυναμία αναπαραγωγής ενός μέσου παραγωγής εν αντιθέσει προς την δρώσα εργασιακή δύναμη, η οποία και μπορεί αλλά και πρέπει να αναπαράγεται προς όφελος των κεφαλαιοκρατών.

Ξέρουμε πια ότι η εργασιακή διαδικασία συνεχίζεται πέρα από το σημείο που θα είχε αναπαραχθεί ένα απλό ισοδύναμο για την αξία της εργασιακής δύναμης και θα είχε προστεθεί στο αντικείμενο της εργασίας. Αντί για τις 6 ώρες που αρκούνε για τον σκοπό αυτό, η διαδικασία διαρκεί, για παράδειγμα, 12 ώρες. Με τη δράση λοιπόν της εργασιακής δύναμης δεν αναπαράγεται μόνο η δική της αξία, μα παράγεται και πλεονάζουσα αξία. Η υπεραξία αυτή αποτελεί το πλεόνασμα της αξίας του προϊόντος πέρα από την αξία των καταναλωμένων δημιουργών του προϊόντος, δηλαδή των μέσων παραγωγής και της εργασιακής δύναμης.[20]

Έχοντας καταγράψει τις διαφορές μεταξύ των δύο όρων της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή των μέσων παραγωγής και της εργασιακής δύναμης, ο Μαρξ λέει συνοπτικά ότι αυτές είναι οι δύο μορφές ύπαρξης στις οποίες μεταμορφώθηκε η αρχική κεφαλαιακή αξία κατά την απέκδυση της χρηματικής μορφής της.

Το μέρος του κεφαλαίου που μετατρέπεται σε μέσα παραγωγής, δηλαδή σε πρώτες ύλες, βοηθητικά υλικά και μέσα εργασίας, δεν μεταβάλλει το μέγεθος της αξίας του στη διαδικασία παραγωγής. Γι’ αυτό ο Μαρξ το ονομάζει σταθερό κεφάλαιο. Αντίθετα, το μέρος του κεφαλαίου που έχει μετατραπεί σε εργασιακή δύναμη μεταβάλλει την αξία του στη διαδικασία παραγωγής. Για όσο διάστημα καταναλώνεται, πέρα από την αξία αναπαραγωγής του, παράγεται όπως είδαμε και μια νέα αξία, ένα πλεόνασμα. Γι’ αυτό και ο Μαρξ το ονομάζει μεταβλητό κεφάλαιο. Ενώ λοιπόν από τη σκοπιά της εργασιακής διαδικασίας βλέπουμε μόνο μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη, από τη σκοπιά της διαδικασίας αξιοποίησης οι όροι παραγωγής διακρίνονται σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο.

Σταθερό κεφάλαιο δεν σημαίνει ότι το μέγεθος της αξίας ενός μέσου παραγωγής μένει αδιαφοροποίητο στον χρόνο. Μια λίβρα βαμβάκι που σήμερα κοστίζει 6 σελίνια αύριο μπορεί να κοστίζει 2 ή 12 σελίνια· αλλά αφού μπει στην εργασιακή διαδικασία, τότε η αξία που θα μεταφέρει θα ισούται με την αξία με την οποία μπήκε στην εργασιακή διαδικασία. Στο σημείο αυτό θεωρείται σημαντικό να τονιστεί ότι η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται μεν από την ποσότητα της εργασίας που περιέχεται σ’ αυτό, αλλά αυτή η ίδια η ποσότητα είναι πάντα κοινωνικά καθορισμένη. Σχετίζεται «με την κοινωνικά αναγκαία εργασία, και επομένως πάντα με την εργασία που είναι αναγκαία κάτω από τις κοινωνικές συνθήκες της στιγμής».[21]

Τέλος, ένα ερώτημα μεγάλης σημασίας για τη συνέχεια είναι το εξής: αφού ο Μαρξ δείχνει ότι οι μηχανές δεν δημιουργούν νέα αξία, τότε γιατί φτιάχτηκαν από τους καπιταλιστές; Και γιατί αυτή η τάση για ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν σταματάει, αλλά συνεχίζεται με τόσο ζήλο; Γιατί, τελικά, ο Μαρξ αφιερώνει το 13ο κεφάλαιο, Οι μηχανές και η μεγάλη βιομηχανία, το μεγαλύτερο μάλιστα σε έκταση κεφάλαιο του πρώτου τόμου, σ’ αυτές;

[1] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Ι , σελ. 212.
[2] Ό.π.
[3] Ό.π.
[4] Ό.π., η έμφαση δική μας.
[5] Ό.π.
[6] Ό.π., σελ. 213.
[7] Ό.π.
[8] Pierre Macherey, Φουκώ και Μαρξ. Το παραγωγικό υποκείμενο, Αθήνα, 2013, σελ. 26-27, 29, 57-59.
[9] Κ. Μαρξ, ό.π., σελ. 213, η έμφαση δική μας.
[10] Ό.π.
[11] Ό.π., σελ. 214, η έμφαση δική μας.
[12] Ό.π.
[13] Ό.π., σελ. 215.
[14] Ό.π.
[15] Ό.π., σελ. 216.
[16] Ό.π.
[17] Ό.π., σελ. 218.
[18] Ό.π., σελ. 218-9.
[19] Ό.π., σελ. 219.
[20] Ό.π., σελ. 221.
[21] Ό.π., σελ. 222.

You may also like...

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *