Μάθημα 15ο: Εργασιακή διαδικασία και διαδικασία αξιοποίησης

15ο ΜΑΘΗΜΑ

ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

Με το κεφάλαιο αυτό (το πέμπτο στη σειρά του βιβλίου) εισερχόμαστε στο τρίτο μέρος του Κεφαλαίου, με τίτλο Η Παραγωγή της Απόλυτης Υπεραξίας· περνάμε δηλ. από τη σφαίρα της απλής κυκλοφορίας στη διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου. Όπως θα δούμε, η ενεργώς πραγματική παραγωγική διαδικασία, η οποία ξεκινάει μόλις το χρήμα ανταλλαχθεί με ζωντανή εργασιακή δύναμη και υλικά μέσα εργασίας, είναι μια ενότητα εργασιακής και αξιοποιητικής διαδικασίας· με τον ίδιο τρόπο που και το αποτέλεσμά της, το εμπόρευμα, είναι ενότητα αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας. Η διαδικασία παραγωγής εμπορευμάτων και υπεραξίας είναι πρώτα απ’ όλα διαδικασία κατανάλωσης της εργασιακής δύναμης. Η εργασιακή δύναμη πραγματοποιείται μόνο όταν, μαζί με τους υλικούς της όρους, μπαίνει στην παραγωγική διαδικασία, όταν πουλιέται για να χρησιμοποιηθεί. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο από potentia (δυνάμει) γίνεται actu (έργω) δρώσα εργασιακή δύναμη. Γιατί όμως ο Μαρξ εξετάζει την εργασιακή διαδικασία χωριστά από τη διαδικασία αξιοποίησης;

1. Η ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ:[1] Η ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ

Για να παραστήσει [ο πωλητής εργασιακής δύναμης] την εργασία του σε εμπορεύματα, πρέπει πριν απ’ όλα να την παραστήσει σε αξίες χρήσης, με πράγματα που χρησιμεύουν για την ικανοποίηση αναγκών οποιουδήποτε είδους. Αυτό λοιπόν που ο καπιταλιστής βάζει τον εργάτη να φτιάξει είναι κάποια ιδιαίτερη αξία χρήσης. Η γενική φύση της παραγωγής αξιών χρήσης ή αγαθών δεν αλλάζει από το γεγονός ότι γίνεται για τον καπιταλιστή και κάτω από τον έλεγχό του, γι’ αυτό πρέπει να εξετάσουμε την εργασιακή διαδικασία πρώτα ανεξάρτητα από κάθε καθορισμένη κοινωνική μορφή.[2]

Άλλωστε, στις απαρχές του σχηματισμού του, το κεφάλαιο υπαγάγει τυπικά στον εαυτό του την παραγωγική διαδικασία όπως τη βρίσκει έτοιμη, όπως αυτή έχει αναπτυχθεί στη βάση μη καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, χωρίς να επιφέρει αλλαγές στον τεχνολογικό χαρακτήρα της.

Η εργασία είναι καταρχήν μια διαδικασία ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Μια διαδικασία όπου ο άνθρωπος με την πράξη του μεσολαβεί-ρυθμίζει-ελέγχει το μεταβολισμό (Stoffwechsel) ανάμεσα σε αυτόν και την φύση. Ο άνθρωπος, θέτοντας σε κίνηση τις φυσικές δυνάμεις του μυαλού και του σώματός του, ιδιοποιείται την εξωτερική προς αυτόν φυσική ύλη με μια μορφή χρήσιμη για τη ζωή του. Η εργασία είναι η μεσολάβηση ανάμεσα στις μη ανθρώπινες και τις ανθρώπινες φυσικές δυνάμεις. Ο μεταβολισμός που πραγματοποιείται από αυτή τη διαδικασία αλλάζει τόσο την ανθρώπινη φύση όσο και την εξωτερική φύση.

Στην παραγωγή του ο άνθρωπος μπορεί να ενεργεί μόνο όπως κι η ίδια η φύση, δηλ. ν’ αλλάζει μονάχα τη μορφή της ύλης. Κάτι παραπάνω. Σ’ αυτήν την ίδια τη δουλειά της μορφοποίησης ο άνθρωπος υποστηρίζεται διαρκώς από δυνάμεις της φύσης. Η εργασία δεν είναι λοιπόν η μοναδική πηγή των αξιών χρήσης που παράγει, του υλικού πλούτου. Η εργασία είναι ο πατέρας του και η γη η μητέρα του, όπως λέει ο Ουίλλιαμ Πέττυ.[3]

Η φύση είναι λοιπόν, για τον Μαρξ, ένας αντικειμενικός, υλικός δεσμός ανάμεσα στους ανθρώπους. Η ουσία του κοινωνικού ανθρώπου έγκειται στη συλλογική αντικειμενοποίηση (Vergegenstandlichung) της εξωτερικής φύσης. Ο άνθρωπος αντικειμενοποιώντας τη φύση μέσω της εργασίας του, επιβεβαιώνει πως είναι μέρος της:

O άνθρωπος ζει από τη φύση σημαίνει: η φύση είναι το σώμα του, με το οποίο πρέπει να μείνει σε διαρκή [δυναμική] διαδικασία για να μην πεθάνει. Το ότι ο σωματικός και πνευματικός βίος του ανθρώπου συναρτάται με τη φύση δεν έχει κανένα άλλο νόημα από το ότι η φύση συναρτάται με τον εαυτό της, διότι ο άνθρωπος είναι ένα τμήμα της φύσης.[4]

Όπως παρατηρεί ο Alfred Schmidt, «το στοιχείο που διακρίνει εξ’αρχής την έννοια της φύσης στον Μαρξ είναι ο κοινωνικο-ιστορικός της χαρακτήρας. Ο Μαρξ θεώρησε τη φύση ως την “πρωταρχική πηγή όλων των μέσων και αντικειμένων της εργασίας”,[5] την είδε από την αρχή σε σχέση με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Όλες οι άλλες αναφορές στη φύση, θεωρητικού, επιστημολογικού, ή επιστημονικού χαρακτήρα, προϋποθέτουν ήδη την κοινωνική πρακτική, το σύνολο των τεχνολογικο-οικονομικών μεθόδων ιδιοποίησής της από τον άνθρωπο».[6]

Ο μετασχηματισμός του εξωτερικού κόσμου οδηγεί στο μετασχηματισμό της ανθρώπινης φύσης. Η διαδικασία δηλαδή που συντελείται με την ανθρώπινη εργασία, είναι μια διαλεκτική διαδικασία εντός της φύσης, ως συνεργασία, αντίθεση και αλληλοκυριαρχία ανάμεσα στις ανθρώπινες και τις μη ανθρώπινες δυνάμεις της. Όμως, στην καπιταλιστική κοινωνία, η άμεση σχέση ανθρώπου-φύσης χάνεται προς όφελος των αναγκών της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Όπως δείξαμε στα προηγούμενα μαθήματα, και όπως θα δούμε ακόμα καλύτερα παρακάτω, το υποκείμενο που πράττει στην καπιταλιστική κοινωνία είναι το Κεφάλαιο, που ενσωματώνει μέσα του –όσο μπορεί– την ανθρώπινη ζωντανή εργασία. Η ελεύθερη, ζωική και ταυτόχρονα ενσυνείδητη ανθρώπινη δραστηριότητα αλλοτριώνεται και αποκτηνώνεται:

Ο εργάτης γίνεται φτωχότερος όσο περισσότερο πλούτο παράγει, όσο περισσότερο η παραγωγή του αυξάνεται σε δύναμη και σε εύρος. Ο εργάτης γίνεται ένα τόσο πιο φθηνό εμπόρευμα, όσο περισσότερα εμπορεύματα δημιουργεί. Με την αξιοποίηση του κόσμου των πραγμάτων αυξάνεται ευθέως ανάλογα η απαξίωση του ανθρώπινου κόσμου. Η εργασία δεν παράγει απλώς εμπορεύματα· παράγει αυτή την ίδια και τον εργάτη ως ένα εμπόρευμα, και μάλιστα στην αναλογία που παράγει εν γένει εμπορεύματα.
Το δεδομένο αυτό δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά το εξής: Το αντικείμενο το οποίο παράγει η εργασία, το προϊόν της, της αντιπαρατίθεται ως ένα ξένο ον, ως μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό. Το προϊόν της εργασίας είναι η εργασία η οποία παγιώνεται σε ένα αντικείμενο, έχει γίνει εμπράγματη, είναι η αντικειμενοποίηση της εργασίας. Η πραγματοποίηση (Verwirklichung) της εργασίας είναι η αντικειμενοποίησή της. Αυτή η πραγματοποίηση της εργασίας εμφανίζεται στην κατάσταση της εθνικής οικονομίας [nationalökonomischen Zustand – εδώ ο Μαρξ εννοεί ταυτόχρονα την καπιταλιστική εκμετάλλευση και τον χώρο της πολιτικής οικονομίας] ως αποπραγμάτωση (Entwirklichung) του εργάτη, η αντικειμενοποίηση ως απώλεια του αντικειμένου και υποτέλεια σ’ αυτό, η ιδιοποίηση ως αποξένωση (Entfremdung), ως αλλοτρίωση [απώλεια] της έκφρασης (Entäußerung)…
Όσο περισσότερο λοιπόν ο εργάτης ιδιοποιείται τον εξωτερικό κόσμο, την αισθητηριακή φύση, μέσω της εργασίας του, τόσο περισσότερο στερεί από τον εαυτό του μέσα διαβίωσης με διττό τρόπο· πρώτον, λόγω του ότι ο αισθητηριακός εξωτερικός κόσμος παύει όλο και περισσότερο να είναι ένα αντικείμενο ενεχόμενο στην εργασία του, ένα μέσο διαβίωσης της εργασίας του· δεύτερον, λόγω του ότι παύει όλο και περισσότερο να είναι μέσο διαβίωσης με την άμεση έννοια, μέσο για τη σωματική συντήρηση του εργάτη…
Η οικονομική επιστήμη αποκρύπτει την αποξένωση [που ενυπάρχει] στην ουσία της εργασίας μέσω του ότι δεν εξετάζει την άμεση σχέση μεταξύ του εργάτη (της εργασίας) και της παραγωγής. Βεβαίως. Η εργασία παράγει θαυμάσια έργα για τους πλούσιους, αλλά παράγει γύμνια για τον εργάτη. Παράγει παλάτια, αλλά σπηλιές για τον εργάτη. Παράγει ομορφιά, αλλά παραμόρφωση για τον εργάτη. Αντικαθιστά την εργασία με μηχανές, αλλά ρίχνει ένα τμήμα των εργατών σε μια βάρβαρη εργασία και καθιστά το άλλο τμήμα μηχανή. Παράγει πνεύμα, αλλά παράγει ανοησία και βλακεία για τον εργάτη…
Συνεπώς η εργασία του δεν είναι αυτόβουλη αλλά αναγκαστική, καταναγκαστική εργασία. Ως εκ τούτου η εργασία δεν είναι η ικανοποίηση μιας ανάγκης, αλλά είναι απλώς ένα μέσο για να ικανοποιήσει ανάγκες έξω από αυτόν. Η ξενότητά της διακρίνεται καθαρά στο ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει κανένας σωματικός ή λοιπός καταναγκασμός η εργασία αποφεύγεται σαν πανούκλα. Η εξωτερική εργασία, η εργασία στην οποία ο άνθρωπος αλλοτριώνεται, είναι μια εργασία της αυτοθυσίας, της εξάντλησης. Τέλος, η εξωτερικότητα της εργασίας εμφανίζεται για τον εργάτη στο ότι δεν είναι δική του αλλά είναι ενός άλλου, στο ότι δεν του ανήκει, ότι εντός της αυτός δεν ανήκει στον εαυτό του αλλά σε κάποιον άλλο…
Καταλήγουμε λοιπόν στο ότι ο άνθρωπος (ο εργάτης) αισθάνεται πλέον αυτενεργός μόνο στις ζωικές λειτουργίες του, στο φαγητό, στο ποτό και στη συνουσία, το πολύ πολύ στην κατοικία, στη διακόσμηση κλπ., και στο ότι στις ανθρώπινες λειτουργίες του αισθάνεται πλέον σαν ζώο. Το ζωώδες γίνεται ανθρώπινο και το ανθρώπινο ζωώδες.
Το φαγητό, το ποτό, η συνουσία κλπ. είναι βέβαια επίσης γνήσιες ανθρώπινες λειτουργίες. Στην αφαίρεση όμως η οποία τις χωρίζει από τον υπόλοιπο κύκλο της ανθρώπινης δραστηριότητας και τις καθιστά τελικούς και μοναδικούς αυτοσκοπούς είναι ζωώδεις.[7]

Ο ατομικός άνθρωπος όταν δεν παράγει εντός μιας ανθρώπινης κοινότητας για τις δικές του ανάγκες αποξενώνεται από το προϊόν της εργασίας του, από τον εαυτό του, από το ανθρώπινο γένος καθώς και από το «ανόργανο» ή «διευρυμένο σώμα του», τη φύση.[8] Η φύση ιδωμένη από την πλευρά του ανθρώπου εντάσσεται μέσα στην αυτοανάπτυξη της ανθρωπότητας και η ανθρώπινη ελευθερία κατακτιέται μόνον όταν «μέσω του δικού του έμπρακτου/εργάσιμου βίου γένους (werktatiges Gattungsleben) η φύση εμφανίζεται ως έργο (Werk) και ενεργός πραγματικότητα (Wirklichkeit) του ανθρώπου».[9] Μόνο όταν ο άνθρωπος δρα και συγκροτεί ελεύθερα τον κόσμο της καθημερινής του εμπειρίας, μέσω της συλλογικής πρακτικής του δραστηριότητας, γίνεται ταυτόχρονα αντικείμενο και υποκείμενο της ιστορίας.

Η ανθρώπινη βιοτική διαδικασία, όσο και να αποξενωθεί από το εξωτερικό της «άλλο», τη φύση, εξακολουθεί να διαδραματίζεται σε φυσικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο όλων των μορφών παραγωγής, η ανθρώπινη εργασιακή δύναμη δεν είναι «παρά μια φυσική δύναμη»,[10] γιατί ο άνθρωπος, κατά την εργασία του, δηλ. κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης αυτής της φυσικής δύναμης, αντιπαραθέτει τον εαυτό του στη φύση σαν να ήταν μια από τις δυνάμεις της. Δρώντας στον εξωτερικό κόσμο και μετασχηματίζοντάς τον, την ίδια στιγμή ο άνθρωπος αλλάζει και τη δική του φύση. Η διαλεκτική Υποκειμένου-Αντικειμένου είναι για τον Μάρξ μια διαλεκτική των συστατικών στοιχείων της φύσης, μιας φύσης που ιδωμένη ως ολότητα περιλαμβάνει τον άνθρωπο και την εργασία του, μέσω της οποίας Υποκείμενο και Αντικείμενο ενώνονται. Σε αντίθεση πάντως με μια τάση του Μαρξ να θεωρεί τη φύση ως το παθητικό στοιχείο της ενεργητικής ανθρώπινης δραστηριότητας, θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι η ανθρώπινη εργασία μεταμορφώνει το περιορισμένο φυσικό υποκείμενο-για-τον-εαυτό του σε αντικείμενο-για-μας. Ή αλλιώς: «Η φύση προωθεί τη δική της δημιουργική διαδικασία με φορέα την ανθρώπινη εργασία. Ως εκ τούτου, η επαναστατική πρακτική αποκτά τόσο μια “κοσμική” όσο και κοινωνική σημασία».[11]

Στην κομμουνιστική κοινωνία, ο άνθρωπος θα «επιβεβαιώσει και θα πραγματώσει άμεσα την αυθεντική ουσία του, την ανθρώπινη, κοινοτική ουσία του (Gemeinwesen)».[12] Ο νεαρός Μαρξ χαρακτηρίζει στα Χειρόγραφα του 1844 τον κομμουνισμό ως «την αληθινή επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, και μεταξύ των ανθρώπων, την αληθινή επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ ουσίας και ύπαρξης, μεταξύ αντικειμενοποίησης και αυτενέργειας, μεταξύ ελευθερίας και αναγκαιότητας, μεταξύ ατόμου και γένους. Είναι το λυμένο αίνιγμα της ιστορίας και το ξέρει».[13] Αυτή η οπτική αναιρεί τις «τεχνοκρατικές και επιστημονικίστικες παρερμηνείες ότι ο Μαρξ ήθελε απλώς να εξασφαλίσει μια ποσοτική αύξηση των υπαρχουσών μορφών της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση. Αντίθετα, ο Μαρξ ήθελε να κατακτήσει κάτι ποιοτικά νέο: τον έλεγχο της κοινωνικής κυριαρχίας πάνω στη φύση από το σύνολο της κοινωνίας… Ως εκ τούτου η κυριαρχία της κοινωνίας πάνω στη φύση θα αυτό-διορθωνόταν και απελευθερωνόταν από την κατάρα του να είναι ταυτόχρονα κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο και αιώνια βασιλεία της “τυφλής” φυσικής ιστορίας».[14]

Η διαφορά της εργασίας του ανθρώπου από την εργασία των άλλων ζώων έγκειται στο ότι «στο τέλος της εργασιακής διαδικασίας προκύπτει ένα αποτέλεσμα που υπήρχε κιόλας από την αρχή στην παράσταση του εργάτη, δηλ. υπήρχε κιόλας ιδεατά… Αυτό που ξεχωρίζει τον χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι αυτός έχει κιόλας φτιάξει την κυψέλη στο κεφάλι του, προτού τη φτιάξει στο κερί».[15] Ο Μαρξ μιλάει εδώ για μια ανεπτυγμένη κοινωνική δραστηριότητα, που τη διακρίνει η «ένσκοπη βούληση», ενώ υπονοείται επίσης η κοινωνική και ενσυνείδητη κατασκευή των αναγκών στον άνθρωπο.

Για την ακρίβεια, εντοπίζει στην εργασιακή διαδικασία τρία απλά συνθετικά στοιχεία (Momente):

  1. Σκόπιμη δραστηριότητα
    «Εκτός από την καταπόνηση των οργάνων που εργάζονται, απαιτείται καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας η ένσκοπη βούληση που εκδηλώνεται σαν προσοχή, και μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο λιγότερο συνεπαίρνει τον εργάτη με το περιεχόμενό της και με τον τρόπο της εκτέλεσής της και, επομένως, όσο λιγότερο την απολαμβάνει ο εργάτης σαν παιχνίδι των δικών του σωματικών και πνευματικών δυνάμεων».[16]
  2. Αντικείμενο της δραστηριότητας
    «Όλα τα πράγματα τα οποία η εργασία απλώς αποσπά από την άμεση σχέση τους με το γήινο σύνολο, είναι αντικείμενα εργασίας που υπάρχουν από τη φύση»[17] (φυσικοί πόροι). Αντίθετα, «η πρώτη ύλη είναι το αντικείμενο εργασίας που έχει ήδη υποστεί κάποια αλλαγή με τη μεσολάβηση της εργασίας» (π.χ. μεταλλεύματα).[18]
  3. Μέσα της δραστηριότητας
    «Το μέσο εργασίας είναι ένα πράγμα ή ένα σύνολο από πράγματα που ο εργάτης παρεμβάλλει ανάμεσα στον εαυτό του και το αντικείμενο της εργασίας και που χρησιμεύουν σαν αγωγοί της δραστηριότητας του πάνω στο αντικείμενο της εργασίας».[19] (μηχανές, εργαλεία) «Οι οικονομικές εποχές», μας λέει ο Μαρξ, «ξεχωρίζουν όχι από το τί αλλά από το πώς και με τι μέσα εργασίας παράγεται/φτιάχνεται κάτι. Τα μέσα εργασίας δεν είναι μόνο το βαθμόμετρο της ανάπτυξης της εργασιακής δύναμης του ανθρώπου, αλλά επίσης και ο δείκτης των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις οποίες συντελείται η εργασία».[20] Γενικότερα, στα μέσα της εργασιακής διαδικασίας περιλαμβάνονται όλοι οι υλικοί όροι που απαιτούνται για να συντελεστεί (γη, υποδομές). Τα μέσα αυτά, όπως οι υποδομές, μπορεί να μην μπαίνουν άμεσα στη διαδικασία αλλά είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί εργασία χωρίς αυτά.[21] Άλλωστε, τόσο τα μέσα εργασίας αυτού του τύπου (υποδομές) όσο και τα εργαλεία είναι και τα ίδια προϊόντα παρελθούσας (νεκρής) εργασίας.

Κατά την εργασιακή διαδικασία το αντικείμενο της εργασίας μετασχηματίζεται σε κάτι χρήσιμο για τις ανθρώπινες ανάγκες. Η εργασία του ανθρώπου αντικειμενοποιείται στο προϊόν: «αυτό που από την πλευρά του εργάτη εμφανιζόταν με την μορφή της ανηρεμίας (Unruhe), εμφανίζεται τώρα από την πλευρά του προϊόντος σαν ηρεμούσα ιδιότητα (ruhende Eigenschaft), με τη μορφή του Είναι (Sein)».[22]

Η εργασιακή διαδικασία είναι μια συνεχής αλληλεπίδραση ζωντανής και νεκρής εργασίας αλλά είναι η ζωντανή εργασία αυτή που θέτει σε κίνηση τα αντικείμενα.

Αν όλη την εργασιακή διαδικασία την εξετάσουμε από την άποψη του αποτελέσματος της, του προϊόντος, τότε τόσο το μέσο όσο και το αντικείμενο της εργασίας εμφανίζονται σαν μέσα παραγωγής και η ίδια η εργασία σαν παραγωγική εργασία… Γι’ αυτό τα προϊόντα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα μα ταυτόχρονα και όρος της εργασιακής διαδικασίας… υλικοί παράγοντες της ζωντανής εργασίας.[23]

Η ζωντανή εργασία, ανεξάρτητα από κάθε καθορισμένη κοινωνική μορφή, έχει την ικανότητα να ανασταίνει και να ζωντανεύει την παρελθοντική εργασία, μια ιδιότητα που, όπως θα δούμε παρακάτω, αποκτά μια αντεστραμμένη σημασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής:

Μια μηχανή που δεν συμμετέχει στην εργασιακή διαδικασία είναι άχρηστη… Το σίδερο σκουριάζει, το ξύλο σαπίζει, το νήμα που δεν υφαίνεται ή δεν πλέκεται είναι χαλασμένο βαμβάκι. Η ζωντανή εργασία πρέπει να αδράξει αυτά τα πράγματα, να τα αναστήσει εκ νεκρών και να τα μετατρέψει από απλώς ενδεχόμενες αξίες χρήσης σε πραγματικές και δρώσες αξίες χρήσης. Είναι αλήθεια πως όταν τα γλείφει η φωτιά της εργασίας, όταν η εργασία τα αφομοιώνει σαν δικά της σώματα, όταν τα εμπνέει να εκπληρώσουν τις λειτουργίες τους σύμφωνα με την έννοια και τον προορισμό τους μέσα στη διαδικασία, καταναλώνονται κι αυτά, καταναλώνονται όμως σκόπιμα, σαν στοιχεία δημιουργίας νέων αξιών χρήσης, νέων προϊόντων, που είναι κατάλληλα να μπουν σαν μέσα συντήρησης στην ατομική κατανάλωση ή σαν μέσα παραγωγής σε μια νέα εργασιακή διαδικασία… Η εργασία καταναλώνει τα υλικά της στοιχεία, το αντικείμενό της και τα μέσα της, τα καταβροχθίζει, και για αυτό είναι διαδικασία κατανάλωσης. Αυτή η παραγωγική κατανάλωση διακρίνεται από την ατομική κατανάλωση με το ότι η ατομική κατανάλωση καταναλώνει τα προϊόντα σαν μέσα συντήρησης του ζωντανού ατόμου, ενώ η παραγωγική κατανάλωση τα καταναλώνει σαν μέσα συντήρησης της εργασίας, της δρώσας εργασιακής του δύναμης. Για αυτό το λόγο το προϊόν της ατομικής κατανάλωσης είναι ο ίδιος ο καταναλωτής, ενώ το αποτέλεσμα της παραγωγικής κατανάλωσης είναι ένα προϊόν διαφορετικό από τον καταναλωτή.[24]

Στο κλείσιμο αυτού του υποκεφαλαίου, ο Μαρξ, ανατρέπει την αρχική προϋπόθεση όπου η εργασία εξετάζεται αφηρημένα, σαν μεταβολισμός μεταξύ ανθρώπου και φύσης και ανεξάρτητα από συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές:

Όπως δεν μπορείς να καταλάβεις από τη γεύση του σταριού ποιος το καλλιέργησε, έτσι δεν μπορείς κοιτάζοντας τη διαδικασία αυτή να δεις κάτω από ποιους όρους συντελείται, αν συντελείται κάτω από το κτηνώδες μαστίγιο του επιστάτη των δούλων, ή κάτω από το ανήσυχο μάτι του καπιταλιστή, αν την εκτελεί ο Κιγκινάτος[25] όταν καλλιεργεί τα λίγα του jugera [στρέμματα] ή ο άγριος που με μια πέτρα σκοτώνει ένα ζώο.[26]

Μας επαναφέρει στο ιστορικά συγκεκριμένο, στις καθορισμένες κοινωνικές μορφές και μάλιστα στην οπτική γωνία του καπιταλιστή. Επιστρέφει στο σημείο που είχε κλείσει το τέταρτο κεφάλαιο, όπου ο καπιταλιστής αγοράζει εργασιακή δύναμη και μέσα παραγωγής έτσι όπως τα βρίσκει δεδομένα στην αγορά.

Η εργασιακή διαδικασία, έτσι όπως συντελείται υπό τον καπιταλιστή ως διαδικασία κατανάλωσης της εργασιακής δύναμης, παρουσιάζει δυο ιδιομορφίες. Ο εργάτης εργάζεται υπό τον έλεγχο του καπιταλιστή, στον οποίο ανήκει η εργασία του. Ο καπιταλιστής προσέχει η δουλειά να προχωρεί κανονικά και τα μέσα παραγωγής να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τον σκοπό τους… Δεύτερον, το προϊόν είναι ιδιοκτησία του καπιταλιστή και όχι του άμεσου παραγωγού, του εργάτη. Ο καπιταλιστής πληρώνει λχ. την ημερήσια αξία της εργασιακής δύναμης. Έτσι του ανήκει για τη διάρκεια της ημέρας η χρήση της, όπως και η χρήση κάθε άλλου εμπορεύματος, λχ. ενός αλόγου, που το νοίκιασε για μια μέρα… Με την αγορά εργασιακής δύναμης ο καπιταλιστής έχει ενσωματώσει την ίδια την εργασία σαν ζωντανό φύραμα στα νεκρά στοιχεία δημιουργίας του προϊόντος που ανήκουν επίσης σε αυτόν. Από τη σκοπιά του η εργασιακή διαδικασία δεν είναι παρά η κατανάλωση του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη που αγόρασε, το οποίο όμως μπορεί να το καταναλώσει μόνο εφόσον έχει επισυνάψει σ’ αυτό μέσα παραγωγής. Η εργασιακή διαδικασία είναι διαδικασία ανάμεσα σε πράγματα που τ’ αγόρασε ο κεφαλαιοκράτης, ανάμεσα σε πράγματα που του ανήκουν.[27]

Με αυτό το κεφάλαιο και το επόμενο αρχίζουμε πια να πηγαίνουμε όλο και πιο πέρα από την ανάλυση του φετιχισμού του εμπορεύματος, ο μυστηριώδης χαρακτήρας του οποίου συνίσταται στο ότι «η κοινωνική σχέση των παραγωγών με τη συνολική εργασία εμφανίζεται σ’ αυτούς σαν μια κοινωνική σχέση αντικειμένων που υπάρχει έξω απ’ αυτούς».[28] Τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε τη «γυμνή» πρακτική δραστηριότητα πίσω από τη μορφή της αξίας, μορφή που δημιουργεί στη σφαίρα της κυκλοφορίας ένα φαντασμαγορικό κόσμο όπου τα πράγματα φαίνονται σαν να είναι προικισμένα με δική τους ζωή. Αρχίζουμε να βλέπουμε την κοινωνική, πρακτική-εργασιακή διαδικασία που δημιουργεί τα αντικείμενα κατανάλωσης, τα προϊόντα-φετίχ. Έστω κι αν η ανάλυση της εργασιακής διαδικασίας που παρουσιάζει ο Μαρξ έχει δύο βασικά μειονεκτήματα:

  1. Αφήνει έξω από την εξέταση αυτής της διαδικασίας την αναπαραγωγική εργασία που εμπεριέχεται στην εργασιακή δύναμη και καθορίζει την αξία της.
  2. Επειδή ενδιαφέρεται κυρίως να μας εισάγει στη δημιουργική-μετασχηματιστική εργασία του τεχνίτη και του βιομηχανικού εργάτη που παράγουν ένα χρήσιμο, χειροπιαστό προϊόν, αφήνει έξω από την εξέταση του μεταβολισμού του ανθρώπου με τη φύση πρακτικές ανθρώπινες δραστηριότητες όπως το παιχνίδι, η γιορτή και άλλες μορφές επικοινωνίας, παρά την αρχική δήλωσή του στον πρόλογο τη πρώτης έκδοσης του Κεφαλαίου ότι «αυτό που θα ερευνήσω σ’ αυτό το έργο είναι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και οι σχέσεις παραγωγής και οι μορφές επικοινωνίας (Verkehrverhaltnisse) που του αντιστοιχούν».[29] Δικαιολογημένα ο Christian Fuchs παρατηρεί ότι: «Λόγω της σημασίας της πληροφορικής εργασίας (information work) σήμερα, θα μπορούσε κανείς να κάνει τους ορισμούς του Μαρξ πιο συγκεκριμένους λέγοντας ότι η εργασία χρησιμοποιεί πόρους που προέρχονται τόσο από τη φύση όσο και από την κουλτούρα για να δημιουργήσει αξίες χρήσης που ικανοποιούν ανθρώπινες ανάγκες, και ότι είναι με αυτόν τον τρόπο που διαμεσολαβεί τόσο τον μεταβολισμό του ανθρώπου με τη φύση όσο και τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Αυτή η προσθήκη δεν διαχωρίζει τη φύση από την κουλτούρα. Απλώς τονίζει τη σημασία της κουλτούρας ως ειδική μορφή οργάνωσης της ύλης και της φύσης μέσα στην κοινωνία. Όταν ο Μαρξ γράφει ότι η εργασία είναι “ο πατέρας του υλικού πλούτου και η γη η μητέρα του” αναφέρεται ταυτόχρονα στις ανθρώπινες δραστηριότητες και τη φύση. Οι ιδέες επίσης είναι υλικός πλούτος και η κουλτούρα μια ειδική μορφή οργάνωσης της φύσης».[30] Επιπροσθέτως, είναι διαπιστωμένο ότι στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες η εργασιακή δραστηριότητα δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τις υπόλοιπες δραστηριότητες της ζωής.[31]

2. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

Καπιταλιστική κοινωνική μορφή = Σκοπός της παραγωγικής διαδικασίας είναι η παραγωγή αξιών χρήσης και υπεραξίας = Εμπορευματική παραγωγή = Ενότητα της αξίας χρήσης και της αξίας = Ενότητα της εργασιακής διαδικασίας και της διαδικασίας δημιουργίας αξίας.

Στο δεύτερο υποκεφάλαιο ο Μαρξ περνάει από τη γενική ανάλυση της εργασιακής διαδικασίας στις ιδιαιτερότητες της εργασιακής διαδικασίας στον καπιταλισμό. Την αναλύει δηλ. από τη σκοπιά της αξίας, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά· από τη σκοπιά των στόχων του καπιταλιστή: της πραγματοποίησης μιας αύξησης της αξίας, μιας υπεραξίας. Εδώ ανακαλύπτουμε ότι η εργασία ως αξία υποτάσσεται στην υπερεργασία ως υπεραξία. Μιλώντας για υπερεργασία μιλάμε για ένα πλεόνασμα απλήρωτης εργασίας πάνω από αυτήν που απαιτείται για την ικανοποίηση των αναγκών των εργατών. Έτσι η αξιοποίηση (Verwertung) είναι η καπιταλιστική διαδικασία εξαναγκασμού των εργατών να παράξουν όχι μόνο αυτό που χρειάζονται για ν’ αναπαραχθούν οι ίδιοι αλλά και ένα πλεόνασμα για τον καπιταλιστή. Ως εκ τούτου η ουσία της αξιοποίησης είναι η εκμετάλλευση και η αλλοτρίωση. Το αποτέλεσμα είναι ένα προϊόν που θα πουληθεί στην αγορά για να πραγματοποιηθεί το Χ΄ στο κύκλωμα Χ─Ε─Χ΄. Προς το παρόν πάντως ο Μαρξ θ’ ασχοληθεί με την παραγωγή του πλεονάσματος και όχι με το συνδυασμό παραγωγής και κατανάλωσης.

Ο καπιταλιστής μας νοιάζεται για δυο λογιών πράγματα. Πρώτον, θέλει να παράγει μια αξία χρήσης με ανταλλακτική αξία, ένα εμπόρευμα που μπορεί να πουληθεί· δεύτερον, θέλει να παράγει ένα εμπόρευμα που η αξία του να είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των αξιών των εμπορευμάτων που απαιτήθηκαν για την παραγωγή του, δηλ. των μέσων παραγωγής και της εργασιακής δύναμης, για τα οποία προκατέβαλε στην αγορά εμπορευμάτων τα ωραία λεφτουδάκια του. Θέλει να παράγει όχι μόνο μια αξία χρήσης, μα ένα εμπόρευμα, όχι μόνο αξία χρήσης, μα αξία, και όχι μόνο αξία, μα και υπεραξία.[32]

ΑΞΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΙ (Χ’) > ΑΞΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ (Χ)

H παραπάνω ανισότητα είναι η σύνοψη του «μυστηρίου» της διαδικασίας αξιοποίησης. Ο καπιταλιστής πληρώνει μια ποσότητα αξίας Χ για μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη, και ενώνοντας υπό την εξουσία και τον έλεγχό του αυτά τα δυο εμπορεύματα μέσα στην παραγωγική διαδικασία, προκύπτουν νέα εμπορεύματα που όταν πουληθούν θα φέρουν στον καπιταλιστή πρόσθετη αξία, υπεραξία (με τη μορφή χρήματος) Χ’ > Χ.

