Μάθημα 17ο: Το ποσοστό της υπεραξίας ή ο βαθμός εκμετάλλευσης

ΜΑΘΗΜΑ 17ο

ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ Ή Ο ΒΑΘΜΟΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ

Ο Μαρξ σε αυτό το κεφάλαιο συνεχίζει τη συστηματική παρουσίαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δίνοντας τον ορισμό βασικών κατηγοριών που θα χρησιμοποιήσει στη συνέχεια στο Κεφάλαιο.[1] Συγκεκριμένα, τώρα διευκρινίζεται ο λόγος για τον οποίο ξεκίνησε την παρουσίαση του τρίτου μέρους («Η παραγωγή της απόλυτης υπεραξίας», εισάγοντας πρώτα τις κατηγορίες της εργασιακής διαδικασίας, της διαδικασίας αξιοποίησης και του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου. Χρησιμοποιεί αυτές τις κατηγορίες που μόλις έχει ορίσει και εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ τους με έναν πιο δομημένο τρόπο. Μας βάζει σε μια λογική υπολογισμών η οποία, όμως, δεν είναι «λογιστική». Ενώ φαίνεται σα να αναζητά απλώς την ακριβή έκφραση του ποσοστού εκμετάλλευσης, στην πραγματικότητα, αν μπει κανείς στον τρόπο σκέψης του θα διαπιστώσει ότι όχι μόνο μπορούν να προκύψουν υπολογισμοί και άλλων ποσοστών , όπως για παράδειγμα του ποσοστού του κέρδους ή του μεγέθους της εκμετάλλευσης της εργασίας, αλλά πάνω απ’ όλα θα φανεί ότι η έκθεση εμπεριέχει άλλον έναν τρόπο παρουσίασης της αυτοκίνησης της αξίας, που είναι άλλωστε το βασικό θέμα του Κεφαλαίου. Θα πρέπει με εξαιρετική προσοχή να κρατήσουμε καταγεγραμμένη στο μυαλό μας τη διαφορά ανάμεσα στον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης και το ποσοστό κέρδους. Κι αυτό γιατί στον τρίτο τόμο ο Μαρξ θα επανέλθει στη σχέση του βαθμού εκμετάλλευσης με το συνολικό προκαταβεβλημένο κεφάλαιο, όταν θα επιδιώξει να αποδείξει πως εδώ βρίσκεται ένας από τους μηχανισμούς που οδηγεί τον καπιταλισμό σε περιοδικές κρίσεις λόγω της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Όμως εδώ ενδιαφέρεται προς το παρόν –και πιστεύει ότι και η εργατική τάξη θα έπρεπε να ενδιαφέρεται επίσης– για τον τρόπο με τον οποίο προκύπτει το ποσοστό της υπεραξίας. Η έρευνα θα μας αποκαλύψει ότι στην υπεραξία παρασταίνεται στην πραγματικότητα ένα μέρος του εργάσιμου χρόνου των μισθωτών εργατών και εργατριών (και όχι μόνον).

Η απόσπαση υπεραξίας είναι ο ειδικός τρόπος με τον οποίο διενεργείται η εκμετάλλευση στον καπιταλισμό, η differentia specifica (η ειδοποιός διαφορά) του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής από τους προηγούμενους. Στον ΚΤΠ το πλεόνασμα παίρνει τη μορφή του κέρδους και η εκμετάλλευση προκύπτει από το γεγονός ότι η εργατική τάξη παράγει ένα πρόσθετο αξιακό προϊόν που μπορεί να πωληθεί σε χρηματική τιμή η οποία υπερβαίνει τους μισθούς της. Το κέρδος και οι μισθοί είναι οι ειδικές φετιχοποιημένες μορφές με τις οποίες εμφανίζονται η αναγκαία εργασία και η υπερεργασία στον καπιταλισμό. Αλλά για να παρουσιάσει το κέρδος και το μισθό ως χρηματικές μορφές, δηλαδή ως αντικειμενοποιημένες μορφές της εργασίας, ο Μαρξ χρειάζεται πρώτα να αναλύσει μια σειρά ιστορικών και λογικών διαμεσολαβήσεων, μεταξύ των οποίων ο ρόλος της έννοιας της υπεραξίας είναι αποφασιστικής σημασίας.

1. Ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης

Σχεδιάγραμμα των βασικών εννοιών που χρησιμοποιεί ο Μαρξ

  • υπεραξία = πρόσθετη αξία του προϊόντος πάνω από το άθροισμα των αξιών που έχουν εισαχθεί στην παραγωγική διαδικασία = υ
  • αξία των εισαχθέντων στοιχείων παραγωγής του προϊόντος = σταθερό κεφάλαιο (σ) + μεταβλητό κεφάλαιο (μ) = (σ) + (μ)
  • συνολική αξία του τελικού προϊόντος = Κ’ = (σ + μ) + υ

όπου:

  • σταθερό κεφάλαιο = πάγιο κεφάλαιο (μηχανές, κτίρια εργοστασίων κλπ) + πρώτες ύλες = σ
  • το πάγιο κεφάλαιο μεταδίδει στο προϊόν, μέσω της φθοράς του, μόνο ένα μέρος της αξίας του (σ1) σε κάθε περίοδο, ενώ αντίθετα η αξία των πρώτων υλών (σ2) μεταφέρεται όλη, καθώς αυτά καταναλώνονται πλήρως
  • οπότε το σταθερό κεφάλαιο (σ) σε μια δεδομένη περίοδο = σ1 + σ2

νέα αξία που δημιουργήθηκε = μ + υ
= αναπαραγωγή της αξίας της εργασιακής δύναμης + ένα πλεόνασμα
= αναγκαίος χρόνος εργασίας για την ατομική κατανάλωση του εργάτη + χρόνος υπερεργασίας για τον καπιταλιστή
= αναγκαία εργασία + υπερεργασία

μέτρα της υ:

υ/μ = ποσοστό υπεραξίας ή ποσοστό εκμετάλλευσης

υ/σ +μ = ποσοστό κέρδους

Η παραγωγή της υπεραξίας

Ο καπιταλιστής με ένα αρχικό κεφάλαιο Κ αγοράζει εργασιακή δύναμη και μέσα παραγωγής και ξεκινάει για να οργανώσει την παραγωγή εμπορευμάτων. Αυτό το αρχικό κεφάλαιο Κ αναλύεται σε:
α) ένα χρηματικό ποσό που ξοδεύεται για τα μέσα παραγωγής (πάγιο κεφάλαιο, δηλαδή εργαλεία/ μηχανές, και πρώτες ύλες). Το παριστάνουμε με σ και αντιστοιχεί στο μέρος της αξίας που μετατράπηκε σε σταθερό κεφάλαιο και
β) ένα χρηματικό ποσό που ξοδεύεται για την αγορά εργασιακής δύναμης και το οποίο παριστάνουμε με μ και αντιστοιχεί στο μέρος της αξίας που μετατράπηκε σε μεταβλητό κεφάλαιο.

Η διαδικασία παραγωγής στην καπιταλιστική επιχείρηση έχει διπλό χαρακτήρα. Από τη μια είναι διαδικασία παραγωγής αξιών χρήσης και από την άλλη είναι διαδικασία παραγωγής αξίας. Δηλαδή, στην αξία των νέων εμπορευμάτων που δημιουργήθηκε από την εργασία των μισθωτών εργατών υπάρχει και μια νέα πρόσθετη αξία εκτός από την αξία της εργασιακής δύναμης και των μέσων παραγωγής που καταναλώθηκαν για τη δημιουργία τους, την οποία ο καπιταλιστής ιδιοποιείται δωρεάν. Αυτό ακριβώς το μέρος της αξίας που δημιουργείται από την εργασία της μισθωτής εργάτριας, αλλά δεν πληρώνεται από τον καπιταλιστή είναι η υπεραξία, την οποία παρασταίνουμε με υ.

Το μεταβλητό κεφάλαιο, λοιπόν, ορίζεται ως τέτοιο γιατί η ποσότητά του μεταβάλλεται από την έναρξη ως το τέλος της παραγωγικής διαδικασίας. Ό,τι εκκινεί ως αξία της εργασιακής δύναμης καταλήγει ως νέα αξία που παράχθηκε από τη δράση αυτής της εργασιακής δύναμης. Δεν υπάρχει εδώ κάποια άνιση ανταλλαγή. Παρόλα αυτά, ο καπιταλιστής κατάφερε να ιδιοποιηθεί τα αποτελέσματα της απλήρωτης υπερεργασίας.

Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: α) γιατί οι εργάτες δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής και πρέπει να πουλήσουν την εργασιακή τους δύναμη για να ζήσουν και β) γιατί η εργασιακή δύναμη είναι το μόνο εμπόρευμα που έχει την ιδιότητα να δημιουργεί αξία. Ως εκ τούτου, είναι το ουσιαστικό συνθετικό στοιχείο της καπιταλιστικής παραγωγής. Τα μέσα παραγωγής καταναλώνονται τμηματικά στην παραγωγική διαδικασία, οι αξίες χρήσης τους πραγματοποιούνται τμηματικά στην ίδια διαδικασία και θα επανεμφανιστούν στο προϊόν με μια νέα μορφή. Όπως είδαμε στο προηγούμενο μάθημα, η αξία τους μεταφέρεται απλώς στην αξία του προϊόντος. Και η εργασιακή δύναμη καταναλώνεται στην εργασιακή διαδικασία, αλλά η κατανάλωσή της είναι η εργασία η ίδια.[2] Αφού στην εμπορευματική παραγωγή η εργασία έχει ένα διπλό χαρακτήρα, όντας ταυτόχρονα ωφέλιμη και αφηρημένη εργασία, έτσι και η κατανάλωση της εργασιακής δύναμης παράγει ένα διπλό αποτέλεσμα: παράγει αξίες χρήσης (ωφέλιμη εργασία) που είναι ταυτόχρονα αξίες (αφηρημένη εργασία). Είναι αυτή η δεύτερη πλευρά της εργασίας που ενδιαφέρει τους καπιταλιστές. Γιατί η αξία που παράγεται από την κατανάλωση της εργασιακής δύναμης είναι νέα αξία που οι καπιταλιστές ευελπιστούν ότι θα είναι μεγαλύτερη από την αξία της εργασιακής δύναμης που αγόρασαν.

Η ανάλυση του Μαρξ διαφέρει από αυτήν των κλασσικών της πολιτικής οικονομίας. Ο Ρικάρντο, για παράδειγμα, θεωρούσε την υπεραξία (την οποία αντιλαμβανόταν απλά ως υπερπροϊόν) ως αποτέλεσμα της άνισης ανταλλαγής εργασίας έναντι μισθού ανάμεσα στον εργάτη και τον καπιταλιστή. Οι εργάτες αναγκάζονται να πουλήσουν την εργασιακή τους δύναμη κάτω από την αξία της. Το πλεόνασμα λοιπόν προέρχεται από την ανταλλαγή. Αλλά η διάκριση που έκανε ο Μαρξ ανάμεσα σε εργασία και εργασιακή δύναμη ενσωματωμένη στην αυτοκίνηση της αξίας ως μία από τις μορφές της, τον βοήθησε να δείξει πώς, χωρίς άνιση ανταλλαγή, η εργασιακή δύναμη μπορεί να πωληθεί στην αξία της και η υπεραξία να αναδυθεί μέσα από την παραγωγή. Σε αντίθεση λοιπόν με τους κατοπινούς νεοκλασσικούς οικονομολόγους που θεωρούν ότι το εργατικό και το καπιταλιστικό εισόδημα είναι αποτέλεσμα των ατομικών διαπραγματεύσεων και συμβολαίων, ο Μαρξ δείχνει ότι η υπεραξία –η οποία σε ένα δεύτερο στάδιο αναλύεται σε κέρδος, πρόσοδο, τόκο κλπ– είναι αποτέλεσμα όχι της άνισης ανταλλαγής αλλά της άνισης κοινωνικής θέσης εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, η οποία καθορίζεται από την πρόσβαση στα μέσα παραγωγής. Και είναι χάρη σε αυτή την άνιση κοινωνική – ταξική θέση που οι καπιταλιστές έχουν την πολιτική δυνατότητα σε περιόδους κρίσης να ρίχνουν την τιμή της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της.

Ανακεφαλαιώνοντας: Η υπεραξία είναι η πρόσθετη αξία του προϊόντος πέρα από το άθροισμα των αξιών που είχαν εισαχθεί στη διαδικασία παραγωγής του προϊόντος. Η αξιοποίηση, λοιπόν, της προκαταβεβλημένης αξίας του κεφαλαίου Κ (σταθερού και μεταβλητού) παρουσιάζεται σαν πλεόνασμα της αξίας του προϊόντος.

Σχηματικά θα λέγαμε ότι η αξία των εισαχθέντων στοιχείων της παραγωγής του προϊόντος/αρχικό κεφάλαιο Κ = σταθερό κεφάλαιο (σ) + μεταβλητό κεφάλαιο (μ), δηλαδή Κ = σ + μ
Στο τέλος της διαδικασίας παραγωγής το αρχικό κεφάλαιο Κ μετατράπηκε σε Κ΄, έχουμε δηλαδή ένα εμπόρευμα του οποίου η αξία είναι:
Κ’ = (σ + μ) + υ => Κ’Κ

Ή σύμφωνα με ένα παράδειγμα, με όρους χρηματικής έκφρασης των εισαχθέντων και των νέων αξιών, που θα χρησιμοποιήσουμε διεξοδικά από εδώ και πέρα:

Κ = 500 λίρες = 410 λίρες (σ) + 90 λίρες (μ)
Κ΄= 590 λίρες = 410 λίρες (σ) + 90 λίρες (μ) + 90 λ. (υ)

Όμως το πάγιο κεφάλαιο (οι μηχανές) μεταδίδει στο προϊόν μόνο ένα μέρος της αξίας του –τη φθορά του– κατά την λειτουργία του (σ1), ενώ ένα άλλο κομμάτι, το πιο μεγάλο, εξακολουθεί και υπάρχει με την παλιά μορφή της ύπαρξής του. Άρα το σταθερό κεφάλαιο που προκαταβάλλεται για την παραγωγή νέας αξίας σε μια
δεδομένη περίοδο είναι σ = σ1 + σ2 (φθορά παγίου κεφαλαίου + κατανάλωση πρώτης ύλης)

Ή αλλιώς:
σ = 410 λίρες = 312 λίρες πρώτες ύλες + 44 λίρες βοηθητικές ύλες + 54 λίρες φθορά μηχανημάτων, τη στιγμή που η συνολική αξία των πραγματικά χρησιμοποιημένων μηχανημάτων ας δεχτούμε πως είναι 1054 λίρες.

Επομένως «το νέο αξιακό προϊόν (Wertprodukt) που έχει πραγματικά παραχθεί στη διαδικασία είναι διαφορετικό από την συνολική αξία του προϊόντος (Produktenwert) που προέκυψε από τη διαδικασία και συνεπώς [η νέα αξία] δεν είναι, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, 410 λίρες (σταθερό) + 90 λίρες (μεταβλητό) + 90 λίρες (υπεραξία) = 590 λίρες, αλλά είναι 90 λίρες (μεταβλητό) + 90 λίρες (υπεραξία) = 180 λίρες».[3]

Με άλλα λόγια, αν ο καπιταλιστής σε κάποιο κλάδο της βιομηχανίας δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσει καθόλου παραχθέντα μέσα παραγωγής, ούτε πρώτες ύλες και βοηθητικά υλικά, ούτε εργαλεία δουλειάς, αλλά μόνο ύλες δεδομένες από τη φύση και εργασιακή δύναμη, εάν δηλαδή σ = 0 και πάλι η νέα αξία θα παρέμενε 90 μεταβλητό + 90 υπεραξία = 180 λίρες.

Σχηματικά, αφού Κ = σ + μ και Κ’ = (σ + μ) + υ τότε:
Κ = 0 + 90 = 90 και Κ’ = 0 + 90 + 90 = 180
Άρα υ  = Κ’ – Κ = 180 – 90 = 90, όπως και προηγουμένως.
Αν πάλι κάναμε τους ίδιους υπολογισμούς υπολογίζοντας την υπεραξία ίση με 0, θα διαπιστώναμε ότι στην περίπτωση αυτή που η εργασιακή δύναμη παράγει μόνο ένα ισοδύναμό της, δηλαδή Κ = σ + μ και Κ’ = σ + μ + 0 = σ + μ => Κ’ = Κ , δεν υπάρχει αξιοποίηση του προκαταβληθέντος κεφαλαίου, άρα δεν υπάρχει καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.

«Στην πραγματικότητα ξέρουμε κιόλας ότι η υπεραξία είναι απλώς συνέπεια της αξιακής αλλαγής που υφίσταται το μ, το μέρος του κεφαλαίου που έχει μετατραπεί σε εργασιακή δύναμη, ότι επομένως [η νεοδημιουργηθείσα αξία είναι] μ + υ = μ + Δμ (μ συν αύξηση του μ)».[4] Είναι, επομένως, η υπεραξία το αποτέλεσμα της αύξησης του μεταβλητού κεφαλαίου => Κ’ = μ + Δμ. Εφόσον, όπως ξέρουμε από το 6ο κεφάλαιο (Σταθερό και Μεταβλητό Κεφάλαιο), η αξία του σ απλώς ξαναεμφανίζεται στο προϊόν, το αξιακό μέγεθος του σ δεν επηρεάζει τη διαδικασία δημιουργίας υπεραξίας, άρα σ = 0, σε κάθε περίπτωση. Οι καπιταλιστές συνηθίζουν να θολώνουν τα νερά: επειδή χάρη στην αύξηση του μεταβαλλόμενου συστατικού του αυξάνει και το συνολικό κεφάλαιο που προκαταβλήθηκε (γίνεται Κ΄), η πραγματική αλλαγή της αξίας και η αναλογία στην οποία αυτή αλλάζει συσκοτίζονται. Ας επαναλάβουμε ότι η αξία του προϊόντος που παίρνουμε δεν ισούται με σ + μ + υ, αλλά με μ + υ. Το ίδιο συμβαίνει στην πράξη και με τον εμπορικό υπολογισμό, όταν π.χ. υπολογίζονται τα κέρδη που έχει μια χώρα από τη βιομηχανία της αφού αφαιρεθούν οι εισαγόμενες πρώτες ύλες. Αυτό,βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν έχει μεγάλη σημασία η σχέση της υπεραξίας και προς το συνολικό προκαταβληθέν κεφάλαιο και όχι μόνο προς το μεταβλητό κεφάλαιο, από το οποίο πηγάζει άμεσα και του οποίου παρασταίνει την αξιακή αλλαγή. Αυτό, όμως, αποτελεί αντικείμενο ανάλυσης στον τρίτο τόμο.

Σε σχέση με το σταθερό κεφάλαιο ο Μαρξ διευκρινίζει ακόμα ότι αποτελεί απλά και μόνο το υλικό, δηλαδή τα μέσα παραγωγής, εντός των οποίων παγιώνεται η ρευστή δύναμη που δημιουργεί αξία. Γι΄ αυτό και δεν μας ενδιαφέρει, από τη στιγμή που εξετάζουμε τη δημιουργία αξίας και την αλλαγή αξίας, ούτε η φύση (αν είναι βαμβάκι ή σίδηρος) ούτε η αξία του υλικού αυτού. «Πρέπει μόνο να υπάρχει σε επαρκή μάζα για να απορροφήσει την ποσότητα της εργασίας που πρόκειται να ξοδευτεί στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας».[5]

Πριν προχωρήσουμε την ανάλυση πρέπει , σε αυτό το σημείο, να κάνουμε μια αναγκαία διευκρίνηση για το μεταβλητό κεφάλαιο. Μπορεί να φαίνεται αταίριαστο –λέει ο Μαρξ– να το πραγματευόμαστε σαν μεταβλητό μέγεθος μιας και στο παράδειγμά μας φαίνεται να είναι ένα σταθερό μέγεθος 90 λιρών, όμως στην πραγματικότητα εμείς στη θέση τους πρέπει να σκεφτόμαστε τη δρώσα εργασιακή δύναμη που αγοράζουν αυτές οι 90 λίρες. Οι εργάτριες ως εξάρτημα της αυτοκίνησης της αξίας παράγουν, και όχι οι λίρες στερλίνες! Οι 90 λίρες επομένως που προορίζονται για μισθούς των εργατριών παρασταίνουν μια καθορισμένη ποσότητα αντικειμενοποιημένης, νεκρής εργασίας, τη θέση της οποίας μέσα στην παραγωγική διαδικασία παίρνει η ζωντανή εργασία και «το αποτέλεσμα είναι η αναπαραγωγή του μ συν μια αύξηση του μ». Αξίζει να παραθέσουμε όλο το σχετικό χωρίο:

[Οι] 90 λίρες στερλίνες ή 90 λίρες στερλίνες μεταβλητό κεφάλαιο αποτελούν εδώ στην πραγματικότητα μόνο ένα σύμβολο για τη διαδικασία την οποία διατρέχει αυτή η αξία. Το τμήμα του κεφαλαίου που προκαταβάλλεται για την αγορά εργασιακής δύναμης είναι ένα ορισμένο ποσό αντικειμενοποιημένης εργασίας, δηλαδή σταθερό αξιακό μέγεθος, όπως η αξία της αγορασμένης εργασιακής δύναμης.[6] Στην ίδια την παραγωγική διαδικασία όμως, στη θέση των προκαταβεβλημένων 90 λιρών στερλινών έρχεται η δρώσα εργασιακή δύναμη, στη θέση της νεκρής εργασίας έρχεται η ζωντανή, στη θέση ενός ακίνητου μεγέθους έρχεται ένα ρευστό μέγεθος, στη θέση μιας σταθεράς έρχεται μια μεταβλητή. Το αποτέλεσμα είναι η αναπαραγωγή του μ συν μια αύξηση του μ. Από τη σκοπιά της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής η συνολική αυτή πορεία είναι αυτοκίνηση της αρχικά σταθερής αξίας που έχει μετατραπεί σε εργασιακή δύναμη. Σ’ αυτήν την αξία καταλογίζεται η διαδικασία και το αποτέλεσμά της. Εάν συνεπώς ο τύπος 90 λίρες στερλίνες μεταβλητό κεφάλαιο ή αυτοαξιοποιούμενη αξία εμφανίζεται αντιφατικός, τότε εκφράζει απλώς μια αντίφαση εγγενή στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή.[7]

Υπολογισμός της υπεραξίας

Εφαρμόζοντας, επομένως, αυτό που δείξαμε παραπάνω θεωρούμε προκαταβληθέν μόνο το μεταβλητό κεφάλαιο, το οποίο αν το αφαιρέσουμε από τη νεοπαραγόμενη αξία θα έχουμε το απόλυτο μέγεθος της υπεραξίας. Δηλαδή: μ + υ = 180 στο παράδειγμά μας => 180 – 90 = 90 λίρες υπεραξία ή αλλιώς Κ’ – Κ = υ = 90.
Το αναλογικό μέγεθος της υπεραξίας εκφράζεται με το κλάσμα υ/μ =  ποσοστό υπεραξίας ή ποσοστό εκμετάλλευσης και καθορίζεται προφανώς από τη σχέση της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο.
Δηλαδή 90/90 = 1 = 100% ο βαθμός εκμετάλλευσης ή το ΠΟΣΟΣΤΟ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ. Ονομάζει, επομένως, ο Μαρξ ποσοστό υπεραξίας αυτή την αναλογική (σχετική) αξιοποίηση του μεταβλητού κεφαλαίου.

Αναγκαίος χρόνος εργασίας – Αναγκαία εργασία

Η εργάτρια στη διάρκεια ενός μέρους της εργασιακής διαδικασίας παράγει μόνο την ημερήσια αξία της εργασιακής της δύναμης Αυτό το μέρος της εργάσιμης μέρας που παράγει την αξία των μέσων συντήρησης της εργάτριας ονομάζει ο Μαρξ αναγκαίο χρόνο εργασίας και την εργασία που ξοδεύτηκε στη διάρκειά του αναγκαία εργασία. Αναγκαία για να αποκτά η εργάτρια τα μέσα που χρειάζεται για την αναπαραγωγή της. Αναγκαία, όμως, και για το κεφάλαιο και τον κόσμο του που στηρίζεται ακριβώς στη διαρκή αναπαραγωγή των εργατών και των εργατριών.

Χρόνος υπερεργασίας – Υπερεργασία

Η δεύτερη περίοδος της εργασιακής διαδικασίας, κατά την οποία ο εργάτης μοχθεί πέρα από τα όρια της αναγκαίας εργασίας, του στοιχίζει βέβαια εργασία, ξόδεμα εργασιακής δύναμης, δεν δημιουργεί όμως αξία γι’ αυτόν. Δημιουργεί υπεραξία που χαμογελάει του κεφαλαιοκράτη με όλες τις χάρες μιας δημιουργίας εκ του μηδενός. Το μέρος αυτό της εργάσιμης ημέρας το ονομάζω χρόνο υπερεργασίας και την εργασία που ξοδεύεται στην διάρκειά του: υπερεργασία (surplus labour). Όσο αποφασιστική σημασία κι αν έχει για την γνώση γενικά της αξίας η κατανόησή της ως απλό πήγμα χρόνου εργασίας, ως απλώς αντικειμενοποιημένη εργασία, άλλο τόσο αποφασιστική σημασία για την γνώση της υπεραξίας έχει η κατανόησή της ως απλό πήγμα χρόνου υπερεργασίας, ως απλώς αντικειμενοποιημένη υπερεργασία. Οι οικονομικοί κοινωνικοί σχηματισμοί, λ.χ. η δουλοκτητική κοινωνία και η κοινωνία της μισθωτής εργασίας, διαφέρουν μεταξύ τους μόνο στην μορφή με την οποία αποσπάται από τον άμεσο παραγωγό, από τον εργάτη, αυτή η υπερεργασία.
Επειδή η αξία του μεταβλητού κεφαλαίου = αξία της εργασιακής δύναμης που αγόρασε αυτό το κεφάλαιο, επειδή η αξία αυτής της εργασιακής δύναμης καθορίζει το αναγκαίο μέρος της εργάσιμης ημέρας, ενώ η υπεραξία με την σειρά της καθορίζεται από το επιπλέον μέρος της εργάσιμης ημέρας, προκύπτει ότι: Η σχέση της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο είναι η ίδια με την σχέση της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία, ή το ποσοστό της υπεραξίας


Και οι δύο αναλογίες εκφράζουν την ίδια σχέση με διαφορετική μορφή, την μια φορά με την μορφή αντικειμενοποιημένης, την άλλη φορά με την μορφή ρευστής εργασίας.
Το ποσοστό της υπεραξίας είναι έτσι η ακριβής έκφραση για τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης από το κεφάλαιο ή του εργάτη από τον κεφαλαιοκράτη.[8]

Τον αναγκαίο χρόνο εργασίας μέσα σε μια δεδομένη εργάσιμη μέρα μπορούμε να τον παραστήσουμε, όπως θα δούμε και στο 8ο κεφάλαιο για την εργάσιμη μέρα, με την γραμμή α – – – – – β.

Η υπερεργασία είναι η προέκταση της εργάσιμης μέρας· αποτελεί μεταβλητό μέγεθος που καθορίζει και το συνολικό μέγεθος της εργάσιμης μέρας. Η γραμμή προέκτασης βγ παρασταίνει τη διάρκεια της υπερεργασίας και ανάλογα με την παράταση της εργασίας (π.χ. 1, 3 ή 6 ώρες) μπορούμε να έχουμε τρεις διαφορετικές εργάσιμες μέρες:

Εργάσιμη ημέρα Ι. α – – – – – – β – γ
Εργάσιμη ημέρα ΙΙ. α – – – – – – β – – – γ
Εργάσιμη ημέρα ΙΙΙ. α – – – – – – β – – – – – – γ

Στην Εργάσιμη ημέρα ΙΙΙ το ποσοστό υπεραξίας είναι 100%.

Εφαρμογή υπολογισμού του ποσοστού υπεραξίας σε ένα παράδειγμα

Έστω ότι έχουμε βαμβάκι αξίας 20 λιρών που θα πουληθεί στην αγορά ως βαμβακερό νήμα αξίας 40 λιρών. Ο καπιταλιστής δίνει για μισθούς των εργατών 5 λίρες και η φθορά των μηχανημάτων, το νοίκι ή η συντήρηση κτιρίων και οι βοηθητικές ύλες (ρεύμα, λάδι για τις μηχανές κλπ) του στοιχίζουν 10 λίρες. Οι εργάτες δουλεύουν 8ωρο και θα δείξουμε εφαρμόζοντας τη συλλογιστική πορεία του Μαρξ ότι ο βαθμός εκμετάλλευσής τους από τον καπιταλιστή ή αλλιώς το ποσοστό υπεραξίας είναι 100%.

Σταθερό κεφάλαιο = πρώτη ύλη + φθορά μηχανημάτων, βοηθ. ύλες κλπ.
Μεταβλητό κεφάλαιο = 5

Άρα Κ = 35, Κ΄= 40 και:

υ = Κ’ Κ = 40 – 35 = 5

Μηδενίζοντας το σταθερό κεφάλαιο πάντα, αφού η αξία του απλώς θα ξαναεμφανιστεί στο προϊόν, έχουμε:

Ποσοστό κέρδους

Από τη στιγμή που ο καπιταλιστής ιδιοποιείται το πλεόνασμα της εργασίας της εργάτριας, η υπεραξία μετατρέπεται σε κέρδος για αυτόν. Το κέρδος είναι η υπεραξία που παρουσιάζεται σαν δημιούργημα όλου του επενδυμένου κεφαλαίου. Την ίδια στιγμή συντελείται και η μετατροπή του ποσοστού υπεραξίας σε ποσοστό κέρδους.

Το ποσοστό του κέρδους δείχνει μόνο το βαθμό της αποδοτικότητας της καπιταλιστικής επιχείρησης, της αποτελεσματικότητας της επένδυσης του κεφαλαίου και στην πραγματικότητα κρύβει την ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Το ποσοστό του κέρδους εκφράζεται με τον λόγο της υπεραξίας προς όλο το επενδυμένο κεφάλαιο, εκφρασμένο επί τοις εκατό. Ο τύπος του είναι:

Ποσοστό κέρδους = υ/σ+μ Χ 100%

Στο παράδειγμα των 500 λιρών του Μαρξ το ποσοστό κέρδους είναι:

Άρα ένα υψηλό ποσοστό εκμετάλλευσης δεν συνεπάγεται ένα υψηλό ποσοστό κέρδους. Για την ακρίβεια το ποσοστό του κέρδους είναι πάντα μικρότερο από το αντίστοιχο της υπεραξίας. Φυσικά, στους πραγματικούς υπολογισμούς δεν θα ήταν επιχειρηματικά σωστό να μετράει ο καπιταλιστής μόνο το επενδυτικό χρηματικό κόστος αλλά θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη π.χ και τους φόρους επί των κερδών, κάτι που ο Μαρξ εδώ για λόγους αφαίρεσης δεν το κάνει.

Άρα στην πραγματικότητα,το ποσοστό κέρδους ισούται με:

Αυτή η ανεστραμμένη κατάσταση δίνει το δικαίωμα στους καπιταλιστές να κλαίγονται για τα χαμηλά ποσοστά του κέρδους τους, όταν εμείς διαμαρτυρόμαστε για το υψηλό ποσοστό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης. Από την άλλη, οι ίδιοι οι καπιταλιστές είναι υποταγμένοι στη δύναμη του ποσοστού κέρδους. Όταν επενδύουν τα λεφτά τους σε ένα τομέα δεν μπορούν, φυσικά, να επιλέξουν με βάση το ποσοστό υπεραξίας, για το οποίο άλλωστε κανένας ποτέ δεν ερευνά ούτε μιλά δημόσια γι’ αυτό, αφού αυτό θα σήμαινε αυτόματα και την παραδοχή ότι οι εργάτες δουλεύουν τζάμπα ένα διάστημα της εργάσιμης μέρας τους για τα αφεντικά. Κι αυτός ακριβώς είναι εδώ ο σκοπός του Μαρξ: επιμένει στην ανάλυση αυτού του είδους για να φωτίσει από την πλευρά των εργαζομένων αυτό που συμβαίνει στην παραγωγική διαδικασία, αυτό δηλαδή που οι καπιταλιστές προτιμούν να κρύψουν ή να συγκαλύψουν.

Οι καπιταλιστές «επιλέγουν», λοιπόν, να διαθέτουν τα κεφάλαιά τους ανάλογα με το πόσο υψηλό είναι το ποσοστό κέρδους σε ένα τομέα. Βέβαια αυτό δεν οδηγεί οπωσδήποτε σε σωστές επιλογές σε σχέση με τη μεγιστοποίηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας που είναι ο παράγοντας κλειδί για τον οποίο θα έπρεπε ουσιαστικά να ενδιαφέρονται οι καπιταλιστές. Στην πραγματικότητα αυτή είναι μια παγίδα που τους στήνει ο φετιχισμός του κεφαλαίου και που ακόμα κι αν την αντιλαμβάνονταν δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα γι αυτό, αφού είναι δέσμιοι τόσο του ανταγωνισμού όσο και της ιδεολογίας που τους αναγκάζει να παίρνουν τις αποφάσεις τους στη βάση του ποσοστού κέρδους και όχι στη βάση του βαθμού εκμετάλλευσης. Εξάλλου οι τράπεζες δανείζουν στους καπιταλιστές κεφάλαια αποφασίζοντας με βάση το ποσοστό κέρδους και αγνοούν εντελώς το ποσοστό υπεραξίας!

Το πιο ενδιαφέρον ζήτημα, επομένως, σε αυτό το κεφάλαιο αφορά ακριβώς σε αυτή τη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά ποσοστά:

Το ποσοστό υπεραξίας ή ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης ενδιαφέρει ιδιαίτερα το προλεταριάτο αφού αποτελεί ένα μέγεθος που παρασταίνει την απλήρωτη εργασιακή δύναμη που ρουφάει το κεφάλαιο από τον εργάτη. Είναι η ίδια μας η ζωή που ξοδεύεται μέρα μπαίνει-μέρα βγαίνει, ενώ παράγουμε προϊόν που οικειοποιείται ο καπιταλιστής, οπότε είναι λογικό να μας ενδιαφέρει να μετρήσουμε την ποσότητα του χρόνου εργασίας που δαπανούμε όχι για τους εαυτούς μας αλλά για τα αφεντικά μας.

Το ποσοστό απόσπασης υπεραξίας συγκρίνει τον αναγκαίο χρόνο εργασίας με τον χρόνο υπερεργασίας και μετράει την υπεραξία με όρους εργασίας των εργατών και των εργατριών ως σύνολο. Παίρνουμε, έτσι, μια ιδέα για το ποιο είναι το ποσοστό της εργάσιμης ημέρας ενός μισθωτού που παραχωρείται στον καπιταλιστή και ποιο το ποσοστό που ξοδεύεται για την αυτό-αναπαραγωγή του, δηλαδή για την αναπαραγωγή της αξίας της εργασιακής δύναμης. Αυτό είναι το ζήτημα από την οπτική γωνία των εργατριών μιας και αυτό που διακυβεύεται είναι ο εργάσιμος χρόνος και η κατανομή του. Είναι σαφές ότι όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό υπεραξίας τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό της εργάσιμης ημέρας που ιδιοποιείται ο καπιταλιστής και τόσο λιγότερο δουλεύουν οι εργάτριες για τον εαυτό τους. Όσο μεγαλύτερος ο παρανομαστής, δηλαδή το μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή οι μισθοί, τόσο μικρότερο το ποσοστό της υπεραξίας, π.χ. 45/90 = 1/2 = 50%, ενώ το αντίστροφο (χαμηλοί μισθοί) μας δίνει ποσοστό υπεραξίας ίσο με:  90/45 = 2 = 200%!

Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι όλα αυτά τα ποσοστά παίρνουν σάρκα και οστά μέσα στην παραγωγή και φυσικά δεν υπάρχει τρόπος να τα παρατηρήσει κανείς την ώρα που διαμορφώνονται. Δεν μπορεί κανείς να διαχωρίσει τις στιγμές που ο εργάτης παράγει ποσοστό κέρδους από τις στιγμές που παράγει ποσοστό υπεραξίας κι ούτε χτυπά ένα καμπανάκι κάποια στιγμή της εργάσιμης μέρας, όταν οι εργάτες θα έχουν αναπαραγάγει την αξία της εργασιακής τους δύναμης, ώστε να καταλάβουν ότι από εκεί και πέρα δίνουν το χρόνο και την εργασιακή τους δύναμη δωρεάν στον καπιταλιστή ή αλλιώς ότι παράγουν υπεραξία. Η εργασιακή διαδικασία είναι μια συνεχόμενη διαδικασία που καταλήγει σε ένα εμπόρευμα Κ΄ του οποίου η συνολική αξία αποτελείται από σ + μ + υ.

Το ποσοστό κέρδους, από την άλλη πλευρά, που μετράει την υπεραξία σε σχέση με την συνολική κεφαλαιουχική δαπάνη, είναι ένα μέτρο που κυρίως ενδιαφέρει τους καπιταλιστές, στο βαθμό που μετρά πόσα κερδίζουν σε σχέση με το πόσα είχαν επενδύσει αρχικά. Για τον καπιταλιστή έχει επίσης ενδιαφέρον το μεταβλητό κεφάλαιο, αλλά μόνο σαν ένα κόστος ανάμεσα στα άλλα (κόστος αγοράς ή συντήρησης εξοπλισμού, πρώτων υλών κλπ). Το ποσοστό του κέρδους, μολονότι εκφράζεται σε όρους αξίας, είναι μια καλή πρώτη προσέγγιση για τον πραγματικό υπολογισμό των ποσοστών κέρδους των επιχειρήσεων και ως εκ τούτου εκφράζει την καπιταλιστική άποψη.

Η δυναμική σχέση αναγκαίας εργασίας και υπερεργασίας

Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα που τίθεται εδώ, όχι από τον Μαρξ, αλλά από τον Χάρρυ Κλήβερ, και το οποίο αξίζει να το εξετάσει κανείς, είναι η σχέση ανάμεσα στο χρόνο αναγκαίας εργασίας και το χρόνο υπερεργασίας, ιδωμένη σε μια δυναμική, ιστορική βάση. Το προϊόν, ας πούμε, της σημερινής υπερεργασίας δεν θα επενδυθεί αύριο με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, πράγμα το οποίο συνεπάγεται και την αύξηση της παραγωγικότητας της αναγκαίας εργασίας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου;

Και αν μια τέτοια επένδυση είναι όντως αναγκαία για την αύξηση της παραγωγικότητας, έχει κανένα νόημα να μιλάμε για «υπερεργασία»; Δεν θα έπρεπε η διάκριση να γίνεται μάλλον ανάμεσα σε σημερινή αναγκαία εργασία και μελλοντική αναγκαία εργασία; Αυτά τα ερωτήματα μας γυρίζουν πίσω στο θέμα του τι είναι «αναγκαίο» σχετικά με την αναγκαία εργασία, ένα θέμα που τέθηκε για πρώτη φορά στο 4ο κεφάλαιο («Αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης») και το οποίο απαιτεί μια πιο σύνθετη απάντηση από αυτήν που μας δίνει ο Μαρξ, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης και να πάμε πέρα ​​από μια στατική αντίληψη των κοινωνικών αναγκών και της έννοιας της εκμετάλλευσης..

Είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ εξετάζει την έννοια της αναγκαίας εργασίας στατικά στο τρίτο μέρος του βιβλίου και μόνο στο 10ο κεφάλαιο («Η έννοια της σχετικής υπεραξίας») αρχίζει να αντιμετωπίζει αυτό το ζήτημα ιστορικά. Θα μπορούσαμε όμως να το δούμε με ευρύτερους δυναμικούς όρους από τώρα.

Όπως έχουμε πει πολλές φορές μέχρι τώρα, αναγκαία είναι εκείνη η εργασία που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Είναι η εργασία που δαπανάται για την παραγωγή των μέσων διαβίωσης που αγοράζονται ως εμπορεύματα με τον μισθό (ή με άλλες μορφές πληρωμής για την παραγωγική κατανάλωση της εργασιακής δύναμης). Η καπιταλιστική λογιστική αποκλείει από αυτήν την έννοια την οικιακή εργασία, τη σχολική εργασία, τη θεραπεία, την αναψυχή κλπ., δραστηριότητες για τις οποίες δεν καταβάλλεται μισθός,αλλά οι οποίες είναι «αναγκαίες» για την «ατομική κατανάλωση» των μέσων συντήρησης. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι απαιτείται πολύ περισσότερη «αναγκαία εργασία» από αυτήν που εμφανίζεται στον μισθό.

Ο Μαρξ αντιπαραθέτει την ποσότητα υπερεργασίας (υ) στην ποσότητα αναγκαίας εργασίας (μ), δηλαδή υ/μ΄ βλέποντας την υπερεργασία κυρίως από την άποψη της εργασίας που παράγει τα μέσα παραγωγής που αγοράζονται από τους καπιταλιστές με τα κέρδη τους. Αλλά, αν λάβουμε υπόψη ότι όχι μόνο η αύξηση της παραγωγής αλλά και η αύξηση της κατανάλωσης έχει ως προαπαιτούμενο τη δημιουργία νέων μέσων παραγωγής και νέων μέσων κατανάλωσης, τότε τουλάχιστον ένα μέρος της υπερεργασίας φαίνεται να είναι «αναγκαίο» για τη μελλοντική κοινωνική αναπαραγωγή. Στην περίπτωση αυτή, η σχέση μεταξύ αναγκαίας εργασίας και υπερεργασίας πρέπει να επαναπροσδιοριστεί με όρους εξάρτησης της μίας από την άλλη· δηλαδή, εάν η υπερεργασία σήμερα αποσκοπεί στην αύξηση της «ατομικής κατανάλωσης» αύριο,τότε μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαία, αλλά εάν η κατανάλωση υπάγεται στο πλεόνασμα/υπερεργασία (το οποίο χρηματοδοτεί την αέναη επιβολή της εργασίας), τότε αυτή η υπερεργασία/ πλεόνασμα δεν είναι καθόλου «αναγκαία» από τη σκοπιά των εργαζομένων.

2. Παράσταση της αξίας του προϊόντος σε αναλογικά μέρη του προϊόντος

Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου ο Μαρξ επιδιώκει να δείξει πώς τα διαφορετικά αξιακά στοιχεία του προϊόντος: σταθερό, μεταβλητό κεφάλαιο και υπεραξία, δύνανται να παρασταθούν σε αναλογικά μέρη του προϊόντος. Δηλαδή ότι μπορούμε να υπολογίσουμε πόσες ώρες δουλειάς, πόσες λίβρες τελικού προϊόντος και ποιο χρηματικό ποσό αντιστοιχεί στα τρία αυτά αξιακά στοιχεία. Προχωράει επομένως σε μια «διάσπαση» του τελικού προϊόντος σε:

  1. μια ποσότητά του που αντιπροσωπεύει μόνο την εργασία που περιέχεται ήδη στα μέσα παραγωγής ή το σταθερό μέρος του κεφαλαίου,
  2. μια άλλη ποσότητα που αντιπροσωπεύει μόνο την αναγκαία εργασία ή το μεταβλητό κεφάλαιο που έχει προστεθεί στην διαδικασία παραγωγής και
  3. μια τελευταία ποσότητα προϊόντος που αντιπροσωπεύει μόνο την υπερεργασία ή την υπεραξία που έχει προστεθεί κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας.

Είναι δυνατή όμως μια τέτοια διάσπαση; Και τι χρησιμότητα μπορεί να έχει ένας τέτοιος διαχωρισμός; Ο ίδιος θεωρεί πάντως πως είναι μεγάλης σπουδαιότητας ζήτημα να μπει κανείς στον κόπο μιας τέτοιας διαδικασίας, δηλαδή να εισχωρήσει κανείς στον τρόπο σκέψης του καπιταλιστή, για να μπορέσει να προχωρήσει πέρα από τον φετιχισμό της αγοράς.

Ας πιάσουμε, όμως, το παράδειγμά του και ας ακολουθήσουμε το νήμα της σκέψης του:

Σε μια κλωστική παραγωγική διαδικασία, προϋποτίθεται ότι το ποσοστό υπεραξίας είναι 100% και ότι επομένως σε μια δεδομένη 12ωρη εργάσιμη μέρα οι 6 ώρες είναι αναγκαία εργασία και οι άλλες 6 ώρες είναι υπερεργασία. Το τελικό προϊόν είναι 20 λίβρες [ή 7,5 κιλά] βαμβακερό νήμα αξίας 30 σελινιών [ή 1,5 λίρα στερλίνα]. Αυτό περιέχει τα ακόλουθα αξιακά στοιχεία:

Αυτές οι αξίες των 24, 3 και 3 σελινιών μπορούν να παρασταθούν αντίστοιχα με 16, 2 και 2 λίβρες βαμβακερό νήμα.

Υπό την καπιταλιστική οπτική, οι 16 λίβρες νήμα που αντιστοιχούν σε 9,5 ώρες εργασίας, αντιπροσωπεύουν μόνο το σταθερό κεφάλαιο και ως εκ τούτου «δεν περιέχουν σ’ αυτή τη σχέση καμία κλωστική εργασία, καμία εργασία που να απορροφήθηκε κατά τη διάρκεια της κλωστικής διαδικασίας. Είναι σα νάχουν μετατραπεί σε νήμα χωρίς κλώσιμο και σα νάταν καθαρό ψέμα και πλάνη η νημάτινη μορφή τους».[9] Και πράγματι ο καπιταλιστής δεν βλέπει σε αυτές τις 16 λίβρες παρά μόνο μεταμφιεσμένη πρώτη ύλη, εργαλεία/μηχανές και βοηθητικές ύλες (βαμβάκι, αδράχτια, κάρβουνο κλπ., στην περίπτωση του παραδείγματος του Μαρξ).

Συνεχίζοντας στην ίδια καπιταλιστική λογική, σύμφωνα με την οποία μπορούμε να διασπάμε το προϊόν στα συστατικά μέρη της αξίας του που διαφέρουν κατά τη λειτουργία και την έννοιά τους και να τα παρασταίνουμε σε αναλογικά μέρη του ίδιου του προϊόντος, από τις 4 λίβρες νήμα που απομένουν οι 2 παρασταίνουν μόνο την αξία που αναπληρώνει την καταναλωμένη εργασιακή δύναμη, δηλαδή το μεταβλητό κεφάλαιο των 3 σελινιών και οι άλλες 2 μόνο την υπεραξία των τελευταίων 3 σελινιών.

Έτσι, οι υπόλοιπες 4 λίβρες νήμα –στις οποίες έχει περιοριστεί η κλωστική εργασία που ενσωματώθηκε στις 20 λίβρες νήμα– είναι σαν να έχουν γίνει στον κοπανιστό αέρα ή σαν τις υπόλοιπες 2,5 ώρες εργασίας που αντιστοιχούν στα 2/10 του 12ωρου και του προϊόντος οι εργάτριες να έκλωθαν με βαμβάκι και με αδράχτια που είναι δεδομένα εκ φύσεως, χωρίς προσθήκη ανθρώπινης εργασίας, και ως εκ τούτου δεν προσθέτουν καμιά αξία στο προϊόν. «Λογικό» συμπέρασμα, αφού σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό ό,τι από την αξία των καταναλωμένων μέσων εργασίας και πρώτων υλών περιέχεται στο προϊόν, έχει κιόλας εξαχθεί από αυτά κι έχει ενσωματωθεί στις πρώτες 16 λίβρες κατά τη διάρκεια των πρώτων 9,5 ωρών εργασίας!

Αυτός ο τρόπος υπολογισμού, μας λέει ο Μαρξ, χρησιμεύει στους άγγλους εργοστασιάρχες για οικιακή χρήση· και πράγματι πιστεύουν ότι οι εργάτριες στα 2/3 της εργάσιμης ημέρας, το πρώτο 8ωρο, ξεπληρώνουν όσα αυτοί ξόδεψαν για το βαμβάκι τους, την επόμενη 1,5 ώρα αναπληρώνουν ή παράγουν την αξία των φθαρμένων μέσων παραγωγής, την επόμενη 1,5 παράγουν την αξία του μισθού τους και μόνο την «πολυθρύλητη “τελευταία ώρα” την αφιερώνουν στον εργοστασιάρχη, στην παραγωγή υπεραξίας».[10]

«Βλέπουμε ότι [ενώ] ο μαθηματικός τύπος είναι σωστός, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ο πρώτος τύπος, μετατιθέμενος από το χώρο, όπου τα μέρη του προϊόντος βρίσκονται έτοιμα το ένα δίπλα στο άλλο, στο χρόνο όπου ακολουθούν το ένα το άλλο».[11] Ο Μαρξ, επομένως, διατυπώνοντας αυτόν τον τύπο ισχυρίζεται στην πραγματικότητα ότι η αστική τάξη έχει παραγάγει μεν αρκετά καλή επιστήμη από τη σκοπιά της αγοράς, αλλά δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί πώς λειτουργεί το σύστημα από την σκοπιά της εργασιακής/αξιοποιητικής διαδικασίας και στο βαθμό που το αντιλαμβάνεται, εκείνο που επιδιώκει είναι να το αποκρύψει. Οι καπιταλιστές έχουν εύλογα συμφέρον να μας «παραμυθιάζουν» ότι η εργασία μας αποτελεί απλώς έναν από τους «συντελεστές παραγωγής» και ότι αποτελεί το δικό μας «μερίδιο συμβολής», για το οποίο «ανταμειβόμαστε δίκαια», σύμφωνα με το τρέχον επίπεδο μισθών. Προφανώς, δεν μπορούν και δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι ο «συντελεστής» εργασία αποτελεί τη ρευστή, δημιουργική φλόγα που δίνει μορφή στο αντικείμενο εργασίας και μεταμορφώνει τη φύση, πράγμα που βρίσκεται στην καρδιά κάθε ιστορικά καθορισμένης παραγωγικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της καπιταλιστικής. Κανείς μας, φυσικά, δεν μπορεί να φανταστεί τους καπιταλιστές να παινεύουν τους εργάτες και τις εργάτριες για όλη την αξία που παράγουν, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η υπεραξία που στηρίζει τα κέρδη τους. Γιατί οι εργάτριες με καμία δύναμη δεν παράγουν διασπασμένα το προϊόν, όπως λανθασμένα δείχνει η καπιταλιστική χρήση του παραπάνω τύπου. Αντίθετα, μέσα στο ίδιο λεπτό αναπληρώνουν την φθορά της μηχανής, την αξία της πρώτης ύλης και παράγουν την αξία της καταναλωμένης εργασιακής δύναμης και τέλος το ίδιο αυτό λεπτό παράγουν και την πρόσθετη αξία. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αν δεν μεσολαβούσε η δική τους ζωοδότρα εργασιακή δύναμη, πρώτες ύλες και μηχανές θα έμεναν να κείτονται νεκρές, ανίκανες να μεταδώσουν την ίδια την αξία τους, πόσο μάλλον να «παράγουν» οποιαδήποτε ποσότητα υπεραξίας, όπως εξακολουθούν να φαντασιώνονται οι οικονομολόγοι της αστικής τάξης.[12]

Ο λόγος που ο Μαρξ μας προσκαλεί να παρακολουθήσουμε μαζί του αυτήν τη διεξοδικότατη σπαζοκεφαλιά-ανάλυση του αξιακού προϊόντος στα υλικά συστατικά του μέρη και σε μέρη του χρόνου που δαπανήθηκε για την παραγωγή του (πέρα, βέβαια, από το να καταλήξουμε με μεθοδικό τρόπο στις παραπάνω διαπιστώσεις) αποκαλύπτεται στο τρίτο τμήμα αυτού του κεφαλαίου. Σε αυτό, όπως θα δούμε, ο Μαρξ ασκεί οξεία κριτική σε έναν σύγχρονό του υπερασπιστή των καπιταλιστικών συμφερόντων που μεταχειρίζεται μια συλλογιστική σαν αυτή που εκθέσαμε μέχρι εδώ για να υπερασπίσει τα καπιταλιστικά κέρδη και σε αυτή την επιχειρηματολογία αναφέρεται όταν μιλάει κοροϊδευτικά για την «πολυθρύλητη τελευταία ώρα».

3. Η «τελευταία ώρα» του Senior

Στα 1836 ο καθηγητής οικονομικών της Οξφόρδης Nassau Senior και με αφορμή τους ονομαζόμενους Factory Acts (Νόμοι περί Εργοστασίων, που αφορούσαν τη μείωση της εργάσιμης ημέρας, στη συγκεκριμένη περίπτωση για άτομα κάτω των 18 ετών σε 11½ ώρες ημερησίως, 12 ώρες τις πέντε πρώτες μέρες της εβδομάδας και 9 το Σάββατο), εξέδωσε ένα φυλλάδιο στο οποίο προσπαθούσε, κάνοντας μια χυδαία οικονομική ανάλυση, να αποδείξει πως η περαιτέρω μείωση της εργάσιμης ημέρας κατά μία ώρα θα εξαφάνιζε, θα εκμηδένιζε το καθαρό κέρδος των καπιταλιστών.

Χονδρικά η ανάλυση του Senior έχει ως εξής: Αν υποθέσουμε πως ένας εργοστασιάρχης προκαταβάλλει 100.000 λίρες (80.000 για εργοστασιακά κτήρια και μηχανές (σ) και 20.000 για πρώτες ύλες και μισθό (μ) –εδώ ο Senior πράττει το πρώτο σφάλμα υπολογίζοντας τις πρώτες ύλες στο μεταβλητό κεφάλαιο (μ)– και αν προϋποθέσουμε πως το κεφάλαιο έχει έναν ετήσιο κύκλο εργασιών, όπου το ακαθάριστο κέρδος του ανέρχεται σε 15%, θα πρέπει ο ετήσιος τζίρος του εργοστασίου να ανέρχεται σε εμπορεύματα αξίας 115.000 λιρών.

Ο εργοστασιάρχης απασχολεί καθημερινά τους εργάτες 11½ ή 23/2 ώρες [23 ημίωρα]. Όπως η μεμονωμένη εργάσιμη μέρα, έτσι και η ετήσια εργασία αποτελείται από 11½ ή 23/2 ώρες, πολλαπλασιασμένες με τον αριθμό των εργάσιμων ημερών στη διάρκεια του έτους. Με αυτή την προϋπόθεση, οι 23/2 εργάσιμες ώρες παράγουν το ετήσιο προϊόν των 115.000 λιρών στερλινών· το ½ της εργάσιμης ώρας παράγει 1/23 x 115.000 λίρες στερλίνες· τα 20/2 των εργάσιμων ωρών παράγουν 20/23 x 115.000 λίρες στερλίνες = 100.000 λίρες στερλίνες, δηλαδή αναπληρώνουν απλώς το προκαταβεβλημένο κεφάλαιο. Απομένουν 3/23 εργάσιμες ώρες οι οποίες παράγουν 3/23 x 115.000 λίρες στερλίνες = 15.000, δηλαδή το ακαθάριστο κέρδος. Από αυτά τα 3/2 των εργάσιμων ωρών το ½ της εργάσιμης ώρας παράγει 1/23 x 115.000 λίρες στερλίνες = 5.000 λίρες στερλίνες, δηλαδή παράγει μόνο την αναπλήρωση για την φθορά του εργοστασίου και των μηχανών. Οι δύο τελευταίες μισές εργάσιμες ώρες, δηλαδή η τελευταία εργάσιμη ώρα, παράγει 2/23 x 115.000 λίρες στερλίνες = 10.000 λίρες στερλίνες, δηλαδή το καθαρό κέρδος.[13]

Συνοπτικά: παράγονται στις 20/23 ώρες (10 ώρες) 100.000 λίρες, δηλαδή το προκαταβεβλημένο κεφάλαιο. Οι 3/23 ώρες (1½ ώρα) αντιστοιχούν στο ακαθάριστο κέρδος, απ’ τις οποίες η 1/23 ώρα (½ ώρα) παράγει 5.000 λίρες, ποσό που αντιστοιχεί στη φθορά του εργοστασίου και των μηχανών και οι 2/23 ώρες (1 τελευταία ώρα) παράγει 10.000 λίρες, που αντιστοιχούν στο καθαρό κέρδος του καπιταλιστή. Ο Senior ισχυριζόταν πως η μείωση της εργάσιμης ημέρας στο 10ωρο θα εκμηδένιζε το καθαρό κέρδος του καπιταλιστή, ενώ αντίθετα η αύξηση των ωρών εργασίας κατά 1½ ώρα, δηλαδή στις 13, θα το υπερδιπλασίαζε.

Ο Μαρξ αποδομεί το επιχείρημα του Senior κάνοντας αρχικά την παρατήρηση πως ο καθηγητής της Οξφόρδης συμπεριλαμβάνει στο μεταβλητό κεφάλαιο και τις πρώτες ύλες. Ένα δεύτερο σημείο ως προς το οποίο ο Μαρξ διαφοροποιείται από τους οικονομολόγους της εποχής του είναι πως δεν συμπεριλαμβάνει στο κέρδος, «στο ακαθάριστο ή στο καθαρό, στο ακάθαρτο ή στο παστρικό»,[14] την αναπλήρωση της φθοράς των μηχανημάτων. Κατόπιν σημειώνει πως, αν μειωθεί η εργάσιμη ημέρα, ταυτόχρονα θα μειωθεί η καθημερινή ανάλωση βαμβακιού, μηχανών κλπ. με αποτέλεσμα ο καπιταλιστής ό,τι χάνει από την μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης να το κερδίζει από οικονομία σε σταθερό κεφάλαιο (μηχανές και φθορά). Η βασική όμως επιχειρηματολογία του Μαρξ αναπτύσσεται στη συνέχεια και είναι η εξής:

Σύμφωνα με τα στοιχεία σας [τα στοιχεία των εργοστασιαρχών και του κ. Senior] ο εργάτης την προτελευταία ώρα παράγει το μισθό της εργασίας του και την τελευταία την υπεραξία σας ή το καθαρό κέρδος σας. Εφόσον ο εργάτης παράγει ίσες αξίες σε ίσα χρονικά διαστήματα, το προϊόν της προτελευταίας ώρας έχει την ίδια αξία με εκείνο της τελευταίας. Επιπλέον παράγει αξία μόνο εφόσον ξοδεύει εργασία, και η ποσότητα της εργασίας του μετράται από τον εργάσιμο χρόνο του. Ο χρόνος αυτός ανέρχεται, σύμφωνα με τα στοιχεία σας, σε 11½ ώρες την ημέρα… Καθώς, όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία, ο μισθός του και η υπεραξία που παράγει είναι ισομεγέθεις αξίες, παράγει προφανώς τον εργατικό μισθό του σε 5¾ ώρες και το καθαρό κέρδος σε άλλες 5¾ ώρες… Πώς μπορεί λοιπόν ο κλώστης σε μία εργάσιμη ώρα να παράγει μια νηματώδη αξία που παρασταίνει 5¾ εργάσιμες ώρες; Στην πραγματικότητα δεν πράττει διόλου ένα τέτοιο θαύμα. Αυτό που παράγει ως αξία χρήσης σε μία εργάσιμη ώρα είναι μια ορισμένη ποσότητα νήματος. Η αξία αυτού του νήματος μετράται σε 5¾ εργάσιμες ώρες, από τις οποίες 4¾ είναι εμπηγμένες χωρίς τη σύμπραξή του στα ανά ώρα καταναλωμένα μέσα παραγωγής, σε βαμβάκι, μηχανήματα, κλπ, τα δε 4/4 ή η μία ώρα έχουν προστεθεί από τον ίδιο. Εφόσον λοιπόν ο εργατικός μισθός του παράγεται σε 5¾ ώρες και το νηματώδες προϊόν μίας ώρας κλωσίματος περιέχει επίσης 5¾ εργάσιμες ώρες, δεν αποτελεί διόλου κάποιο μαγικό κόλπο το ότι το αξιακό προϊόν των 5¾ ωρών κλωσίματός του είναι ίσο με την αξία των προϊόντων μιας ώρας κλωσίματος… Δεδομένου ότι η εργασία του παράγει νήμα με βαμβάκι και με αδράχτι… η αξία του βαμβακιού και του αδραχτιού περνάει εξ ιδίων στο νήμα. Αυτό οφείλεται στην ποιότητα της εργασίας και όχι στην ποσότητά της. Βεβαίως, σε μία ώρα θα μεταβιβάσει περισσότερη αξία βαμβακιού κλπ. σε νήμα απ’ ό,τι σε ½ ώρα, αλλά μόνο επειδή σε μία ώρα κλώθει περισσότερο βαμβάκι απ’ ό,τι σε ½. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν: Η διατύπωσή σας ότι ο εργάτης παράγει στην προτελευταία ώρα την αξία του εργατικού μισθού του και στην τελευταία το καθαρό κέρδος δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το ότι στο νηματώδες προϊόν δύο ωρών της εργάσιμης ημέρας του, είτε βρίσκονται στην αρχή είτε στο τέλος, ενσαρκώνονται 11½ εργάσιμες ώρες, ακριβώς τόσες ώρες όσες έχει η συνολική εργάσιμη ημέρα του. Και η διατύπωση ότι στις πρώτες 5¾ ώρες παράγει τον εργατικό μισθό του και στις τελευταίες 5¾ το καθαρό κέρδος σας δεν σημαίνει πάλι τίποτε άλλο από το ότι πληρώνετε τις πρώτες 5¾ ώρες και δεν πληρώνετε τις τελευταίες 5¾ ώρες… Αν συγκρίνετε, κύριοι, τη σχέση του εργάσιμου χρόνου τον οποίο πληρώνετε προς τον εργάσιμο χρόνο που δεν πληρώνετε, τότε θα βρείτε ότι είναι μισή μέρα προς μισή μέρα, δηλαδή 100%, πράγμα που είναι βεβαίως ένα σεβαστό ποσοστό.[15]

Τέλος, ο Μαρξ αποδεικνύει πως αφενός η αύξηση της εργάσιμης ημέρας από 11½ σε 13 ώρες, με τους μισθούς σταθερούς, θα αύξαινε το ποσοστό της υπεραξίας από 100% σε 126% (και σίγουρα όχι πάνω από 200%, όπως υπολόγιζε ο Senior), αφετέρου πως η μείωση της εργάσιμης ημέρας από 11½ σε 10½ ώρες θα απέφερε, με όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς, ποσοστό υπεραξίας 82% και σίγουρα δεν θα άφηνε τον καπιταλιστή στερημένο από καθαρό κέρδος. Και κλείνει δηκτικά: «Όταν κάποτε σημάνει πραγματικά η “τελευταία ώρα” σας, θυμηθείτε τον καθηγητή της Οξφόρδης».[16]

4. Το υπερπροϊόν

Το υπερπροϊόν είναι το τμήμα του προϊόντος στο οποίο παρασταίνεται η υπεραξία, δηλαδή η υπεραξία ως προϊόν. Είπαμε ότι το ποσοστό της υπεραξίας καθορίζεται από τη σχέση της με το μεταβλητό συστατικό του κεφαλαίου. Αναλόγως, το ύψος του υπερπροϊόντος καθορίζεται από τη σχέση του προς το τμήμα του προϊόντος στο οποίο παρασταίνεται η αναγκαία εργασία. Ο βαθμός ανάπτυξης του εμπορευματικού πλούτου δεν μετράται με το απόλυτο μέγεθος του προϊόντος, αλλά με το σχετικό μέγεθος του υπερπροϊόντος.

Το άθροισμα της αναγκαίας εργασίας και της υπερεργασίας ισούται με την εργάσιμη ημέρα, το απόλυτο μέγεθος του εργάσιμου χρόνου του εργάτη.

 

[1] Το 17ο μάθημα βασίστηκε επίσης, εκτός από το έβδομο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, στο A Companion to Marx’s Capital του Ντέιβιντ Χάρβευ και στο Reading Capital Politically του Χάρρυ Κλήβερ.
[2] «Δημιουργία αξίας» θα πει μετατροπή εργατικής δύναμης σε εργασία, σημειώνει λακωνικά ο Γερμανός επαναστάτης στην υποσημείωση της σελίδας 227 του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου.
[3] Ό.π., σελ. 225.
[4] Ό.π., σελ. 226.
[5] Ό.π., σελ. 227.
[6] Σε αυτό το 7ο κεφάλαιο, το μεταβλητό κεφάλαιο θεωρείται προκαταβληθέν. Στην πραγματικότητα, βέβαια, όπως ήδη έχει αποδειχτεί στο 4ο κεφάλαιο, αλλά και όπως γνωρίζουμε όλοι ως εργαζόμενοι, εμείς προσφέρουμε πρώτα την εργασία μας –την προκαταβάλλουμε– και μετά μας πληρώνει το αφεντικό, ενώ το αντίθετο: να μας πληρώνουν τα αφεντικά πριν τη δουλειά δεν συμβαίνει ασφαλώς ποτέ! Ο Μαρξ αναγκάζεται εδώ να χρησιμοποιήσει την συνηθισμένη οικονομική γλώσσα συμβατικά.
[7] Ό.π., σελ. 226.
[8] Ό.π., σελ. 229-230.
[9] Ό.π., σελ. 233.
[10] Ό.π., σελ. 235.
[11] Ό.π.
[12] Δεν αστειευόμαστε. 150 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του Κεφαλαίου, οι νεοκλασσικοί φωστήρες της οικονομικής επιστήμης, οι νέοι Say του συστήματος, εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι η θεωρία του Μαρξ πως μόνο η εργασία μπορεί να διατηρήσει, να μεταφέρει και να δημιουργήσει αξία είναι λανθασμένη και ότι η υπεραξία –ή μάλλον το κέρδος, στην ορολογία τους– μπορεί να προέλθει από οποιονδήποτε «συντελεστή παραγωγής» (π.χ. μηχανές, γη κλπ.)!
[13] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 236, προσθήκη στην υποσημείωση 32, όπου ο Μαρξ συνοψίζει τα επιχειρήματα του Senior στη δική του γλώσσα. Ας πούμε πάντως ότι, κατά ειρωνικό και στρεβλό τρόπο, ο Senior επιβεβαιώνει τον μαρξικό ορισμό της αξίας ως κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας και τη σημασία που έχει για τα καπιταλιστικά κέρδη ο έλεγχος του εργάσιμου χρόνου των εργατριών.
[14] Ό.π., σελ. 236, υποσημείωση 32.
[15] Ό.π., σελ. 237-238.
[16] Ό.π., σελ. 240.

 

You may also like...

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *