18ο μάθημα: Η εργάσιμη μέρα: τα όρια της εργάσιμης ημέρας και η βουλιμία για υπερεργασία

18a

18o MAΘHMA

H EPΓAΣIMH MEPA: TA OPIA THΣ EPΓAΣIMHΣ MEPAΣ KAI H BOYΛIMIA ΓIA YΠEPEPΓAΣIA

Γενικές παρατηρήσεις

Μέγεθος της αξίας = μέσος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας. Άρα, χρόνος. Το κεφάλαιο προσπαθεί να κυριαρχήσει όχι μόνο πάνω στο διαθέσιμο χρόνο του προλεταριάτου και τους χρόνους της οργάνωσης της εργασίας αλλά και στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Ο χρόνος θεωρείται φυσικό φαινόμενο, αλλά ο Μαρξ δείχνει ότι η αίσθηση του χρόνου είναι κοινωνική κατασκευή. Ο καπιταλισμός δημιουργεί την «εργάσιμη μέρα». Εργάσιμος χρόνος σημαίνει πειθαρχία, πειθαρχία που αφορά την παραγωγή αξίας. Μόνο στον καπιταλισμό εμφανίζεται η αναγκαιότητα να οριστεί ο χρόνος τόσο συστηματικά, ακριβώς επειδή το μέγεθος της παραγόμενης αξίας μετριέται με τον μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας.

Ο κοινωνικός ορισμός του χρόνου, που αναγκάζεται να δώσει το κεφάλαιο για πρώτη φορά στην ιστορία, δημιουργεί μια τελείως νέα αντίληψη της ζωής. Σύμφωνα με αυτήν τη νέα αντίληψη, εργάσιμος και ελεύθερος χρόνος γίνονται πλέον δραστηριότητες απόλυτα διακριτές. Αν παλιότερα ο χρόνος δεν ήταν κάτι που περνούσε αλλά κάτι που αντιμετωπιζόταν ως κυκλικός ρυθμός, ως αιώνια επιστροφή σε δραστηριότητες αδιαφοροποίητες μέσα στη δική τους χρονική διάρκεια, ο καπιταλισμός επιβάλλει, στη σφαίρα της κατανάλωσης, μια επιστροφή μονάχα στις σχεδόν αυτόματες κινήσεις και συνεπώς την ανιαρή επανάληψη. (Σαν να πηγαίνεις κάθε Τετάρτη για ποτό στο 37 ή στο La Rambla, νομίζοντας κιόλας ότι είσαι φίλος με όλους). Ο χρόνος όμως πλέον είναι ανεπίστρεπτος. Επ’ αυτού έχει ενδιαφέρον να κοιτάξει κανείς και το κεφάλαιο για το θεαματικό χρόνο από την Kοινωνία του Θεάματος του Ντεμπόρ:

Ενώ η κατανάλωση του κυκλικού χρόνου των αρχαίων κοινωνιών βρισκόταν σε συμφωνία με την πραγματική εργασία αυτών των κοινωνιών, η ψευτο-κυκλική κατανάλωση της αναπτυγμένης οικονομίας έρχεται σε αντίθεση με τον αφηρημένο ανεπίστρεπτο χρόνο του παραγωγικού της συστήματος. Ενώ ο κυκλικός χρόνος ήταν ο πραγματικά βιωμένος χρόνος της ακίνητης ψευδαίσθησης, ο θεαματικός χρόνος είναι ο απατηλά βιωμένος χρόνος μιας πραγματικότητας που αλλάζει διαρκώς.

Η φυσική βάση του χρόνου, το αισθητό δεδομένο της ροής του χρόνου, γίνεται ανθρώπινο και κοινωνικό υπάρχοντας για τον άνθρωπο. Η περιορισμένη κατάσταση της ανθρώπινης πρακτικής, η εργασία σε διάφορα στάδια, μέχρι τώρα εξανθρώπισε και απανθρώπισε τον χρόνο, σαν χρόνο κυκλικό και σαν ανεπίστρεπτο διαχωρισμένο χρόνο της οικονομικής παραγωγής. Το επαναστατικό σχέδιο μιας αταξικής κοινωνίας, μιας γενικευμένης ιστορικής ζωής, είναι ένα σχέδιο μαρασμού του κοινωνικού μέτρου του χρόνου, προς όφελος ενός παιγνιώδους μοντέλου ανεπίστρεπτου χρόνου ατόμων και ομάδων, μοντέλου που μέσα του είναι ταυτόχρονα παρόντες ανεξάρτητοι ομόσπονδοι χρόνοι. Είναι το πρόγραμμα μιας ολικής πραγμάτωσης, μέσα στο κέντρο του χρόνου, του κομμουνισμού που «καταργεί ό,τι υπάρχει ανεξάρτητα από τα άτομα».[1]

Το κεφάλαιο αφορά στην παραγωγή αξίας, το μέγεθος της οπoίας ορίζεται ως ο μέσος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, αλλά για πρώτη φορά, εδώ στο όγδοο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, βλέπουμε πώς η εργασιακή θεωρία της αξίας αποτυπώνεται στην ιστορία και πώς τελικά την εξηγεί. Βλέπουμε εδώ πώς το κεφάλαιο ενδιαφέρεται για κάθε δευτερόλεπτο της εργάσιμης μέρας.

Ο Μαρξ απομακρύνεται από τον κλασσικό τρόπο με τον οποίο η οικονομική θεωρία αντιμετωπίζει το θέμα. Η κλασσική πολιτική οικονομία δεν συζητάει καθόλου για την εργάσιμη μέρα, ή για την πάλη για τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας. Παρόλα αυτά, η ιστορία του καπιταλισμού (και η καθημερινή μας εμπειρία εξίσου) είναι απολύτως συνδεδεμένη με τους αγώνες γύρω από την εργάσιμη μέρα και τα όρια της. Η θεωρία του Μαρξ έρχεται και λέει κατευθείαν για ποιό λόγο ισχύει αυτό.

Ο Μαρξ μάς δείχνει από την αρχή ότι η διαμάχη γύρω από την εργάσιμη μέρα δεν είναι μια κλασσική συναλλαγή με βάση τους κανόνες της αγοράς. Είναι το κατεξοχήν παράδειγμα του πως η καπιταλιστική κοινωνία διαιωνίζεται μέσω της ταξικής πάλης.

 

Τα όρια της εργάσιμης μέρας

Η αξία της εργασιακής δύναμης είναι η αξία ενός εμπορεύματος. Κατά κάποιο τρόπο η εργασιακή δύναμη είναι σαν τα άλλα εμπορεύματα, κατά έναν πιο σημαντικό τρόπο δεν είναι (εφόσον η εργασιακή δύναμη είναι το μόνο εμπόρευμα που μπορεί να παράγει νέα αξία). Όπως είδαμε σε προηγούμενα μαθήματα, υπάρχει μια ιστορικά και ηθικά προσδιορισμένη αξία της εργασιακής δύναμης, η οποία καθορίζεται από τον μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την «κανονική» αναπαραγωγή της σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.

Αναγκαία εργασία – Υπερεργασία:
Αναγκαίο μέρος της εργάσιμης μέρας πρέπει να θεωρείται εκείνος ο χρόνος που χρειάζεται κατά μέσον όρο ο εργάτης την ημέρα για την παραγωγή των μέσων συντήρησής του. Ο Μαρξ υποθέτει, για καθαρά παιδαγωγικούς λόγους, πως απαιτούνται 6 ώρες για να παράγει ο εργάτης καθημερινά την εργασιακή του δύναμη ή να αναπαράγει την αξία που παίρνει από την πώλησή της. Τον αναγκαίο χρόνο εργασίας μπορούμε να τον παραστήσουμε με την γραμμή α- – – – – – β.

Η υπερεργασία είναι η προέκταση της εργάσιμης μέρας· αποτελεί μεταβλητό μέγεθος που καθορίζει και το συνολικό μέγεθος της εργάσιμης μέρας. Η γραμμή προέκτασης βγ παριστάνει τη διάρκεια της υπερεργασίας και ανάλογα με την παράταση της εργασίας (π.χ. 1, 3 ή 6 ώρες) μπορούμε να έχουμε τρεις διαφορετικές εργάσιμες μέρες:

Εργάσιμη ημέρα Ι. α – – – – – – β – γ
Εργάσιμη ημέρα ΙΙ. α – – – – – – β – – – γ
Εργάσιμη ημέρα ΙΙΙ. α – – – – – – β – – – – – – γ

untitled2

Στην Εργάσιμη ημέρα ΙΙΙ το ποσοστό υπεραξίας είναι 100%.

Η εργάσιμη μέρα δεν είναι σταθερό, αλλά μεταβλητό μέγεθος και παρόλο που μπορεί να καθοριστεί, είναι ωστόσο καθ’ εαυτήν και δι’ εαυτήν ένα ακαθόριστο μέγεθος: το ένα από τα μέρη της αποτελείται από την αναγκαία εργασία, το συνολικό μέγεθός της όμως αλλάζει ανάλογα με το μάκρος ή τη διάρκεια της υπερεργασίας.

Για να εξηγήσει επομένως ο Μαρξ την επιπλέον αξία που παράγεται υποθέτει ότι σε μια εργάσιμη μέρα 12 ωρών, οι πρώτες 6 ώρες είναι ο χρόνος εργασίας που απαιτείται για τη συνεχή αναπαραγωγή του ίδιου του εργαζόμενου και οι τελευταίες 6 είναι ο χρόνος που παράγεται η αξία την οποία καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης. Εδώ δημιουργείται αρχικά η εντύπωση πως ο κεφαλαιοκράτης κλέβει ένα πλεόνασμα από τον εργαζόμενο αφού τον αμείβει στο επίπεδο της αξίας της εργασιακής του δύναμης μόνο. Άρα –υποθέτουν ορισμένοι χοντροκομμένοι σοσιαλιστές– αν ο εργαζόμενος δούλευε για 6 ώρες μόνο δεν θα παραγόταν υπεραξία κι έτσι θα υπήρχε κοινωνική δικαιοσύνη, αφού υποτίθεται πως δεν θα ίσχυε η παρακράτηση πλεονάσματος από τον κεφαλαιοκράτη. Στη σελίδα 247 όμως ο Μαρξ διαλύει αυτές τις εντυπώσεις υπενθυμίζοντας με κατηγορηματικό τρόπο ότι στην καπιταλιστική παραγωγή «η υπερεργασία και η αναγκαία εργασία συγχωνεύονται η μια με την άλλη». Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε κάθετα τον χρόνο αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης από τον χρόνο που δαπανάται για την παραγωγή υπεραξίας. 30 δευτερόλεπτα για τον κάθε ένα δίνει ο Μαρξ. Επομένως, κάθε λεπτό εργασίας εμπεριέχει και την αναγκαία εργασία και την υπερεργασία που απαιτείται ώστε το χ να γίνει Χ΄ και να συνεχιστεί η διαδικασία παραγωγής, η οποία αναπαράγει ταυτόχρονα τον εργαζόμενο ως εργαζόμενο και τον καπιταλιστή ως καπιταλιστή, δηλαδή την ίδια την καπιταλιστική κοινωνική σχέση.

Πόσο παραπάνω χρόνος χρειάζεται για να απομυζήσει το κεφάλαιο αρκετή υπερεργασία ώστε να παραχθεί υπεραξία; Αυτό δεν εξαρτάται από τις κανονικές λειτουργίες της αγοράς. Το ερώτημα που μπαίνει είναι: ποιό είναι το κανονικό μέγεθος της εργάσιμης μέρας; Ο καπιταλιστής απαντάει: όσο μεγαλύτερo γίνεται. Υπάρχουν όμως κάποια όρια. Φυσικά και κοινωνικά. Αυτά τα όρια όμως είναι πολύ ελαστικά. Το κεφάλαιο έχει μονάχα ένα στόχο, την αξιοποίηση του εμπορεύματος που αγόρασε. Ο Μαρξ το παρομοιάζει με βαμπίρ: «Το κεφάλαιο είναι νεκρή εργασία που ζωντανεύει μονάχα σαν τον βρυκόλακα ρουφώντας ζωντανή εργασία και ζει τόσο περισσότερο, όσο περισσότερη ζωντανή εργασία ρουφά».[2]

Ο καπιταλιστής επικαλείται το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Ο μέχρι πρότινος «βουβαμένος από τη θύελλα και την ορμή της παραγωγικής διαδικασίας» εργάτης απαντάει: αν επεκτείνεις την εργάσιμη μέρα, η ζωή μου μειώνεται:

Το εμπόρευμα που σου πούλησα διακρίνεται από τον υπόλοιπο συρφετό των εμπορευμάτων κατά το ότι η χρήση του δημιουργεί αξία και μάλιστα αξία μεγαλύτερη απ’ ό,τι κοστίζει το ίδιο. Αυτός ήταν ο λόγος που το αγόρασες. Αυτό που από την πλευρά σου εμφανίζεται σαν αξιοποίηση του κεφαλαίου, από τη δική μου πλευρά είναι παραπανίσιο ξόδεμα εργασιακής δύναμης. Στην αγορά κι εσύ κι εγώ γνωρίζουμε μονάχα ένα νόμο, το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και η κατανάλωση των εμπορευμάτων δεν ανήκει στον πωλητή που τα εκποιεί, αλλά στον αγοραστή που τα αποκτάει. Σε σένα λοιπόν ανήκει η χρήση της καθημερινής εργασιακής μου δύναμης. Όμως με την καθημερινή τιμή πώλησής της πρέπει να μπορώ να την αναπαράγω καθημερινά κι έτσι να την ξαναπουλώ. Εκτός από τη φυσική φθορά λόγω ηλικίας κλπ πρέπει να είμαι ικανός να εργάζομαι αύριο με την ίδια όπως και σήμερα κανονική κατάσταση δύναμης, υγείας και φρεσκάδας. Μου κηρύττεις διαρκώς το ευαγγέλιο της «οικονομίας» και της «εγκράτειας». Ωραία! Θα διαχειριστώ σαν λογικός, οικονόμος νοικοκύρης τη μοναδική μου περιουσία, την εργασιακή δύναμη και θ’ απόσχω από κάθε ανόητη σπατάλη της. Θα ρευστοποιώ, θα βάζω σε κίνηση, θα μετατρέπω σε εργασία καθημερινά μόνο τόση εργασιακή δύναμη, όση συμβιβάζεται με την κανονική της διάρκεια και τη υγιή της ανάπτυξη. Με την άμετρη παράταση της εργάσιμης μέρας μπορείς μέσα σε μια μέρα να ρευστοποιήσεις μια ποσότητα της εργασιακής δύναμης μου μεγαλύτερη από εκείνη που μπορώ να αναπληρώσω μέσα σε τρεις μέρες. Αυτό που έτσι κερδίζεις εσύ σε εργασία το χάνω εγώ σε εργασιακή ουσία. Η χρησιμοποίηση της εργασιακής μου δύναμης και η καταλήστευσή της είναι δυό τελείως διαφορετικά πράγματα… Μου πληρώνεις την εργασιακή δύναμη μιας ημέρας, τη στιγμή που καταναλώνεις τριών ημερών εργασιακή δύναμη. Αυτό είναι αντίθετο με το συμβόλαιό μας και με το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Ζητώ λοιπόν μια εργάσιμη ημέρα κανονικής διάρκειας και δεν τη ζητώ κάνοντας έκκληση στην καρδιά σου, γιατί σε χρηματικά ζητήματα δεν έχουν πέραση τα αισθήματα. Μπορεί να είσαι υπόδειγμα πολίτη, ίσως να είσαι μέλος του συλλόγου προστασίας των ζώων και ακόμα νάχεις τη φήμη αγίου, μα το πράγμα που αντιπροσωπεύεις απέναντί μου δεν έχει καρδιά στα στήθια. Αυτό που φαίνεται να χτυπάει εκεί μέσα είναι ο χτύπος της δικής μου καρδιάς. Ζητώ την κανονική εργάσιμη ημέρα, γιατί, όπως και κάθε άλλος πωλητής, ζητώ την αξία του εμπορεύματός μου.[3]

Στον διάλογο αυτό, η ανταλλαγή (αγορά/πώληση εργασιακής δύναμης) θεωρείται δεδομένη και δίκαιη αφού ο καπιταλιστής έχει αγοράσει την εργασιακή δύναμη στην ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένη ημερήσια αξία της. Η απόπειρα του καπιταλιστή να προεκτείνει μονομερώς την εργάσιμη μέρα και η συνεπαγόμενη μείωση της ζωής του εργάτη είναι σαν να σπάει το συμβόλαιο. Υπάρχει εδώ μια αντινομία μεταξύ δυο δικαίων –του εργάτη και του καπιταλιστή– που και τα δύο φέρουν τη σφραγίδα του νόμου της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Ανάμεσα σε δύο ίσα δίκαια, αποφασίζει η βία. Δηλαδή, η ταξική πάλη, η «πάλη ανάμεσα στο συνολικό κεφαλαιοκράτη, δηλ. την τάξη των κεφαλαιοκρατών, και στο συνολικό εργάτη, δηλ. την εργατική τάξη».[4] Δεν μπορεί να επιλυθεί αυτό το ζήτημα μιλώντας για «δίκαιο» γενικά. Μονάχα ο συσχετισμός δύναμης μπορεί να επιλύσει το θέμα, εφόσον η ανταλλαγή θεωρείται ούτως ή άλλως δίκαιη.

Σ’ αυτό το σημείο της μεθοδικής ανάπτυξης των κατηγοριών στον πρώτο τόμο, ο Μαρξ πραγματοποιεί μια μετάβαση από την κατηγορία των ελεύθερα συμβαλλόμενων ατομικών παραγωγών που συναλλάσσονται στην αγορά στην συγκρότηση των ανταγωνιστικών κοινωνικών τάξεων στο επίπεδο της παραγωγής και της πολιτικής σφαίρας. Αυτό γίνεται με αναφορά στους ιστορικούς όρους εμφάνισης της αντινομίας μεταξύ των δικαιωμάτων τους. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε ένα παράδειγμα που είχε χρησιμοποιήσει ο Κρις Άρθουρ για να παρουσιάσει τη μεθοδολογία του Χέγκελ και πώς την χρησιμοποιεί ο Μαρξ. Το παράδειγμα προέρχεται από τη Φιλοσοφία του Δικαίου, από τις τελευταίες θέσεις του πρώτου μέρους του βιβλίου, όπου ο Χέγκελ δείχνει πώς γίνεται το πέρασμα από τη μια κατηγορία στην άλλη και συγκεκριμένα το πέρασμα από το «Αφηρημένο Δίκαιο» στην «Ηθική». Αυτό το πρώτο μέρος αναφέρεται στο «αναφαίρετο» δικαίωμα της ιδιοκτησίας, σε ατομικό επίπεδο, ως ιδιοποίηση μέσω της άσκησης της βούλησης, και δείχνει πως η αναγκαστική σύγκρουση ανάμεσα στον ένα ιδιοκτήτη και τον άλλο τούς οδηγεί σε μια υπέρβαση της μερικότητας και της αμεσότητας των προσωπικών τους βουλήσεων, των προσδεμένων σε εξωτερικά αντικείμενα, κατ’ αρχήν μέσω της επιβεβαίωσης και του αυτο-καθορισμού τους ως διασκεπτικών υποκειμένων, δηλ. μέσω της ηθικής των ατόμων ως κοινωνικών όντων [Moralität].

Ο συνολικός στόχος της πολιτικής φιλοσοφίας του Χέγκελ είναι να δείξει ότι η ελευθερία πραγματοποιείται μέσα σε ένα σύστημα «δικαίου». Αυτό το σύστημα δικαίου διαρθρώνεται μέσω μιας διαλεκτικής ανάπτυξης που ξεκινάει από το υποτιθέμενα βασικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας και εκτείνεται ως τα δικαιώματα της ιδιότητας του πολίτη και το κράτος, το οποίο είναι οργανωμένο με έναν τέτοιο περιεκτικό τρόπο ώστε να ενισχύει όλες τις διαφορετικές σφαίρες του δικαίου. Στο τέλος του μέρους για το «αφηρημένο δίκαιο», ο Χέγκελ εξηγεί πώς το δίκαιο αφηρημένα είναι ανίκανο να αυτο-υποστηριχθεί γιατί, χωρίς αναφορά στην ηθική, το έθιμο ή το νόμο, ο καθένας που υπερασπίζεται τη δική του ιδιοκτησία και τη δική του τιμή ενάντια στην καταπάτησή τους μπορεί να «διεκδικεί ένα δικαίωμα» αλλά οι καθαρά προσωπικές του πράξεις αντιμετωπίζονται από τον αντίδικο ως καταπάτηση των δικών του δικαιωμάτων· και ως εκ τούτου αναπτύσσεται μια κατάσταση βεντέτας…
Στην ίδια τη βεντέτα αυτή καθαυτή δεν υπάρχει απολύτως καμμιά αντίφαση, μόνο σύγκρουση, και δεν υπάρχει τίποτα αντιφατικό στην υπόθεση ότι αυτές οι βεντέτες μπορεί να είναι ατέρμονες. Η αντίφαση εμφανίζεται μόνο όταν εισάγεται το συμφέρον μέλημα για το δίκαιο αυτό καθαυτό…
Υπάρχει εδώ ξεκάθαρα μια «έλξη» προς την επόμενη υψηλότερη κατηγορία δικαίου: την «ηθική», όπως την απόκαλεί ο Χέγκελ. Υπάρχει μάλιστα κάτι ακόμα περισσότερο σ’ αυτό: αν αυτό το συμφέρον μέλημα αποδοθεί στους φορείς της βεντέτας τότε η ίδια τους η συνείδηση γίνεται αντιφατική (κι αυτό γιατί το όλον εκλαμβάνεται ως ενυπάρχον στις στιγμές του κάθε σταδίου και δεν θεωρείται ως ένα εξωτερικό σημείο αναφοράς της προόδου). Γιατί αν ο καθένας αξιώνει να εκδικηθεί για την παραβίαση ενός δικαιώματος αξιώνει να θεωρηθεί ότι η υπόθεσή του είναι δίκαιη, αλλά η δικαιοσύνη είναι μια καθολική έννοια που υπερβαίνει τα συγκεκριμένα συμφέροντα των ανθρώπων που προβάλλουν τις δικές τους απαιτήσεις· αντίθετα, εδώ ο καθένας ενεργεί ως δικαστής και ως σώμα ενόρκων της ίδιας του της υπόθεσης και η απόπειρά του να καταδιώξει τον εγκληματία δεν μπορεί να διακριθεί από το υποκειμενικό κίνητρο της εκδίκησης. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως «ώθηση» προς την επίλυση αυτής της αντίφασης, διασαφηνίζοντας το πρόβλημα και βρίσκοντας μια λύση. Να πως καταλήγει ο Χέγκελ:

“Η απαίτηση να επιλυθεί αυτή η αντίφαση,… με έναν τρόπο που αναιρεί το άδικο, είναι η απαίτηση μιας απελευθερωμένης από υποκειμενικά συμφέροντα [τιμωρούσας αλλά όχι εκδικητικής] δικαιοσύνης. Αυτό κατ’ αρχήν συνεπάγεται την απαίτηση μιας βούλησης, που αν και είναι μερική και υποκειμενική, εν τούτοις επιθυμεί το καθολικό αυτό καθεαυτό. Αυτή η έννοια της ηθικής δεν είναι μια απλή απαίτηση, προκύπτει κιόλας από την ίδια την κίνηση [των πραγμάτων]”.[5]

Αυτό που είναι σημαντικό να καταλάβει κανείς εδώ είναι ότι η διαλεκτική ανάπτυξη ενυπάρχει [είναι εμμενής] στο υπό εξέταση περιεχόμενο, και είτε κανείς θεωρήσει τη δομή των κατηγοριών ως προοδευτική είτε τη θεωρήσει ως αναδρομική στην αρχιτεκτονική της οι μεταβάσεις είναι εννοιακές αναγκαιότητες. Αυτή είναι η σημασία της απαίτησης να εισαχθεί εδώ η έννοια της ηθικής… Αυτό που είναι σημαντικό (ως προς την υπόθεση) είναι ότι είναι απαίτηση του λόγου να εισαχθεί μια νέα κατηγορία.
Είναι επίσης λογικό επακόλουθο της συστηματικής προσέγγισης του Χέγκελ ότι τόσο οι αξιώσεις των ατόμων αναφορικά με τα δικαιώματά τους όσο και το συμφέρον μέλημα της ηθικής συνείδησης να πράξει το σωστό αποτελούν προϋποθέσεις της όποιας συνεκτικής διάρθρωσης ενός νομικού συστήματος δικαίου εκ μέρους του κράτους. Αυτό το παράδειγμα επεξηγεί επίσης ένα γενικότερο χαρακτηριστικό της συστηματικής διαλεκτικής: ότι τίποτα δεν πάει χαμένο, ότι κάθε θέση που «έχει υποστεί άρνηση» διατηρείται εν τούτοις μέσα σε μια πιο περιεκτική μορφή πραγματοποίησης της υπό εξέταση έννοιας – στην περίπτωσή μας, του «δικαίου».[6]

Κάπως ανάλογη είναι και η ανάλυση του Μαρξ. Ως αγοραστής ο ένας και ως πωλητής της εργασιακής δύναμης ο άλλος, ο καπιταλιστής και ο εργάτης συναντιούνται στην αγορά ως ίσοι και ελεύθεροι. Όμως, το δικαίωμα του ενός καταπατείται από το δικαίωμα του άλλου. Στη σύγκρουση δύο ίσων δικαιωμάτων, μας λέει ο Μαρξ, αποφασίζει η δύναμη. Ενώ ο Χέγκελ μας λέει ότι αποφασίζει το κράτος, η δύναμη της έλλογης τιμωρίας ή συμφιλίωσης. Στο ρόλο όμως που επιτελεί το (υπό διαμόρφωση τότε) περιεκτικό, κοινωνικό καπιταλιστικό κράτος δικαίου αναφέρεται σ’ αυτό το κεφάλαιο κι ο Μαρξ, για πρώτη φορά στο βιβλίο του.

 

Η βουλιμία για υπερεργασία

Σε αυτό το υποκεφάλαιο ο Μαρξ:

  • Ξεκαθαρίζει αρχικά πώς υπερεργασία και υπεραξία δεν είναι ταυτόσημα πράγματα. Υπερεργασία πάντα υπήρχε, παρόλο που στην αρχαιότητα η υπερεργασία στα χρυσωρυχεία αντιμετωπιζόταν ως κτηνώδης κατάσταση. Ο σημερινός μισθωτός δεν μπορεί να αναγνωρίσει εύκολα τη διαδικασία παραγωγής της υπεραξίας. Είναι μυστικοποιημένη. Στις προηγούμενες κοινωνίες, η διαφορά μεταξύ υπερεργασίας και εργασίας που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης ήταν πιο εμφανής, και ο εργάτης γης ήταν κατά κάποιο τρόπο ελεύθερος – με μια ελευθερία βέβαια χωρίς κανένα περιεχόμενο αφού η ελεύθερη αυτορύθμιση εργασίας και σχόλης ήταν αδιανόητη. Στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, για λόγους θρησκευτικούς και κοινωνικούς, ετίθετο ένα όριο στην παραγωγή αξιών χρήσης. Από την στιγμή όμως που το χρήμα γίνεται κύριος διαμεσολαβητής της κοινωνικής ζωής δεν υπάρχει πλέον όριο στη διάρκεια του χρόνου εκμετάλλευσης της εργασίας.
  • Στη συνέχεια συγκρίνει τη βουλιμία για υπερεργασία στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες με την ίδια βουλιμία στα αγγλικά εργοστάσια. Αντιπαραβάλλει τον Reglement Organique, κώδικα της αγγαρείας [1831], στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ο οποίος ήταν μια θετική έκφραση της βουλιμίας για υπερεργασία, με τους αγγλικούς Factory Acts [Εργοστασιακούς Νόμους] που αποτελούν την αρνητική έκφραση της ίδιας βουλιμίας του κεφαλαίου. Αποσκοπεί στο να καταδείξει πως η υπερεργασία στην αγγαρεία έχει μιαν αυτοτελή, χειροπιαστά αισθητή και ξεκάθαρα καθορισμένη μορφή, κάτι που δεν συμβαίνει στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, όπου ακόμα και όταν τίθενται όρια στην υπερεργασία αυτά δεν είναι σαφή.

Η αναφορά στους αγγλικούς Factory Acts χρησιμεύει και στην περιγραφή του τρόπου μέσω του οποίου η νομοθεσία για τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας συναντούσε πότε την υποκριτική κατάφαση και πότε την αντίσταση των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων.

Όμως γιατί συνέβη αυτό; Γιατί από ένα σημείο και μετά το καπιταλιστικό κράτος ήθελε να μειώσει την εργάσιμη μέρα; Ο Μαρξ αποδίδει τους προστατευτικούς για την εργασία όρους των Factory Acts κυρίως στο μαράζωμα της εργασιακής δύναμης και στην απειλή που δημιουργεί για το κεφάλαιο η συνακόλουθη έλλειψή της. Υπάρχει βέβαια μια γενικόλογη και βιαστική αναφορά σε «ένα εργατικό κίνημα που κάθε μέρα λάμβανε όλο και πιο απειλητικές διαστάσεις», αλλά το ερώτημα είναι γιατί ο Μαρξ δεν επεκτείνεται και δεν μας δίνει περισσότερα στοιχεία για τους αγώνες αυτού του κινήματος;

Γενικότερα υπάρχει ένα έλλειμμα στον τρόπο που ο Μαρξ πραγματεύεται τον ταξικό αγώνα για τη μείωση της εργάσιμης μέρας. Μόνο φευγαλέα αφήνει να διαφανούν κάποιες υποψίες ταξικού πολέμου, όταν π.χ. μιλάει για την «επιτακτική φωνή των αρτεργατών του Λονδίνου στις δημόσιες συγκεντρώσεις ενάντια στην υπερβολική δουλειά»[7] ή για τα μεγάλα συλλαλητήρια των αρτεργατών της Ιρλανδίας ενάντια στην νυχτερινή και την κυριακάτικη εργασία.[8] Έχει την τάση να αναφέρεται περισσότερο στη συμβολή των εποπτών εργασίας στις μεταρρυθμίσεις, παρά στις αρνήσεις που άλλοτε οργανωμένα και άλλοτε συγκαλυμμένα αντέταξαν οι εργάτες ενάντια στην καταλήστευση της εργασιακής τους δύναμης. Αναφέρεται βεβαίως στις μεγάλες απεργίες στο Δουβλίνο και το Κορκ στην Ιρλανδία, τη Γλασκώβη στην Σκωτία και τη μεγάλη απεργία για την αύξηση του βδομαδιάτικου μισθού στο Μπούκινγκχαμσηρ της Αγγλίας (όλα γεγονότα της δεκαετίας του 1860), αλλά παρακάμπτει εντελώς τις βίαιες απεργίες του 1842 που συνοδεύονταν από εξεγέρσεις, απελευθέρωση κρατουμένων, λεηλασίες και εμπρησμούς των επαύλεων, κλοπές και σαμποτάζ των εργοστασίων· απεργίες δηλ. που εξηγούν την εισαγωγή των νομοθετικών ρυθμίσεων της εργάσιμης μέρας – ρυθμίσεις που είναι επίσης ακατανόητες χωρίς αναφορά στη ειρηνευτική και μεταρρυθμιστική δράση των συνδικαλιστών ηγετών που αρχίζουν να αναδεικνύονται στο πολιτικό προσκήνιο τη δεκαετία του 1840.

Στο ίδιο υποκεφάλαιο ο Μαρξ εξετάζει τους παράγοντες που καθορίζουν την έκταση της εργάσιμης μέρας. Μιλάει (μέσα από τις καταθέσεις των κρατικών εποπτών) για το χρόνο που κλέβει το κεφάλαιο –τον «πρόσθετο χρόνο που κερδίζεται με το άθροισμα μικροκλοπών… από το χρόνο του φαγητού και της ανάπαυσης των εργατών… την αρπαγή λεπτών, ή, όπως τις λένε οι εργάτες με την ορολογία τους, nibbling and cribbling at meal times [τα ροκανίσματα και τα τσιμπολογήματα από το διάλειμμα του φαγητού]»[9]– και δείχνει πως η παραγωγή υπεραξίας μέσω της υπερεργασίας δεν είναι κάτι άγνωστο στους εργάτες.

Όμως στον ταξικό πόλεμο γύρω από την εργάσιμη μέρα δεν επιβαλλόταν μόνο η θέληση του καπιταλιστή. Στο «ροκάνισμα» του χρόνου ανάπαυσης από τα αφεντικά πολύ διαδεδομένη εργατική πρακτική ήταν οι εργάτες να αντιστέκονται στο ξεζούμισμά τους και να απαντάνε με «ροκάνισμα» του χρόνου εργασίας και υπερεργασίας, κάτι που υπονοείται μέσα από την παρατήρηση του Μαρξ για τον εργάτη που «κλέβει» χρόνο από τον κεφαλαιοκράτη όταν αυξάνει τον διαθέσιμο χρόνο για τον εαυτό του.[10]

«Οι στιγμές του χρόνου είναι τα στοιχεία του κέρδους»,[11] λέει ο Μαρξ. Σε αυτή τη φράση συμπυκνώνεται όλη η εργασιακή θεωρία της αξίας.

 

Περιγραφή βιομηχανικών κλάδων της Αγγλίας χωρίς νομοθετικό περιορισμό της εκμετάλλευσης

Σε αυτό το υποκεφάλαιο γίνεται περιγραφή των άθλιων συνθηκών εργασίας και των ωραρίων στην αγγειοπλαστική, τη βιομηχανία σπίρτων, τις ταπετσαρίες, την αρτοποιία, τους σιδηρόδρομους, τις καπελούδες και την παραγωγή δαντελών, όπως αυτά ίσχυαν στη δεκαετία του 1860. Εδώ ο Μαρξ, πέραν της καταγγελίας της απίστευτης νοθείας σε είδη πρώτης ανάγκης που θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, κάνει μια σημαντική παρατήρηση για τις υπερωρίες: οι υπερωρίες είναι επιπλέον ξεζούμισμα υπερεργασίας που προστίθεται σ’ αυτό της κανονικής εργάσιμης μέρας.[12] Επισημαίνει επίσης πως στους βιομηχανικούς αυτούς κλάδους η δουλειά μέχρι θανάτου βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη και παραθέτει τη διάσημη υπόθεση της Μαίρη-Άννα Ουέλκλυ που έγινε είδηση στα τέλη του Ιούνη του 1863 στις εφημερίδες του Λονδίνου με τον εντυπωσιακό [και σαρκαστικό] τίτλο: «Death from simple overwork». Επρόκειτο για το θάνατο μιας 20χρονης μοδίστρας. Η νεαρή Μαίρη-Άννα Ουέλκλυ για να ράψει το φόρεμα μιας αριστοκράτισσας για έναν χορό στην Αυλή αναγκάστηκε να δουλέψει χωρίς διακοπή για 161/2 ώρες και, προς δυσάρεστη έκπληξη της αφεντικίνας της, πέθανε προτού τελειώσει τη δουλειά της. Ο γιατρός διαπίστωσε πως πέθανε από υπερκόπωση, επειδή εργάστηκε πολλές ώρες σε ένα ασφυκτικά γεμάτο δωμάτιο και κοιμόταν σε μια στενόχωρη κρεβατοκάμαρα με κακό αερισμό.

Στο υποκεφάλαιο αυτό σημαντικά είναι και τα άρθρα των εφημερίδων που παραθέτει σχετικά με τη δουλεία. «Βγάζουμε λόγους ενάντια στους ιδιοκτήτες φυτειών της Βιρτζίνιας και της Καρολίνας. Είναι όμως το πυρακτωμένο σημάδι που επιβάλλουν στους μαύρους, μ’ όλες τις φρίκες του βούρδουλα και του παζαρέματος της ανθρώπινης σάρκας, πιο απαίσιο απ’ αυτή τη σιγανή σφαγή ανθρώπων που συντελείται για να παράγονται βέλα και γιακάδες προς όφελος των κεφαλαιοκρατών;», αναφέρει ένα απόσπασμα από την London Daily Telegraph της 17ης Γενάρη 1860 το οποίο παραθέτει ο Μαρξ.[13] Εκεί που όλοι οι «οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου» εκστράτευαν «όλο φωτιά και λαύρα» ενάντια στη δουλεία που υπήρχε ακόμα στην Αμερική, οι συνθήκες εργασίας των μισθωτών στην Αγγλία αποδεικνύονταν πολύ χειρότερες. Οι «λευκοί σκλάβοι» οδηγούνται στο θάνατο γονατίζοντας στη δουλειά όχι από το σφύριγμα του μαστιγίου των δουλοκτητών, αλλά από τη μάστιγα της πείνας: «Πάρα πολλοί από μας –γράφουν οι Times– έχουν τη γνώμη πως όσο εξωθούμε με την πολλή δουλειά στο θάνατο τις νεαρές γυναίκες μας, χρησιμοποιώντας τη μάστιγα της πείνας αντί το σφύριγμα του μαστιγίου, ζήτημα είναι αν έχουμε το δικαίωμα να εκστρατεύουμε όλο φωτιά και λαύρα ενάντια σε οικογένειες που γεννήθηκαν δουλοκτήτριες και που τουλάχιστον ταΐζουν καλά τους δούλους τους και τους βάζουν να εργάζονται με μέτριους ρυθμούς».[14]

 

Ημερήσια εργασία και νυχτερινή εργασία. Το σύστημα της βάρδιας.

Το μαράζωμα της εργασιακής δύναμης, οι πρόωροι θάνατοι και τα εργατικά ατυχήματα επιδεινώνονται με το σύστημα της εναλλαγής νυχτερινής με ημερήσια εργασία και με το σύστημα της βάρδιας που επινόησε το κεφάλαιο επειδή ήθελε την εργασία μονίμως διαθέσιμη. Το κεφάλαιο δεν είναι μια μηχανή ή ένα χρηματικό ποσό αλλά αξία εν κινήσει. Ως εκ τούτου κεφάλαιο που «κάθεται» είναι απώλεια κέρδους για τον κεφαλαιοκράτη. Η αδιάλειπτη συνέχεια της παραγωγικής διαδικασίας γίνεται σημαντική, ιδιαίτερα σε βιομηχανίες, όπως οι υψικάμινοι και η μεταλλουργία, που χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες εξοπλισμού παγίου κεφαλαίου και που χρειάζεται πολλή καύσιμη ύλη για να επιτευχθούν οι κατάλληλοι βαθμοί θερμοκρασίας στα καμίνια. Με τα συστήματα εργασίας που χρησιμοποιούσαν οι εργοστασιάρχες, όπως τα περιγράφει εδώ ο Μαρξ, τα προβλήματα αυτά αντιμετωπίζονταν επιτυχώς από την πλευρά του κεφαλαίου αλλά με «πραγματικά φρικαλέα» αποτελέσματα για την εργατική τάξη.

Έτσι στο τέταρτο αυτό υποκεφάλαιο ο Μαρξ κάνει μια εκτενή περιγραφή της παιδικής εργασίας και της εργασίας των γυναικών, χωρίς να τα αντιμετωπίζει απομονωμένα, ξεκομμένα από τη συνολική ανάλυση της εργάσιμης μέρας και από ηθική σκοπιά, αλλά συνδέοντάς τα με την «επαίσχυντη παράταση της εργάσιμης μέρας». Λίγο πριν το τέλος του υποκεφαλαίου αυτού προκύπτει πως αφού η παιδική εργασία και η εργασία των γυναικών συνυπάρχουν και συνεργάζονται μέσα στο εργοστάσιο που χρησιμοποιεί την 24ωρη εργασία 7 ημέρες την εβδομάδα αυτό θα μπορούσε να αποτελεί βάση για την ανάπτυξη κοινών αγώνων.

Τέλος, το μέρος αυτό κλείνει με τον Μαρξ να σαρκάζει την υποκρισία των κεφαλαιοκρατών: «Στο μεταξύ το “γεμάτο αυταπάρνηση” κεφάλαιο της υαλουργίας ίσως αργά κανένα βραδάκι, ζαλισμένο από κρασί πορτό, να τραβάει παραπατώντας από τη λέσχη στο σπίτι μουρμουρίζοντας με ηλίθιο τρόπο το τραγούδι: «Britons never, never, shall be slaves! [Οι βρετανοί ποτέ, ποτέ δεν θα γίνουν σκλάβοι!]».[15]

 

Παράταση του χρόνου εργασίας στην Ελλάδα σήμερα

Σήμερα τα αφεντικά παρά την επίσημη κατάκτηση του 8ώρου τις δεκαετίες που ακολούθησαν την πολυαίμακτη πρωτομαγιά του Σικάγο του 1886 και τη σταδιακή εξάπλωσή του στα περισσότερα μέρη του κόσμου∙ παρά τη θεσμοθέτηση του πενθήμερου και της 40ωρης εβδομάδας, εξακολουθούν να έχουν την τάση για παράταση της εργάσιμης μέρας. Η βουλιμία για υπερεργασία επανέρχεται το ίδιο ωμή και ανέγγιχτη από το γενικό πολιτισμικό επίπεδο της σύγχρονης κοινωνίας κάθε φορά που το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου πέφτει και ο ταξικός πόλεμος εις βάρος της εργατικής τάξης οξύνεται. Το ντόπιο και «ξένο» προλεταριάτο της Ελλάδας έχει νιώσει στο πετσί του αυτή τη λυκανθρωποειδή βουλιμία τα τελευταία έξι μνημονιακά χρόνια (2010-16) που οι νομοθετικές ρυθμίσεις των εργασιακών σχέσεων αλλάζουν δραματικά προς το χειρότερο. Η ολοένα και πιο συμφέρουσα για τα αφεντικά «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» (βλ. ελαστικό ωράριο) ή η απελευθέρωση του ωραρίου των καταστημάτων και το επιχειρούμενο άνοιγμά τους τις Κυριακές (που είναι θεσπισμένο νομοθετικά και μόνο οι απεργίες μας το ακυρώνουν ακόμα στην πράξη) είναι κάποια από τα παραδείγματα που αποτυπώνουν την τάση του κεφαλαίου για παράταση του εργάσιμου χρόνου στην Ελλάδα σήμερα.

 

[1] Γκυ Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος, Αθήνα, 1986, θέσεις 155 και 163.
[2] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 244.
[3] Ό.π., σελ. 244-245.
[4] Ό.π., σελ. 246.
[5] Χέγκελ, Βασικές Αρχές της Φιλοσοφίας του Δικαίου, Cambridge, 1991 [1820], § 103.
[6] C. Arthur, The New Dialectic and Marx’s Capital, Leiden, 2004, σελ. 70-72.
[7] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 261.
[8] Βλ. ό.π., σελ. 263.
[9] Ό.π., σελ. 254.
[10] Ό.π., σελ. 244. Πάλι όμως λείπει η οποιαδήποτε αναφορά στις κοπάνες, την αργοπορία, το σαμποτάζ κλπ.
[11] Ό.π., σελ. 254
[12] Βλ. ό.π., σελ. 259.
[13] Ό.π., σελ. 255.
[14] Ό.π., σελ. 267.
[15] Ό.π., σελ. 276.

You may also like...

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *