Μάθημα 56ο: Τα εμπορεύματα ως προϊόν του κεφαλαίου: Η σύνοψη του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου στο 6ο αδημοσίευτο κεφάλαιο.
56ο ΜΑΘΗΜΑ
ΤA EΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ ΩΣ ΠΡΟΪΟΝ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ: Η ΣΥΝΟΨΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΤΟ 6ο ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ.
Το «έκτο κεφάλαιο» του Κεφαλαίου, που έχει τον τίτλο Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, δεν εντάχθηκε από τον Μαρξ στο υλικό του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Αυτό το λεγόμενο έκτο κεφάλαιο είναι μέρος των γραπτών του Μαρξ της περιόδου 1863-1865. Φέρει τον τίτλο «έκτο κεφάλαιο» –και όχι έβδομο, όπως είχε καταχωρηθεί στο αρχικό σχέδιο για το πρώτο μέρος (ή τόμο) του Κεφαλαίου που βρίσκεται στο Τετράδιο ΧVΙΙΙ του Χειρογράφου 1861-1863–[1] επειδή ο Μαρξ προτίθετο εκείνη την εποχή να δημοσιεύσει το 1ο κεφάλαιο (ή μέρος σήμερα) για το Εμπόρευμα και το Χρήμα ως εισαγωγή και ταυτόχρονα δεν είχε ενταχθεί ακόμα στη δομή του πρώτου τόμου το σημερινό 6ο μέρος (ή κεφάλαιο τότε) για τον Μισθό.
Την περίοδο εκείνη ο Μαρξ επεξεργαζόταν τα γραπτά του όχι με τον πρότερο στόχο της έκδοσης μιας εξάτομης Κριτικής στην Πολιτική Οικονομία, αλλά με στόχο να εκδώσει όλο το υλικό ταυτόχρονα σε τέσσερις τόμους (βιβλία) με γενικό τίτλο «Το Κεφάλαιο». Σύμφωνα με το αλλαγμένο σχέδιο του 1866, το πρώτο «βιβλίο» για τη διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου και το δεύτερο «βιβλίο» για τη διαδικασία κυκλοφορίας του κεφαλαίου θα προηγούνταν και θα κυκλοφορούσαν σε ένα τόμο.[2] Η ανάγκη συμπύκνωσης του όλου υλικού σε τρεις τόμους καθιστούσε αναγκαίες κάποιες «γέφυρες» για μια πιο διεξοδική σε ορισμένα σημεία και πιο απλή στην διατύπωσή της ανάλυση ήδη παρουσιασμένων θεμάτων, ανάλυση που θα χρησίμευε και ως εισαγωγή για την επόμενη θεματική ανάπτυξη. Μία από αυτές τις «γέφυρες» αποτελεί και το έκτο, αδημοσίευτο από τον Μαρξ, κεφάλαιο του Κεφαλαίου. Το γεγονός όμως ότι το σχέδιο για μια ταυτόχρονη έκδοση των δύο πρώτων «βιβλίων» αποδείχθηκε γρήγορα μη υλοποιήσιμο, οδήγησε τον Μαρξ σε μια αναδιοργάνωση του όλου υλικού και σε μια συνοπτική και σχηματική περίληψη του έκτου κεφαλαίου για να περιληφθεί στην πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Διαπιστώνοντας ο Μαρξ ότι δεν μπορεί να οργανώσει το υλικό του δεύτερου τόμου με ικανοποιητικό τρόπο εγκαταλείπει στην ουσία και την προσπάθεια ολοκλήρωσης του δεύτερου τόμου και την «γέφυρα» που θα συνέδεε τους δύο πρώτους τόμους του Κεφαλαίου. Η ανάγκη σύνοψης του έκτου κεφαλαίου για τον πρώτο τόμο προέκυψε κι από τον περιοριστικό όρο του εκδότη να μην υπερβαίνει η ύλη του πρώτου τόμου τα 62 στοιχειοθετημένα τυπογραφικά. Μένοντας το έκτο κεφάλαιο εκτός του πρώτου τόμου (στις επόμενες εκδόσεις ακόμα και αυτή η υποτυπώδης εκδοχή του στην κατακλείδα της πρώτης έκδοσης απαλείφθηκε) έμειναν έξω και πολλές σελίδες που είναι κρίσιμες για την εύρεση και διερεύνηση, από τον αναγνώστη, του μεθοδολογικού κόκκινου νήματος που διαπερνά τους τόμους του Κεφαλαίου από την αρχή του μέχρι το τέλος του.
Στην εισαγωγή του τρίτου μέρους του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μαρξ δίνει μια αδρή περιγραφή της ανάλυσης που περιέχει ο πρώτος τόμος και της ανάλυσης του πρώτου και δεύτερου μέρους του δεύτερου τόμου. Λέει ο Μαρξ:
Στον πρώτο τόμο αναλύσαμε την καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής και ως μεμονωμένο γεγονός και ως διαδικασία αναπαραγωγής – ως παραγωγή υπεραξίας και ως παραγωγή του ίδιου του κεφαλαίου. Τις αλλαγές μορφής και ύλης που υφίσταται το κεφάλαιο μέσα στην σφαίρα της κυκλοφορίας τις προϋποθέσαμε, χωρίς να σταθούμε περισσότερο σε αυτές (πώληση του προϊόντος στην αξία του και ύπαρξη στη σφαίρα της κυκλοφορίας των υλικών μέσων παραγωγής για την έναρξη/συνέχιση της διαδικασίας παραγωγής). Μόνη εξαίρεση η στάση μας στη σφαίρα της κυκλοφορίας για να εξετάσουμε την αγορά και πώληση της εργασιακής [μας] δύναμης, η οποία συνιστά βασικό όρο της καπιταλιστικής παραγωγής.
Στο πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου εξετάζουμε τις διάφορες μορφές που παίρνει το κεφάλαιο κατά την κύκλησή του και τις διάφορες μορφές αυτής της ίδιας της κύκλησης. Στον χρόνο εργασίας που εξετάσαμε στον πρώτο τόμο προστίθεται τώρα η εξέταση του χρόνου κυκλοφορίας.
Στο δεύτερο μέρος του δεύτερου τόμου εξετάζουμε την κύκληση ως κύκληση περιοδική, δηλαδή περιστροφική. Δείχνουμε αφενός με ποιον τρόπο τα συστατικά του κεφαλαίου –πάγιο και κυκλοφοριακό– πραγματοποιούν την κύκληση των μορφών κατά διαφορετικά χρονικά διαστήματα και κατά διαφορετικό τρόπο, αφετέρου εξετάζουμε τις συνθήκες που καθορίζουν διαφορετικά μεγέθη της περιόδου εργασίας και της περιόδου κυκλοφορίας. Δείχνουμε επίσης την επίδραση που ασκούν στην έκταση της ίδιας της διαδικασίας παραγωγής, καθώς και στο ετήσιο ποσοστό της υπεραξίας, η περίοδος κύκλησης και η διαφορετική σχέση ανάμεσα στα συστατικά της μέρη…
Και στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος του δεύτερου τόμου αναφερόμαστε σε ένα ατομικό κεφάλαιο, στην κίνηση ενός αυτονομημένου (verselbständigten) μέρους του κοινωνικού κεφαλαίου. Όμως οι κυκλήσεις των ατομικών κεφαλαίων διαπλέκονται μεταξύ τους, αλληλοπροϋποτίθενται και αλληλοκαθορίζονται και σ’ αυτήν την σύμπλεξή τους συνιστούν την κίνηση του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Όπως στην απλή εμπορευματική κυκλοφορία η συνολική μεταμόρφωση ενός εμπορεύματος παρουσιάστηκε σαν κρίκος στην αλυσίδα των μεταμορφώσεων του κόσμου των εμπορευμάτων, έτσι τώρα η μεταμόρφωση κάθε ατομικού κεφαλαίου παρουσιάζεται ως κρίκος στην αλυσίδα των μεταμορφώσεων του κοινωνικού κεφαλαίου.[3]
Iδωμένη στο σύνολό της, η διαδικασία κυκλοφορίας είναι μια μορφή της διαδικασίας αναπαραγωγής των ταξικών σχέσεων, των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου. Θα δούμε σε επόμενα μαθήματα ότι η συνολική παραγωγή που προκύπτει από το κοινωνικό κεφάλαιο, το συνολικό προϊόν της κοινωνίας, χωρίζεται σε μέσα παραγωγής (εμπορεύματα που εισέρχονται στην παραγωγική κατανάλωση) και σε είδη κατανάλωσης (εμπορεύματα που προορίζονται για ατομική κατανάλωση από την τάξη των καπιταλιστών και των εργατών). Έχουμε δηλαδή έναν κλάδο παραγωγής μέσων παραγωγής και έναν κλάδο παραγωγής μέσων κατανάλωσης. Στο τρίτο μέρος του δεύτερου τόμου εξετάζεται πρώτα η απλή αναπαραγωγή αυτών των δύο κλάδων και κατόπιν η συσσώρευση και η διευρυμένη αναπαραγωγή τους. Η παραγωγή διαρκώς μεγαλύτερης υπεραξίας –ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής– συνεπάγεται μεγαλύτερες παραγωγικές μονάδες, που απασχολούν περισσότερους εργαζόμενους.
Επανειλημμένως μέσα στις σελίδες του δεύτερου τόμου, ο Μαρξ θυμίζει ότι το κοινωνικό κεφάλαιο συνίσταται από ατομικά κεφάλαια και η κοινωνική παραγωγή από ατομική παραγωγή, και η έλλειψη ενός κεντρικού σχεδίου αφήνει την πόρτα ανοιχτή για κρίσεις, που προκύπτουν από τα ανταγωνιζόμενα ατομικά κεφάλαια: κρίσεις υπερπαραγωγής ή ελλειμματικής παραγωγής, προβλήματα σχετικά με την προσφορά και ζήτηση, και μονίμως άνιση μεγέθυνση του κεφαλαίου.
Αυτά όσον αφορά σε πολύ αδρές γραμμές το περιεχόμενο της εισαγωγής στο τρίτο μέρος του δεύτερου τόμου, της μόνης γέφυρας που υπήρχε ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο τόμο μέχρι το 1933, τη χρονιά που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία το έκτο κεφάλαιο.[4] Αυτό το αδημοσίευτο κεφάλαιο χωρίζεται σε τρία μέρη:
- Τα εμπορεύματα ως προϊόν του κεφαλαίου, της καπιταλιστικής παραγωγής.
- Η καπιταλιστική παραγωγή ως παραγωγή υπεραξίας.
- Η καπιταλιστική παραγωγή ως παραγωγή και αναπαραγωγή των ειδικά καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, «κατά την τελική επεξεργασία [του κειμένου] για εκτύπωση, το πρώτο από αυτά τα μέρη πρέπει να τοποθετηθεί τελευταίο… διότι χρησιμεύει ως μετάβαση στον δεύτερο τόμο [του Κεφαλαίου]». Η ελληνική έκδοση, σε αντίθεση με ορισμένες γερμανικές, αγγλικές και γαλλικές εκδόσεις, ακολούθησε την υπόδειξη του Μαρξ και εμείς, στο εξής, θα το αναφέρουμε ως τρίτο μέρος. Στο τρίτο μέρος λοιπόν του έκτου κεφαλαίου, μέρος που αποτελεί και τη «γέφυρα» για τον δεύτερο τόμο, ο Μαρξ προχωρά σε μια διεξοδική ανάλυση του εμπορεύματος ως προϊόντος του κεφαλαίου, η οποία συμπληρώνει την εναρκτήρια ανάλυση του εμπορεύματος, στον πρώτο τόμο, ως στοιχειώδους μορφής του πλούτου (στον καπιταλισμό). Δείχνεται ότι ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής, η μορφή εμπόρευμα, αποτελεί ταυτόχρονα προϋπόθεση και αποτέλεσμά της. Ο Πάτρικ Μάρρεη εξηγεί γιατί το τρίτο μέρος του έκτου κεφαλαίου χρησιμεύει ως συνδετικός κρίκος με τον δεύτερο τόμο:
Όταν ο πλούτος εν γένει ενδύεται τη μορφή του εμπορεύματος [αυτό που πραγματεύεται ο Μαρξ στα εναρκτήρια κεφάλαια του πρώτου τόμου], τότε όλοι οι συντελεστές της παραγωγής –περιλαμβανομένης και της εργασιακής δύναμης– λαμβάνουν τη μορφή του εμπορεύματος. Επομένως, η παραγωγή πλούτου σε καπιταλιστική βάση πρέπει να ξεκινά με χρήμα για την αγορά της αναγκαίας εργασιακής δύναμης και των μέσων παραγωγής. Στο [τρίτο μέρος των Αποτελεσμάτων] ο Μαρξ προσπαθεί αγωνιωδώς να τονίσει ότι η (ταυτόχρονη) γενίκευση της μορφής εμπόρευμα και της μισθωτής εργασίας συνεπάγεται ότι όλοι οι συντελεστές της παραγωγής έχουν λάβει τη μορφή εμπόρευμα. Η παραγωγή λοιπόν πρέπει να ξεκινά με χρήμα. Αυτό εξηγεί γιατί το τρίτο μέρος των Αποτελεσμάτων χρησιμεύει ως μετάβαση στο δεύτερο τόμο, ο οποίος αρχίζει με τις «κυκλήσεις του κεφαλαίου», εκ των οποίων η χρηματική κύκληση Χ-Ε-Χ παρουσιάζεται πρώτη. Η μετάβαση που επιχειρεί ο Μαρξ από την γενικευμένη κυκλοφορία του εμπορεύματος [Ε-Χ-Ε] στο κεφάλαιο [Χ-Ε-Χ] είναι βάσιμη μόλις αναγνωρίσουμε ότι η γενικευμένη κυκλοφορία του εμπορεύματος προϋποθέτει καπιταλιστική παραγωγή, δηλαδή ότι η (γενικευμένη) μορφή εμπόρευμα συνιστά τόσο προϋπόθεση, όσο και αποτέλεσμα της καπιταλιστικής παραγωγής.[5]
Οι επιμελητές της οριστικής έκδοσης των χειρογράφων του έκτου κεφαλαίου (MEGA, II/4.1, 1988) επισημαίνουν ορισμένα σημεία εξαιρετικής σημασίας για την ανάλυση του Μαρξ. Tο έκτο κεφάλαιο κατ’ αυτούς:
- Προσφέρει μια ενδελεχή έρευνα του εμπορεύματος ως προϊόντος του κεφαλαίου, καθώς και μια
- Καλύτερη κατανόηση της μαρξικής μεθόδου έρευνας και παρουσίασης.
- Κάνει μια παρουσίαση των γενικών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δίνει μια εξήγηση των όρων ανάδυσής του και τον πλαισιώνει ιστορικά.
- Μας βοηθά να διαπιστώσουμε ότι η θεωρία του Μαρξ για την αξία εκτείνεται και στους τρεις τόμους του Κεφαλαίου.
- Δίνει έμφαση στην ανάπτυξη, εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, των υλικών προϋποθέσεων για την κατάργηση της αξίας και την οικοδόμηση μιας κομμουνιστικής κοινωνικής σχέσης.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο σημείο, αυτό της ενδελεχούς έρευνας του εμπορεύματος ως προϊόντος του κεφαλαίου, γράφει ο Μαρξ:
Το εμπόρευμα που βγαίνει από την καπιταλιστική παραγωγή διαφέρει από το εμπόρευμα που παρουσιάσαμε στην αφετηρία ως το στοιχείο, την προϋπόθεση της καπιταλιστικής παραγωγής. Ξεκινήσαμε με το μεμονωμένο (einzelne) εμπόρευμα ιδωμένο ως ένα αυτόνομο είδος στο οποίο είναι αντικειμενοποιημένη μια ορισμένη ποσότητα χρόνου εργασίας και το οποίο έχει άρα μια δοσμένου μεγέθους ανταλλακτική αξία.
Το εμπόρευμα μπορεί τώρα να δεχθεί τον εξής ευρύτερο ορισμό:
1) Εκείνο που αντικειμενοποιείται σ’ αυτό –πέραν της αξίας χρήσης του– είναι μια ορισμένη ποσότητα κοινωνικά αναγκαίας εργασίας. Όμως, ενώ στο αυτόνομο εμπόρευμα παραμένει αδιευκρίνιστο (και στην πραγματικότητα αδιάφορο) από ποιον προέρχεται αυτή η αντικειμενοποιημένη εργασία, το εμπόρευμα ως προϊόν του κεφαλαίου μπορούμε να πούμε ότι περιέχει και πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Έχουμε ήδη αναφέρει ότι αυτό δεν είναι απολύτως σωστό, αφού η εργασία δεν αγοράζεται και δεν πωλείται άμεσα. Όμως το εμπόρευμα περιέχει μια ορισμένη συνολική ποσότητα αντικειμενοποιημένης εργασίας. Ένα μέρος αυτής της αντικειμενοποιημένης εργασίας (εξαιρούμενου του σταθερού κεφαλαίου για το οποίο έχει πληρωθεί ένα ισοδύναμο) ανταλλάσσεται με το ισοδύναμο του συνόλου των ημερομισθίων του εργάτη. Ένα άλλο μέρος το ιδιοποιείται ο καπιταλιστής χωρίς να πληρώνει οποιοδήποτε ισοδύναμο. Αμφότερα τα δύο μέρη είναι αντικειμενοποιημένα και άρα παρόντα ως μέρη της αξίας του εμπορεύματος. Για λόγους ευκολίας λοιπόν, χαρακτηρίζουμε το ένα μέρος πληρωμένη και το άλλο απλήρωτη εργασία.
2) Το μεμονωμένο εμπόρευμα εμφανίζεται υλικά όχι μόνον ως μέρος του συνολικού προϊόντος του κεφαλαίου, αλλά και ως ένα υποπολλαπλάσιο του εξ αυτού παραχθέντος συνόλου. Μέλημά μας δεν είναι πια το μεμονωμένο αυτόνομο εμπόρευμα, το μοναδιαίο (einzelne) προϊόν. Ως αποτέλεσμα της διαδικασίας δεν εμφανίζονται (erscheinen) μεμονωμένα αγαθά, αλλά μια μάζα εμπορευμάτων, μέσα στην οποία έχει αναπαραχθεί η αξία του προκαταβληθέντος (vorgeschossenen) κεφαλαίου μαζί με την υπεραξία –δηλαδή την ιδιοποιηθείσα υπερεργασία– και που το κάθε ένα απ’ αυτά είναι φορέας (Träger) της αξίας του κεφαλαίου και της υπεραξίας που έχει παραχθεί απ’ αυτό. Η εργασία που δαπανάται για κάθε ένα εμπόρευμα δεν μπορεί πια να υπολογιστεί – μπορεί μόνον κατά μέσον όρο, δηλαδή με μια ιδεατή εκτίμηση. Ο υπολογισμός αρχίζει με το μέρος εκείνο του σταθερού κεφαλαίου που καταναλωνόμενο περνά στην αξία του συνολικού προϊόντος, συνεχίζει με τους όρους παραγωγής που καταναλώνονται από κοινού και τελειώνει με την άμεση κοινωνική συνεισφορά πολλών συνεργαζόμενων ατόμων, η εργασία των οποίων υπολογίζεται κατά μέσον όρο. Αυτή λοιπόν η εργασία υπολογίζεται κατόπιν ιδεατά ως ένα υποπολλαπλάσιο της συνολικής εργασίας που δαπανήθηκε γι’ αυτό. Κατά τον καθορισμό της τιμής ενός μεμονωμένου προϊόντος η τιμή εμφανίζεται σαν ένα απλώς ιδεατό κλάσμα του συνολικού προϊόντος, μέσα στο οποίο αναπαράγεται το κεφάλαιο.
3) Το εμπόρευμα, ως το προϊόν του κεφαλαίου, είναι ο φορέας της συνολικής αξίας του κεφαλαίου συν την υπεραξία, σε αντίθεση με το αρχικό εμπόρευμα, που μας παρουσιάστηκε σαν ένα αυτόνομο πράγμα. Το εμπόρευμα αποτελεί μεταμόρφωση του αυτοαξιοποιηθέντος κεφαλαίου και η πώλησή του πρέπει τώρα να οργανωθεί βάσει της κλίμακας και των ποσοτήτων που είναι αναγκαία για να πραγματοποιηθεί η παλαιά [αρχική] κεφαλαιακή αξία και ομοίως η εξ αυτής δημιουργηθείσα υπεραξία. Για να στεφθεί αυτό με επιτυχία δεν αρκεί καθόλου να πουληθούν στην αξία τους τα μεμονωμένα εμπορεύματα ή ένα μέρος απ’ αυτά.[6]
Σ’ ό,τι αφορά το δεύτερο σημείο, αυτό της κατανόησης της μαρξικής μεθόδου, γράφει ο Π. Μάρρεη (απηχώντας τον Κρις Άρθουρ):
Ο εκ του Μαρξ τονισμός, στο τρίτο μέρος του έκτου κεφαλαίου, της κυκλικότητας του πρώτου τόμου αναδεικνύει τον συστηματικό διαλεκτικό χαρακτήρα της παρουσίασης που διαμόρφωσε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο. Συγκεκριμένα, ο τονισμός από τον Μαρξ αυτού του κυκλικού –ή σπειροειδούς μάλλον– χαρακτήρα της παρουσίασής του αναδεικνύει τη δομή των αμοιβαίων προϋποθέσεων που χαρακτηρίζει μια συστηματική διαλεκτική παρουσίαση. Αυτό που το τρίτο μέρος του έκτου κεφαλαίου σε κάνει να συνειδητοποιείς είναι ότι το εμπόρευμα, με το οποίο το Κεφάλαιο ξεκινά, ήταν στην πραγματικότητα ένα από τη μάζα των εμπορευμάτων των παραχθέντων από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ένα «υποπολλαπλάσιο» εκείνου του «σωρού» που αναφέρει ο Μαρξ στην εναρκτήρια πρόταση του [πρώτου τόμου]… Στο Κεφάλαιο, αμοιβαία προϋπόθεση σημαίνει: το κεφάλαιο προϋποθέτει το εμπόρευμα και το εμπόρευμα προϋποθέτει το κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει ότι η αφετηρία μας είναι ένα εμπόρευμα που συνιστά το προϊόν του κεφαλαίου – όμως αυτό δεν μπορούμε να το πούμε αμέσως με την έναρξη της παρουσίασης. Αν το κάναμε, θα «θέταμε την επιστήμη προ της επιστήμης». Το μεμονωμένο εμπόρευμα στην αρχή του Κεφαλαίου πρέπει να χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς ενόσω ανακαλύπτουμε την αληθινή του ταυτότητα.[7]
Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν, η στροφή που γίνεται στην εναρκτήρια παράγραφο του τρίτου μέρους του έκτου κεφαλαίου από το «εμπόρευμα» στα «εμπορεύματα» είναι σημαντική, διότι, όπως είπαμε, το προϊόν του κεφαλαίου είναι μια μάζα εμπορευμάτων, όπου το καθένα λογίζεται ως ένα υποπολλαπλάσιο μέρος του συνολικού προϊόντος.
Σε ό,τι αφορά το τρίτο σημείο, τους ιστορικούς όρους ανάδυσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, γράφει ο Μαρξ:
Η εγκαθίδρυση εν γένει καπιταλιστικών σχέσεων προϋποθέτει ένα καθορισμένο ιστορικό επίπεδο και μια καθορισμένη μορφή κοινωνικής παραγωγής. Στο πλαίσιο ενός πρότερου τρόπου παραγωγής πρέπει να έχουν αναπτυχθεί ανάγκες και μέσα επικοινωνίας (Verkehr) και παραγωγής που ωθούν προς την υπέρβαση των παλαιών σχέσεων παραγωγής και προς το μετασχηματισμό τους σε καπιταλιστική σχέση. Προσώρας, όμως, δεν χρειάζεται παρά να αναπτυχθούν μόνον ως τον βαθμό εκείνον που επιτρέπει την τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Ωστόσο, και στη βάση μιας τέτοιας μεταβολής των σχέσεων, εισάγονται στον τρόπο παραγωγής συγκεκριμένες αλλαγές που από τη μια μεριά γεννούν νέες υλικές παραγωγικές δυνάμεις, από την άλλη ο αναπτυγμένος πάνω στη δική τους βάση [νέος τρόπος παραγωγής] διαμορφώνει νέες πραγματικές συνθήκες/όρους… Το κεφάλαιο, απ’ τη μια μεριά μετασχηματίζει τον [πρότερο] υπάρχοντα τρόπο παραγωγής και από την άλλη, αυτή η αλλαγή στη μορφή του τρόπου παραγωγής, το συγκεκριμένο στάδιο στο οποίο έχει φτάσει η εξέλιξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων, αποτελεί η ίδια τη βάση, τον όρο και την προϋπόθεση της δικής του ανάπτυξης (Gestaltung)… Το χρήμα και το εμπόρευμα συνιστούν αμφότερα τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις του κεφαλαίου, όμως γίνονται κεφάλαιο μόνον σε συγκεκριμένες συνθήκες. Κεφάλαιο μπορεί να σχηματιστεί μόνον στη βάση της κυκλοφορίας εμπορευμάτων (η οποία περιλαμβάνει και τη κυκλοφορία του χρήματος), δηλαδή, μόνον εκεί όπου το εμπόριο έχει ήδη φθάσει σε έναν ορισμένο, δεδομένο βαθμό μεγέθυνσης. Ωστόσο, και σε ό,τι τις αφορά, η παραγωγή και η κυκλοφορία εμπορευμάτων κάθε άλλο παρά προϋποθέτουν την ύπαρξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής… Μπορούμε να τις βρούμε σε «προ-αστικές» κοινωνικές μορφές. Συνιστούν τις ιστορικές προύποθέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ωστόσο, άπαξ και το εμπόρευμα γίνει η γενική μορφή του προϊόντος, τότε οτιδήποτε παράγεται πρέπει να πάρει αυτή τη μορφή. Η πώληση και η αγορά δεν περιλαμβάνουν [πια] μόνον το πλεόνασμα της παραγωγής, αλλά την ίδια την υφιστάμενη ουσία της και οι διάφοροι όροι παραγωγής καθεαυτό εμφανίζονται ως εμπορεύματα που εξέρχονται της κυκλοφορίας και εισέρχονται στην παραγωγή βάσει και μόνον της καπιταλιστικής παραγωγής. Επομένως, αν το εμπόρευμα εμφανίζεται αφενός ως προϋπόθεση για τον σχηματισμό κεφαλαίου, αφετέρου, άπαξ και έγινε η γενική στοιχειώδης μορφή του προϊόντος, είναι στην ουσία και αποτέλεσμα, προϊόν της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας… Το χρήμα είναι απλώς μια διαφορετική μορφή του εμπορεύματος. Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο απαντάται μόνον όταν η εργασιακή ικανότητα/δύναμη (Arbeitsvermögen) του εργάτη έχει καταστεί για τον ίδιο ένα εμπόρευμα. Αυτό συνεπάγεται ότι η κατηγορία του εμπορίου έχει διευρυνθεί για να συμπεριλάβει ένα πεδίο στο οποίο προηγουμένως δεν είχε πρόσβαση ή είχε μόνον περιστασιακά. Μόνο όταν ο εργαζόμενος πληθυσμός πάψει είτε να αποτελεί έναν εκ των αντικειμενικών όρων εργασίας είτε να εισέρχεται στην αγορά ως παραγωγός εμπορευμάτων· μόνο όταν, αντί να πουλά τα προϊόντα της εργασίας του, πουλά αυτή την ίδια την εργασία ή, ακριβέστερα, την εργασιακή του ικανότητα/δύναμη, μπορεί να ειπωθεί ότι η παραγωγή έχει γίνει καθ’ όλο το μήκος και το πλάτος της παραγωγή εμπορευμάτων, ότι κάθε είδους προϊόν γίνεται εμπόρευμα και ότι οι αντικειμενικοί όροι καθενός τομέα παραγωγής εισέρχονται οι ίδιοι ως εμπόρευμα σ’ αυτήν. Μόνο στη βάση της καπιταλιστικής παραγωγής γίνεται όντως το εμπόρευμα η γενική στοιχειώδης μορφή του πλούτου.[8]
Σε ό,τι αφορά το τέταρτο, και ως συνέχεια και λογικό συμπερασμό του προηγηθέντος τρίτου σημείου, διαπιστώνουμε ότι, αν στον πρώτο τόμο η ανάλυση εστιάζεται στην εμφάνιση και την παραγωγή της αξίας και της υπεραξίας, στο «επί πλέον» χρήμα που εμπεριέχεται στο εμπόρευμα ως προϊόν της καπιταλιστικής παραγωγής, δηλαδή ως το προϊόν της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την καπιταλιστική, τώρα με τη βοήθεια του έκτου κεφαλαίου, είμαστε έτοιμοι να παρακολουθήσουμε τις διάφορες μορφές της αξίας και της υπεραξίας κατά την πορεία τους στη σφαίρα της κυκλοφορίας, στην αγορά. Εδώ, στην αγορά, η έμφαση δίδεται στον τρόπο με τον οποίο η αξία και η υπεραξία λαμβάνουν τις διάφορες μορφές τους μέσω αυτού που ο Μαρξ αναφέρει ως κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας και διευρυμένη αναπαραγωγή. Όπως ήδη αναφέραμε, ό,τι συμβαίνει στις σχέσεις των αυτονομημένων πόλων συσσώρευσης αξίας σ’ αυτή τη σφαίρα της κυκλοφορίας μόνον ειρηνικό και αρμονικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί – ό,τι ισχύει, δηλαδή, και για τη σφαίρα της παραγωγής. Αν σκεφτούμε δε ότι ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου πραγματεύεται την μετατροπή των αξιών σε τιμές παραγωγής (για να σταθούμε σε ένα μόνο παράδειγμα), θεωρούμε δεδομένο ότι η εργασιακή και χρηματική θεωρία της αξίας όχι απλώς διατρέχει και τους τρεις τόμους του Κεφαλαίου, αλλά υποστυλώνει οτιδήποτε έγραψε ενάντια στην Πολιτική Οικονομία.
Σε ό,τι αφορά το πέμπτο σημείο, αυτό του κομμουνισμού, και ως κατακλείδα του τρίτου σημείου, γράφει ο Μαρξ:
[Ως συνέχεια και συνέπεια της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο] προκύπτει μια πλήρης οικονομική επανάσταση, που από τη μια μεριά δημιουργεί τους πραγματικούς όρους για την κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας, τελειοποιώντας τη διαδικασία και εφοδιάζοντάς την με τη κατάλληλη μορφή, και από την άλλη –αναπτύσσοντας όρους παραγωγής, σχέσεις επικοινωνίας και παραγωγικές δυνάμεις εργασίας ανταγωνιστικές προς τους εργάτες που εμπλέκονται σε αυτές– δημιουργεί τους πραγματικούς όρους για έναν νέο τρόπο παραγωγής, αυτόν που καταργεί την αντιθετική μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δημιουργεί, έτσι, την υλική βάση για τη διαμόρφωση μιας νέας κοινωνικής βιοτικής διαδικασίας και άρα για έναν νέο κοινωνικό σχηματισμό. Η οπτική που παραθέτουμε εδώ διαχωρίζεται πλήρως από την τρέχουσα οπτική των αστών οικονομολόγων, που είναι εγκλωβισμένοι στους καπιταλιστικούς τρόπους σκέψης. Αυτοί οι διανοητές αντιλαμβάνονται όντως με ποιον τρόπο λαμβάνει χώρα η παραγωγή εντός των καπιταλιστικών σχέσεων, όμως δεν κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι σχέσεις παράγονται, μαζί με τις υλικές προϋποθέσεις για την κατάργησή τους.[9]
Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο ειδικός σκοπός και το προϊόν του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η υπεραξία. Στον τρίτο τόμο λέει ότι η ειδική οικονομική μορφή μέσω της οποίας αποσπάται από τους άμεσους παραγωγούς υπερεργασία –υπεραξία–καθορίζει τη σχέση κυρίαρχου και κυριαρχούμενου, αφού αυτή η σχέση πηγάζει άμεσα από την ίδια την παραγωγή (και με τη σειρά της επιδρά ως ένα καθοριστικό στοιχείο πάνω σ’ αυτήν). Με θεμέλιο αυτήν την «ειδική οικονομική μορφή» οικοδομούνται και όλες οι άλλες σχέσεις που έχουν κοινωνικό πρόσημο στη σφαίρα της πολιτικής, του δικαίου κλπ. Από την μεριά της εργατικής τάξης, η οποία υφίσταται αυτήν την κυριαρχία και εκμετάλλευση, η ταξική πάλη που διεξάγει οφείλει, αν θέλει να δώσει ένα τέλος στο αναγκαίο μεν, αλλά ωστόσο σισύφειο έργο της αντίστασης στην απόσπαση υπεραξίας, να στοχεύσει στην κατάργηση της ίδιας της αξίας, που αποτελεί το θεμέλιο της κυρίαρχης καπιταλιστικής σχέσης. Η αξία, κι όχι απλώς η υπεραξία, είναι ο στόχος της κριτικής που ασκεί ο Μαρξ και των επαναστατικών προθέσεών του. Με τα λόγια του Μαρξ, η εργατική τάξη οφείλει «να χρησιμοποιεί τις οργανωμένες δυνάμεις της ως μοχλό για την τελική χειραφέτησή της, δηλαδή για την τελική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας»,[10] πράγμα που σημαίνει την κατάργηση της αξίας και όχι την αναδιανομή της υπεραξίας.
[1] Βλ. το αρχικό σχέδιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου στο Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, Μέρος Ι, σελ. 463.
[2] Βλ. Μαρξ, Επιστολή στον Κούγκελμαν, 13/10/1866. (Οι επιστολές των Μαρξ-Ένγκελς που χρησιμοποιούνται στις εισηγήσεις προέρχονται από διάφορες εκδόσεις της αλληλογραφίας τους, που όλες τους παρατίθενται στη σελίδα Υλικό Μελέτης).
[3] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, σελ. 351-352.
[4] Η έκδοση έγινε ταυτόχρονα στα ρώσικα και τα γερμανικά στο δεύτερο τόμο του Arkhiv Marksa i Engelsa, Μόσχα, σελ. 4-266.
[5] Patrick Murray, The Place of «The Results of the Immediate Production Process» in Capital, στο Riccardo Bellofiore & Roberto Fineschi, Re-reading Marx: New Perspectives after the Critical Edition, New York, 2009, σελ. 176.
[6] Κ. Μαρξ, Αποτελέσματα της Άμεσης Διαδικασίας Παραγωγής [Έκτο Κεφάλαιο], Αθήνα, 1983, σελ. 171-173. (Όπως και στα περισσότερα αποσπάσματα από τις ελληνικές εκδόσεις των έργων του Μαρξ που παραθέτουμε, η μετάφραση είναι τροποποιημένη).
[7] Patrick Murray, ό.π., σελ. 174, 176.
[8] Κ. Μαρξ, Αποτελέσματα της Άμεσης Διαδικασίας Παραγωγής [Έκτο Κεφάλαιο], ό.π., σελ. 162-167.
[9] Ό.π., σελ. 162-163.
[10] Κ. Μαρξ, Μισθός, Τιμή, Κέρδος, Αθήνα, 1976, σελ. 102.