Ο Μαρξ εξετάζει την παραγωγική διαδικασία σαν διαδικασία δημιουργίας νέας αξίας. Χρησιμοποιώντας ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, τη μετατροπή μιας ποσότητας βαμβακιού σε μια ποσότητα νήματος, υπολογίζει την εργασία που (με τη μορφή της αξίας) αντικειμενοποιείται στο προϊόν «νήμα». Επισημαίνει ότι ενδιαφερόμαστε για την αξία, η οποία ενώ χρειάζεται έναν υλικό φορέα (αξία χρήσης), τής «είναι αδιάφορο ποια αξία χρήσης είναι ο φορέας της».[33] Αυτός είναι ο «νόμος της αξίας»: μια συγκεκριμένη ποσότητα εργασίας αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη ποσότητα γενικού ισοδύναμου. Π.χ. 20 ώρες εργασίας = 12 σελίνια λίρας = 10 λίβρες νήμα = 10 λίβρες βαμβάκι + μάζα του αδραχτιού που καταναλώθηκε/φθάρθηκε κατά την παραγωγή νήματος.[34] Για να πραγματοποιηθεί βέβαια ο «νόμος» αυτός θα πρέπει οι συγκεκριμένες εργασίες π.χ. του βαμβακοπαραγωγού και του κλώστη, να εξισώνονται ποσοτικά, παρά την ποιοτική τους διαφοροποίηση (θα πρέπει δηλ. να ιδωθούν σαν αφηρημένη εργασία).

Ο χρόνος εργασίας για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος (έστω νήμα) συμπεριλαμβάνει όλους τους επιμέρους χρόνους εργασίας που απαιτούνται για την παραγωγή των μέσων παραγωγής (για το βαμβάκι και για το αδράχτι στο παράδειγμα). Όλη η εργασία που περιέχεται στο τελικό προϊόν (νήμα) είναι παρελθοντική εργασία. Επίσης, ο χρόνος εργασίας που δαπανάται είναι κοινωνικά αναγκαίος. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Μαρξ:

αν λχ. του καπιταλιστή του κατέβει η ιδέα να χρησιμοποιήσει χρυσά αντί για σιδερένια αδράχτια, εντούτοις στην αξία του νήματος υπολογίζεται μόνο η κοινωνικά αναγκαία εργασία, δηλ. ο χρόνος εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαίος για την παραγωγή σιδερένιων αδραχτιών.[35]

Αυτό βέβαια ισχύει από τη στιγμή που τα «χρυσά αδράχτια» δεν προσφέρουν καλύτερης ποιότητας νήμα. Με τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο δηλώνεται ένας συγκεκριμένος βαθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι, για παράδειγμα, θα ήταν καταστροφικό για έναν καπιταλιστή να χρησιμοποιεί βελόνες για ράψιμο τη στιγμή που υπάρχουν ραπτομηχανές.

Με την εργασία, η οποία θέτει σε κίνηση τα μέσα παραγωγής και καταναλώνει τις πρώτες ύλες, έχουμε τη μετατροπή του βαμβακιού σε νήμα. Αυτό γίνεται στο πλαίσιο μιας κοινωνικά μέσης εργασίας ή μέσων κοινωνικών όρων παραγωγής. Εδώ και πάλι ο Μαρξ τοποθετεί τον όλο υπολογισμό σε ένα πλαίσιο «καπιταλιστικής κανονικότητας». Αν η γενική ανάπτυξη της παραγωγής επιτρέπει την μετατροπή α ποσότητας βαμβακιού σε β ποσότητα νήματος, σε χρόνο 10 ωρών, τότε οι διαφορετικοί καπιταλιστές είναι υποχρεωμένοι λόγω του ανταγωνισμού να επιδιώκουν ο χρόνος παραγωγής νήματος να είναι τουλάχιστον γύρω από αυτό το μέσο όρο (σε 10 ώρες: α ποσότητα βαμβακιού → β ποσότητα νήματος), αν όχι μικρότερος.

Το τελικό προϊόν (νήμα) εκτός της αξίας που ενσωματώνει από τα μέσα παραγωγής (βαμβάκι και αδράχτι) απορροφά καθορισμένη ποσότητα χρόνου ζωντανής/συγκεκριμένης εργασίας. Στη συνολική αξία του τελικού προϊόντος έχει αντικειμενοποιηθεί τόσο ο χρόνος εργασίας που περιέχεται στο βαμβάκι και στο αδράχτι όσο και ο χρόνος ζωντανής εργασίας για την μετατροπή του βαμβακιού σε νήμα.

Ας δούμε διεξοδικά ένα παράδειγμα κατανάλωσης κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας σε μια δεδομένη παραγωγική διαδικασία. Ας υποθέσουμε ότι 2 λίβρες βαμβάκι μετατρέπονται σε 2 λίβρες νήμα σε μία ώρα εργασίας. Ο καπιταλιστής αγοράζει:

  • 10 λίβρες βαμβάκι προς 10 σελίνια και δίνει
  • 3 σελίνια για την ημερήσια αξία της εργασιακής δύναμης (Εδ) (βλ. τα καθημερινά μέσα συντήρησης του εργάτη που υποθέτουμε ότι είναι ενσωματωμένα σε 5 ώρες εργασίας).
  • Επίσης, η φθορά των μηχανών (αδράχτι) που ανήκουν στον καπιταλιστή συνυπολογίζεται στα έξοδά του. Στο παράδειγμα υποθέτουμε ότι για 5 ώρες εργασίας το κόστος κατανάλωσης/φθοράς του αδραχτιού είναι 2 σελίνια.

Αν υποθέσουμε τώρα ότι ο εργάτης δουλεύει 5 ώρες, τότε μετατρέπει:

  • 10 λίβρες βαμβάκι → 10 λίβρες νήμα.

Η συνολική αξία του τελικού προϊόντος είναι:

  • 10 σελίνια βαμβάκι + 2 σελίνια κατανάλωση αδραχτιού + 3 σελίνια για την Εδ = 15 σελίνια. Ή το κόστος παραγωγής 1 λίβρας νήμα είναι 1,5 σελίνι.

Εδώ, φαίνεται ότι ο καπιταλιστής δεν αυγατίζει το κεφάλαιό του. Δεν παράγεται υπεραξία. Όσα κατέβαλλε για μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη έχουν ίση αξία με την ποσότητα προϊόντος που προέκυψε. Όμως ο καπιταλιστής δεν είναι βλαξ… δεν ξόδεψε τα λεφτά του για να μην βγάλει τίποτα. Στις σελίδες 204-205, ο Μαρξ με σαρκαστική λογοτεχνική γραφή μας δείχνει ότι σε καμιά περίπτωση ο καπιταλιστής δεν θα επένδυε, δεν θα ξόδευε το χρήμα του αν ο σκοπός του δεν ήταν να το αυγατίσει. Και ο τρόπος με τον οποίο αυτό αυγατίζεται συνίσταται στο ότι:

Η παρελθοντική εργασία που περιέχεται στην εργασιακή δύναμη, και η ζωντανή εργασία που [η δύναμη αυτή] μπορεί να εκτελέσει, τα ημερήσια έξοδα συντήρησής της και το ημερήσιο της ξόδεμα είναι δυο τελείως διαφορετικά μεγέθη. Το πρώτο καθορίζει την ανταλλακτική αξία της και το δεύτερο αποτελεί την αξία χρήσης της. Το γεγονός ότι χρειάζεται μισής μέρας εργασία για να κρατήσει τον εργάτη 24 ώρες στη ζωή, δεν εμποδίζει καθόλου τον εργάτη να δουλέψει μια ολόκληρη μέρα. Ώστε λοιπόν η αξία της εργασιακής δύναμης και η αξιοποίησή της, η αξία που μπορεί να παράγει στην εργασιακή διαδικασία, είναι δυο διαφορετικά μεγέθη. Αυτή τη διαφορά στην αξία είχε υπόψιν του ο καπιταλιστής όταν αγόραζε την εργασιακή δύναμη… Αυτό που έκρινε την υπόθεση είναι η ειδική αξία χρήσης αυτού του εμπορεύματος, η ιδιότητά του να είναι πηγή αξίας και μάλιστα περισσότερης από ό,τι έχει το ίδιο… Η αξία χρήσης της εργασιακής δύναμης, η ίδια η εργασία, δεν ανήκει στον πωλητή της, όπως η αξία χρήσης του λαδιού που πωλήθηκε δεν ανήκει στον λαδέμπορα. Ο κάτοχος του χρήματος πλήρωσε την ημερήσια αξία της εργασιακής δύναμης, γι’ αυτό του ανήκει η χρήση της στο διάστημα της ημέρας. Το γεγονός ότι η… αξία που δημιουργεί η χρήση της στο διάστημα μιας ημέρας είναι διπλάσια από τη δική της ημερήσια αξία είναι μεγάλο ευτύχημα για τον αγοραστή και δεν αποτελεί καθόλου αδικία σε βάρος του πωλητή.[36]

Με αυτό το δεδομένο ο καπιταλιστής καταβάλλοντας τα ίδια χρήματα χρησιμοποιεί την εργασιακή δύναμη για περισσότερες ώρες από αυτές που αντιστοιχούν στην αξία της. Έτσι, στο παράδειγμά μας ο εργάτης θα υποχρεωθεί να δουλέψει όχι 5 αλλά 10 ώρες, που ήταν η νομικά κατοχυρωμένη εργάσιμη ημέρα και στο χώρο παραγωγής –τι έκπληξη!– θα βρει τα απαραίτητα μέσα παραγωγής για μια μεγαλύτερη εργασιακή διαδικασία.

Σε 10 ώρες λοιπόν ο εργάτης θα παράγει από 20 λίβρες βαμβάκι → 20 λίβρες νήμα. Το τελικό προϊόν τώρα έχει απορροφήσει περισσότερο χρόνο εργασίας.
Ο καπιταλιστής έχει ρίξει στη 10ωρη εργασιακή διαδικασία αξία ίση με:

  • 20 σελίνια βαμβάκι + 4 σελίνια για τη φθορά του αδραχτιού + 3 σελίνια για την Εδ = 27 σελίνια.

Όμως όπως είδαμε, μια λίβρα νήμα κοστίζει 1,5 σελίνι. Οι 20 λίβρες νήμα που παράχθηκαν σε μια εργάσιμη μέρα έχουν αξία 30 σελίνια. Έτσι, τα αρχικά 27 σελίνια γέννησαν μια υπεραξία 3 σελίνια.

Το τέχνασμα επιτέλους πέτυχε. Το χρήμα μετατράπηκε σε κεφάλαιο. Όλοι οι όροι του προβλήματος λύθηκαν χωρίς να καταπατηθούν οι νόμοι της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Ανταλλάχθηκε ισοδύναμο με ισοδύναμο…
Ο καπιταλιστής επιστρέφει τώρα στην αγορά, όπου είχε αγοράσει προηγούμενα εμπορεύματα, και πουλάει εμπόρευμα. Πουλάει το νήμα προς 1,5 σελίνι τη λίβρα, ούτε μια πεντάρα πάνω ή κάτω από την αξία του. Κι όμως αντλεί από την κυκλοφορία 3 σελίνια παραπάνω απ’ όσα είχε ρίξει αρχικά σ’ αυτήν. Όλη αυτή η πορεία, η μετατροπή του χρήματός του σε κεφάλαιο, πραγματοποιείται μέσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας και δεν πραγματοποιείται μέσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Πραγματοποιείται με τη μεσολάβηση της κυκλοφορίας, επειδή εξαρτάται από την αγορά της εργασιακής δύναμης στην αγορά εμπορευμάτων. Δεν πραγματοποιείται στην κυκλοφορία, γιατί η κυκλοφορία προετοιμάζει απλώς τη διαδικασία αξιοποίησης που συντελείται στη σφαίρα της παραγωγής. Και έτσι είναι «όλα άριστα στον καλύτερο απ’ όλους τους δυνατούς κόσμους».
Μετατρέποντας ο καπιταλιστής χρήμα σε εμπορεύματα που χρησιμεύουν ως υλικά στοιχεία δημιουργίας ενός νέου προϊόντος ή ως παράγοντες της εργασιακής διαδικασίας, ενσωματώνοντας ζωντανή εργασιακή δύναμη στη νεκρή αντικειμενικότητα τους, μετατρέπει αξία, παρελθοντική, αντικειμενοποιημένη, νεκρή εργασία σε κεφάλαιο, σε αυτοαξιοποιούμενη αξία, σε ένα έμψυχο τέρας που αρχίζει να «εργάζεται» σα να είχε το διάβολο μέσα του.[37]
Με αυτή τη διατύπωση δίνεται έμφαση στην εμφάνιση του ίδιου του κεφαλαίου σαν πηγή νέας αξίας, σαν αξία που αυτο-μεγεθύνεται.

Συμπερασματικά, η διαδικασία δημιουργίας αξίας γίνεται διαδικασία αξιοποίησης, παραγωγής νέας αξίας από τη στιγμή που επεκτείνεται πέρα από το χρόνο που είναι αναγκαίος για την αναπλήρωση της αξίας της εργασιακής δύναμης. Από την άλλη, η εργασιακή διαδικασία και η διαδικασία αξιοποίησης διακρίνονται σαν η ποιοτική και η ποσοτική πλευρά της παραγωγικής διαδικασίας. Στην εργασιακή διαδικασία μας ενδιαφέρει το συγκεκριμένο: η συγκεκριμένη εργασία (π.χ. του κλώστη) και η συγκεκριμένη αξία χρήσης (το νήμα) που παράγεται. Ταυτόχρονα, «η εργασιακή διαδικασία παρουσιάζεται στη διαδικασία δημιουργίας αξίας μόνο από την ποσοτική της πλευρά».[38] Δηλαδή μόνο από την πλευρά του χρόνου κατά τον οποίο η εργασιακή δύναμη ξοδεύεται με ωφέλιμο, για τον καπιταλιστή, τρόπο.

Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό, ο Μαρξ:

(α) επανέρχεται στο ζήτημα του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας και στην λειτουργία της εργασιακής δύναμης κάτω από κανονικούς όρους. Οι κανονικοί όροι καθορίζονται από το επίπεδο ανάπτυξης των μέσων εργασίας, την ποιότητα των πρώτων υλών, τις δεξιότητες και την ποιότητα της εργασιακής δύναμης και, βεβαίως, από το κατά πόσο η εργασιακή δύναμη καταναλώνεται με επωφελή τρόπο για το κεφάλαιο. «Ο καπιταλιστής επαγρυπνεί για να μη σπαταληθεί χρόνος χωρίς εργασία».[39] Επίσης, «δεν επιτρέπεται να γίνεται άσκοπη κατανάλωση πρώτης ύλης και μέσων εργασίας».[40] Εδώ, η ταξική πάλη είναι παρούσα. Το γεγονός ότι ο καπιταλιστής μισθώνει τον εργάτη για x ώρες δεν εξασφαλίζει ότι όλες αυτές τις x ώρες ο εργάτης θα εκτελεί παραγωγική εργασία. Είναι λοιπόν αναγκασμένος (ο καπιταλιστής) να ελέγχει διαρκώς αν αυτά που αγόρασε (εργασιακή δύναμη και μέσα παραγωγής) του αποδίδουν μεγαλύτερη αξία κατά την παραγωγή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι κανονικοί όροι, εν τέλει, καθορίζονται από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, από το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο.

(β) επανέρχεται στη διπλή φύση του εμπορεύματος (αξία χρήσης και αξία) εντοπίζοντάς την τώρα ως διάκριση ανάμεσα στις διαφορετικές πλευρές της παραγωγικής διαδικασίας.

Ως ενότητα της εργασιακής διαδικασίας και της διαδικασίας δημιουργίας αξίας, η παραγωγική διαδικασία είναι διαδικασία παραγωγής εμπορευμάτων. Ως ενότητα της εργασιακής διαδικασίας και της διαδικασίας αξιοποίησης είναι κεφαλαιοκρατική παραγωγική διαδικασία, κεφαλαιοκρατική μορφή της εμπορευματικής παραγωγής.[41]

(γ) επαναφέρει το ζήτημα της απλής και της σύνθετης εργασίας,[42] δείχνοντας ότι η ανάλυση δεν αλλάζει ουσιαστικά αν υποθέσουμε ότι στην παραγωγική διαδικασία η εργασία είναι απλή ή σύνθετη. Η σύνθετη εργασία

είναι η εκδήλωση μιας εργασιακής δύναμης στην οποία εισέρχονται μεγαλύτερα έξοδα κατάρτισης, που η παραγωγή της κοστίζει περισσότερο χρόνο εργασίας και που γι’ αυτό έχει μεγαλύτερη αξία από την απλή εργασιακή δύναμη. Αν η αξία της δύναμης αυτής είναι ανώτερη, εκδηλώνεται σε αντιστάθμισμα με ανώτερη εργασία, και γι’ αυτό, στα ίδια χρονικά διαστήματα, αντικειμενοποιείται σε σχετικά ανώτερες αξίες.[43]

Η υποσημείωση 18 είναι ιδιαίτερα σημαντική για το ζήτημα της απλής («ανειδίκευτης») και της σύνθετης («ειδικευμένης») εργασίας και για το πώς ο Μαρξ αντιλαμβάνεται τη διαφορά τους.[44] Εν ολίγοις, το τι θεωρείται «ειδικευμένη» και «ανειδίκευτη» εργασία, εξαρτάται από την δυνατότητα των στρωμάτων της εργατικής τάξης να αποσπούν την αξία της εργασιακής τους δύναμης. Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει, η μεγάλη μάζα του πληθυσμού στην Αγγλία της εποχής του ζούσε από αυτό που θεωρείται «απλή» εργασία. Πάντως, από την άποψη της διαδικασίας δημιουργίας αξίας και για λόγους απλοποίησης της ανάλυσης, η ανώτερη εργασία «πρέπει να ανάγεται πάντα σε κοινωνικά μέση εργασία».[45]

[1] «Στα γερμανικά Arbeits-Prozess. H λέξη προτσές εκφράζει μιαν ανάπτυξη παρμένη στο σύνολο των πραγματικών όρων της» (Υποσημείωση του Μαρξ στη γαλλική έκδοση του Κεφαλαίου).
[2] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 190, η έμφαση δική μας.
[3] Ό.π., σελ. 57.
[4] Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844. Περιέχεται στην ανθολογία Κειμένων από τη Δεκαετία του 1840, Αθήνα, 2014, σελ. 254.
[5] Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα. Περιέχεται στην ανθολογία κειμένων των Μαρξ-Ένγκελς, Για το Ρεφορμισμό, Αθήνα, 1992, σελ. 135.
[6] Alfred Schmidt, The Concept of Nature in Marx, London, 1971, σελ. 15.
[7] Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, ό.π., σελ. 250-253. Εδώ παρουσιάζουμε μόνο ορισμένες πλευρές της αλλοτριωμένης εργασίας που εξετάζει ο Μαρξ στα Χειρόγραφα.
[8] Στα Grundrisse, o Mαρξ αντιμετωπίζει τη φύση με δύο διαφορετικούς τρόπους: ως «ανόργανο σώμα [unorganisches Leib] του ανθρώπου» και ως «διευρυμένο σώμα [verlangertes Leib] του ανθρώπου». Ο πιο κατάλληλος όρος είναι φυσικά ο δεύτερος, αφού η φύση, ιδωμένη στο σύνολό της δεν είναι «ανόργανη».
[9] Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, ό.π., σελ. 255. Στην έκδοση των Χειρογράφων του 1844 που χρησιμοποιούμε εδώ (με ορισμένες τροποποιήσεις στη μετάφραση) ο μεταφραστής Γκιούρας αποδίδει τους όρους Gattungswesen και Gattungsleben ως «ον γένους» και «βίος γένους» αντίστοιχα. Ο Μπαλής στην έκδοση της Διεθνούς Βιβλιοθήκης (1974) μεταφράζει «ειδοποιό ον» και «ειδοποιός ζωή». Οι όροι προέρχονται από τον Φόυερμπαχ: «Ο εσωτερικός βίος του ανθρώπου είναι ο βίος σε σχέση με το γένος του, την ουσία του (Das innere Leben des Menschen ist das Leben im Verhältnis zu seiner Gattung, seinem Wesen)… Ο άνθρωπος είναι για τον εαυτό του ταυτόχρονα Εγώ και Εσύ· μπορεί να θέσει εαυτόν στη θέση του άλλου, ακριβώς διότι γι’ αυτόν είναι αντικείμενο το γένος του, η οντότητά του και όχι μόνο η ατομικότητά του». Ludwig Feuerbach, H Oυσία του Χριστιανισμού, Αθήνα, 2012, σελ. 37-38.
[10] K. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, ό.π., σελ. 135.
[11] A. Schmidt, The Concept of Nature in Marx, ό.π., σελ. 77.
[12] K. Μαρξ, Σχόλια στο βιβλίο του James Mill, Elements of Political Economy (1844). Περιέχεται στο Κ. Μαρξ, Κείμενα από τη Δεκαετία του 1840, ό.π., σελ. 341. Με τον όρο Gemeinwesen –κατά λέξη «κοινή ουσία»– ο Μαρξ εννοεί ότι ο κομμουνισμός είναι η παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα, στην οποία «οι παραγωγές μας θα αποτελούσαν ισάριθμους καθρέφτες από τους οποίους θα άστραφτε στα μάτια μας η [κοινή] ουσία μας».
[13] Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844, ό.π., σελ.272.
[14] A. Schmidt, The Concept of Nature in Marx, ό.π., σελ. 12-13. Ως «τυφλή φυσική ιστορία» εννοεί την ιστορία της φύσης ως διηνεκή προϊστορία της κυριαρχίας. Μιλάμε για «τυφλή φυσική ιστορία» όταν αναφερόμαστε στη φύση ως εργαλείο κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο.
[15] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, ό.π., σελ. 191. Μια πιο εκτεταμένη αναφορά στη διαφοροποίηση του ανθρώπου από τα άλλα ζώα υπάρχει στα Χειρόγραφα του 1844: «Η συνειδητή βιοτική δραστηριότητα διαφοροποιεί άμεσα τον άνθρωπο από τη ζωική βιοτική δραστηριότητα. Ακριβώς μόνο γι’ αυτό είναι ο άνθρωπος ένα ον γένους. Ή είναι απλώς ένα συνειδητό ον, δηλ. ο ίδιος ο βίος του είναι γι’ αυτόν αντικείμενο, ακριβώς επειδή είναι ένα ον γένους. Μόνο γι’ αυτόν το λόγο είναι η δραστηριότητά του ελεύθερη δραστηριότητα. Η αποξενωμένη εργασία αντιστρέφει τη σχέση ως προς το ότι ο άνθρωπος, ακριβώς επειδή είναι ένα συνειδητό ον, καθιστά τη βιοτική δραστηριότητά του, την ουσία του απλώς ένα μέσο για την ύπαρξή του. Η πρακτική παραγωγή ενός αντικειμενικού κόσμου, η επεξεργασία της ανόργανης φύσης είναι η επιβεβαίωση του ανθρώπου ως ενός συνειδητού όντος γένους, δηλ. ενός όντος το οποίο φέρεται προς το γένος ως την ουσία του ή φέρεται προς εαυτόν ως ον γένους. Βέβαια, και το ζώο παράγει. Χτίζει μια φωλιά, κατοικίες, όπως οι μέλισσες, οι κάστορες, τα μυρμήγκια κλπ. Αλλά παράγει μόνο αυτό που χρειάζεται άμεσα για το ίδιο ή για τα μικρά του· παράγει μονόπλευρα, ενώ ο άνθρωπος παράγει καθολικά· το ζώο παράγει μόνο υπό την κυριαρχία της άμεσης σωματικής ανάγκης, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος παράγει ελεύθερα από τη σωματική ανάγκη και παράγει αληθινά μόνο όταν είναι ελεύθερος από αυτήν· το ζώο παράγει μόνο εαυτό, ενώ ο άνθρωπος αναπαράγει τη συνολική φύση· το προϊόν του ζώου ανήκει άμεσα στο υλικό σώμα του, ενώ ο άνθρωπος αντιπαρατίθεται ελεύθερα στο προϊόν του. Το ζώο μορφοποιεί μόνο σύμφωνα με το μέτρο και την ανάγκη του species στο οποίο ανήκει, ενώ ο άνθρωπος γνωρίζει να παράγει σύμφωνα με το μέτρο κάθε species και γνωρίζει να θέτει παντού το εγγενές μέτρο στο αντικείμενο· συνεπώς ο άνθρωπος μορφοποιεί επίσης σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς». Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844, ό.π., σελ. 255.
[16] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 191.
[17] Ό.π.
[18] Ό.π., σελ. 192.
[19] Ό.π., σελ. 193.
[20] Ό.π., σελ. 194.
[21] Εξ ου και η πολύ μεγάλη, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’30, σημασία του κράτους που, δρώντας ως ο συλλογικός καπιταλιστής, είναι σε θέση να οργανώνει, εποπτεύει και προωθεί τον σχηματισμό κοινωνικού κεφαλαίου, εκ μέρους όλων των ατομικών καπιταλιστών. Ειδικά μετά την διαρκή κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής, που εκδηλώθηκε από στις αρχές της δεκαετίας του 70 και έκτοτε παραμένει ανεπίλυτη, οι επενδύσεις σε υποδομές ήταν μία από τις πιο σημαντικές χωροχρονικές διεξόδους –spatio-temporal fixes τις αποκάλεσε ο Ν. Χάρβεϋ– για τα πλεονάζοντα πλανητικά κεφάλαια, που έψαχναν εναγωνίως επικερδείς τοποθετήσεις εκτός της άμεσα παραγωγικής σφαίρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κράτος επενδύοντας σε υποδομές ενδέχεται να λειτουργεί με μη άμεσα εμπορευματικό κριτήριο, επιλέγοντας δηλαδή να απαξιώσει σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο (πχ. πουλώντας ρεύμα που παράγουν κρατικές επιχειρήσεις ενέργειας κάτω του κόστους) προκειμένου να ενθαρρύνει την καπιταλιστική συσσώρευση εν γένει.
[22] Ό.π., σελ. 194. Βλ. και σελ. 202: «Κατά τη διάρκεια της εργασιακής διαδικασίας η εργασία μεταφέρεται διαρκώς από τη μορφή της ανηρεμίας (Unruhe) στη μορφή του Είναι (Sein), από τη μορφή της κίνησης στη μορφή της αντικειμενικότητας (Gegenstandlichkeit)».Ό.π., σελ. 194. Βλ. και σελ. 202: «Κατά τη διάρκεια της εργασιακής διαδικασίας η εργασία μεταφέρεται διαρκώς από τη μορφή της ανηρεμίας (Unruhe) στη μορφή του Είναι (Sein), από τη μορφή της κίνησης στη μορφή της αντικειμενικότητας (Gegenstandlichkeit)».
[23] Ό.π., σελ. 194-195.
[24] Ό.π., σελ. 196 (δική μας έμφαση). Ο Μαρξ παίρνει από τον Χέγκελ την ιδέα ότι η παραγωγική δραστηριότητα είναι ταυτόχρονα καταναλωτική δραστηριότητα/υπέρβαση της αφηρημένης αμεσότητας της ύλης. Το ζήτημα είναι ότι σήμερα, στην εποχή του κοινωνικού εργοστασίου, η διαφορά ανάμεσα στην ατομική και την παραγωγική κατανάλωση είναι πλέον δυσδιάκριτη. Αρκεί να φέρει κανείς στο μυαλό του παραδείγματα όπως τους καταναλωτές των επίπλων Ikea, τα self-service βενζινάδικα και εστιατόρια και τους παραγαναλωτές της «συμμετοχικής κουλτούρας» των μέσων επικοινωνίας που παράγουν υπεραξία χωρίς μισθό.
[25] Ο Λεύκιος Κουίντιος Κιγκινάτος (Lucius Quinctius Cincinnatus ή απλώς Cincinnatus) ήταν πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της αρχαίας Ρώμης, του οποίου η απέραντη αρετή εξαίρεται ως παραδειγματική στη Ρωμαϊκή ιστορία. Ήταν πατρίκιος και ανήκε στην οικογένεια των Κοϊντίων. Το 460 π.Χ. έγινε ύπατος. Ήταν πολύ δίκαιος, τόσο ώστε να μην ανακαλέσει από την εξορία το γιο του Καίσωνα, που τον είχε εξορίσει η προηγούμενη αρχή. Να σημειωθεί ότι στον Καίσωνα είχε επιβληθεί μεγάλο χρηματικό πρόστιμο, το οποίο για να πληρώσει ο πατέρας του έμεινε φτωχός σ’ όλη του τη ζωή. Τελειώνοντας τη θητεία του, δεν δέχτηκε να επανεκλεγεί στο αξίωμα αυτό, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν παράνομο. Είχε ένα μικρό χωράφι πέρα από τον Τίβερη και ασχολιόταν προσωπικά με την καλλιέργειά του. Προκαπιταλιστικές εποχές, προκαπιταλιστικά ήθη.
[26] Ό.π., σελ. 197.
[27] Ό.π., σελ. 198.
[28] Ό.π., σελ. 85.
[29] Ό.π., σελ. 12.
[30] Christian Fuchs, Reading Marx in the Information Age, Routledge, New York, 2016, σελ. 30.
[31] «Στις μητρικές κοινότητές τους οι Ευρωπαίοι δεν δεσμεύονταν, όπως στη μεταβιομηχανική εποχή, από μια σαφή διάκριση μεταξύ εργασιακού και ελεύθερου χρόνου. Οι εργάσιμες ώρες και οι ώρες της σχόλης αλληλοδιαπλέκονταν· στην πράξη ο ελεύθερος χρόνος έτεινε να κυριαρχεί στη ζωή όλων των κοινωνικών τάξεων. Ο μη ακριβής προσδιορισμός των εργασιακών υποχρεώσεων ήταν εν μέρει συνέπεια της μη ακριβούς μέτρησης του χρόνου… Στην Αμβέρσα του 16ου αι. η εργάσιμη ημέρα των οικοδόμων ήταν επτάωρη τον χειμώνα και δωδεκάωρη το καλοκαίρι… Για τους περισσότερους εργαζόμενους, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, ο μη ακριβής προσδιορισμός του εργάσιμου χρόνου συνεπαγόταν και την απουσία εργασιακής πειθαρχίας. Η ανάπαυση από την εργασία ήταν αποδεκτή και ενθαρρυνόταν… Η μισθωτή εργασία δεν κυριαρχούσε στην καθημερινή ζωή, όπως στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες… Στις αγροτικές κοινότητες η νόρμα ήταν οι ώρες απασχόλησης να επαρκούν για την εξασφάλιση των μέσων επιβίωσης της κοινότητας… Στον λαϊκό νου δεν υπήρχε σαφής διαφοροποίηση μεταξύ του ιερού και του κοσμικού ή μεταξύ της εργασίας και της σχόλης. Και τα δύο αποτελούσαν τμήμα της ίδιας καθημερινής πραγματικότητας και σε κάθε τμήμα της δινόταν, κατά το δοκούν, η ανάλογη προσοχή… [Η] σχόλη δεν ήταν μια διακριτή περίοδος ανάπαυσης που εναλλασσόταν με περιόδους εργασίας αλλά ένας παραδοσιακός χρόνος ενασχόλησης με μικροπροβλήματα γειτονείας και ζητήματα που δεν συνδέονταν άμεσα με την παραγωγικότητα… Αποτελούσε μια ζωτική διάσταση των καλών ενδοκοινοτικών σχέσεων, εκφρασμένη είτε σε εορτές και αθλητικές δραστηριότητες, είτε απλά πίνοντας συντροφιά στο πανδοχείο… Η σχόλη, επομένως, δεν είχε διαχωριστεί από την εργασία ούτε αποτελούσε ένα καταφύγιο από αυτήν, αντίθετα ήταν ένα συμπλήρωμα των εργασιακών δραστηριοτήτων των μελών της κοινότητας». Henry Kamen, Πρώιμη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, Αθήνα, 2002, σελ. 74-80.
[32] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, ό.π., σελ. 199.
[33] Ό.π., σελ. 201.
[34] Οι αριθμοί είναι αυθαίρετοι.
[35] Ό.π., σελ. 201.
[36] Ό.π., σελ. 206, η έμφαση δική μας.
[37] Ό.π., σελ. 207. Η τελευταία φράση είναι στίχος από τον Φάουστ του Γκαίτε.
[38] Ό.π., σελ. 208.
[39] Ό.π.
[40] Ό.π.
[41] Ό.π., σελ. 209.
[42] «Είναι αλήθεια ότι ο χαρακτήρας της απλής μέσης εργασίας αλλάζει σε διάφορες χώρες και πολιτισμικές εποχές, είναι όμως καθορισμένος σε μια δεδομένη κοινωνία. Η συνθετότερη εργασία σημαίνει μόνο εργασία απλή, ανυψωμένη σε δύναμη, ή καλύτερα, πολλαπλασιασμένη απλή εργασία, έτσι που μια μικρότερη ποσότητα σύνθετης εργασίας να είναι ίση με μια μεγαλύτερη ποσότητα απλής εργασίας». Ό.π., σελ. 58.
[43] Ό.π., σελ. 210.
[44] Ό.π., σελ. 210-211.
[45] Ό.π., σελ. 211.

You may also like...

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *