Μάθημα 57ο: Η θέση του δεύτερου τόμου στο συνολικό σχέδιο του Κεφαλαίου

57o MAΘΗΜΑ

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Προκαταρκτικά

Στόχος της εισήγησης είναι να παρουσιάσει τα βασικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας κυκλοφορίας και αναπαραγωγής της κεφαλαιακής αξίας ειδικά, και της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης γενικά. Έργο δύσκολο, ιδίως όταν πρέπει να σεβαστεί κανείς τα χρονικά όρια μέσα στα οποία έχουμε ορίσει να γίνονται οι εισηγήσεις μας. Έργο πολύ πιο δύσκολο αν έπρεπε μέσα σε αυτά τα χρονικά όρια να ενημερώσουμε το μαρξικό κείμενο με όλες τις εξελίξεις που προέκυψαν μετά τη συγγραφή του – εξελίξεις στην κοινωνία και στη θεωρία: τη μετατροπή του κράτους σε γενικό καπιταλιστή, την εξ αυτού συνεπαγόμενη, μεταξύ άλλων, εκ των προτέρων οργάνωση της αγοράς, και την δημιουργία υπεραξίας και στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Επίσης, αν έπρεπε να αποκαταστήσουμε αδυναμίες της μαρξικής ανάλυσης, όπως π.χ. την αγνόηση της αναπαραγωγικής διάστασης της άμισθης οικιακής εργασίας. Κατ’ εξαίρεση λοιπόν, αυτή η εισήγηση αρκείται σε αυτά που λέει ο Μαρξ (και αναπαράγει έτσι τις ελλείψεις του μαρξικού κειμένου).

Μείναμε μεν στον χρόνο συγγραφής του δεύτερου τόμου και δεν λάβαμε υπόψιν τις κατοπινές εξελίξεις, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις προσφύγαμε σε παλαιότερα αυτού του τόμου κείμενα για να πάρουμε από εκεί καλύτερες μαρξικές διατυπώσεις.

Πρόλογος

Ας αφήσουμε τον Μαρξ να μας εξηγήσει καταρχήν κάποιες από τις προϋποθέσεις στις οποίες βασίζεται η ανάλυση της διαδικασίας κυκλοφορίας του κεφαλαίου και κατά δεύτερον να μας θυμίσει μια μεγάλη αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την οποία θα πρέπει να έχουμε διαρκώς υπόψιν. Λέει ο Μαρξ για τις προϋποθέσεις:

Στον πρώτο τόμο το Χ-Ε και το Ε΄-Χ΄ έχουν εξεταστεί μόνον στο μέτρο που ήταν αναγκαίο για την κατανόηση του…Π…, δηλαδή της διαδικασίας παραγωγής του κεφαλαίου. Γι’ αυτό δεν λαμβάνονται εκεί υπ’ όψιν οι διάφορες μορφές που ενδύεται το κεφάλαιο στα διάφορα στάδιά του και που κατά την επαναλαμβανόμενη κύκληση πότε τις ενδύεται και πότε τις εκδύεται. Οι μορφές αυτές αποτελούν τώρα το άμεσο αντικείμενο της ερευνάς μας.
Για να συλλάβουμε καθαρά αυτές τις μορφές πρέπει προηγουμένως να κάνουμε αφαίρεση απ’ όλα τα περιστατικά που δεν έχουν καμία σχέση με την αλλαγή της μορφής και τον σχηματισμό της ως τέτοιας. Γι’ αυτό προϋποθέτουμε εδώ, όχι μόνον ότι τα εμπορεύματα πωλούνται στις αξίες τους, αλλά και ότι αυτό γίνεται με αμετάβλητους τους άλλους όρους. Επομένως, παραβλέπουμε και τις αξιακές αλλαγές που μπορεί να σημειωθούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κύκλησης.[1]

Σε ένα άλλο σημείο του δεύτερου τόμου, ο Μαρξ αναφέρει τα εξής για την αντίφαση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής:

Ως αγοραστές εμπορευμάτων οι εργάτες είναι σημαντικοί για την αγορά. Ως πωλητές, όμως, του δικού τους εμπορεύματος –της εργασιακής δύναμης– η καπιταλιστική κοινωνία έχει την τάση να τους περιορίζει στην ελάχιστη τιμή. Περαιτέρω αντίφαση: οι περίοδοι όπου η καπιταλιστική παραγωγή χρησιμοποιεί όλες τις δυνάμεις της αποδείχνονται κατά κανόνα περίοδοι υπερπαραγωγής, διότι το όριο στην χρήση των παραγωγικών δυνάμεων δεν είναι απλώς η παραγωγή περισσότερης αξίας, αλλά επίσης η πραγματοποίησή της. Ωστόσο, η πώληση των εμπορευμάτων, η πραγματοποίηση του εμπορευματικού κεφαλαίου και, άρα, της υπεραξίας, επίσης περιορίζεται όχι από τις καταναλωτικές ανάγκες της κοινωνίας εν γένει, αλλά από τις καταναλωτικές ανάγκες μιας κοινωνίας στην οποία η μεγάλη πλειονότητα είναι πάντα φτωχή και πρέπει να μένει πάντα φτωχή.[2]

Επ’ αυτού λέει ο Ένγκελς με μια πιο λιτή διατύπωση: «Τα όρια της παραγωγής δεν καθορίζονται από τον αριθμό των πεινασμένων στομαχιών αλλά από τον αριθμό των πορτοφολιών που έχουν την δύναμη να αγοράζουν και να πληρώνουν».[3]

Μια συνοπτική προσέγγιση του δεύτερου τόμου

Κατά τον Μαρξ ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής συνίσταται στη διαδικασία παραγωγής (αξιοποίησης) και τη διαδικασία κυκλοφορίας (πραγματοποίηση της αξίας και της υπεραξίας) – έτσι ακριβώς τιτλοφορούνται οι δύο πρώτοι τόμοι του Κεφαλαίου.

Όπως δείχθηκε στον πρώτο τόμο, ο ειδικός σκοπός και το προϊόν αυτού του τρόπου παραγωγής είναι η υπεραξία, η οποία δημιουργείται στη διαδικασία παραγωγής και η οποία ενυπάρχει έτσι στο τελικό προϊόν αυτής της διαδικασίας: στο εμπόρευμα. Σ’ αυτή τη φάση, η ύπαρξη του εμπορεύματος ως τελικού προϊόντος δηλώνει ότι το αντικειμενοποιηθέν στους όρους παραγωγής (σχήμα 1) και αξιοδοτηθέν από τη διαδικασία παραγωγής χρηματικό κεφάλαιο έχει αποχρηματοποιηθεί. Στην ανταλλαγή του με ζωντανή εργασία το κεφάλαιο διατηρεί την αξία του, ενώ με την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας αυξάνεται το ίδιο, δημιουργεί υπεραξία. Στη χρηματική μορφή, το κεφάλαιο υπάρχει ως αξία. Στο τέλος της διαδικασίας παραγωγής, υπάρχει ως εμπόρευμα. Για να ξαναγίνει, όμως, το εμπόρευμα αξία, και μάλιστα επαυξημένη αξία, δηλαδή επαυξημένο κεφάλαιο (ώστε να αρχίσει εκ νέου η διαδικασία αξιοποίησης), πρέπει πρώτα να πραγματοποιηθεί η ενυπάρχουσα στο εμπόρευμα αξία και υπεραξία στην αγορά, πρέπει δηλαδή να βρεθεί αγοραστής, ώστε από την αγορά να προκύψει το κεφάλαιο στη χρηματική του μορφή ως αξία.

