Μάθημα 20ο: Ποσοστό και μάζα υπεραξίας
20o MAΘΗΜΑ
ΠΟΣΟΣΤΟ ΚΑΙ ΜΑΖΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ
Πρέπει να έχουμε πάντα υπ’ όψη μας ότι τόσο σ’ αυτό το κεφάλαιο όσο και σε ολόκληρο το τρίτο μέρος (που αφορά την παραγωγή απόλυτης υπεραξίας), προϋποτίθεται ότι η αξία της εργασιακής δύναμης, δηλαδή το τμήμα της εργάσιμης ημέρας που είναι απαραίτητο για την αναπαραγωγή του εργάτη και της εργάτριας, καθώς και η εντατικότητα και η παραγωγικότητα της εργασίας είναι σταθερά και δεδομένα μεγέθη. Μ’ αυτή την προϋπόθεση, μαζί με το ποσοστό της υπεραξίας (υ) μάς δίνεται και η μάζα της υπεραξίας (Υ), που ο κάθε ξεχωριστός εργάτης παρέχει στον κεφαλαιοκράτη μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
Το παράδειγμα του ποσοστού υπεραξίας που χρησιμοποιείται εδώ είναι το ίδιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε στα προηγούμενα μαθήματα:
Αν η ημερήσια αξία μιας εργασιακής δύναμης ή η αξία του μεταβλητού κεφαλαίου που έχει προκαταβληθεί για την αγορά μιας εργασιακής δύναμης είναι 3 σελίνια = 1 τάλιρο και το ποσοστό υπεραξίας 100%, η ημερήσια μάζα της υπεραξίας είναι 3 σελίνια = 1 τάλιρο για κάθε εργαζόμενο.
Το μεταβλητό κεφάλαιο, όμως, είναι η χρηματική έκφραση της συνολικής αξίας όλων των εργασιακών δυνάμεων που χρησιμοποιεί ο κεφαλαιοκράτης, και το μέγεθος του μεταβλητού κεφαλαίου είναι ευθέως ανάλογο προς τον αριθμό των εργατών και των εργατριών που απασχολούνται ταυτόχρονα σε μια επιχείρηση, εργοστάσιο κλπ. Δηλαδή, αν η ημερήσια αξία μιας εργασιακής δύναμης = 1 τάλιρο, τότε για την εκμετάλλευση 100 εργατών και εργατριών ο κεφαλαιοκράτης πρέπει να προκαταβάλλει 100 τάλιρα ή ν τάλιρα για ν εργάτες/τριες.
Επομένως, «η μάζα της παραχθείσας υπεραξίας είναι ίση με την υπεραξία που παρέχει η εργάσιμη ημέρα του μεμονωμένου εργάτη πολλαπλασιασμένη με τον αριθμό των εργατών που χρησιμοποιήθηκαν».[1]
Η υπεραξία Υ αφορά το σύνολο των εργασιακών δυνάμεων που χρησιμοποιούνται και αποτελεί το ποσοτικό μέγεθος του αξιακού μεγέθους της υπεραξίας. Γι’ αυτό και οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται να αυξήσουν τη μάζα της υπεραξίας, γιατί η κοινωνική τους δύναμη βασίζεται στη συνολική ποσότητα εργάσιμου χρόνου και χρήματος που ελέγχουν.
Τρεις νόμοι που καθορίζουν τη σχέση του ποσοστού με τη μάζα της υπεραξίας
1ος νόμος (η μαθηματική αποτύπωση της μάζας της υπεραξίας)
«Η μάζα της παραγόμενης υπεραξίας Υ είναι ίση με το μέγεθος του προκαταβεβλημένου μεταβλητού κεφαλαίου πολλαπλασιασμένου με το ποσοστό της υπεραξίας (1η μορφή του τύπου: ), ή καθορίζεται από τη σύνθετη σχέση ανάμεσα στην αξία μιας εργασιακής δύναμης επί το γινόμενον του βαθμού εκμετάλλευσής της και τον αριθμό των εργασιακών δυνάμεων που εκμεταλλεύεται ταυτόχρονα ο ίδιος κεφαλαιοκράτης (2η μορφή του τύπου: )».[2]
Συγκεκριμένα, ο τύπος που εκφράζει τη μάζα της υπεραξίας έχει ως εξής:
όπου:
υ = η υπεραξία που παρέχει ο κάθε μεμονωμένος εργάτης κατά μέσο όρο την ημέρα
Υ = η μάζα της υπεραξίας
μ = το μεταβλητό κεφάλαιο που προκαταβάλλεται καθημερινά για την αγορά μίας εργασιακής δύναμης
Μ = το συνολικό ποσό του μεταβλητού κεφαλαίου, το ποσό που αφορά το σύνολο των εργατών και των εργατριών που εκμεταλλεύεται ο κεφαλαιοκράτης
δ = η αξία μιας μέσης εργασιακής δύναμης (εδώ ο Μαρξ χρησιμοποιεί τον μ.ο. των εργασιακών ικανοτήτων και δεξιοτήτων, εξισώνοντας διαφορετικές εργασίες)
υ/μ = το ποσοστό της υπερξίας ή αλλιώς ο βαθμός εκμετάλλευσης (εδώ εκφράζεται με τη μορφή της αντικειμενοποιημένης/νεκρής εργασίας)
ε΄/ε = υπερεργασία/αναγκαία εργασία = ο βαθμός εκμετάλλευσής της εργασιακής δύναμης ή αλλιώς το ποσοστό υπεραξίας (εδώ με τη μορφή της ρευστής/ζωντανής εργασίας) [3]
ν = ο αριθμός των εργατών που χρησιμοποιούνται
Οι δυο παράγοντες που καθορίζουν τη μάζα της υπεραξίας, το ποσοστό υπεραξίας και το μέγεθος του προκαταβεβλημένου μεταβλητού κεφαλαίου, μπορεί να ποικίλουν, με αποτέλεσμα να προκύπτουν διάφοροι συνδυασμοί.
Αν, π.χ., μειωθεί το μεταβλητό κεφάλαιο και ταυτόχρονα αυξηθεί στην ίδια αναλογία το ποσοστό υπεραξίας, τότε η μάζα της παραγόμενης υπεραξίας παραμένει σταθερή.
Το αρχικό παράδειγμα με ποσοστό υπεραξίας 100% (βλ. Υ = υ/μ × Μ = 90/90 × 100 = 1 × 100 = 100), θα μπορούσε να ήταν:
Η μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου αντισταθμίζεται λοιπόν με την ανάλογη αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης (στην απόλυτη υπεραξία με την παράταση της εργάσιμης ημέρας, δηλαδή με τις υπερωρίες και στη σχετική υπεραξία με την αύξηση της παραγωγικότητας). Με άλλα λόγια, αν αυξάνεται το ποσοστό υπεραξίας, δηλαδή αν παρατείνεται π.χ. η εργάσιμη ημέρα, τότε η μάζα της υπεραξίας μπορεί ν’ αυξάνεται ακόμα κι αν μειωθεί το μεταβλητό κεφάλαιο ή ο αριθμός των απασχολούμενων εργατώνκαι εργατριών.
«Έτσι, μέσα σε ορισμένα όρια η προσφορά εργασίας που αποσπά προς εκμετάλλευση το κεφάλαιο είναι ανεξάρτητη από τον αριθμό των εργατών. Αντίστροφα, η μείωση του ποσοστού υπεραξίας αφήνει αμετάβλητη τη μάζα της υπεραξίας που παράγεται, αν αυξηθεί αναλογικά το μέγεθος του μεταβλητού κεφαλαίου ή ο αριθμός των απασχολούμενων εργατών».[4]
Παραδείγματος χάρη:
2ος νόμος (το φυσικό όριο του 24ώρου)
H αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας στον προηγούμενο νόμο περιορίζεται απόλυτα από το γεγονός ότι η εργάσιμη ημέρα δεν μπορεί ποτέ να φτάνει τις 24 ώρες το 24ωρο (διαφορετικά δεν μιλάμε πια για μισθωτή εργασία, μα για δουλεία ή στρατόπεδα εξόντωσης). Επομένως η συνολική αξία της ημερήσιας παραγωγής ενός εργάτη ή μιας εργάτριας δεν μπορεί ποτέ να ισούται με 24 εργάσιμες ώρες. Έτσι, προκειμένου ν’ αποσπαστεί η ίδια μάζα υπεραξίας, η μείωση του μεγέθους του μεταβλητού κεφαλαίου μπορεί ν’ αντισταθμιστεί από μια αυξημένη εκμετάλλευση της εργασίας μόνο μέσα σ’ αυτά τα όρια.
Το απόλυτο όριο της μέσης εργάσιμης ημέρας, που από τη φύση της είναι πάντα μικρότερη από 24 ώρες, αποτελεί ένα απόλυτο όριο στο αντιστάθμισμα της μείωσης του μεταβλητού κεφαλαίου με την αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας, ή της ελάττωσης του αριθμού των εκμεταλλευομένων εργατών με την αύξηση του βαθμού της εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης. Αυτός ο χειροπιαστός δεύτερος νόμος είναι σπουδαίος για την εξήγηση πολλών φαινομένων που πηγάζουν από την τάση του κεφαλαίου, που θα εξηγήσουμε αργότερα, να ελαττώνει όσο είναι δυνατόν τον αριθμό των εργατών που απασχολεί ή να μειώνει το μεταβλητό συστατικό του μέρους που μετατρέπεται σε εργασιακή δύναμη, πράγμα που βρίσκεται σε αντίφαση με την άλλη του τάση, να παράγει όσο το δυνατό μεγαλύτερη μάζα υπεραξίας. Και αντίστροφα. Όταν η μάζα των χρησιμοποιούμενων εργασιακών δυνάμεων ή το μέγεθος του μεταβλητού κεφαλαίου αυξάνεται, όχι όμως στην ίδια αναλογία με τη μείωση του ποσοστού της υπεραξίας, τότε πέφτει η μάζα της υπεραξίας που παράγεται.[5]
Η εργασία που το συνολικό κεφάλαιο μιας κοινωνίας θέτει καθημερινά σε κίνηση μπορεί να θεωρηθεί ως μία και μοναδική εργάσιμη ημέρα. Αν λ.χ. ο αριθμός των εργατών είναι ένα εκατομμύριο και αν η μέση εργάσιμη ημέρα ενός εργάτη είναι 10 ώρες, η κοινωνική εργάσιμη ημέρα αποτελείται από 10 εκατομμύρια ώρες. Όταν είναι δεδομένη η διάρκεια αυτής της εργάσιμης ημέρας, αδιάφορο αν τα όριά της καθορίζονται από την φύση ή από την κοινωνία, η μάζα της υπεραξίας μπορεί να αυξηθεί μόνο με την αύξηση του αριθμού των εργατών, δηλαδή του εργατικού πληθυσμού. Η αύξηση του πληθυσμού αποτελεί εδώ το μαθηματικό όριο για την παραγωγή υπεραξίας από το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο. Αντίστροφα: Όταν είναι δεδομένο το μέγεθος του πληθυσμού, το όριο αυτό χαράζεται από την δυνατότητα παράτασης της εργάσιμης ημέρας. Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε ότι ο νόμος αυτός ισχύει μόνο για τη μορφή της υπεραξίας που πραγματευτήκαμε ως τώρα.[6]
3ος νόμος (με δεδομένους όλους τους άλλους όρους, η μάζα της αξίας και της υπεραξίας που παράγεται είναι ευθέως ανάλογη προς το μέγεθος του μεταβλητού κεφαλαίου)
Ένας τρίτος νόμος απορρέει από το γεγονός ότι η μάζα της υπεραξίας που παράγεται καθορίζεται από δύο παράγοντες: από το ποσοστό της υπεραξίας κι από το μέγεθος του προκαταβεβλημένου μεταβλητού κεφαλαίου. Όταν είναι δεδομένο το ποσοστό της υπεραξίας ή ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης, καθώς και η αξία της εργασιακής δύναμης ή το μέγεθος του αναγκαίου χρόνου εργασίας, είναι αυτονόητο πως όσο πιο μεγάλο είναι το μεταβλητό κεφάλαιο, τόσο μεγαλύτερη είναι και η μάζα της αξίας και της υπεραξίας που παράγεται. Όταν είναι δεδομένο το όριο της εργάσιμης ημέρας, καθώς και το όριο του αναγκαίου τμήματός της, είναι φανερό πως η μάζα της αξίας και της υπεραξίας που παράγει ο κάθε κεφαλαιοκράτης χωριστά εξαρτάται αποκλειστικά από τη μάζα της εργασίας που θέτει σε κίνηση. Υπό τις δεδομένες παραδοχές όμως, η μάζα αυτή εξαρτάται από τη μάζα της εργασιακής δύναμης ή από τον αριθμό των εργατών που εκμεταλλεύεται, και ο αριθμός αυτός με τη σειρά του καθορίζεται από το μέγεθος του μεταβλητού κεφαλαίου που προκαταβάλλει ο κεφαλαιοκράτης. Επομένως, με δεδομένο το ποσοστό της υπεραξίας και με δεδομένη την αξία της εργασιακής δύναμης, οι μάζες της παραγόμενης υπεραξίας είναι ευθέως ανάλογες προς τα μεγέθη των μεταβλητών κεφαλαίων που προκαταβλήθηκαν. Ξέρουμε όμως ότι ο κεφαλαιοκράτης χωρίζει το κεφάλαιό του σε δύο μέρη. Το ένα μέρος το επενδύει σε μέσα παραγωγής. Αυτό είναι το σταθερό μέρος του κεφαλαίου του. Το άλλο μέρος το μετατρέπει σε ζωντανή εργασιακή δύναμη. Το μέρος αυτό αποτελεί το μεταβλητό του κεφάλαιο… Οποιαδήποτε όμως κι αν είναι η αναλογία που ένα δεδομένο κεφάλαιο χωρίζεται σε σταθερό και μεταβλητό μέρος, είτε δηλαδή η σχέση του δεύτερου προς το πρώτο είναι 1:2 είτε 1:10 ή 1:χ, αυτό δεν θίγει το νόμο που μόλις διατυπώσαμε, γιατί, σύμφωνα με προηγούμενη ανάλυσή μας, ναι μεν επανεμφανίζεται η αξία του σταθερού κεφαλαίου στη συνολική αξία του προϊόντος, δεν εισέρχεται όμως στη νέα αξία που παράγεται… Επομένως ο νόμος που διατυπώσαμε πιο πάνω παίρνει την παρακάτω μορφή: Όταν είναι δεδομένη η αξία της εργασιακής δύναμης και ίσος ο βαθμός εκμετάλλευσής της, οι μάζες της αξίας και της υπεραξίας που παράγονται από διαφορετικά κεφάλαια είναι ευθέως ανάλογες προς τα μεγέθη των μεταβλητών συστατικών μερών αυτών των κεφαλαίων, δηλαδή των συστατικών τους μερών που έχουν μετατραπεί σε ζωντανή εργασιακή δύναμη.[7]
Δηλαδή, η μάζα της υπεραξίας που παράγεται ποικίλλει ανάλογα με τη συνολική επένδυση σε μεταβλητό κεφάλαιο, πράγμα που αντιφάσκει ολοφάνερα με την εμπειρία. «Ο καθένας ξέρει πως αυτό δεν σημαίνει ότι ένας ιδιοκτήτης βαμβακοκλωστηρίου, που, αν πάρουμε υπόψη τα ποσοστά του συνολικά χρησιμοποιουμένου κεφαλαίου, χρησιμοποιεί σχετικά πολύ σταθερό και λίγο μεταβλητό κεφάλαιο, βγάζει μικρότερο κέρδος ή υπεραξία από έναν φούρναρη που θέτει σε κίνηση σχετικά πολύ μεταβλητό και λίγο σταθερό κεφάλαιο. Για τη λύση αυτής της φαινομενικής αντίφασης απαιτούνται ακόμη πολλοί ενδιάμεσοι κρίκοι».[8]
Όπως είπαμε, για μια δεδομένη κοινωνία και μια δεδομένη εργάσιμη ημέρα η υπεραξία μπορεί ν’ αυξηθεί μόνο αν αυξηθεί ο εργαζόμενος πληθυσμός. Αν ο αριθμός των εργατών και των εργατριών είναι σταθερός, τότε η υπεραξία μπορεί ν’ αυξηθεί μόνο με την παράταση της εργάσιμης ημέρας. Παρ’ όλα αυτά, αυτό είναι σημαντικό μόνο για την παραγωγή της απόλυτης υπεραξίας.
Από όλα αυτά προκύπτει πως δεν είναι μετατρέψιμο σε κεφάλαιο το οποιοδήποτε ποσό χρήματος, αλλά ότι πρέπει να βρίσκεται στα χέρια του επίδοξου κεφαλαιοκράτη ένα ελάχιστο ποσό χρήματος με το οποίο να μπορεί να καλύψει την τιμή κόστους της εργασιακής δύναμης και των απαραίτητων εργαλείων δουλειάς. Αν υποθέσουμε ότι μια εργάτρια κατείχε τα δικά της μέσα παραγωγής και χρειαζόταν φερειπείν 8 ώρες την ημέρα για την αναπαραγωγή των ειδών διαβίωσής της (αφήνουμε εδώ απέξω τις άλλες 8 ώρες που μπορεί να επιτελεί αναπαραγωγική εργασία για λογαριασμό του άντρα της, των παιδιών της και άλλων συγγενών), θα χρειαζόταν μέσα παραγωγής μόνο για 8 ώρες. Αντίθετα, ο κεφαλαιοκράτης, ο οποίος εκτός από τις 8 αυτές ώρες την βάζει, ας πούμε, να επιτελεί 4 ώρες υπερεργασία, χρειάζεται ένα επιπλέον χρηματικό ποσό για να προμηθευτεί τα επιπλέον παραγωγικά μέσα. Αν υποθέσουμε τώρα ότι ο κεφαλαιοκράτης ζούσε σαν εργάτης, δηλαδή ικανοποιούσε απλώς τις απαραίτητες ανάγκες του με την υπεραξία που ιδιοποιείται καθημερινά, τότε, υπό τις προϋποθέσεις που έχουμε ήδη θέσει, θα έπρεπε να έχει δυο εργάτες και να βγάζει ποσοστό υπεραξίας 50%. Στην περίπτωση αυτή δεν θα αύξανε τον πλούτο του, απλά θα τον συντηρούσε. Ακόμα και με 8 εργάτες, θα ζούσε δύο φορές καλύτερα απ’ ό,τι ένας συνηθισμένος εργάτης, θα επαναμετέτρεπε τη μισή παραγόμενη υπεραξία σε κεφάλαιο και δεν θα ήταν παρά ένας μικρού μεγέθους μάστορας (κάτι σαν αυτοαπασχολούμενη μεσαία τάξη με υπαλλήλους, όπως θα λέγαμε σήμερα).
Τον Μεσαίωνα οι κάτοχοι χρήματος εμποδίζονταν να γίνουν από μάστορες κεφαλαιοκράτες και αυτό γινόταν μέσα από τον περιορισμό που επέβαλλαν οι συντεχνίες στον αριθμό των εργατών που μπορούσε να απασχολεί ο κάθε μεμονωμένος μάστορας. «Ο κάτοχος χρήματος ή εμπορευμάτων μετατρέπεται πραγματικά σε κεφαλαιοκράτη εκεί όπου το ελάχιστο ποσό που προκαταβάλλεται για την παραγωγή βρίσκεται πολύ υψηλότερα από το μεσαιωνικό ανώτατο όριο. Εδώ, όπως και στη φυσική επιστήμη, αποδεικνύεται η ορθότητα του νόμου που ανακάλυψε ο Χέγκελ στη Λογική του, ότι σε ένα ορισμένο σημείο οι απλώς ποσοτικές μεταβολές μετατρέπονται σε ποιοτικές μεταβολές».[9]
Το ελάχιστο όριο πλούτου και η άρση των περιορισμών στη χρήση και τον έλεγχο του εργάσιμου χρόνου των άλλων που απαιτούνται ώστε να γεννηθεί ένας πραγματικός κεφαλαιοκράτης, διαφέρουν ανάλογα με τις ιστορικές βαθμίδες ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και τους επιχειρηματικούς κλάδους. Εδώ ο Μαρξ θέλει αφενός να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στον κάτοχο χρήματος και τον κεφαλαιοκράτη, εννοώντας πως το χρήμα από μόνο του δεν συνιστά κεφάλαιο αν δεν εκμεταλλεύεται ξένη εργασία και αν δεν επανεπενδύεται σε όλο και πιο διευρυμένη κλίμακα και αφετέρου να θίξει για πρώτη φορά το ζήτημα των κρατικών επιχορηγήσεων σε ιδιώτες επιχειρηματίες, των μετοχικών εταιρειών και των μονοπωλίων.
Ανθρωποποίηση του κεφαλαίου και αντιστροφή της σχέσης ανάμεσα στη νεκρή και τη ζωντανή εργασία
Η καταστροφή των προκαπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών είναι αποτέλεσμα σύνθετων ιστορικών και κοινωνικών διεργασιών. Παρόλα αυτά, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι το κεφάλαιο εξελίχθηκε σε αφεντικό της εργασίας μόνο μέσα στην παραγωγική διαδικασία, την οποία ελέγχει, ως προσωποποιημένο κεφάλαιο, έτσι ώστε η εργασία να επιτελείται κανονικά και με τον αρμόζοντα βαθμό εντατικότητας. Το κεφάλαιο εξαναγκάζει τους εργάτες και τις εργάτριες να δουλεύουν περισσότερο απ’ όσο τους είναι αναγκαίο για να επιβιώνουν. Αποσπώντας τους υπερεργασία = υπεραξία, ξεπερνάει κάθε προηγούμενο παραγωγικό σύστημα που στηριζόταν στην άμεσα καταναγκαστική εργασία.
Το κεφάλαιο αρχικά υποτάσσει την εργασιακή διαδικασία με τους δεδομένους τεχνικούς όρους, κάτω από τους οποίους τη συναντά ιστορικά. Γι’ αυτό και δεν τους τροποποιεί ευθύς εξαρχής. Όσο η παραγωγική διαδικασία θεωρείται ως εργασιακή διαδικασία, ο εργάτης σχετίζεται με τα παραγωγικά μέσα όχι σαν αυτά να είναι κεφάλαιο, αλλά σαν να είναι μέσα της δικής του νοήμονος δραστηριότητας. Τα πράγματα αλλάζουν, όμως, όταν εξετάσουμε την παραγωγική διαδικασία ως διαδικασία δημιουργίας υπεραξίας. Σ’ αυτή την περίπτωση «τα μέσα παραγωγής γίνονται μέσα απομύζησης της εργασίας των άλλων. Δεν χρησιμοποιεί πλέον ο εργαζόμενος τα μέσα παραγωγής, αλλά τα μέσα παραγωγής χρησιμοποιούν τον εργαζόμενο. Αντί να τα αναλώνει αυτός ως υλικά στοιχεία της παραγωγικής δραστηριότητάς του, τον αναλώνουν εκείνα σαν να είναι αυτός το ένζυμο της δικής τους ζωτικής διαδικασίας. Η ζωτική διαδικασία του κεφαλαίου συνίσταται σ’ αυτήν εδώ την κίνηση και μόνο, ως αξία που αυτοαξιοποιείται».[10] Η απλή μετατροπή του χρήματος σε μέσα παραγωγής, τα μετατρέπει σε τίτλους ιδιοκτησίας και σε δικαίωμα καταβρόχθισης της εργασίας και της απλήρωτης υπερεργασίας των άλλων.
Το απόλυτο και μη αναγνωρισμένο μέγεθος της εκμετάλλευσης
Πρόκειται για ένα τελευταίο ζήτημα μεγάλης σημασίας πριν περάσουμε στην ανάλυση της παραγωγής της σχετικής υπεραξίας [link εισήγηση]. Στην υποσημείωση 30α στη δεύτερη έκδοση του Κεφαλαίου, που περιλαμβάνεται στο έβδομο κεφάλαιο για το ποσοστό της υπεραξίας, ο Μαρξ γράφει: «Αν και είναι η ακριβής έκφραση για το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης, το ποσοστό της υπεραξίας δεν αποτελεί έκφραση του απόλυτου μεγέθους της εκμετάλλευσης. Για παράδειγμα, όταν η αναγκαία εργασία είναι 5 ώρες και η υπερεργασία 5 ώρες, ο βαθμός εκμετάλλευσης είναι 100%. Το μέγεθος της εκμετάλλευσης μετράται εδώ σε 5 ώρες. Αν αντίθετα η αναγκαία εργασία είναι 6 ώρες και η υπερεργασία είναι 6 ώρες, τότε ο βαθμός εκμετάλλευσης παραμένει απαράλλακτος 100%, ενώ το μέγεθος της εκμετάλλευσης αυξάνεται κατά 20%, από 5 σε 6 ώρες».[11]
Τι γίνεται, όμως, όταν αυξάνει όχι μόνο το μέγεθος της απλήρωτης υπερεργασίας αλλά και το μέγεθος της απλήρωτης αναγκαίας εργασίας;
Η ημερήσια αναγκαία οικιακή εργασία –που χαρακτηρίζεται τόσο από υλικές όσο και από άυλες λειτουργίες και στην περίπτωση της ανατροφής παιδιών μπορεί να διαρκεί 24 ώρες το 24ωρο– αποτελεί μέρος της συνολικής ημερήσιας αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την (ανα)παραγωγή της εργασιακής δύναμης. Με δεδομένο ότι η υπεραξία είναι απλήρωτη υπερεργασία και ότι η ημερήσια αναγκαία οικιακή εργασία είναι επίσης απλήρωτη (ή στην καλύτερη περίπτωση, που δεν θα εξετάσουμε εδώ, κακοπληρωμένη), προκύπτει το εξής αποτέλεσμα που αφορά το μέγεθος της υπεραξίας: η αξία της εργασιακής δύναμης (δηλαδή ο κοινωνικά αναγνωρισμένος αναγκαίος χρόνος εργασίας) μειώνεται και η υπεραξία που η εργασιακή δύναμη άμεσα παράγει στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας εμμέσως αυξάνεται. Το μέγεθος λοιπόν της απλήρωτης υπερεργασίας που καθημερινά επιτελούν οι προλετάριοι είναι μεγαλύτερο από αυτό που είναι κοινωνικά αναγνωρισμένο.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η οικιακή εργασιακή διαδικασία είναι υπαγμένη στην καπιταλιστική διαδικασία αξιοποίησης, ακόμα και όταν δεν αποτελεί ένα παράλληλο πεδίο εκμετάλλευσης, όπως ισχυρίζεται η Fortunati·[12] ακόμα και όταν στην οικιακή εργασιακή διαδικασία δεν χρησιμοποιούν τα οικιακά μέσα παραγωγής την νοικοκυρά, αλλά η νοικοκυρά τα οικιακά μέσα παραγωγής· ακόμα και όταν τα οικιακά μέσα παραγωγής δεν αποτελούν μεταμόρφωση του αντρικού μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή του ενός και μοναδικού μισθού, που προκαταβάλλεται στο «κρυφό εργαστήριο» του σπιτιού, αλλά μεταμόρφωση του γυναικείου μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή του γυναικείου αυτοδιαχειριζόμενου μισθού.
Το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη που η οικιακή εργασιακή διαδικασία παράγει είναι ένα εμπόρευμα με ειδική αξία χρήσης, όπως έχουμε πει, που στην πραγματικότητα δεν πωλείται στον καπιταλιστή –η καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι δουλοκτητική– αλλά ενοικιάζεται για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.[13] Ο καπιταλιστής αυξάνει εμμέσως την υπεραξία (υπερεργασία) που καρπώνεται με το να μην αναγνωρίζει την (ανα)παραγωγική οικιακή εργασία που εμπεριέχεται/είναι εμπηγμένη στην αξία της εργασιακής δύναμης – εργασία που παράγει και αυξάνει την ειδική αξία χρήσης του εμπορεύματος-εργασιακή δύναμη την ίδια στιγμή που άθελά της μειώνει την ανταλλακτική του αξία, αφού ένα τόσο μεγάλο μέρος της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας μένει απλήρωτο.
[1] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 317-318.
[2] Ό.π.,σελ. 318.
[3] υ/μ = ε΄/ε = ποσοστό υπεραξίας = βαθμός εκμετάλλευσης του εργάτη· πρόκειται, όπως ξέρουμε, για ταυτολογία.
[4] Ό.π.,σελ. 319, η έμφαση δική μας.
[5] Ό.π., σελ. 319-320.
[6] Ό.π., σελ. 321-322. Στο τέλος του αποσπάσματος ο Μαρξ αναφέρεται στο κεφάλαιο για τη σχετική υπεραξία, δηλ. σε μια διαφορετική στρατηγική αύξησης της μάζας της υπεραξίας. Απόλυτη υπεραξία είναι η υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης ημέρας, επομένως με την αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας (υπερωρίες). Σχετική υπεραξία είναι εκείνη που προέρχεται από τη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας και την αντίστοιχη αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, με σταθερό τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο (αύξηση της παραγωγικότητας).
[7] Ό.π., σελ. 320-321, η έμφαση δική μας..
[8] Ό.π., σελ. 321. Ο Μαρξ θα επανέλθει σ’ αυτό το ζήτημα στο πρώτο μέρος του τόμου ΙΙΙ του Κεφαλαίου, όταν θα εξετάσει μαζί την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και το σχηματισμό ενός μέσου ποσοστού κέρδους.
[9] Ό.π., σελ. 323. Ο Μαρξ αναφέρεται στη διαλεκτική έννοια της μετάβασης από την ποσότητα στην ποιότητα, την οποία ο Χέγκελ εισάγει στο κεφάλαιο της Λογικής για το «Μέτρο», το οποίο είναι η ενότητα (μέσα στη διαφοροποίηση) της ποσότητας και της ποιότητας. Βλ. §107 και 109 της Μικρής Λογικής: «Το μέτρο είναι το ποιοτικό ποσόν κατ’ αρχήν ως κάτι άμεσο – ένα ποσόν με το οποίο είναι συνδεδεμένο ένα καθορισμένο-Είναι ή μια ποιότητα… Όταν μια ποσότητα ξεπερνά το όριο που έχει τεθεί από την ποιότητα με την οποία είναι συνδεδεμένη, τότε πρόκειται για υπέρβαση και απώλεια του μέτρου… Αλλά μέσα στα καινούργια ποσοτικά όρια υπάρχει μια καινούργια ποιότητα, η οποία είναι ένα καινούργιο μέτρο».
[10] Κ. Μαρξ, ό.π., σελ. 324-325.
[11] Ό.π., σελ. 230.
[12] Βλ. Leopoldina Fortunati, The Arcane of Reproduction, κεφάλαιο 6 (The Secret Workshop) και κεφάλαιο 7 (On the Theory of Surplus-Value), New York, 1995.
[13] Θα δούμε πάντως, στο κατάλληλο μάθημα, τι γίνεται όταν η αξία χρήσης της εργασιακής δύναμης ανήκει πραγματικά στον κάτοχό της.