(σχήμα 1)

Για να επιτευχθεί αυτή η πραγματοποίηση της αξίας, πρέπει άρα το εμπόρευμα να περάσει από τη διαδικασία παραγωγής στη διαδικασία κυκλοφορίας. Αυτή η αναγκαιότητα αλλάζει άρδην την οπτική περί διαδικασίας αξιοποίησης, του πρώτου τόμου. Όπως λέει αλλού ο Μαρξ:

Στην καθαυτό διαδικασία παραγωγής –που εξακολουθούσε να προϋποθέτει διαρκώς το κεφάλαιο ως αξία– η αξιοποίηση του κεφαλαίου φαινόταν ολότελα εξαρτημένη αποκλειστικά από τη σχέση του ως αντικειμενοποιημένης εργασίας προς τη ζωντανή εργασία, δηλαδή από τη σχέση του κεφαλαίου προς τη μισθωτή εργασία. Όμως τώρα, ως εμπόρευμα, το κεφάλαιο εμφανίζεται εξαρτημένο από τη διαδικασία της κυκλοφορίας, η οποία βρίσκεται έξω από τη διαδικασία παραγωγής (αν και επιστρέφει σ’ αυτήν ως θεμέλιό της και αναδύεται ξανά απ’ αυτήν). Ως εμπόρευμα, το κεφάλαιο πρέπει α) να αποτελεί αξία χρήσης, άρα αντικείμενο ανάγκης, κατανάλωσης και β) να ανταλλάσσεται με το ισοδύναμό του – σε χρήμα. Η νέα αξία πραγματοποιείται μόνον στην πώληση.[4]

Εκ των έως εδώ λεχθέντων καθίσταται φανερός ο λόγος που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πρέπει να γίνεται νοητός ως ενότητα διαδικασίας παραγωγής και διαδικασίας κυκλοφορίας. Εξ ου και η ανάγκη έρευνας και ανάλυσης του άλλου μισού του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Σ’ αυτό το άλλο και δεύτερο μισό, το εμπόρευμα πρέπει να μπορεί να πραγματοποιεί την αξία του και την κυοφορούμενη εντός του υπεραξία στην αγορά, ώστε να μορφοποιείται αυτή στην αρχική χρηματική μορφή της – αξία επαυξημένη με υπεραξία, δηλαδή χρήμα επαυξημένο = κεφάλαιο. Ακολούθως, το κεφάλαιο, η νέα, επαυξημένη αξία, πρέπει να μεταμορφωθεί σε εμπορεύματα/όρους παραγωγής, από τα οποία προκύπτουν εμπορεύματα που κυοφορούν αξία και υπεραξία, τα οποία πρέπει ξανά να πωληθούν, ώστε να πραγματοποιηθεί η αξία τους κ.ο.κ. Όπως λέει ο Μαρξ, «το κεφάλαιο δεν είναι ένα πράγμα, αλλά αξία σε κίνηση». Σ’ αυτήν της την κίνηση η κεφαλαιακή αξία διεκπεραιώνει τρεις κυκλήσεις, στην διάρκεια των οποίων ενδύεται τρεις μορφές – χρηματικό κεφάλαιο, παραγωγικό κεφάλαιο και εμπορευματικό κεφάλαιο.

Στην αλληλοδιαδοχή τους, οι τρεις κυκλήσεις παριστάνονται ως εξής:

Ως ενότητα διαδικασιών παραγωγής και κυκλοφορίας, δηλαδή ως πλήρης περιστροφή του βιομηχανικού κεφαλαίου, η κίνηση της κεφαλαιακής αξίας παριστάνεται ως εξής:

(Σχήμα 3)

Όπως λέει κατ’ επανάληψιν ο Μαρξ και όπως φαίνεται κι από τα δύο σχήματα, ήδη η πρώτη εναρκτήρια κύκληση, που είναι και η γενική μορφή της κύκλησης του βιομηχανικού κεφαλαίου, προϋποθέτει τη γενίκευση της μορφής εμπόρευμα και κατ’ επέκτασιν την ύπαρξη του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη». Στην κύκληση του χρηματικού κεφαλαίου βλέπουμε τα Ε (εμπορεύματα, που αγοράζει ο καπιταλιστής) να χωρίζονται σε Μπ (Μέσα Παραγωγής / Σταθερό Κεφάλαιο) και Εδ (Εργασιακή Δύναμη / Μεταβλητό Κεφάλαιο). Για να γίνει η αγορά τους προϋποτίθεται η ύπαρξή τους – προϋποτίθεται η τάξη των μισθωτών. [Στον πρώτο τόμο και στο κεφάλαιο για την πρωταρχική συσσώρευση είδαμε πώς δημιουργήθηκε και δημιουργείται η τάξη των μισθωτών – και το εμπόρευμά τους: η εργασιακή δύναμη. Στα πρώτα κεφάλαια του ίδιου τόμου είδαμε επίσης τη γενίκευση της μορφής εμπόρευμα και την γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή για την αγορά. Κάτι που προϋποθέτει, αλλά και συνεπάγεται ότι η καπιταλιστική παραγωγή παράγει και αναπαράγει σε επεκτεινόμενη κλίμακα όχι μόνο εμπορεύματα και υπεραξία, αλλά πρωτίστως την τάξη των μισθωτών]. Βλέπουμε επίσης ότι εκείνο που αποτελεί το πρώτο στάδιο αυτής της κύκλησης και που είναι το Χ – Ε για τον αγοραστή των Μπ, προϋποθέτει το τρίτο στάδιο της κύκλησης, που είναι το Ε΄ – Χ΄ για τον πωλητή των Μπ, δηλαδή το Ε΄ προϋποθέτει το εμπορευματικό κεφάλαιο, άρα προϋποθέτει και το ίδιο το εμπόρευμα ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής παραγωγής – δηλαδή, τη λειτουργία του παραγωγικού κεφαλαίου, που συνιστά την δεύτερη κύκληση. Η εργασία και τα μέσα παραγωγής ανταμώνουν από τη δράση του χρήματος, δεν είναι όμως το χρήμα που τα διαχώρισε.

Σε ό,τι αφορά την κύκληση του παραγωγικού κεφαλαίου, ο Μαρξ επισημαίνει ξανά τον χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, που αφενός καθορίζεται από την αξιοποίηση της προκαταβληθείσας κεφαλαιακής αξίας, δηλαδή κατά πρώτο λόγο από την παραγωγή όσο το δυνατόν περισσότερης αξίας. Επομένως, αν στην απλή αναπαραγωγή η υπεραξία περνά καθ’ ολοκληρίαν στην ατομική κατανάλωση του καπιταλιστή και δεν μετατρέπεται σε κεφάλαιο, αυτό δεν αλλάζει τον χαρακτήρα της – δεν έχουμε, δηλαδή, μια παραγωγή απλών αξιών χρήσης, τις οποίες ο καπιταλιστής τις αντικαθιστά ή τις ανταλλάσσει με άλλες. Αφετέρου, η καπιταλιστική παραγωγή καθορίζεται από την παραγωγή κεφαλαίου, δηλαδή από την μετατροπή υπεραξίας σε κεφάλαιο. Στον πρώτο τόμο το Π εξετάστηκε από την οπτική της παραγωγής (αξίας και) υπεραξίας. Όμως,

Σε αυτή την κύκληση (Π…Π΄), το Π΄ δεν δηλώνει απλώς ότι έχει παραχθεί υπεραξία, αλλά ότι η υπεραξία έχει κεφαλαιοποιηθεί, ότι έχει λοιπόν συσσωρευθεί κεφάλαιο και ότι γι’ αυτό το Π΄, σε σύγκριση με το Π, αποτελείται από την αρχική κεφαλαιακή αξία ενός κεφαλαίου που έχει συσσωρευθεί με την κινησή της.[5] [Επ’ αυτού γίνεται ξανά αναφορά πιο κάτω σε ετούτο το κείμενο.]

Η συσσώρευση ή η παραγωγή σε διευρυμένη κλίμακα, που, ως μέσον για διαρκώς διευρυνόμενη παραγωγή υπεραξίας, άρα για τον πλουτισμό του καπιταλιστή, εμφανίζεται ως προσωπικός σκοπός του καπιταλιστή και που εμπεριέχεται στη γενική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής, γίνεται ακολούθως κατά την εξέλιξή της, όπως έχουμε δείξει στον πρώτο τόμο, ανάγκη για κάθε ατομικό καπιταλιστή. Η διαρκής μεγέθυνση του κεφαλαίου του γίνεται όρος της διατήρησης αυτού του κεφαλαίου.[6]

Ωστόσο, για αυτήν την κύκληση, η διαδικασία κυκλοφορίας είναι αναγκαία μεν, αλλά ανεπιθύμητη και διότι τίποτα δεν εγγυάται την πραγματοποίηση της αξίας και της υπεραξίας στο στάδιο Ε΄ – Χ΄, και διότι, κατά τον Μαρξ, στην εν γένει διαδικασία της κυκλοφορίας δεν δημιουργείται υπεραξία. [Στα μαθήματα που θα ακολουθήσουν θα συζητήσουμε το ενδεχόμενο να δημιουργείται υπεραξία στην διαδικασία της κυκλοφορίας. Στον δεύτερο τόμο ο Μαρξ πάντως λέει σαφώς ότι «το Χ΄ και το Ε΄… εκφράζουν μόνο το αποτέλεσμα της λειτουργίας του παραγωγικού κεφαλαίου, της μοναδικής λειτουργίας όπου η κεφαλαιακή αξία γεννά αξία».[7]

Σε σχέση με την τρίτη κύκληση, την κύκληση του εμπορευματικού κεφαλαίου, ο Μαρξ λέει:

Αυτό που ξεχωρίζει την τρίτη μορφή από τις δύο πρώτες είναι το ότι μόνον σε αυτή την κύκληση εμφανίζεται ως αφετηρία της αξιοποίησης η αξιοποιηθείσα κεφαλαιακή αξία και όχι η αρχική κεφαλαιακή αξία, που μέλλει πρώτα να αξιοποιηθεί. Εδώ, η αφετηρία είναι το Ε΄ ως κεφαλαιακή σχέση και ως τέτοια επενεργεί καθοριστικά πάνω σε όλη την κύκληση, διότι στην πρώτη της ήδη φάση περιλαμβάνει τόσο την κύκληση της κεφαλαιακής αξίας, όσο και την κύκληση της υπεραξίας, και διότι η υπεραξία –αν όχι σε κάθε ξεχωριστή κύκληση, τουλάχιστον κατά μέσον όρον– πρέπει να ξοδεύεται εν μέρει ως εισόδημα… και εν μέρει να λειτουργεί ως στοιχείο της συσσώρευσης του κεφαλαίου. [Σε αυτήν την κύκληση] η κατανάλωση όλου του εμπορευματικού προϊόντος προϋποτίθεται ως όρος της φυσιολογικής πορείας της κύκλησης του ίδιου του κεφαλαίου. Η ατομική κατανάλωση του εργάτη και η ατομική κατανάλωση του μη συσσωρευμένου μέρους του υπερπροϊόντος περιλαμβάνουν όλη την ατομική κατανάλωση. Έτσι, η κατανάλωση στο σύνολό της –ως ατομική και παραγωγική κατανάλωση– τίθεται ως όρος σε αυτή την κύκληση.[8]

Όπως ήδη αναφέραμε σε σχέση με την πρώτη κύκληση, η διεκπεραίωση της πράξης Χ – Ε προϋποθέτει την πράξη Ε΄ – Χ΄, δηλαδή για να μπορεί κάποιος να αγοράζει εμπορεύματα, πρέπει κάποιος άλλος να τα έχει ήδη φτιάξει. Επομένως, και στα πλαίσια της διεκπεραίωσης αυτής της κύκλησης, η κύκληση Ε΄ – Ε΄ περιλαμβάνει κι άλλα βιομηχανικά κεφάλαια με τη μορφή Ε (= Εδ + Μπ). Αυτή η τρίτη κύκληση μάς προ[σ]καλεί να την βλέπουμε «όχι μόνον ως μια μορφή κίνησης κοινή σε όλα τα ατομικά βιομηχανικά κεφάλαια, αλλά ταυτόχρονα ως μορφή κίνησης του συνόλου των ατομικών κεφαλαίων – μια κίνηση που, εντός της, η κίνηση κάθε ατομικού βιομηχανικού κεφαλαίου εμφανίζεται μόνον ως μια μερικότερη κίνηση, που συμπλέκεται με τις κινήσεις των άλλων κεφαλαίων και καθορίζεται από αυτές».[9] Ωστόσο, αν επικεντρωθούμε σ’ αυτήν την κύκληση, «όλα τα στοιχεία της διαδικασίας παραγωγής φαίνονται σαν να προέρχονται από την εμπορευματική κυκλοφορία και σαν να αποτελούνται μόνον από εμπορεύματα. Αυτή η μονόπλευρη οπτική παραβλέπει τα στοιχεία της διαδικασίας παραγωγής που είναι ανεξάρτητα από τα εμπορευματικά στοιχεία».[10]

Κατά τον Μαρξ, «ο χρόνος παραγωγής και ο χρόνος κυκλοφορίας αλληλοαποκλείονται. Στη διάρκεια του χρόνου κυκλοφορίας του, το κεφάλαιο δεν λειτουργεί ως παραγωγικό κεφάλαιο και γι’ αυτό δεν παράγει ούτε εμπορεύματα ούτε υπεραξία. Αν εξετάσουμε την κύκληση στην πιο απλή μορφή της, έτσι που κάθε φορά όλη η κεφαλαιακή αξία να περνά μεμιάς από την μία φάση στην άλλη, είναι ολοφάνερο ότι έχει διακοπεί η διαδικασία παραγωγής και άρα η αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου στη διάρκεια του χρόνου κυκλοφορίας του, και ότι ανάλογα με τη διάρκεια αυτού του χρόνου θα είναι ταχύτερη ή βραδύτερη η επανάληψη της διαδικασίας παραγωγής. Αντίθετα, αν τα διάφορα μέρη του κεφαλαίου διατρέχουν διαδοχικά την κύκληση, έτσι ώστε η κύκληση της συνολικής κεφαλαιακής αξίας να συντελείται διαδοχικά στην κύκληση των διαφόρων μερίδων της, είναι φανερό ότι όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια της συνεχούς παραμονής των υποδιαιρέσεών της στη σφαίρα της κυκλοφορίας, τόσο μικρότερο πρέπει να είναι το μέρος της που λειτουργεί συνεχώς στη σφαίρα της παραγωγής».[11]

Από τις μεταμορφώσεις του κεφαλαίου κι από τις κυκλήσεις τους αναδύεται, όπως είπαμε, η έννοια κεφάλαιο –για πρώτη φορά– ως ενότητα της παραγωγής και της κυκλοφορίας, ως αδιάκοπη κίνηση της συνολικής αξίας στον χώρο και στον χρόνο, από τη μια μορφή στην άλλη, από μια ποσότητα σε μια άλλη. Σε οποιαδήποτε κύκληση/μεταμόρφωση κι αν εμφανιστεί πρόβλημα, τότε αναλόγως του μεγέθους του εμφανίζονται μικρές ή μεγάλες ή γενικές κρίσεις, συντελούνται επαναστάσεις στις αξίες και στις τιμές των εμπορευμάτων. Άλλοι καπιταλιστές έχουν πλεόνασμα χρηματικού κεφαλαίου, άλλοι καταστρέφονται λόγω έλλειψης κεφαλαίου, άλλοι παράγουν πυρετωδώς και επεκτείνουν την παραγωγή τους την ίδια ώρα που οι μηχανές άλλων σκουριάζουν, γιατί δεν δουλεύουν, μάζες εμπορευμάτων μένουν απούλητες, χαλάνε και συνεπώς πέφτει η αξία τους, άλλοι εργάτες δουλεύουν ακατάπαυστα κι άλλοι μένουν άνεργοι. Όλα αυτά προκύπτουν απ’ τους φραγμούς που συναντούν τα ατομικά κεφάλαια στην κίνησή τους.

Εάν το πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου αφορά στις «μεταμορφώσεις του κεφαλαίου και την κύκλησή τους», το δεύτερο μέρος αναφέρεται στην «περιστροφή του κεφαλαίου». Για τον καπιταλιστή ο χρόνος περιστροφής του κεφαλαίου του είναι ο χρόνος που χρειάζεται το προκαταβληθέν κεφάλαιο, όχι μόνον για να επιστρέψει στην αρχική μορφή του, αλλά και με αυξημένη την αξία του. Ο χρόνος περιστροφής των διαφόρων ατομικών κεφαλαίων είναι σε κάθε περίπτωση ίσος με το άθροισμα του χρόνου κυκλοφορίας και του χρόνου παραγωγής. Οι διαφορές στον χρόνο περιστροφής επιδρούν ουσιαστικά στο μέγεθος του προκαταβαλλόμενου κεφαλαίου, στην ετήσια μάζα της υπεραξίας και σε όλη την πορεία της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής και κυκλοφορίας. [Σε ό,τι αφορά τον χρόνο περιστροφής ο Μαρξ αναφέρεται, στα Grundrisse, στην αναγκαιότητα «εκμηδένισης του χώρου μέσω του χρόνου»].

Στη διαδικασία της παραγωγής η αξία των διαφόρων συστατικών του σταθερού κεφαλαίου (πρώτες ύλες και ημικατεργασμένες, μηχανές και μηχανήματα, εγκαταστάσεις και κτήρια) μεταφέρεται στα εμπορεύματα με διαφορετικό τρόπο. Έτσι, οι πρώτες ύλες εν γένει καταναλώνονται καθ’ ολοκληρίαν και όλη η αξία τους ενσωματώνεται στην αξία των παραγόμενων εμπορευμάτων. Αντίθετα, η αξία των μηχανών που επεξεργάζονται τις πρώτες ύλες δεν ενσωματώνεται μεμιάς ολόκληρη στην αξία των παραγόμενων εμπορευμάτων – ενσωματώνεται σε αυτά μόνον το τμήμα εκείνο της αξίας τους που αντιπροσωπεύει τη φθορά των μηχανών σε κάθε κύκλο της διαδικασίας παραγωγής. Μετά την πώληση των εμπορευμάτων, ο καπιταλιστής ανακτά αντιστοίχως όλη την αξία των πρώτων υλών και μόνον εκείνο το τμήμα της αξίας των μηχανών που καταναλώθηκε στη διαδικασία ενός κύκλου παραγωγής. Από την οπτική, λοιπόν, της κυκλοφορίας και της περιστροφής της συνολικής αξίας, όλο το σταθερό κεφάλαιο διαιρείται σε πάγιο και κυκλοφορούν (βλέπε προσθήκη στο τέλος του κειμένου). Γίνεται, λοιπόν, για πρώτη φορά ένας προσδιορισμός των μέσων παραγωγής σε πάγιο και κυκλοφορούν κεφάλαιο σε σχέση με το πώς η αξία τους μεταφέρεται στα εμπορεύματα: βαθμιαία ή μεμιάς, τμηματικά ή συνολικά. Το μεταβλητό κεφάλαιο που ξόδεψε ο καπιταλιστής για την εργασιακή δύναμη δεν διαφέρει καθόλου από εκείνο το μέρος του σταθερού κεφαλαίου που συνιστά και κυκλοφορούν κεφάλαιο – δεν διαφέρει βάσει του χαρακτήρα της περιστροφής. Το μεταβλητό κεφάλαιο συνιστά το αξιακό εκείνο μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου που έχει δαπανηθεί για εργασιακή δύναμη, ενώ το σταθερό κεφάλαιο συνιστά το αξιακό εκείνο μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου που έχει δαπανηθεί για μέσα παραγωγής. Το κυκλοφορούν μέρος του σταθερού κεφαλαίου (πρώτες ύλες κλπ.) και το αξιακό μέρος που έχει δαπανηθεί για εργασιακή δύναμη αποτελούν το κυκλοφορούν κεφάλαιο. Βλέπουμε να εμφανίζονται στη διαδικασία κυκλοφορίας του κεφαλαίου τα δύο αυτά μέρη του κυκλοφορούντος κεφαλαίου ως ενιαίο σύνολο, όμως τα ίδια αυτά μέρη παίζουν εντελώς διαφορετικό ρόλο στην παραγωγή αξίας και υπεραξίας. Το ένα μέρος του κυκλοφορούντος κεφαλαίου έχει αγοράσει το μοναδικό εμπόρευμα που δημιουργεί αξία και υπεραξία, το άλλο απλώς μεταφέρει την αξία του στο εμπόρευμα. Αυτό το ενιαίο σύνολο αποκρύπτει την εκμεταλλευτική φύση της καπιταλιστικής σχέσης και παραγωγής, διότι εντός του εμφανίζεται η εργασιακή δύναμη ως ένας –μεταξύ άλλων– απλός «συντελεστής παραγωγής». Αυτό, με τη σειρά του, δίνει λαβή και δημιουργεί την αυταπάτη ότι η υπεραξία δημιουργείται στη σφαίρα της κυκλοφορίας, όταν πωλούνται τα προϊόντα.

Στην εισαγωγή του τρίτου μέρους, που αφορά στην «αναπαραγωγή και κυκλοφορία του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου», λέει ο Μαρξ:

[Σ]τα δύο πρώτα μέρη [του δεύτερου τόμου] αναφερόμαστε πάντα σε ένα ατομικό κεφάλαιο, στην κίνηση ενός αυτονομημένου μέρους του κοινωνικού κεφαλαίου. Όμως οι κυκλήσεις των ατομικών κεφαλαίων διαπλέκονται μεταξύ τους, αλληλοπροϋποτίθενται και αλληλοκαθορίζονται, και σ’ αυτήν ακριβώς την σύμπλεξή τους συνιστούν την κίνηση του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. [Σε αντίθεση με μια χωριστή, ατομική παραγωγή, που για διάφορους λόγους μπορεί να σταματήσει προσωρινά ή και οριστικά, όλη η κοινωνική παραγωγή είναι πάντοτε συνεχής παραγωγή]… Έτσι, η μεταμόρφωση κάθε ατομικού κεφαλαίου παρουσιάζεται ως κρίκος στην αλυσίδα των μεταμορφώσεων του κοινωνικού κεφαλαίου».[12]

Συνδυαζόμενη η κάθε μία ατομική παραγωγή με την άλλη, αλληλοσυμπλεκόμενος ο ένας τομέας παραγωγής με τον άλλον, μαζί με τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας έχουν καταστήσει την διαδικασία εργασίας και παραγωγής κοινωνικοποιημένη και σε έκταση και σε βάθος. Έτσι, ό,τι έχει επινοήσει ο ανθρώπινος νους πριν τον καπιταλισμό κι ό,τι έχει επινοήσει και επινοεί στον καπιταλισμό τίθεται στην υπηρεσία της καπιταλιστικής σχέσης και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που έχουν ως στόχο τους την παραγωγή ανταλλακτικών αξιών κι όχι αξιών χρήσης. Τι είναι στην πραγματικότητα το πάγιο κεφάλαιο; Ας δούμε τον ορισμό που δίνει ο Μαρξ:

Η φύση δεν κατασκευάζει μηχανές, ατμομηχανές, σιδηρόδρομους, ηλεκτρικούς τηλέγραφους, αυτόματες κλωστικές μηχανές κλπ. Όλα αυτά είναι προϊόντα της ανθρώπινης βιομηχανίας. Είναι φυσική ύλη που μετατράπηκε σε όργανο της ανθρώπινης βούλησης επί της φύσης ή της ανθρώπινης δραστηριοποίησης μέσα στη φύση. Είναι όργανα του ανθρώπινου νου, δημιουργημένα από τα ανθρώπινα χέρια· αντικειμενοποιημένη επιστήμη. Η ανάπτυξη του πάγιου κεφαλαίου δείχνει τον βαθμό στον οποίο η γενική κοινωνική γνώση έχει γίνει άμεση παραγωγική δύναμη και, άρα, τον βαθμό στον οποίο οι όροι της κοινωνικής βιοτικής διαδικασίας έχουν τεθεί υπό τον έλεγχο της γενικής διάνοιας και μετασχηματίζονται σύμφωνα με αυτήν. Τον βαθμό στον οποίο οι δυνάμεις της κοινωνικής παραγωγής έχουν παραχθεί όχι μόνον υπό μορφή γνώσης, αλλά και ως άμεσα όργανα κοινωνικής πρακτικής, πραγματικής βιοτικής διαδικασίας.[13]

Η παραγωγή είναι αδύνατη χωρίς τη συνεργασία δεκάδων χιλιάδων, εκατοντάδων χιλιάδων και εκατομμυρίων ανθρώπων. Όμως στον καπιταλισμό η εργασία οργανώνεται στη βάση της ιδιωτικής/ατομικής παραγωγής και μάλιστα σε βαθμό μεγαλύτερο από ποτέ άλλοτε. Η κοινωνική εργασία δεν οργανώνεται άμεσα ως τέτοια. Η εισαγωγή της στη διαδικασία παραγωγής δεν αποφασίζεται από την κοινωνία συνολικά και δαπανάται ως ιδιωτική εργασία. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της μόνον εκ των υστέρων μπορεί να αναγνωριστεί ως τέτοιος μέσω της πώλησης του εμπορεύματος, της πραγματοποίησης της αξίας του και της απόσπασης από τον καπιταλιστή κάτοχό της ενός μεριδίου –με τη μορφή του κέρδους– της συνολικής υπεραξίας που δημιούργησαν στο σύνολό τους οι παραγωγοί εργάτες. [Με το κράτος ως γενικό καπιταλιστή η αγορά μπορεί να οργανώνεται εκ των προτέρων, αλλά αυτό είναι ένα ιστορικό και θεωρητικό ζήτημα που η πραγμάτευσή του βρίσκεται έξω από τα όρια της παρούσας εισήγησης]. Διαπιστώνουμε ξανά την άρρηκτη ενότητα μεταξύ της παραγωγής αξίας και υπεραξίας από τη μία, και της κυκλοφορίας (πώλησης) των εμπορευμάτων, της πραγματοποίησης της αξίας, από την άλλη. Διαπιστώνουμε έτσι πως στην εμπορευματική παραγωγή εκφράζεται το αντιφατικό γεγονός ότι τα προϊόντα είναι αποτέλεσμα ταυτόχρονα κοινωνικής και ιδιωτικής εργασίας, ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας της ιδιωτικής εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή τους δεν μπορεί να επαληθευθεί αμέσως και άμεσα, και ότι τα εμπορεύματα πρέπει να κυκλοφορήσουν, η αξία τους πρέπει να πραγματοποιηθεί, ώστε να μπορεί κατόπιν να διαπιστωθεί το ποσοστό της δαπανηθείσας για την παραγωγή τους ιδιωτικής εργασίας που θα αναγνωριστεί ως κοινωνική εργασία.

Αφού η καπιταλιστική παραγωγή είναι προσανατολισμένη στο κέρδος (παραγωγή αξίας προσανατολισμένη στην επαύξηση της αξίας) κι όχι στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, η ανάπτυξη θα έχει πάντα την έννοια της συσσώρευσης κεφαλαίου. Ενώ αυτό έγινε ξεκάθαρο ήδη από τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου (κεφάλαια 22 και 23), μόνον στον δεύτερο τόμο το επιχείρημα αναπτύσσεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Οι έννοιες-κλειδιά εδώ είναι η κεφαλαιοποίηση (μέρους) της υπεραξίας και η διευρυνόμενη αναπαραγωγή. Προκειμένου να εμφανιστεί οικονομική ανάπτυξη, μέρος της παραχθείσας από την εργατική τάξη και απαλλοτριωθείσας από τους καπιταλιστές υπεραξίας πρέπει να καταναλωθεί παραγωγικά, δηλαδή να μεταμορφωθεί σε πρόσθετο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, ώστε μέσω των προαναφερθέντων σταδίων και με την ολοκλήρωση της περιστροφής να έχει πραγματοποιηθεί νέα υπεραξία, που θα κεφαλαιοποιηθεί, ώστε να ξαναρχίσει/συνεχιστεί η συσσώρευση. Στην γραμμική της παρουσίαση, αυτή η διαδικασία συσσώρευσης απαιτεί κάθε φορά και περισσότερα μηχανήματα, περισσότερα εργατικά χέρια, περισσότερες πρώτες ύλες και συνεπάγεται κάθε φορά, αντιστοίχως, περισσότερα εμπορεύματα και με μεγαλύτερη συνολική αξία απ’ αυτήν του εκάστοτε προηγηθέντος κύκλου περιστροφής. Όλο αυτό καταλήγει σε μεγαλύτερες συνολικές πωλήσεις και τελικά κέρδη, που με τη σειρά τους επιτρέπουν την πρόσθεση στο κεφάλαιο ενός υψηλότερου απόλυτου ποσού (αλλά όχι σε όλες τις περιπτώσεις κι ενός υψηλότερου ποσοστού) κερδών. Κι έτσι συνεχίζεται ο κύκλος της ανάπτυξης/συσσώρευσης… [Από την γραμμική αυτή παρουσίαση απουσιάζει βεβαίως η αναγκαιότητα της πίστωσης, την οποία ο Μαρξ πραγματεύεται στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου].

Η μελέτη της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η αναπαραγωγή και η συσσώρευση του κεφαλαίου καθώς και η περιστροφή του στην ολότητά του εμπεριέχει συνεχώς τη διαλεκτική της ενότητας και της αντίφασης των αντιθέτων που συνυπάρχουν στην εμπορευματική μορφή της παραγωγής, δηλαδή την αντιφατική ενότητα της ανταλλακτικής αξίας και της αξίας χρήσης, ενότητα που αντανακλάται στην ενότητα εμπορευμάτων και χρήματος.

Την διάκριση που κάνει ο Μαρξ σε πάγιο και κυκλοφορούν κεφάλαιο την ενσωματώνει ακολούθως στη διαίρεση της κοινωνικής παραγωγής σε παραγωγή μέσων παραγωγής και σε παραγωγή μέσων κατανάλωσης, ερευνώντας μέσω των σχημάτων αναπαραγωγής με ποιο τρόπο, σε μια κοινωνία που βασίζεται στον ιδιωτικό καθορισμό της επένδυσης, του συνδυασμού των συντελεστών και της παραγωγής, μπορεί να εξασφαλιστεί η παρουσία των αντικειμενικών υλικών στοιχείων που είναι απαραίτητα για την περαιτέρω παραγωγή και οικονομική ανάπτυξη. Αποδεικνύεται ότι οι απαραίτητες αναλογίες για μια ισόρροπη ανάπτυξη αυτών των δύο τομέων και για την αδιάκοπη αναπαραγωγή δεν μπορούν να υπάρξουν, και ότι οι δυσαναλογίες οδηγούν σε κρίσεις που ήδη προαναφέραμε. Συνάμα, δείχνεται με ποιον τρόπο συντελείται στη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής η αναπλήρωση τόσο του τμήματος εκείνου του προϊόντος που χρησιμεύει για την προσωπική κατανάλωση εργατών και καπιταλιστών, όσο και του τμήματος εκείνου του προϊόντος που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία των στοιχείων του παραγωγικού κεφαλαίου.

Μετά απ’ όσα είπαμε, αν ξαναδούμε το ελικοειδές σχήμα της συνολικής περιστροφής (σχήμα 3), διαπιστώνουμε την ύπαρξη της κοινωνίας και στο πάγιο και μεταβλητό κεφάλαιο, και στην συνάντηση και λειτουργία τους στην παραγωγή, και στο προϊόν αυτής της συνάντησης/παραγωγής. Όπως είπαμε, αυτό το προϊόν είναι εμπόρευμα – εμπεριέχει την αξία του επενδυθέντος κεφαλαίου + υπεραξία, την απλήρωτη εργασία/υπερεργασία. Εκεί, όμως, όπου καταλήγει η αξία και η υπεραξία μέσω της πώλησης των εμπορευμάτων και της πραγματοποίησης της αξίας και της υπεραξίας ως τελικού σταδίου της κυκλοφορίας, δεν βλέπουμε την κοινωνία, αλλά έναν ιδιώτη καπιταλιστή. Η γραμμή ανάμεσα στο Ε΄ και στο Χ΄ είναι το «ψητό», που λέει ο Μαρξ. Στην πραγματοποίηση της αξίας και της υπεραξίας, η υπεραξία «αποσπάται» από την αξία και γίνεται ιδιωτικό κέρδος. Όλη η κοινωνία εργάζεται για τον πλουτισμό λίγων μελών της.

Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της σκέψης του Μαρξ και της επιχειρηματολογίας του σε σχέση με την ταξική φύση της κοινωνικής σχέσης και οργάνωσης, η θέση του δεύτερου τόμου στο συνολικό σχέδιο του Κεφαλαίου είναι –κατά τη γνώμη μας– αυτή που μόλις παρουσιάστηκε.

Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της σκέψης του Μαρξ και της επιχειρηματολογίας του σε σχέση με την άρθρωση αυτής της κοινωνικής σχέσης, ως συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, την κυκλοφορία της και την αναπαραγωγή της, και για να απαντηθεί σφαιρικά το ερώτημα «ποια είναι η θέση του δεύτερου τόμου στο συνολικό σχέδιο του Κεφαλαίου;», πρέπει η εστίαση της έρευνας να μετατοπισθεί στο τρίτο μέρος του τόμου, όπου, όπως είπαμε, ο Μαρξ αναπτύσσει τα «σχήματα αναπαραγωγής» βάσει της διαίρεσης της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής σε α) παραγωγή μέσων παραγωγής (τομέας Ι) και β) παραγωγή ειδών ατομικής κατανάλωσης (τομέας ΙΙ).

Προσθήκη για το κυκλοφορούν και το κυκλοφοριακό κεφάλαιο

Σύμφωνα με τον Rolf Hecker –έναν από τους επιμελητές της έκδοσης του χειρόγραφου του 1884-1885 που ετοιμάστηκε από τον Ένγκελς για την πρώτη έκδοση του δεύτερου τόμου– στα γραπτά του Μαρξ, ο γερμανικός όρος zirkulierendes Κapital (κυκλοφορούν κεφάλαιο) έχει 4 διαφορετικές σημασίες:

  1. Αναφέρεται στη συνολική κυκλοφοριακή διαδικασία: στην διαρκώς μεταβαλλόμενη μορφή του κεφαλαίου κατά την συνολική διαδικασία παραγωγής και κυκλοφορίας.
  2. Στο δεύτερο μέρος του δεύτερου τόμου ο όρος, που εδώ σημαίνει κεφάλαιο μετασχηματισμένο σε υλικά εργασίας/παραγωγής και/ή εργασιακή δύναμη, αντιπαραβάλλεται στον όρο «πάγιο κεφάλαιο» (= κεφάλαιο μετασχηματισμένο σε μέσα εργασίας/παραγωγής).
  3. Ο όρος χρησιμοποιείται ως γενικός όρος για τις δύο μορφές που παίρνει το κεφάλαιο (χρηματική και εμπορευματική) κατά την πραγματική διαδικασία κυκλοφορίας.
  4. Τέλος, ο όρος χρησιμεύει ως μετάφραση του αγγλικού όρου «circulating capital», που χρησιμοποίησαν οι άγγλοι οικονομολόγοι από τον Άνταμ Σμιθ κι ύστερα, καθώς και του γαλλικού «avances annuelles» (ετήσιες προκαταβολές), που χρησιμοποιήθηκε από τους φυσιοκράτες.[14]

Για να διευκρινίσει τη διάκριση που θέλει να κάνει ο Μαρξ ανάμεσα στο κεφάλαιο το μετασχηματισμένο σε υλικά εργασίας και εργασιακή δύναμη και το κεφάλαιο που βρίσκεται με δύο μορφές στη σφαίρα της κυκλοφορίας, ο Ένγκελς επινόησε τον όρο «κυκλοφοριακό κεφάλαιο» και τον χρησιμοποίησε σε δέκα σημεία του δεύτερου τόμου. Γράφει σε ένα χωρίο που ο ίδιος εισήγαγε στο χειρόγραφο προετοιμασίας του δεύτερου τόμου: «Επειδή οι δύο αυτές μορφές κεφαλαίου [χρηματική και εμπορευματική] βρίσκονται στη σφαίρα της κυκλοφορίας, η Πολιτική Οικονομία ήδη από την εποχή του Α. Σμιθ παραπλανήθηκε και τις συνέδεσε με το ρευστό (flüssigen) μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου, εντάσσοντάς τις στην κατηγορία του κυκλοφορούντος κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα, το εμπορευματικό και το χρηματικό κεφάλαιο είναι κυκλοφοριακό κεφάλαιο (Zirkulationskapital) σε αντίθεση προς το παραγωγικό, όμως δεν είναι κυκλοφορούν κεφάλαιο (zirkulierendes Kapital) σε αντίθεση προς το πάγιο».[15]

Χρονολόγιο συγγραφής και επεξεργασίας των χειρογράφων του Μαρξ για τον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου

Χειρόγραφο Ι (1864-65): η πιο πρώιμη εκδοχή του δεύτερου τόμου. Δεν χρησιμοποιήθηκε από τον Ένγκελς.

Χειρόγραφο ΙΙ (1868-70): κατά τον Μαρξ, βάσει αυτού έπρεπε να γίνει η τελική σύνταξη του δεύτερου τόμου. Αποτελείται από τρία κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο (πρώτο μέρος στην εκδοθείσα εκδοχή του Ένγκελς) το επεξεργάστηκε ξανά ο Μαρξ την άνοιξη του 1877. Ο Ένγκελς χρησιμοποίησε κυρίως το δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο για το δεύτερο και τρίτο μέρος του δεύτερου τόμου.

Χειρόγραφο ΙΙΙ (μέσα δεκαετίας 1860): υλικό που χρησιμοποίησε ο Μαρξ για το χειρόγραφο IV. Δεν χρησιμοποιήθηκε από τον Ένγκελς.

Χειρόγραφο IV (πριν το 1870): η, κατά τον Ένγκελς, πιο έτοιμη προς εκτύπωση επεξεργασία του πρώτου μέρους του δεύτερου τόμου. Χρησιμοποιήθηκε από τον Ένγκελς για τα δύο τελευταία κεφάλαια του πρώτου μέρους και τα δύο πρώτα κεφάλαια του δεύτερου μέρους.

Χειρόγραφο V (άνοιξη 1877): αφορά τις τρεις κυκλήσεις του κεφαλαίου. Νέα επεξεργασία από τον Μαρξ του πρώτου κεφαλαίου (μέρους) του Χειρογράφου ΙΙ και «τελευταία άρτια διατύπωση», κατά τον Ένγκελς, των σημαντικότατων τεσσάρων πρώτων κεφαλαίων του δεύτερου τόμου.

Χειρόγραφο VI (1877-78): χρησιμοποιήθηκε από τον Ένγκελς ελάχιστα στο πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου.

Χειρόγραφο VII (1878): χρησιμοποιήθηκε από τον Ένγκελς στην αρχή του πρώτου μέρους.

Χειρόγραφο VIII (1878-1881): επεξεργασία από τον Μαρξ του τρίτου κεφαλαίου του χειρογράφου ΙΙ. Εμπεριέχει τις πιο ώριμες απόψεις του Μαρξ σε σχέση με τη διαδικασία της κοινωνικής αναπαραγωγής. Χρησιμοποιήθηκε από τον Ένγκελς πρωτίστως για το τρίτο μέρος του δεύτερου τόμου.

Σε σχέση με τον δικό του ρόλο στην επεξεργασία των χειρογράφων, γράφει ο Ένγκελς στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του 1885:

Αυτό είναι το υλικό για το δεύτερο βιβλίο, από το οποίο σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ στην κόρη του Ελεονώρα, λίγο πριν από το θάνατό του, έπρεπε εγώ «να φτιάξω κάτι». Δέχτηκα την εντολή αυτή με την πιο στενή της έννοια· όπου ήταν δυνατό περιόρισα τη δουλειά μου σε απλή επιλογή ανάμεσα στις διάφορες διατυπώσεις που υπήρχαν. Και μάλιστα έτσι που πάντα να παίρνω σαν βάση την τελευταία υπάρχουσα διατύπωση, παραβάλλοντάς την με τις προγενέστερες. Πραγματικές δυσκολίες, δηλ. δυσκολίες όχι απλώς τεχνικές, παρουσίαζαν εδώ μόνο το πρώτο και το τρίτο μέρος, που όμως δεν ήταν μικρές. Προσπάθησα να τις λύσω αποκλειστικά σύμφωνα με το πνεύμα του συγγραφέα.[16]

Η πρόσφατη δημοσίευση όλων των αδημοσίευτων μέχρι σήμερα χειρογράφων του Μαρξ για το δεύτερο και το τρίτο βιβλίο του Κεφαλαίου, στα πλαίσια της οριστικής έκδοσης των Απάντων Μαρξ-Ένγκελς (MEGA), έχει προκαλέσει έντονες διαμάχες γύρω από τις παρεμβάσεις του Ένγκελς στα αρχικά κείμενα. Να πώς τοποθετεί το ζήτημα ένα από τα μέλη των ερευνητικών ομάδων που επιμελούνται την οριστική έκδοση και είναι φιλικά διακείμενο προς την εκδοτική προσπάθεια του Ένγκελς, η Ljudmila Vasina:

Η αποδοχή των απόψεων των Μαρξ και Ένγκελς ως απόλυτα ταυτιζόμενων –προσέγγιση η οποία υπήρχε για αρκετά μεγάλη περίοδο– μετατράπηκε στο ακριβώς αντίθετο, ακριβώς στην αντιπαράθεση του «αψεγάδιαστου θεωρητικού» Μαρξ και του «εμπειριστή» Ένγκελς, ο οποίος τάχα δεν κατανοούσε πάντα ορθά την ουσία της θεωρητικής ανάλυσης του Μαρξ… Το πρόχειρο χειρόγραφο του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου ετοιμάστηκε από τον Ένγκελς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα – από τα τέλη Μάη του 1884 ως τις αρχές του 1885. Ο όγκος του ήταν 345 σελίδες, από τις οποίες από το χέρι του Ένγκελς είχαν γραφτεί καθ’ ολοκληρίαν μόνο οι πρώτες 55.[17] Σύντομα, λόγω της όξυνσης μιας παλιάς πάθησης των ποδιών απαγορεύτηκε στον Ένγκελς να κάθεται στο γραφείο του. Γι’ αυτό για τη δουλειά στα χειρόγραφα προσέλαβε στα μέσα του Ιουνίου του 1884 τον 26χρονο γερμανό πρόσφυγα Όσκαρ Άιζενγκάρτεν… Με το χέρι του Ένγκελς μπήκαν στα χειρόγραφα οι πίνακες με τους υπολογισμούς της κύκλησης του κεφαλαίου και οι τύποι, πληθώρα των οποίων υπήρχε στο χειρόγραφο ΙΙ. Στη διαδικασία σύνταξης, ο Ένγκελς έκανε μια σειρά από συμπληρωματικές προσθήκες στο κείμενο και εφοδίασε πολλά κεφάλαια και παραγράφους με τίτλους… Βάσει όλου του υλικού του δεύτερου τόμου που έχουμε στη διάθεσή μας δεν μπορούμε να αντιληφθούμε με απόλυτη βεβαιότητα ποια θα ήταν η τελική μορφή του κειμένου, αν τον είχε συντάξει ο ίδιος ο Μαρξ. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί η αντιπαραβολή των κειμένων των τριών πιο ολοκληρωμένων εκδοχών του τόμου: των Χειρογράφων I, II και IV. Η κάθε νέα σύνταξη του κειμένου από τον Μαρξ, όντας γενετικά συνδεδεμένη με την προηγούμενη εκδοχή, έπαιρνε από τον Μαρξ εντελώς πρωτότυπο χαρακτήρα. Ποτέ δεν καθαρόγραφε το πρόχειρο κείμενο. Κάθε νέα προσπάθεια να ετοιμάσει το κείμενο για εκτύπωση μετατρεπόταν στην ουσία σε νέα έρευνα της προβληματικής του δεύτερου τόμου… Παρά το ότι ο ίδιος ο Ένγκελς εκτιμούσε, με την προσήκουσα σε αυτόν φυσική ευγένεια και αυταπάρνηση, πάντα πολύ ταπεινά τη δουλειά για την έκδοση του δεύτερου και του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου, αυτοί οι τόμοι αναμφισβήτητα φέρουν τη σφραγίδα της δικής του συγγραφής.[18]

Κατωτέρω, ο πίνακας που έφτιαξε ο ίδιος ο Ένγκελς με την απαρίθμηση των σημείων που έχουν παρθεί από τα χειρόγραφα II-VIII. Βρίσκεται στη σελίδα 19 της ελληνικής έκδοσης του δεύτερου τόμου. Όλες οι σελίδες παραπέμπουν στην ίδια έκδοση.

[19]

[1] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο. Τόμος ΙΙ, σελ. 23-24.
[2] Ό.π., σελ. 315-316.
[3] Φ. Ένγκελς, Επιστολή στον Λάγκε, 29/3/1865.
[4] Κ. Μαρξ, Grundrisse, σελ. 303-304.
[5] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, σελ. 78-79.
[6] Ό.π., σελ. 77.
[7] Ό.π., σελ. 45.
[8] Ό.π., σελ. 91-92.
[9] Ό.π., σελ. 95.
[10] Ό.π., σελ. 97.
[11] Ό.π., σελ. 122.
[12] Ό.π., σελ. 352-353.
[13] Κ. Μαρξ, Grundrisse, σελ. 539.
[14] Βλ. Rolf Hecker, Marx’ Arbeit am 2. Band des „Kapitals“, Engels’ Redaktion sowie die zeitgenössische Rezeption (zu den MEGA2-Bänden II/12 und II/13) στο Sitzungsberichte der Leibniz-Sozietät der Wissenschaften zu Berlin, τχ. 93 (2007), σελ.126–127 και Rolf Hecker, New Perspectives Opened by the Publication of Marx’s Manuscripts of Capital, Vol. II., στο Riccardo Bellofiore & Roberto Fineschi, Re-reading Marx: New Perspectives after the Critical Edition, New York, 2009, σελ. 22.
[15] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, σελ. 163-164.
[16] Κ. Μαρξ, ό.π., σελ. 4.
[17] Αυτό το χειρόγραφο εκδόθηκε ως 12ος τόμος του δεύτερου τμήματος των Απάντων (MEGA) το 2005. Το δεύτερο τμήμα των Απάντων περιλαμβάνει το Κεφάλαιο και όλα τα προπαρασκευαστικά χειρόγραφά του.
[18] Λ. Λ. Βάσινα, Δεύτερος Τόμος του Κεφαλαίου, Κομμουνιστική Επιθεώρηση 4, 2003, σελ. 105-128.
[19] «[Ο Ένγκελς] δεν υπεδείκνυε πάντα με ακρίβεια, και ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου, από ποιο χειρόγραφο πήρε αυτό το υλικό. Στη διαδικασία προετοιμασίας του τόμου ΙΙ/11 του MEGA [o οποίος περιλαμβάνει τα χειρόγραφα και τα σημειώματα του Μαρξ για τον δεύτερο τόμο που γράφτηκαν ανάμεσα στο 1868 και το 1881] κατορθώσαμε να διευκρινίσουμε αυτά τα δεδομένα. Κατά κύριο λόγο ο Ένγκελς χρησιμοποιούσε το χειρόγραφο ΙΙ κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο έκτο κεφάλαιο του δεύτερου τόμου («Έξοδα Κυκλοφορίας»). Παράλληλα με τις υποδεικνυόμενες από τον Ένγκελς σελίδες 132 και 138, που περιέχουν τις υποσημειώσεις 12 και 16, στη βάση του χειρογράφου ΙΙ ήταν επίσης γραμμένα: ένα μικρό σχόλιο σχετικά με την αντίληψη του Α. Σμιθ για τη δημιουργία αποθέματος ως ιδιαίτερου στοιχείου της καπιταλιστικής παραγωγής (σελ. 138), οι υποσημειώσεις 11, 14, 15 (σελ. 129, 136, 137), σημαντικό μέρος του τμήματος «Έξοδα μεταφοράς», συμπεριλαμβανομένων των υποσημειώσεων 17, 18 και 19 (σελ. 147-149)». Λ. Λ. Βάσινα, ό.π., σελ. 119-120.

You may also like...

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *